Σελίδες

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2022

Θαύματα καί ἡσυχία, Ἁγ. Πορφυρίου-Βίος καί Λόγοι, Ἀρχιμ. Σάββα Ἁγιορείτου



«Ἄρα, ἐλθών ὁ Κύριος εὐρήσει τήν πίστιν ἐπί τῆς γῆς;»[1]. Ὅταν θά ἔρθει πάλι κατά τήν Δευτέρα Του Παρουσία ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, θά εὕρει πιστούς ἀνθρώπους; Ἡ πίστις εἶναι τό ζητούμενο, ἡ ζωντανή πίστις ἡ ὁποία συνοδεύεται ἀπό τά ἔργα. Οἱ Ἅγιοί μας εἶναι τά πρότυπά μας τά ὁποῖα ἀκολούθησαν τό κύριο πρότυπο πού εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Καί τό ἀκολούθησαν διά τῆς πίστεως καί γι' αὐτό καί ἐπιτέλεσαν ἔργα θαυμαστά καί θεάρεστα. Ὁ Ἅγιος Πορφύριος εἶναι ἕνας ἀπ' αὐτούς.

Γιά ἕνα διάστημα, λέγει, «εἶχα διορισθεῖ σ' ἕνα χωριό τῆς Εὔβοιας καί θά σᾶς διηγηθῶ -λέγει- ἕνα περιστατικό. Μιά φορά εἰς τήν ἐκκλησία πού ἤμουνα ἐφημέριος ἔρχεται μιά γυναίκα καί μοῦ λέει: - Ἔχω τό παιδί μου ἄρρωστο, κόπηκε ἡ φωνή του, δέν μιλάει καθόλου. Ἦταν ἕνα ἀγόρι περίπου δεκαοχτώ χρονῶ. Λοιπόν -λέγει- ὁ Ἅγιος παίρνω τό πετραχήλι καί κατεβαίνω μαζί της στό χωριό. Ἔλα νά κάνουμε ἁγιασμό, τῆς λέω. Μοῦ ἔβαλε μία καρέκλα καί πάνω σ' αὐτήν ἕνα πιάτο μέ νερό καί μιά πετσέτα. Ἄρχιζα νά διαβάζω. Τό παιδί ἀμίλητο, τελείωσα τόν ἁγιασμό κι ἄρχισα νά ραντίζω λέγοντας τό «Σῶσον Κύριε τόν λαόν Σου...». Ὅταν μετά τοῦ χτύπησα τό μέτωπο μέ τόν Σταυρό καί τόν βασιλικό, μοῦ λέει: - Σέ εὐχαριστῶ πολύ!

Αὐτό τό παιδί στή συνέχεια», λέγει ὁ Ἅγιος, «μέ ἀγάπησε πολύ, ἔγινε θαυματουργικά καλά. Ἔπειτα ἐβάπτισε ἕνα παιδάκι καί τό ἔβγαλε Πορφύριο. Ἔβγαλα τό ὄνομά σου. - Τοῦ λέω: Μέ ρώτησες; - Ἐγώ, λέει, σ' ἀγαπάω κι ἤθελα νά βγάλω τό ὄνομά σου»[2].

Καί ἕνα ἄλλο ἐπίσης περιστατικό σχετικό: «Κάποια φορά μέ βρῆκε μιά κυρία μέ τήν κόρη της. Ἡ κόρη ἦταν βουβή. - Παπούλη ἔχω μεγάλη θλίψη. Ἐδῶ κι ἕναν μῆνα δέν μιλάει, μοῦ λέει. Τῆς λέω - Πῶς τό ἔπαθε αὐτό; Λέει: - Εἴχαμε δέσει μιά κατσίκα στό ρέμα. Ἐκεῖ εἶχε πολλά βάτα. Πῆγε ἡ κόρη μου νά τήν πάρει ἀπό ἐκεῖ τήν κατσίκα. Ἦταν νύκτα κι ὅταν γύρισε ἦταν βουβή. Πῆγα καί τῆς ἔκανα ἁγιασμό. Ἡ μητέρα μάλιστα ἦταν καί παπαδιά. Καί διαβάζω τόν ἁγιασμό καί γίνεται καλά ἡ παπαδοπούλα. Βέβαια, μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ»[3]. Αὐτά τά θαυμαστά καί πολλά ἄλλα ἐποίησε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, διά τῆς ζώσης πίστεως τήν ὁποία εἶχε.

Ὁ Ἅγιος ἀγαποῦσε πολύ τήν ἡσυχία, τήν μόνωση, τήν σιωπή. «Μετά ἀπό χρόνια, λέγει, κι ἐνῶ βρισκόμουν στήν Εὔβοια, ἀναζητοῦσα ἕναν καινούργιο τόπο περισυλλογῆς σάν τό κατατρεγμένο πουλάκι πού ποθοῦσε νά πάει στούς κόλπους τοῦ Θεοῦ μέ τήν νοερά προσευχή. Ἤμουνα μόνος καί ἔρημος. Πῆγα στή Βάθεια Εὐβοίας, στό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Νικολάου κι ἔμεινα δέκα μέρες. Εἶχε κάτι κελλιά ἐρειπωμένα, γεμάτα ποντικούς μεγάλους. Ἀλλά τί συνέβη; Γιά δύο ἡμέρες ἔκανε μεγάλη θύελλα καί θαλασσοταραχή. Ἔβρεχε ἀδιάκοπα κι ἡ βροχή χτυποῦσε στά ντουβάρια, χτυποῦσε στά τζάμια, σάν νά ἦταν χαλάζι. Ὁ ἄνεμος φυσοῦσε μέ μανία πάνω στό μεγάλο πλάτανο. Ἄκουγα τά κλαδιά του νά χτυπᾶνε. Χαλασμός κόσμου μές στή τέλεια ἐρημιά. Ὅλα τά στοιχεῖα τῆς φύσεως ἐμούγκριζαν. Κι ἐγώ μές στό ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Νικολάου τό φτωχό, τό ἁγιογραφημένο, τό πολυαγιασμένο, πρίν χρόνια ἀπό ψυχοῦλες πού «ἔβλεπα» κι αἰσθανόμουν νά σκύβουνε μπροστά στούς ἁγίους καί νά ξεδιπλώνουν τίς καρδιές τους.

Ἔμοιαζα μέσα ἐκεῖ στήν ἐρημιά καί στό ξεροβόρι, σάν ἕνα πουλάκι τ' οὐρανοῦ κατατρεγμένο. Σκέψου, ἕνα πουλάκι μέσα σέ μιά τέτοια θύελλα τί θά ἔκανε; Δέν θά ἔψαχνε νά βρεῖ μιά φωλίτσα, μιά σπηλιά νά τρυπώσει; Τό ἴδιο ἔκανα κι ἐγώ μές στό θόρυβο καί τή θύελλα κατατρομαγμένος ἀπό τά στοιχεῖα τῆς φύσεως. Ἔτρεξα νά βρῶ καταφύγιο, ἔτρεξα νά κρυφθῶ στήν ἀγκαλιά τοῦ Ἐπουράνιου Πατέρα μου. Ἔνιωθα τήν θαλπωρή τοῦ Χριστοῦ, τήν ἕνωσή μου μέ τόν Θεό. Αἰσθάνθηκα μεγάλη χαρά καί ἀγαλλίαση καί ἀνακούφιση τρυπώνοντας μέσα στό θεῖον». Βλέπετε ὁ Ἅγιος καταφεύγει πνευματικά στόν ἴδιο τόν Κύριό μας καί μέ τήν ζωντανή του πίστη, ἐκεῖ πού ἦταν κατατρομαγμένος τώρα βρίσκεται σέ ἄνεση. «Δέν μ' ἔνοιαζε γιά τήν φουρτούνα, τήν καταιγίδα, πού εἶναι αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἡ ψυχή μου ζητοῦσε κάτι πιό ὑψηλό, πιό τέλειο. Ἔνιωθα ἀσφαλής, παρηγορημένος καί ἀναπαυμένος. Πέρασα χρυσές ἡμέρες. Ἐκμεταλλεύτηκα μιά μεγάλη κακοκαιρία»[4]. Βλέπουμε πῶς οἱ Ἅγιοι, τίς ἀντιξοότητες καί τίς φυσικές δυσκολίες, τίς χρησιμοποιοῦνε καί τίς ἀξιοποιοῦνε πνευματικά καί νιώθουν περισσότερο τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ.

«Ἔτσι νά σκεπτόμαστε πάντα», λέγει ὁ Ἅγιος. «Καί ἔτσι νά ζοῦμε τή δυσκολία καί τή δυστυχία. Ὅλα νά τά θεωροῦμε εὐκαιρίες γιά προσευχή, γιά πλησίασμα στόν Θεό. Αὐτό εἶναι τό μυστικό, πῶς ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ θά τά κάνει ὅλα προσευχή. Κι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος αὐτό θά ἐννοεῖ ὅταν λέγει, «χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου»[5], γιά ὅλες τίς θλίψεις πού τοῦ συνέβησαν»[6]. Λέει δηλαδή ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ὅτι κάθε θλίψη πού μᾶς συμβαίνει νά τήν κάνουμε ἀφορμή δοξολογίας καί εὐχαριστίας πρός τόν Θεό. Γιατί φανερώνεται μέσα στίς δυσκολίες καί στή δική μας ἀδυναμία ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ καί ἡ Πρόνοια ἡ στοργική Του.

«Ἔτσι γίνεται ὁ ἁγιασμός», λέγει. «Νά μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεός ἐγώ πολύ τό ζητάω στήν προσευχή μου». Δηλαδή λέγει ὁ Ἅγιος, νά καταφεύγουμε στίς δυσκολίες στόν Θεό, ἀλλά καί πάντοτε, καί νά χαιρόμαστε μέσα στά παθήματά μας. «Στή Βάθεια», λέει ὁ Ἅγιος, «στόν Ἅγιο Νικόλαο, ἔμεινα ἀρκετά, τρία ὁλόκληρα χρόνια. Ἔφυγα, πρίν ξεσπάσει ὁ ἰταλικός πόλεμος»[7]. Βλέπουμε ἀπό ὅλα αὐτά πού λέει ὁ Ἅγιος, τήν μεγάλη ἀξία πού ἔχει ἡ ἡσυχία, ἡ μόνωση καί ἡ σιωπή γιά τόν ἄνθρωπο τόν πνευματικό, ὅταν βέβαια τήν ἀξιοποιεῖ, τήν ζεῖ σωστά.

Λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «πρέπει καί νά ἡσυχάζει κανείς λίγο, ὥστε μέ ἀθόλωτο τόν νοῦ του νά συνομιλεῖ μέ τόν Θεό καί νά ἀποσπᾶ τόν νοῦ του ἀπό αὐτά πού παραπλανοῦν», ἀπό τά γήινα δηλαδή, τά κοσμικά ἤ τά διαβολικά. «Ἡ ἡσυχία», λέει καί ὁ Ἅγιος Βασίλειος, «εἶναι ἀρχή καθάρσεως τῆς ψυχῆς».

«Σκοπός», ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «εἶναι ὁ ἄνθρωπος νά ἀποκτήσει τήν ἐσωτερική ἡσυχία, νά ἀξιοποιήσει τόν θόρυβο βάζοντας δεξιό λογισμό. Ὅλη ἡ βάση εἶναι ἡ καλή ἀντιμετώπιση. Ὅλα μέ καλούς λογισμούς νά τά ἀντιμετωπίζει»[8]. Ὅπως εἴδαμε προηγουμένως τό παράδειγμα μέ τόν Ἅγιο Πορφύριο, πῶς ἀξιοποίησε τήν κακοκαιρία, τήν καταιγίδα.

«Μέσα στόν θόρυβο ἄν πετύχει τήν ἐσωτερική ἡσυχία ὁ ἄνθρωπος», λέγει ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «αὐτό ἔχει πολλή ἀξία. Ἄν δέν πετύχει τήν ἡσυχία μέσα στήν ἀνησυχία, οὔτε στήν ἡσυχία θά ἡσυχάσει. Ὅταν ἔρθει στόν ἄνθρωπο ἡ ἐσωτερική ἡσυχία, ἡσυχάζουν ὅλα μέσα του καί τίποτα δέν τόν ἐνοχλεῖ. Ἄν θέλει τήν ἐξωτερική ἡσυχία γιά νά ἡσυχάσει ἐσωτερικά, ὅταν βρεθεῖ στήν ἡσυχία, τήν ἡμέρα θά πάρει ἕνα καλάμι καί θά διώχνει τά τζιτζίκια καί τό βράδυ θά διώχνει τά τσακάλια γιά νά μήν τόν ἐνοχλοῦν. Θά διώχνει δηλαδή αὐτά πού θά μαζεύει ὁ διάβολος. Τί νομίζετε; Ποιά εἶναι ἡ δουλειά του; Ὅλα μᾶς τά φέρνει ἀνάποδα, μέχρι πού μᾶς ἀναποδογυρίζει»[9]. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως πρέπει νά μάθει νά μήν ἀσχολεῖται μέ αὐτά ἀλλά νά προσηλώνεται στόν Θεό.

«Πρῶτα ἀπ' ὅλα ἡ ψυχή», λέγει ὁ Ἅγιος, «πρέπει νά ἀποκτήσει τήν ἐσωτερική ἡσυχία, μέσα στήν ἐξωτερική ἀνησυχία γιά νά μπορέσει νά ἡσυχάσει ἔξω στήν ἡσυχία.

Ὅταν δυσκολεύεται κανείς νά λέει τήν εὐχή μέσα στόν θόρυβο, εἶναι γιατί ὁ νοῦς δέν εἶναι δοσμένος στόν Θεό. Πρέπει νά φτάσει ὁ ἄνθρωπος στή θεία ἀφηρημάδα, γιά νά ζήσει στήν ἐσωτερική ἡσυχία καί νά μήν ἐνοχλεῖται ἀπό τόν θόρυβο στήν προσευχή. Φτάνει στό σημεῖο ἐκεῖνο τῆς θείας ἀφηρημάδας πού δέν ἀκούει πιά τούς θορύβους ἤ τούς ἀκούει ὅταν θέλει ἤ μᾶλλον ὅταν κατεβαίνει ὁ νοῦς ἀπ' τόν οὐρανό. Καί θά φθάσει σέ αὐτό τό σημεῖο, ἄν δουλέψει πνευματικά, ἄν ἀγωνιστεῖ∙ τότε θά ἀκούει ὅποτε αὐτός θέλει.

Ἡ ἐξωτερική ἡσυχία μέ τήν διακριτική ἄσκηση πολύ γρήγορα φέρνει καί τήν ἐσωτερική ἡσυχία, τήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς ἡ ὁποία εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν λεπτή πνευματική ἐργασία. Γιατί ὅσο περισσότερο ἀπομακρύνεται κανείς ἀπό τόν κόσμο, τόσο περισσότερο ἀπομακρύνεται καί ὁ κόσμος ἀπό μέσα του καί φυγαδεύονται τότε οἱ κακοί λογισμοί καί ἐξαγνίζεται τότε ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου καί γίνεται ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Πολύ βοηθάει στήν πνευματική ζωή ἡ ἡσυχία. Καλό εἶναι νά ἔχει κανείς κάποια ὥρα τῆς ἡμέρας νά ἡσυχάζει. Νά ἐξετάζει τόν ἑαυτό του γιά νά γνωρίσει τά πάθη του καί νά ἀγωνισθεῖ νά τά κόψει, γιά νά καθαρίσει τήν καρδιά του. Ἄν μάλιστα ὑπάρχει στό σπίτι ἕνα δωμάτιο ἥσυχο, πού νά θυμίζει ἀτμόσφαιρα κελιοῦ, αὐτό εἶναι πολύ καλό.

Οἱ ἄνθρωποι ἀναπαύονται στήν ἀνησυχία καί ὄχι στήν ἡσυχία», λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «γιατί ὑπάρχει ἀνησυχία μέσα τους. Καί δυστυχῶς ὁ ἄνθρωπος πού δέν θέλει νά δεῖ τόν ἑαυτό του ἐπιδιώκει τόν θόρυβο καί τήν ἀνησυχία. «Ὁ ἀνήσυχος θά μεταφέρει», λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «καί στήν ἔρημο τόν ἀνήσυχο ἑαυτό του. Πρῶτα ἀπ' ὅλα ἡ ψυχή θά πρέπει νά ἀποκτήσει τήν ἐσωτερική ἡσυχία μέσα στήν ἐξωτερική ἀνησυχία, γιά νά μπορέσει νά ἡσυχάσει ἔξω στήν ἡσυχία. Ἡ ἡσυχία εἶναι μυστική προσευχή καί πολύ βοηθάει στήν προσευχή, σάν τήν ἄδηλη ἀναπνοή στόν ἄνθρωπο».

Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης


[1] Λουκ. 18, 8.

[2] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς, (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).

[3] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.

[4] Ὅ.π.

[5] Κολ. 1, 24.

[6] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.

[7] Ὅ.π.

[8] Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, Ἁγίου Παϊσίου Ἀγιορείτου, Λόγοι Α΄, Ἱ. Ἡ. "Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος", Σουρωτή Θεσ/νίκης 1998, (στό ἑξῆς: Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, Ἁγίου Παϊσίου Ἀγιορείτου).

[9] Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, Ἁγίου Παϊσίου Ἀγιορείτου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου