Σελίδες

Σάββατο 7 Μαΐου 2022

«Οἱ παγίδες τῆς φαντασίας στήν πνευματική ζωή» Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, π. Σωφρονίου. Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

«Οἱ παγίδες τῆς φαντασίας στήν πνευματική ζωή»

Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, π. Σωφρονίου. 30ο Μέρος

Ὁμιλία τοῦ Ἀρχ. Σάββα Ἁγιορείτη στίς 30-08-2015


          Μιλᾶμε γιά τήν φαντασία, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἕνα σημαντικό κεφάλαιο γιά τήν πνευματική ζωή, σχολιάζοντας τό ἀντίστοιχο κεφάλαιο πού ἔχει γράψει ὁ π. Σωφρόνιος: «Τά εἴδη τῆς φαντασίας καί ὁ ἀγώνας ἐναντίον της»[1]. Γενικῶς ἰσχύει αὐτό πού μᾶς ἔχουν πεῖ οἱ Πατέρες, ὅτι ἡ φαντασία εἶναι τό ὄχημα τῶν δαιμόνων. Καί θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά σταυρώσει τήν φαντασία του, δηλαδή νά τήν ἀπενεργοποιήσει, γιατί εἶναι μία -μετά τήν πτώση- δύναμη τῆς ψυχῆς, μπῆκε στόν ἄνθρωπο, δόθηκε στόν ἄνθρωπο, ἀλλά δέν βοηθάει στήν προσευχή οὔτε στήν πνευματική ζωή, ἀντίθετα τήν ἐκμεταλλεύεται ὁ διάβολος καί μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά πλανηθεῖ.

Λέει ὁ π. Σωφρόνιος: «Ὁ ἡσυ­χα­στής μοναχός, πού ἀγω­νί­ζεται κατά τῆς φαντα­σί­ας, ἡ ὁποία διαστρεβλώνει τήν πνευματική ζωή, συ­ναν­τιέ­ται μέ ποικιλόμορφες ἐκ­δη­λώ­σεις της. Αὐτές μπο­ροῦν νά τα­ξι­νο­μη­θοῦν μέ διά­φο­ρους τρόπους. Ὁ γέ­ρον­τας», ὁ Ἅγιος Σιλουανός δηλαδή, «τίς συ­νό­ψι­ζε στίς τέσ­σε­ρις μορφές πού ἐκ­θέ­σα­με πα­ρα­πά­νω, μορφές πού τοῦ ἔδι­ναν τή δυ­να­τό­τη­τα νά ἐκφράσει τήν οὐσία τοῦ προ­βλή­μα­τος»[2]. Μιλήσαμε τήν προηγούμενη φορά καί τήν προ-προηγούμενη γιά τίς τέσ­σε­ρις μορφές φαντασίας. Ἡ πρώτη μορφή εἶναι οἱ χονδρές φαντασίες, πού συνδέονται μέ τά σαρκικά πάθη. Τό πρῶτο εἶδος φαντασίας. Τό δεύτερο εἶδος φαντασίας εἶναι αὐτό πού λέμε ὀνειροπόληση ἤ ρεμβασμός. Τό τρίτο εἶδος φαντασίας εἶναι αὐτό πού λέγεται «δημιουργική φαντασία» καί χρησιμοποιεῖται ἀπό τούς ἐπιστήμονες γιά νά συλλάβουνε τήν λύση κάποιου τεχνικοῦ προβλήματος παραδείγματος χάριν. Καί τό τέταρτο εἶδος φαντασίας εἶναι αὐτό πού ὀνομάζεται «θεολογική δημιουργία», τό ὁποῖο χρησιμοποιεῖται ἀπό κάποιους θεολόγους μέ σκοπό νά βροῦνε τόν Θεό. Ἀλλά δέν εἶναι αὐτός ὁ σωστός δρόμος. Καί τά τέσσερα εἴδη εἶναι ἀπορριπτέα, (τό εἴπαμε καί τίς προηγούμενες φορές), διότι καί τά τέσσερα ἐμποδίζουν τήν καθαρή προσευχή, ἡ ὁποία εἶναι ὁ τρόπος γιά νά δεῖ κανείς τόν Θεό, γιά νά βρεῖ τόν Θεό, γιά νά καθαριστεῖ ἡ καρδία καί νά γίνει πλέον ὁ ἄνθρωπος «νοῦς ὁρῶν τόν Θεόν».

«Ἡ πρώτη φαντασία», τό πρῶτο εἶδος φαντασίας, «ἀνα­φέ­ρε­ται γενικά στόν ἀγώνα κατά τῶν παθῶν» καί πρέπει νά καταπολεμηθεῖ ὁπωσδήποτε. Εἶναι οἱ χονδρές φαντασίες, πού μᾶς φέρνουνε οἱ πονηροί δαίμονες ἤ τίς φτιάχνει καί ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος δυστυχῶς, πού συνδέονται μέ τά σαρκικά πάθη. «Τό δεύτερο εἶδος φαντασίας», πού εἴπαμε εἶναι ὁ ρεμβασμός, ἡ ὀνειροπόληση, πού ἀφήνει κανείς τήν φαντασία του νά ἐργάζεται ἔτσι, νά ρεμβάζει, «χα­ρα­κτη­ρί­ζει», αὐτό τό εἶδος φαντασίας, «ὅσους προ­σεύ­χον­ται μέ τόν πρῶτο τρόπο»[3]. Εἴχαμε μιλήσει γιά τούς τρεῖς τρόπους προσευχῆς, ὅπως τούς λέει ὁ Ἅγιος Σιλουανός. Ὁ πρῶτος τρόπος εἶναι αὐτός ὁ τρόπος ὁ ὁποῖος συνδέεται μέ τήν φαντασία. Ἐπειδή ὁ νοῦς εἶναι ἀδύναμος, ὁ ἄνθρωπος κάνει μιά προσευχή μέ φαντασίες. Φαντάζεται διάφορα, τόν Θεό κ.λ.π. ἤ καταστάσεις πού νομίζει ὅτι εἶναι πνευματικές, ἀλλά εἶναι φανταστικές.

Τό δεύτερο εἶδος προσευχῆς εἶναι ἡ προσευχή ἡ ὁποία συνδέεται μέ τήν διάνοια, μέ τόν ἐγκέφαλο, μέ τήν σκέψη, μιά ἐγκεφαλική προσευχή, μιά λογική προσευχή, καί τό τρίτο εἶδος προσευχῆς, πού εἶναι καί τό ἀνώτερο καί τό καλύτερο καί τό σπουδαιότερο, εἶναι ἡ καρδιακή προσευχή, πού ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται μέ τήν καρδιά χωρίς φαντασία καί ὄχι μέ τόν ἐγκέφαλο, μέ τήν διάνοια, ἀλλά καρδιακά. Τό πρῶτο εἶδος, λοιπόν, προσευχῆς, πού εἴπαμε εἶναι ἡ φαντασιώδης προσευχή, αὐτό τό εἶδος συνδέεται μέ τίς φαντασίες.«Σέ αὐτή τή μορφή φαν­τα­σί­ας ἀνά­γε­ται καί ἡ γνωστή μέ­θο­δος τῆς «μελέτης», (med­i­ta­tion, πού τό λένε καί οἱ ξένοι), τό ὁποῖο ὁπωσδήποτε εἶναι κάτι πολύ ἐπικίνδυνο, νά φτιάχνει ὁ ἄνθρωπος δηλαδή μέ τήν φαντασία του εἰκόνες, ὁλόκληρα σενάρια. Πολλές φορές φτιάχνει, ὁλόκληρες ἱστορίες. «Χρησιμοποιώντας τήν φαν­τα­σία του ὁ ἄν­θρω­πος δη­μιουρ­γεῖ στόν νοῦ του ἐπο­πτι­κές εἰ­κό­νες ἀπό τήν ζωή τοῦ Χρι­στοῦ ἤ ἄλλες ἱερές σκηνές». Αὐτό λέγεται «μελέτη», (meditation) καί εἶναι μία φαντασιώδης προσευχή.

«Σ’ αὐτή τήν διαδικασία κα­τα­φεύ­γουν συ­νή­θως οἱ ἀρ­χά­ριοι ἤ οἱ ἄπει­ροι ἀσκη­τές», αὐτοί πού δέν ἔχουν πείρα. «Ὅποιος κάνει μιά τέ­τοια «φαν­τα­σιώ­δη» προ­σευ­χή δέν κλεί­νει τόν νοῦ του στήν καρδιά γιά χάρη τῆς ἐσω­τε­ρι­κῆς νή­ψε­ως, ἀλλά προ­ση­λώ­νοντάς τον στήν ἐπο­πτι­κή πλευρά τῶν θείων, ὅπως ὁ ἴδιος φαντάζεται, εἰ­κό­νων, ὁδη­γεῖ τόν ἑαυτό του σέ κα­τά­στα­ση ψυ­χι­κῆς διε­γέρ­σε­ως, πού σέ πε­ρί­πτω­ση ἐν­τα­τι­κῆς συγ­κεν­τρώ­σε­ως μπο­ρεῖ νά φθά­σει ὥς τήν ἰδιό­τυ­πη παθολογική ἔκ­στα­ση»[4]. Ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος νά σκέφτεται λ.χ. τήν βάφτιση τοῦ Χριστοῦ καί νά φτιάχνει μέ τήν φαντασία του τό πῶς ἐκεῖνος νομίζει πώς ἔγινε ἡ βάφτιση. Κι ἄν ἐπιμείνει πολύ σ’ αὐτό τό πράγμα, μπορεῖ νά φτάσει καί σέ παθολογική κατάσταση, σέ ἔκσταση. Καί νομίζει ὅτι αὐτό ὅλο εἶναι θεϊκό, ἐνῶ δέν εἶναι ἀπό τόν Θεό. Εἶναι πλάσμα δικό του, δημιούργημα τῆς φαντασίας του. Καί ἄν τό ἀφήσει πολύ ἀνεξέλεγκτο, γίνεται καί παθολογικό.
«Χαί­ρε­ται γιά τά «ἐπι­τεύγ­μα­τά» του ὁ ἄν­θρω­πος», αὐτοευχαριστεῖται θά λέγαμε, αὐτοϊκανοποιεῖται μέ αὐτά πού φτιάχνει μέ τήν φαντασία του, «ἀφοσιώνεται σ’ αὐτές τίς κα­τα­στά­σεις, τίς καλ­λιερ­γεῖ, τίς θε­ω­ρεῖ πνευ­μα­τι­κές, ὑψη­λές καί ὀφει­λό­με­νες στήν ἐνέρ­γεια τῆς Χά­ρης». Προσέξτε, τί πλάνη μπορεῖ νά μπεῖ στόν ἄνθρωπο! Ἐνῶ εἶναι κάτι πού φτιάχνει μόνος του, νομίζει ὅτι εἶναι ἐνέργεια τῆς Χά­ρης, τοῦ Θεοῦ. «Ἔχει τήν ἰδέα πώς καί ὁ ἴδιος εἶναι ἅγιος καί θεωρός τῶν μυ­στη­ρί­ων τοῦ Θεοῦ καί τέλος φθά­νει σέ πα­ραι­σθή­σεις», πα­ραι­σθή­σεις, δηλαδή (ὑπάρχει αὐτός ὁ ὅρος καί στήν ἰατρική) νομίζεις ὅτι βλέπεις κάτι, ἐνῶ εἶναι κάτι ἄλλο! Βλέπεις ἄς ποῦμε τό μικρόφωνο καί νομίζεις ὅτι εἶναι κανένα δέντρο, κανένας καρπός δέντρου! Αὐτό θά πεῖ παραίσθηση, ἄλλο ὑπάρχει καί ἄλλο βλέπουμε. Ἐνῶ ψευδαίσθηση εἶναι νά μήν ὑπάρχει τίποτα καί νά ἔχεις τήν αἴσθηση ὅτι ὑπάρχει κάτι. Μέ τήν φαντασιώδη αὐτή προσευχή καί διαδικασία μπορεῖ νά φτάσει ὁ ἄνθρωπος σέ παραισθήσεις «καί ψυ­χι­κές ἀσθέ­νειες, ἤ στήν κα­λύ­τε­ρη περί­πτω­ση», στήν πιό ἐλαφριά περίπτωση, «­μέ­νει ἐν τῇ πλάνῃ περ­νών­τας τήν ζωή του σέ ἕναν φαν­τα­στι­κό κόσμο»[5] καί ζεῖ μία φαντασιώδη, «φανταστική» θά λέγαμε, πνευματική ζωή καί ὄχι ἀληθινή πνευματική ζωή. Μιά πνευματική ζωή πού τήν φτιάχνει ὁ ἴδιος μέ τήν φαντασία του.

«Ἡ τρίτη καί ἡ τέ­ταρ­τη μορφή φαν­τα­σί­ας», εἴπαμε ἡ τρίτη εἶναι ἡ λεγόμενη «δημιουργική φαντασία», χρησιμοποιεῖται ἀπό τούς ἐπιστήμονες, καί ἡ τέ­ταρ­τη, ἡ λεγόμενη «θεολογική δημιουργία», αὐτές οἱ δύο μορφές φαντασίας, «μπο­ροῦ­με νά ποῦμε πώς βρί­σκον­ται στή βάση ὅλου τοῦ ὀρ­θο­λο­γι­στι­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ», τοῦ δικοῦ μας, τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι κατεξοχήν βασισμένος στήν λογική, στόν ὀρθολογισμό. Δέν ἔχει ὁ πολιτισμός μας καθόλου καρδιά. Εἶναι ἕνας ψυχρός πολιτισμός, πού βασίζεται μόνο στή λογική, στά μαθηματικά, ἕνα καί ἕνα κάνουν δύο, καί ἀγνοεῖ τήν καρδιά. Γι’ αὐτό καί οἱ ἄνθρωποι πού ὑποτάσσονται καί ἐγκολπώνονται αὐτό τό πνεῦμα, γίνονται ψυχροί ἄνθρωποι, ψυχροί ἐγκληματίες, ψυχροί ἐκτελεστές, ψυχροί τεχνοκράτες, γιατί δέν ὑπάρχει καθόλου καρδιά σ’ αὐτόν τόν πολιτισμό πού ἔχουμε φτιάξει, τόν δυτικό πολιτισμό. Βασίζεται μόνο στή λογική. Ἐνῶ ἀντίθετα, βλέπετε, ὁ πολιτισμός τοῦ λεγόμενου Βυζαντίου, ἐπειδή εἶχε μέσα τήν πνευματικότητα, τήν νοερά προσευχή, εἶναι ἄλλο πράγμα. Ὑπῆρχε ἡ φιλανθρωπία, ὑπῆρχε ἡ πνευματική ἐργασία πού ὁ ἕνας βοηθοῦσε τόν ἄλλον ν’ ἀνέβει πνευματικά καί ὑπῆρχε καί ἡ τεχνολογία. Ὑπῆρχε ὑψηλή τεχνολογία στό λεγόμενο Βυζάντιο! Ἀλλά δέν ἔμεναν μόνο σ’ αὐτό. Ὑπῆρχε αὐτός ὁ συγκερασμός καρδιᾶς καί λογικῆς, πού εἶναι τό ἄριστο. Καί ἀκόμα βέβαια ἀνώτερος πολιτισμός εἶναι ὅταν κυριαρχήσει πλήρως ἡ καρδιά, ὁ καρδιακός πολιτισμός ἄν θέλετε, ὅπου πλέον ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατ΄ εἰκόνα καί γίνεται καί καθ’ ὁμοίωση, πραγματοποιεῖ καί τό καθ’ ὁμοίωση.

Στό τρίτο λοιπόν καί τό τέταρτο εἶδος φαντασίας βασίζεται ὁ σύγχρονος ὀρθολογιστικός πολιτισμός. «Γι’ αὐτό ἡ ἀπό­σπα­ση ἀπό αὐτές», τίς φαντασίες τοῦ τρίτου καί τέταρτου εἴδους, «εἶναι ἰδιαί­τε­ρα δύ­σκο­λη γιά τόν μορ­φω­μέ­νο ἄνθρωπο»[6]. Ὁ «μορφωμένος» -μᾶλλον παραμορφωμένος εἶναι- ἔχει μάθει νά λειτουργεῖ μ’ αὐτές τίς φαντασίες, μέ τή λεγόμενη «δημιουργική φαντασία», καί ὁ θεολόγος μέ αὐτή τήν φαντασία πού προσπαθεῖ μέσω αὐτῆς νά βρεῖ τόν Θεό. Γι’ αὐτό καί οἱ μορφωμένοι ἄνθρωποι εἶναι δύσκολο ν’ ἀποκολληθοῦν ἀπό αὐτά καί γι’ αὐτό εἶναι δύσκολο νά κάνουν νοερά προσευχή. Ἔλεγε ἕνας Γέροντας ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος, ἡγούμενος, πού εἶχε πολλούς μοναχούς ὑποτακτικούς, καί μορφωμένους καί ἀμόρφωτους.. οἱ μορφωμένοι, λέει, πᾶνε σάν τίς χελῶνες, οἱ ἀμόρφωτοι πᾶνε σάν τούς λαγούς στήν νοερά προσευχή! Δηλαδή εἶναι προτέρημα νά μήν εἶσαι μορφωμένος τελικά! Νά μήν εἶσαι παραμορφωμένος(!), γιά νά προκόψεις στήν πνευματική ζωή, γιατί ἔχεις λιγότερη ὑπερηφάνεια σέ τελευταία ἀνάλυση. Ἡ φαντασία φέρνει ὑπερηφάνεια. Καί σέ βάζει σέ ἕναν τέτοιο τρόπο σκέψης καί προσευχῆς πού δέν εἶναι εὔκολο νά ἀποκολληθεῖς μετά, γιά νά κάνεις τήν σωστή προσευχή, τήν καρδιακή προσευχή, πού δέν ἔχει καθόλου φαντασία (καί αὐτή εἶναι καί ἡ σωστή προσευχή).

«Ἡ ἀπόσπαση ἀπό αὐτό τό εἶδος τῆς φαντασίας», πού εἴπαμε εἶναι συνυφασμένες μέ τόν πολιτισμό, «εἶναι ἰδιαίτερα δύσκολη γιά τόν μορφωμένο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος βλέ­πει σ’ αὐτόν τόν πολιτισμό τόν πνευ­μα­τι­κό του πλοῦ­το»[7]. Νομίζει ὅτι εἶναι καί κάτι πολύ σπουδαῖο αὐτό πού ἔχει, οἱ γνώσεις, ἡ ὅλη δόμηση ἡ πολιτισμική πού τήν ἔχει προσλάβει μέσα του καί τό θεωρεῖ κάτι πολύ σπουδαῖο, ἐνῶ εἶναι κάτι πολύ φτωχό, πολύ φτηνό, πολύ γήινο. Γι’ αὐτό καί ὁ Μέγας Βασίλειος, πού ἤτανε πανεπιστήμονας, γιά τήν ἐποχή του μιλοῦσε ἀπαξιωτικά γιά τίς γνώσεις του. Ἔλεγε «ἡ τιμία μοι κόπρος», ἡ πολύτιμή μου κοπριά! Ἔτσι χαρακτήριζε τίς γνώσεις του καί τήν ἐπιστήμη του, ὁ ὁποῖος -σημειῶστε- ὅτι ἤξερε 7-8 ἐπιστῆμες πολύ καλύτερα ἀπ’ ὅσο ξέρει κάποιος μία μόνο!

«Ἡ ἀποταγή αὐτή», τῆς φαντασίας δηλαδή ἀπό αὐτόν τόν «μορφωμένο», «εἶναι ἀσυγ­κρί­τως δυ­σκο­λό­τε­ρη ἀπό τήν ἀπο­τα­γή ἀπό τόν ὑλι­κό πο­λι­τι­σμό». Τί θέλει νά πεῖ ἐδῶ ὁ Γέροντας; Ὅτι εὔκολα ἀφήνει κανείς τίς ἀνέσεις του, τό σπίτι του, τό σαλόνι του, τά κομπιοῦτερ του καί πάει στό μοναστήρι, ἀποτάσσεται τόν πολιτισμό, ἀλλά δύσκολα ἀποτάσσεται τήν φαντασία. Ὁ μοναχός πρέπει δηλαδή, πού θά πάει στό μοναστήρι, νά ἀποταχθεῖ καί ἀπό αὐτά. Ἀλλά καί ὁ χριστιανός γενικότερα. Μπορεῖ νά μήν τά ἀφήσει τοπικά, οὔτε τά τεχνολογικά ἐπιτεύγματα, οὔτε τή ζωή ἐντός τοῦ πολιτισμοῦ, ἀλλά τροπικά, μέ τόν τρόπο δηλαδή τῆς ζωῆς του, πρέπει νά εἶναι ἀποκολλημένος, ὁ κάθε χριστιανός, ὄχι μόνο ὁ ἀσκητής, καί ἀπό τήν τεχνολογία, ἀπό τόν πολιτισμό αὐτόν πού εἴπαμε εἶναι λογικοκρατούμενος, καί ἀπό τήν φαντασία πού συνδέεται μέ αὐτόν τόν πολιτισμό.

«Ὅποιος προ­σεύ­χε­ται μέ τόν τρίτο τρόπο», δηλαδή τόν καρδιακό τρόπο προσευχῆς, «ξέρει πόσο ὀδυ­νη­ρή εἶναι αὐτή ἡ ἀπο­τα­γή»[8], τί ἀγώνας χρειάζεται δηλαδή γιά νά ἀποταχθεῖ κανείς ἀπό τίς φαντασίες. Καί δέν μιλᾶμε γιά τό πρῶτο καί τό δεύτερο εἶδος, δηλαδή τίς φαντασίες τίς σαρκικές ἤ τίς φαντασίες τῆς περιπλάνησης, τοῦ ρεμβασμοῦ, ἀλλά τό τρίτο καί τέταρτο εἶδος, τήν προσέγγιση δηλαδή τῶν διαφόρων προβλημάτων μέσω τῆς φαντασίας ἤ καί τοῦ Θεοῦ.

«Μᾶς ἔτυχε νά πα­ρα­τη­ρή­σου­με ἕνα πα­ρά­δο­ξο φαι­νό­με­νο», λέει ὁ π. Σωφρόνιος. «Ἀνά­με­σα στούς ἁπλούς καί ὀλι­γο­γράμ­μα­τους ἀσκη­τές πού ἀγά­πη­σαν τήν νοερά προσευχή συ­ναν­τᾶ­ται συ­χνό­τε­ρα ἡ ἀνά­βα­ση σέ με­γα­λύ­τε­ρο ὕψος καί καθα­ρό­τη­τα παρά ἀνά­με­σα στούς μορ­φω­μέ­νους, οἱ ὁποῖ­οι στή συν­τρι­πτι­κή τους πλειο­ψη­φία πα­ρα­μέ­νουν στόν δεύ­τε­ρο τρόπο προ­σευ­χῆς»[9]. Ὁ π. Σωφρόνιος ἦταν πνευματικός στό Ἅγιο Ὄρος σέ πολλά μοναστήρια καί γνώριζε πάρα πολλούς μοναχούς. Ὁπότε ἔχει βαρύτητα αὐτό πού λέει. Αὐτοί πού ἤτανε ἁπλοί καί ὀλιγογράμματοι, ἀνέβαιναν πολύ ψηλότερα σέ σχέση μέ τούς μορφωμένους στήν νοερά προσευχή, στήν καρδιακή προσευχή.

«Ὅσοι ἔχουν βαθειά θρη­σκευ­τι­κή καί ἀσκη­τι­κή διά­θε­ση κα­τα­νο­οῦν πολύ γρή­γο­ρα ὅτι τό τρίτο εἶδος τῆς φαν­τα­σί­ας», ἡ λεγόμενη ὅπως εἴπαμε δημιουργική φαντασία, «ἀπο­τε­λεῖ στροφή πρός τή γῆ. Εἶναι ἐξόφθαλμη λοιπόν ἡ ἑτε­ρο­γέ­νειά της στήν προσευχή καί κατά τήν ὥρα τῆς νοερᾶς ἡσυχίας γίνεται ἁπλός ὁ ἀγώ­νας ἐναντί­ον της»[10]. Καταλαβαίνει αὐτός πού ἔχει διάθεση νά πλησιάσει τόν Θεό ὅτι τό νά ἐγκλωβιστεῖ σ’ αὐτή τήν λεγόμενη «δημιουργική φαντασία», τόν κολλάει στή γῆ. Ὁπότε τήν καταπολεμάει.

«Ἀλλιῶς συμ­βαί­νει ὅμως μέ τό τέ­ταρ­το εἶδος», τήν λεγόμενη «θεολογική δημιουργία», πού ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νά θεολογήσει μέσω φαντασίας, «ἡ ὁποία αὐτή ἡ φαντασία μπο­ρεῖ νά ἀπο­κτή­σει ἐξαιρετική λε­πτό­τη­τα καί νά παρουσιαστεῖ ὡς ζωή, ἀκόμα καί ὡς ζωή κοντά στόν Θεό. Ἡ βασική σπου­δαιό­τη­τα τοῦ θέματος γιά τήν ἀσκη­τι­κή μᾶς ὑποχρεώνει νά ἀσχοληθοῦμε μέ αὐτό κάπως περισσότερο»[11]. Ὁπότε θά μᾶς μιλήσει τώρα γι’ αὐτό τό τέταρτο εἶδος φαντασίας, τήν λεγόμενη «θεολογική δημιουργία» καί πῶς πρέπει ν’ ἀγωνιστοῦμε σ’ αὐτό.

«Σέ ὅσους προ­σεύ­χον­ται μέ τόν πρῶτο τρόπο», μέ φαντασιώδη προσευχή δηλαδή, «ἐπι­κρα­τεῖ ἡ ρεμ­βά­ζου­σα φαν­τα­σία. Ἐνῶ σέ ὅσους προ­σεύ­χον­ται μέ τόν δεύ­τε­ρο τρόπο», δηλαδή μέ τό μυαλό, τήν σκέψη, τήν λογική, «κυ­ριαρ­χεῖ ὁ πειρασμός νά κα­τορ­θω­θοῦν τά πάντα μέ τήν ὁδό τῆς λο­γι­κῆς. Σέ αὐ­τούς ἡ ζωή συγκεν­τρώ­νε­ται στόν ἐγ­κέ­φα­λο. Ὁ νοῦς τους δέν εἶναι ἑνω­μέ­νος μέ τήν καρ­διά, ἀλλά ὁρμᾶ συ­νε­χῶς πρός τά ἔξω καί ἀγω­νί­ζεται νά κα­τα­κτή­σει τό σύμπαν μέ τήν νόηση. Κατέχον­τας μιά ὁρι­σμέ­νη πνευ­μα­τι­κή πείρα, ἀνε­παρ­κή ὅμως ἀκόμα, προσπα­θοῦν «μέ τόν νοῦ τους» νά συμ­πλη­ρώ­σουν τά κενά αὐτῆς τῆς πεί­ρας καί νά εἰ­σχω­ρή­σουν δια­νο­η­τι­κῶς στά μυ­στή­ρια τῆς Θείας ὑπάρ­ξε­ως. Ἔτσι εἰ­σχω­ροῦν ἀναπό­φευ­κτα στίς θε­ω­ρί­ες τους μερικά στοι­χεῖα, γεν­νή­μα­τα φαν­τα­στι­κῆς ἐνέργειας»[12]. Δηλαδή μέ τή λογική, μέ τήν σκέψη, προσπαθοῦν νά καλύψουν τά κενά πού ἔχουνε, τά πνευματικά τους κενά. Ὁπότε μπαίνουνε καί φανταστικά στοιχεῖα μέσα στήν προσευχή τους καί μέσα στήν ὅλη τους θεολογία.

«Ἡ ἰδε­ώ­δης σφαί­ρα, στήν ὁποία κι­νοῦν­ται τότε, ἄν ἔχουν καί με­γά­λα διανοητι­κά προ­σόν­τα, τούς δίνει μιά «φαι­νο­με­νι­κή» ὑπε­ρο­χή ἔ­ναν­τι τῶν ἄλ­λων, πού ἐπιδεινώνει ἀκόμη πιό πολύ τήν αὐτοπεποίθησή τους»[13] καί καταλήγουν νά εἶναι φιλόσοφοι, θά λέγαμε, καί ὄχι αὐθεντικοί θεολόγοι. Γιατί μέ τή λογική προσπαθοῦν νά προσεγγίσουνε τόν Θεό καί νά συμπληρώσουνε τά κενά τους, τά θεολογικά κενά τους μέ βάση τή φαντασία.

«Ὁ ὀρ­θο­λο­γι­στής θε­ο­λό­γος οἰ­κο­δο­μεῖ τό σύ­στη­μά του, ὅπως οἰ­κο­δο­μεῖ ὁ ἀρχι­τέ­κτο­νας ἕνα ἀνά­κτο­ρο ἤ ἕναν ναό, χρη­σι­μο­ποιών­τας ὡς οἰ­κο­δο­μι­κά ὑλικά ἐμπει­ρι­κές καί με­τα­φυ­σι­κές ἔν­νοιες»[14]. Ὅπως κάνει ἕνας φιλόσοφος δηλαδή, παίρνει τίς ἔννοιες καί φτιάχνει ἕνα οἰκοδόμημα μέ βάση τήν λογική. Ἀλλά στόν Θεό δέν ἰσχύει πάντα ἡ λογική. Ἄς ποῦμε ἕνα καί ἕνα δέν κάνει πάντα δύο∙ μπορεῖ νά κάνει καί ἕνα! Ὅπως στόν Χριστό ἔχουμε τήν Θεία καί τήν ἀνθρώπινη φύση, δύο τέλεια πράγματα, τά ὁποῖα γίνονται ἕνα! Ἐνῶ ὁ Ἀριστοτέλης ἔχει ἕνα ἀξίωμα στήν λογική πού λέει: δύο τέλεια ἕνα δέν μποροῦν νά γίνουν. Νά ὅμως πού στόν Χριστό γίνονται! Ὁ Χριστός εἶναι καί τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος καί δέν εἶναι δύο πρόσωπα, εἶναι ἕνα πρόσωπο. Ἄρα ἔχουμε μία ὑπέρβαση τῆς λογικῆς. Γι’ αὐτό ἕνας πού πάει νά θεολογήσει μέ τήν λογική, σίγουρα θά κάνει λάθη.

«Φρον­τί­ζει -ὁ ὀρ­θο­λο­γι­στής θε­ο­λό­γος- ὄχι τόσο γιά τή συμ­φω­νία τῆς ἰδεώδους οἰ­κο­δο­μῆς του μέ τήν ἀν­τι­κει­με­νι­κή ἀλή­θεια τοῦ εἶναι, ὅσο γιά τήν μεγαλοπρέπεια καί τήν ἁρ­μο­νι­κή ἀκε­ραιό­τη­τα τοῦ συ­στή­μα­τός του ἀπό λογική ἄποψη»[15]. Τέτοιος ἦταν ὁ Βαρλαάμ. Δέν προσπαθοῦσε νά βρεῖ τήν ἀλήθεια πραγματικά, ἀλλά νά φτιάξει ἕνα σύστημα, τό ὁποῖο νά εἶναι λογικό σύστημα. Καί σ’ αὐτό ἔχει πέσει (τό λάθος) ὅλη ἡ δυτική θεολογία, ἡ λεγόμενη «σχολαστική θεολογία». Προσπάθησαν μέσω τῆς λογικῆς νά ἑρμηνεύσουνε τήν θεολογία καί τόν Θεό, γιατί ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος. Καί ἔφτιαξαν ἕνα ὁλόκληρο σύστημα λογικῆς, ὅτι ὁ Θεός προσβλήθηκε τάχατες ἀπό τήν παρακοή πού κάναμε ἐμεῖς στόν παράδεισο καί ἔπρεπε νά «πάρει τό αἷμα Του πίσω» καί ἔπρεπε κάποιος νά θυσιαστεῖ καί ἐπειδή δέν ἦταν κανένας ἄξιος ἀπό τούς ἀνθρώπους, βρῆκε ὁ Θεός τόν Υἱό Του, Τόν θυσίασε γιά νά ἱκανοποιηθεῖ ἡ Θεία Δικαιοσύνη.. Ἀπό λογική ἄποψη ἄν τό δεῖ κανείς, λέει «λογικό εἶναι»! Ἀλλά δέν εἶναι ἡ ἀλήθεια αὐτή! Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι ἡ φαντασία. Προσπάθησαν μέσω τῆς φαντασίας νά φτιάξουν ἕνα λογικό οἰκοδόμημα, πού νά στέκει λογικά. Ἀλλά αὐτό δέν εἶναι ἡ ἀλήθεια!

«Πολλοί με­γά­λοι ἄν­θρω­ποι, ὅσο πα­ρά­δο­ξο καί ἄν εἶναι αὐτό, δέν μπό­ρε­σαν νά ἀν­τι­στα­θοῦν στόν οὐ­σια­στι­κά ἀφελῆ αὐτόν πει­ρα­σμό, πού κρυμ­μέ­νη ἀρχή του εἶναι ἡ ὑπε­ρη­φά­νεια»[16]. Πίσω ἀπό ὅλη αὐτή τήν προσπάθεια νά οἰκοδομήσουμε ἕνα λογικό σύστημα θεολογίας, κρύβεται ὑπε­ρη­φά­νεια. Νά μᾶς θαυμάσουν οἱ ἄλλοι δηλαδή, νά ποῦνε, πώ.. τί μεγάλος θεολόγος εἶσαι.. τί μεγάλος διανοητής εἶσαι.. σκεπτόμενος ἄνθρωπος, ἐρευνητής, στοχαστής! Καί κατήντησε ἡ θεολογία, δυστυχῶς καί στίς μέρες μας, νά εἶναι μία στοχαστική διαδικασία, μιά φιλοσοφία ἤ μιά τεχνολογία καί ὄχι μιά ἀληθινή θεολογία, δηλαδή λόγος γιά τόν Θεό.

«Τά γεν­νή­μα­τα τῆς εὐ­φυ­ΐ­ας τοῦ δια­νο­η­τι­κοῦ θε­ο­λό­γου εἶναι γι’ αὐτόν πολύτι­μα, ὅπως εἶναι γιά τή μάνα ἀγα­πη­μέ­να τά παι­διά της, ὁ καρπός τῆς κοι­λί­ας της. Ἀγαπᾶ τήν δη­μιουρ­γία του σάν τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, γιατί ταυ­τί­ζε­ται μαζί της, περικλείεται στή σφαί­ρα της. Σέ τέ­τοιες πε­ρι­πτώ­σεις δέν μπο­ρεῖ νά τόν βο­η­θή­σει καμιά ἐξω­τε­ρι­κή ἐπέμ­βα­ση. Κι ἄν δέν ἀπο­κολ­λη­θεῖ μόνος του ἀπό αὐτό πού νομίζει γιά πλοῦ­το του, δέν θά φθά­σει ποτέ στήν καθαρή προσευχή καί τήν ἀλη­θι­νή θεωρία»[17]. Εἶναι μπλεγμένος μέσα στά γρανάζια τῆς λογικῆς καί τῶν προϊόντων τῆς λογικῆς, τά ὁποῖα τά ἀγαπάει ὅπως λέει ἐδῶ, ὅπως ἀγαπάει ἡ μάνα τά παιδιά της, καί αὐτοθαυμάζεται.

«Πολ­λοί θε­ο­λό­γοι-φι­λό­σο­φοι, οὐ­σια­στι­κῶς ὀρ­θο­λο­γι­στές, ἀνεβαίνουν σέ μιά ὑπερ­λο­γι­κή, θά λέ­γα­με, σφαί­ρα δια­νοήσεως. Αὐτή ἡ σφαί­ρα ὅμως δέν εἶναι ἀκόμα ὁ Θεῖος κό­σμος. Πε­ρι­κλεί­ε­ται στά ὅρια τῆς ἀν­θρώ­πι­νης κτι­στῆς φύ­σε­ως καί αὐτή της ἡ ἰδιό­τη­τα τήν κάνει ἐφι­κτή στό λογικό σύμ­φω­να μέ τή φυσική τάξη τῶν πραγ­μά­των.

Οἱ ἐνο­ρά­σεις τοῦ νοῦ τους δέν χω­ροῦν στά πλαί­σια τοῦ ὑποκειμένου σέ νόμους συλ­λο­γι­σμοῦ, στήν τυπική δηλαδή λο­γι­κή, ἀλλά μπαίνουν στή σφαί­ρα τῆς με­τα­λο­γι­κῆς καί τοῦ ἀν­τι­νο­μι­κοῦ συλ­λο­γι­σμοῦ. Καί σ’ αὐτό ὅμως παραμένουν οὐσια­στι­κά ἀπο­τέ­λε­σμα δια­νο­η­τι­κῆς ἐρ­γα­σί­ας»[18]. Δηλαδή, λέει τώρα μέ ἁπλά λόγια ὁ π. Σωφρόνιος, ὅτι αὐτοί οἱ θεολόγοι πού προσπαθοῦν μέ βάση τήν λογική νά ἀνεβαίνουν σέ μιά σφαίρα -λέει- λίγο παραπάνω ἀπό τήν σφαίρα τῆς λογικῆς, ἀλλά πάλι ὅμως παραμένουνε στό κτιστό, στό γήινο, δέν πᾶνε στόν Θεό. Δέν εἶναι αὐτή ἡ δημιουργία τους ἡ ἀλήθεια γιά τόν Θεό.

«Ἡ ὑπέρ­βα­ση τοῦ στε­νοῦ ὑποκειμένου σέ νόμους ὀρ­θο­λο­γι­σμοῦ ἀπο­τε­λεῖ ἔν­δει­ξη ὑψη­λῆς δια­νο­η­τι­κῆς καλ­λιέρ­γειας, ἀλλά δέν εἶναι ἀκόμα ἡ «ἀλη­θι­νή πίστη» καί ἡ αὐ­θεν­τι­κή θε­ω­ρία τοῦ Θεοῦ.

Οἱ ἄν­θρω­ποι αὐτοί, πού ἔχουν πολ­λές φορές ἀξιό­λο­γες ἱκα­νό­τη­τες γιά λογική δια­νόη­ση, ἐξαι­τί­ας ἀκρι­βῶς αὐτῶν τῶν ἱκα­νο­τή­των καί τελείως συ­νε­πεῖς πρός αὐτές φτά­νουν στήν ἐπί­γνω­ση τῆς σχε­τι­κό­τη­τας τῶν νόμων τῆς ἀν­θρώ­πι­νης δια­νο­ή­σε­ως καί ἀν­τι­λαμ­βά­νον­ται πώς εἶναι ἀδύ­να­τον νά πε­ρι­λη­φθεῖ ὅλο τό εἶναι μέσα στά ἀτσά­λι­να πλέγ­ματα τῶν λο­γι­κῶν συλ­λο­γι­σμῶν»[19]. Καταλαβαίνουνε, ἄν ἔχουνε καί κάποια προσόντα περισσότερα ἔτσι διανοητικά, ὅτι ἡ λογική εἶναι ἀνεπερκής. Ἀλλά καί αὐτό ἀκόμα δέν τούς πάει στόν Θεό, τό νά συλλάβουν δηλαδή τήν ἀνεπάρκειά τους.

«Αὐτή ἡ ἐπί­γνω­σή τους τούς ἀνε­βά­ζει σέ θε­ω­ρία πού ὑπερ­βαί­νει τήν τυπική λο­γι­κή, ἀλλά καί τότε βλέ­πουν μόνο τήν ὡραιό­τη­τα τοῦ νοῦ πού κτίστηκε κατ’ εἰκόνα Θεοῦ. Καί ἐπει­δή, ὅσοι πρωτομποῦν σ’ αὐτή τήν σφαί­ρα τῆς «σιω­πῆς τοῦ νοῦ», αἰ­σθά­νον­ται «μυ­στι­κι­στι­κό δέος», νο­μί­ζουν πώς ἡ θε­ω­ρία τους εἶναι πείρα μυστι­κῆς ­κοι­νω­νί­ας μέ τόν Θεό, ἐνῶ στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μέ­νουν ἀκόμα μέσα στά ὅρια τῆς κτι­στῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σε­ως.

Οἱ κα­τη­γο­ρί­ες πού χρη­σι­μο­ποιεῖ ὁ νοῦς-λογικό σέ πα­ρό­μοιες κα­τα­στά­σεις βγαί­νουν ἔξω ἀπό τά ὅρια τῶν χωροχρονικῶν δια­στά­σε­ων καί δί­νουν στόν θεατή τους τό αἴ­σθη­μα μιᾶς αἰ­ώ­νιας σο­φί­ας. Αὐτά εἶναι τά τε­λευ­ταῖα ὅρια, πού μπο­ρεῖ νά φθά­σει ὁ δια­νο­ού­με­νος νοῦς μέσα ἀπό τόν δρόμο τῆς φυ­σι­κῆς ἀνα­πτύ­ξε­ως καί αὐτο­γνω­σί­ας του, πού εἶναι δυνατόν νά πάρει τήν μορφή μιᾶς φω­τό­μορ­φης αὐτοθεω­ρί­ας. Αὐτή ἡ ἐμ­πει­ρία, ἀνε­ξάρ­τη­τα ἀπό τό πῶς θά ἑρ­μη­νευ­θεῖ καί ποιά δογ­μα­τι­κή δια­τύ­πω­ση θά λάβει, εἶναι οὐ­σια­στι­κά ἐμ­πει­ρία «παν­θεϊ­στι­κῆς» τάξεως»[20]. Δηλαδή πάλι μένει ὁ ἄνθρωπος μέσα στό γήινο καί στό ἀνθρώπινο. Αὐτά εἶναι τά ὅρια, μέχει ἐκεῖ μπορεῖ νά φτάσει ὁ ἄνθρωπος, νά δεῖ τήν ἀνεπάρκειά του καί νά δεῖ ἀπό τήν ἄλλη μεριά καί τόν νοῦ του καί τήν ὡραιό­τη­τα τοῦ νοῦ πού εἶναι πλασμένος κατ’ εἰκόνα Θεοῦ.

«Φθά­νον­τας «μέχρι συν­τε­λεί­ας φωτός μετά σκό­τους»[21], ὁ ἄν­θρω­πος βλέ­πει τήν νοερά ὀμορφιά του, τήν ὁποία πολ­λοί θε­ώ­ρη­σαν σάν Θε­ό­τη­τα. Τό φῶς πού φαίνε­ται εἶναι φῶς, ὄχι ὅμως τό Φῶς τό Ἀλη­θι­νό», πού δέν ἔχει καθόλου σκότος μέσα του, «ἀλλά τό φυσικό φῶς τοῦ νοῦ τοῦ ἀν­θρώ­που πού κτίστηκε κατ’ εἰ­κό­να Θεοῦ»[22]. Δηλαδή βλέπει ὁ ἄνθρωπος τό φυσικό φῶς πού ἔχει δώσει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο πού λέγεται νοῦς. Ἀλλά αὐτό δέν εἶναι ὁ Θεός. Καί μερικοί μέ τήν διανόηση φτάνουν νά δοῦν αὐτό τό φῶς τοῦ νοῦ τους, ἀλλά δέν εἶναι σωστό νά ποῦμε ὅτι αὐτό εἶναι ὁ Θεός. Ὄχι, αὐτό εἶναι τό φυσικό φῶς πού ἔχει δώσει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο. Γιατί καί ὁ νοῦς ἔχει ἕνα φῶς δικό του, ἀλλά αὐτό δέν εἶναι ὁ Θεός.

«Αὐτό τό φῶς τοῦ νοῦ, πού ἀξιο­λο­γι­κά ὑπε­ρέ­χει ἔναν­τι τοῦ φωτός ὁποιασδήποτε ἄλλης ἐμ­πει­ρι­κῆς γνώ­σε­ως, μπο­ρεῖ βασίμως νά ὀνομαστεῖ σκό­τος, γιατί εἶναι τό «κενό» τῆς ἀπεκ­δύ­σε­ως καί δέν ὑπάρ­χει σέ αὐτό ὁ Θεός. Καί ἀξί­ζει σ’ αὐτή τήν πε­ρί­πτω­ση, πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπό ὁποια­δή­πο­τε ἄλλη, νά θυ­μη­θοῦ­με τά λόγια τοῦ Κυ­ρί­ου: «Σκό­πει οὖν μή τό φῶς τό ἐν σοί σκό­τος ἐστί»[23]»[24]. Πρόσεξε, μήπως τό φῶς πού ἔχεις μέσα σου εἶναι σκοτάδι. Καί πότε εἶναι σκοτάδι τό φῶς τοῦ νοῦ; Ὅταν ὁ ἄνθρωπος μένει μόνο σ’ αὐτό καί δέν πάει στόν Θεό, πού εἶναι τό ἀληθινό Φῶς, τό ὁποῖο δέν ἔχει καθόλου σκοτάδι.

«Ἡ πρώτη κοσμική προϊ­στο­ρι­κή κα­τα­στρο­φή, ἡ πτώση τοῦ Ἑω­σφό­ρου», αὐτή εἶναι ἡ πρώτη κοσμική καταστροφή, «πού ἔγινε ἄρ­χον­τας τοῦ σκό­τους, ἦταν ἀποτέλε­σμα αὐ­το­ε­ρω­τι­κῆς θε­ω­ρί­ας τῆς ὡραιό­τη­τάς του· θε­ω­ρί­ας, πού κα­τέ­λη­ξε σέ αὐ­το­θέ­ω­ση»[25]. Δηλαδή ὁ ἄγγελος, ὁ Ἑωσφόρος ἦταν ἄγγελος, ἦταν ἀρχάγγελος, αὐτοερωτεύθηκε, λέει ὁ π. Σωφρόνιος. Εἶδε δηλαδή τό φῶς τοῦ ἑαυτοῦ του, πού τοῦ εἶχε δώσει ὁ Θεός καί αὐτοθεώθηκε. Θέλησε νά αὐτοθεωθεῖ καί νά πεῖ «ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός.. Τόσο ὡραῖος πού εἶμαι, ἀξίζω νά εἶμαι Θεός!». Δυστυχῶς ἔτσι γίνεται καί μέ μᾶς τούς ἀνθρώπους. Γινόμαστε, ὅπως λέει στόν Μέγα Κανόνα, αὐτείδωλα. Θαυμάζουμε τόν ἑαυτό μας, ναρκισσευόμαστε, θεοποιοῦμε τόν ἑαυτό μας καί αὐτό εἶναι τό ἔσχατο σκότος.

«Μι­λᾶ­με μέ ψυχρή καί ἀσύν­δε­τη γλώσ­σα, ὅμως αὐτός πού στά­θη­κε στούς πνευ­μα­τι­κούς αὐ­τούς χώ­ρους ἴσως πεῖ: Πράγ­μα­τι, φο­βε­ρό… Ποῦ βρί­σκε­ται, λοιπόν, ἡ ἐγ­γύ­η­ση γιά τήν ἀλη­θι­νή κοι­νω­νία μέ τόν Θεό καί ὄχι γιά τήν πλανεμένη, φιλοσοφι­κή, παν­θεϊ­στι­κή κοι­νω­νία;»[26]. Λέει τώρα ὁ π. Σωφρόνιος, πόσο εἶναι δύσκολο δηλαδή κανείς νά προσεγγίσει τόν Θεό! Βλέπετε πόσες πλάνες ὑπάρχουν μέσω τῆς φαντασίας! Καί ὁ διάβολος ἐξαπατήθηκε πάλι καί ὁ ἴδιος μέσα ἀπό αὐτή τήν φαντασία. Γι’ αὐτό καί πλανᾶ κι ἐμᾶς μέσω τῆς φαντασίας.

«Ὁ μα­καριστός Ἅγιος Σι­λουα­νός μᾶς βε­βαί­ω­νε κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά πώς τέ­τοια ἐγ­γύ­η­ση, ὑπο­κεί­με­νη στόν λο­γι­κό μας ἔλεγ­χο, εἶναι ἡ ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς». Θέλεις ἕνα κριτήριο γιά νά δεῖς, ἄν ὄντως βρῆκες τόν Θεό; Τό κριτήριο, ἔλεγε ὁ Ἅγιος Σι­λουα­νός, εἶναι νά δεῖς ἄν ἀγαπᾶς τούς ἐχθρούς σου. Ὄχι ἄν βλέπεις φῶτα, ἄν ἔχεις φαντασίες θεϊκές ἄς ποῦμε, ὁράσεις καί τέτοια. Τό κριτήριο εἶναι αὐτό: ἀγαπᾶς τούς ἐχθρούς σου; Τότε ἔχεις βρεῖ τόν Θεό. «Ἔλεγε: «Ὁ Κύ­ριος εἶναι πράος καί τα­πει­νός καί ἀγαπᾶ τό πλά­σμα Του», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Σι­λουα­νός, «καί ἐκεῖ ὅπου εἶναι τό Πνεῦ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου, ἐκεῖ θά εἶναι ἐξάπαντος ἡ τα­πει­νή ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς καί ἡ προ­σευ­χή γιά τόν κόσμο. Καί ἄν δέν ἔχεις αὐτή τήν ἀγάπη, τότε παρακά­λε­σε καί θά σοῦ τήν δώσει ὁ Κύ­ριος, πού εἶπε: «Αἰ­τεῖ­τε καί δο­θή­σε­ται ὑμῖν, ζη­τεῖ­τε καί εὑρήσετε»[27]»[28]. Αὐτό νά ψάξεις. Κι ἄν δέν τήν ἔχεις αὐτή τήν ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς, νά ζητήσεις ἀπό τόν Κύριο νά στή δώσει! Ἐδῶ βλέπετε σήμερα πόσο οἱ ἄνθρωποι, ὄχι τούς ἐχθρούς τους δέν ἀγαπᾶνε, οὔτε τούς φίλους τους δέν ἀγαπᾶνε! Πολλές φορές δέν ὑπάρχει οὔτε ἡ φυσική ἀγάπη στούς γονεῖς καί τά παιδιά, στά παιδιά καί τούς γονεῖς, ἤ στά παιδιά μεταξύ τους, τά ἀδέλφια μεταξύ τους. Πόσο μακριά εἴμαστε;

«Κα­νείς ἄς μήν τολμᾶ νά ὑπο­τι­μήσει τοῦτο τό «ψυ­χο­λο­γι­κό» κρι­τή­ριο», δηλαδή τό κριτήριο τῆς ἀγάπης γιά τούς ἐχθρούς. «Γιατί μιά τέ­τοια ψυ­χι­κή κατάσταση εἶναι ἀπο­τέ­λε­σμα ἀλη­θι­νῆς Θεϊ­κῆς ἐνέρ­γειας. Ὁ Θεός πού σώζει, σώζει ὁλό­κλη­ρο τόν ἄν­θρω­πο, ἔτσι πού ὄχι μόνο ὁ νοῦς-πνεῦ­μα, ἀλλά καί τά ψυ­χι­κά συναι­σθή­μα­τα καί τό λο­γι­κό καί αὐτό τό σῶμα, τά πάντα κα­θα­γιά­ζον­ται ἀπό τόν Θεό»[29]. Καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἅγιες σκέψεις, ἔχει καί ἅγια συναι­σθή­μα­τα γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους καί γιά τούς ἐχθρούς του. Καί ἔχει καί ἁγιασμένη λογική. Ὅλος ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζεται.

Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

https://hristospanagia3.blogspot.com


[1] Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ὁ Γέροντας Σιλουανός, ἔκδ. Γ΄, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου- Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1985, (στό ἑξῆς: Ὁ Ἅγιος Σιλουανός).

[2] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[3] Ὅ.π.

[4] Ὅ.π.

[5] Ὅ.π.

[6] Ὅ.π.

[7] Ὅ.π.

[8] Ὅ.π.

[9] Ὅ.π.

[10] Ὅ.π.

[11] Ὅ.π.

[12] Ὅ.π.

[13] Ὅ.π.

[14] Ὅ.π.

[15] Ὅ.π.

[16] Ὅ.π.

[17] Ὅ.π.

[18] Ὅ.π.

[19] Ὅ.π.

[20] Ὅ.π.

[21] Ἰώβ 26, 10.

[22] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[23] Λουκ. 11, 35.

[24] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[25] Ὅ.π.

[26] Ὅ.π.

[27] Ματθ. 7, 7.

[28] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[29] Ὅ.π.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου