Σελίδες

Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2024

Τό Ἄκτιστο Φῶς καί οἱ τρόποι θεωρίας του» Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, π. Σωφρονίου, 33ο Μέρος.Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης






Προχωρώντας τό βιβλίο τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ, βρισκόμαστε στό κεφάλαιο «Τό Ἄκτιστο Φῶς καί οἱ τρόποι θεωρίας του»[1]. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ὅταν ἐπρόκειτο νά σταυρωθεῖ, λίγες μέρες πρίν, μιλοῦσε στούς Ἁγίους Ἀποστόλους καί κάποια στιγμή τούς εἶπε ὅτι ὑπάρχουν ἀνάμεσά σας κάποιοι οἱ ὁποῖοι δέν θά δοῦν θάνατο πρίν δοῦνε τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ «ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει»[2] καί ὑπονοοῦσε τό Ἄκτιστο Φῶς, τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ τήν ὁποία εἶδαν οἱ τρεῖς ἐπάνω στό ὄρος Θαβώρ.

«Ὁ Θεός», λέει ὁ π. Σωφρόνιος, «ὄντας φῶς στό ὁποῖο «σκοτία οὐκ ἔστιν οὐδεμία»[3] ἐμφανίζεται πάντοτε στό φῶς καί ὡς φῶς». Καί ὁ ἴδιος πάλι στό εὐαγγέλιο μᾶς τό λέει, ὅτι «ὁ Θεός φῶς ἐστι»[4]. «Τό ἄκτιστο φῶς εἶναι ὡς πρός τήν φύση του θεία ἐνέργεια, κάτι τελείως διαφορετικό ἀπό τό φυσικό φῶς»[5]. Ὅταν, ἑπομένως, λέμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι φῶς, δέν ἐννοοῦμε ὅτι στήν οὐσία Του ὁ Θεός εἶναι φῶς, ἀλλά ὅτι μία ἀπό τίς ἐνέργειές Του εἶναι αὐτή, ὅτι ὁ Θεός εἶναι φῶς. Ὅμως δέν ἔχει καμιά σχέση αὐτή ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, τό Φῶς, μέ τό φυσικό φῶς, τό κτιστό, αὐτό πού γνωρίζουμε, τό φῶς τοῦ ἥλιου, ἤ ἄν θέλετε, καί τό τεχνητό φῶς.

«Κατά τή θέα του ἐπικρατεῖ προπαντός ἡ αἴσθηση τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, πού ἀπορροφᾶ ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο· ἄυλη αἴσθηση τοῦ Ἄυλου»[6], τοῦ Θεοῦ δηλαδή, «αἴσθηση νοερή καί ὄχι λογική». Ἔχει διαφορά ὁ νοῦς ἀπό τόν λόγο, ἀπό τή λογική. Εἶναι καί οἱ δυό δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Ἀπό τίς πέντε οἱ δύο σπουδαιότερες εἶναι ὁ νοῦς καί ὁ λόγος καί ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ μέ τόν νοῦ του τόν καθαρό νά ὁρᾶ τόν Θεό, νά βλέπει τόν Θεό. Γι’ αὐτό λέγεται ὁ νοῦς «ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς». Ἡ λογική εἶναι ἡ ἄλλη δύναμη, ἡ ὁποία ἑδράζεται στόν ἐγκέφαλο καί μέ αὐτήν ὁ ἄνθρωπος ἐπεξεργάζεται τά δεδομένα πού ἔρχονται μέσα ἀπό τίς αἰσθήσεις ἤ κάνει διάφορους λογισμούς. Μέ τή λογική δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά δεῖ τόν Θεό. Μπορεῖ ὅμως νά περιγράψει αὐτά πού βλέπει ὁ νοῦς καί νά τά διατυπώσει μέ λέξεις. Ὑπάρχει ὁ λόγος ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ προφορικός, ἡ ὁμιλία πού ἔχουμε, καί ὑπάρχει καί ὁ λόγος ὁ ἐσωτερικός, ὁ ἐνδιάθετος ὅπως λέμε λόγος, μέ τόν ὁποῖο μποροῦμε πάλι νά κάνουμε λογισμούς καί ἐπίσης νά προσευχόμαστε, νά μιλᾶμε στόν Θεό, νά ἔχουμε αὐτόν τόν ἐσωτερικό μέσα μας διάλογο. Ἡ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι λογική. Δέν μποροῦμε δηλαδή μέ τήν λογική νά αἰσθανθοῦμε τόν Θεό, νά δοῦμε τόν Θεό, ἀλλά εἶναι νοερά ἡ αἴσθηση τοῦ Ἀκτίστου Φωτός.

«Εἶναι αἴσθηση μέ ἐξουσιαστική δύναμη πού ἁρπάζει τόν ἄνθρωπο σέ ἄλλο κόσμο, ἀλλά τόσο γαλήνια πού αὐτός δέν ἀντιλαμβάνεται τήν στιγμή πού τοῦ συνέβηκε αὐτό καί δέν ξέρει ἄν ὁ ἴδιος βρίσκεται στό σῶμα ἤ ἐκτός τοῦ σώματος», ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, πού ἀνέβηκε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καί ὁπωσδήποτε εἶχε ὅραση τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, τοῦ Θεοῦ, καί ἔλεγε ὅτι «δέν ξέρω ἄν ἤμουνα ἐν σώματι ἤ ἐκτός τοῦ σώματος»[7]. «Ἀποκτᾶ τότε συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ του», ὅταν βλέπει τό Ἄκτιστο Φῶς, «τόσο ἐνεργητική καί βαθειά, ὅσο ποτέ ἄλλοτε στήν συνηθισμένη ζωή, καί συγχρόνως λησμονεῖ τόν ἑαυτό του καί τόν κόσμο, πλημμυρισμένος ἀπό τήν γλύκα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Βλέπει μέ τό πνεῦμα τόν Ἀόρατο (τόν Θεό), Τόν ἀναπνέει, βρίσκεται ὅλος κοντά Του»[8] διά τοῦ Φωτός. Βρισκόμενος ὁ ἄνθρωπος μέσα στό Ἄκτιστο Φῶς, βλέπει τόν ἑαυτό του, ἀλλά συγχρόνως καί λησμονεῖ τόν ἑαυτό του, γιατί τρέχει θά λέγαμε, σπεύδει νά συναντήσει τόν Θεό καί εἶναι μέσα στήν γλυκύτητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.

«Μ' αὐτήν τήν ὑπέρλογη αἴσθηση τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ πού ξεχειλίζει τά πάντα συνενώνεται θέα φωτός, ἀλλά φωτός διαφορετικοῦ στή φύση του ἀπό τό φυσικό φῶς. Ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος μένει τότε στό φῶς κι ἐξομειώνεται μέ τό φῶς πού βλέπει, πνευματοποιεῖται ἀπ' αὐτό». Γίνεται καί ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος μετά φωτεινός. Αὐτό πού ἔχει καταγράψει ὡς ἐμπειρία ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, πού λέει τά μέλη μου εἶναι φωτοφόρα, φωτόμορφα, φωτεινά, μετά τήν Θεία Εὐχαριστία, τήν Θεία Κοινωνία. Ἔλαμπε ὁλόκληρος! «Ὁ ἄνθρωπος τότε δέν βλέπει καί δέν αἰσθάνεται οὔτε τήν δική του ὑλικότητα οὔτε τήν ὑλικότητα τοῦ κόσμου.

Ἡ ὅρασις ἔρχεται μέ ἀκατάληπτο τρόπο», ἡ ὅρασις τοῦ Φωτός. Δηλαδή δέν ξέρει ὁ ἄνθρωπος, δέν μπορεῖ νά καταλάβει πῶς ἔρχεται τό Φῶς! «Σέ ὥρα πού δέν προσμένεται· δέν ἔρχεται οὔτε ἀπό ἔξω οὔτε ἀπό μέσα, ἀλλά ἀγκαλιάζει μέ ἀνέκφραστο τρόπο τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, εἰσάγοντάς τον στόν κόσμο τοῦ θείου φωτός»[9]. Ὁ Θεός εἶναι ἀκατάληπτος, εἶναι ἀπερίγραπτος. Δέν ἔχουμε λέξεις νά ποῦμε τίποτα γιά τόν Θεό! Ἀκόμα καί αὐτή ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού λέγεται Φῶς, δέν μποροῦμε νά τήν ποῦμε ἀκριβῶς πῶς γίνεται! Ἔρχεται ἀπό παντοῦ τό Φῶς καί αὐτό ἀκριβῶς ἀποτυπώνεται στήν βυζαντινή ἁγιογραφία ὅπου δέν ὑπάρχουνε σκιές, ὅπως στήν κλασσική ζωγραφική ὑπάρχουνε σκιές καί ὑπάρχει καί ἡ τρίτη διάσταση. Στήν βυζαντινή ἁγιογραφία δέν ὑπάρχουνε σκιές. Αὐτό δέν εἶναι μιά ἀτέλεια τοῦ ζωγράφου, τοῦ ἁγιογράφου ἤ μιά παιδική ἁπλότητα, ἀλλά εἶναι σκόπιμο, γιατί θέλει νά μᾶς πεῖ, ὅτι τό φῶς ἔρχεται ἀπό παντοῦ. Καί ὅταν τό φῶς ἔρχεται ἀπό παντοῦ, δέν δημιουργοῦνται σκιές. Δέν ὑπάρχουν σκιές, ὅταν ἔρχεται ἀπό παντοῦ. Ἡ σκιά δημιουργεῖται ὅταν τό φῶς ἔρχεται ἀπό ἕνα σημεῖο, ὁπότε τά ἀντικείμενα πού εἶναι στήν πορεία τοῦ φωτός ἀπό πίσω τους δημιουργοῦν σκιά. Δηλαδή μέσα στήν ἁγιογραφία ὑπάρχει θεολογία.

……………………….

Ἄν τό εἴχανε δεῖ οἱ ἴδιοι; Ναί, βεβαίως! Πολλοί ἁγιογράφοι ἤτανε ἅγιοι. Καί ἄν δέν τό εἴχανε δεῖ, ὁπωσδήποτε εἴχανε μιλήσει, εἴχανε συζητήσει, εἴχανε διαβάσει ἐμπειρίες τέτοιες καί ἤξεραν τί ἔκαναν. Πολύ καλά ἤξεραν καί τά ἀποτύπωσαν στήν τέχνη τους. (Στό τέλος, μαζέψτε τίς ἀπορίες σας, θά ἔχουμε λίγο χρόνο νά συζητήσουμε ὅ,τι θέλετε).

Ἡ ὅραση λοιπόν ἔρχεται μέ τρόπο πού δέν μποροῦμε νά καταλάβουμε. «Καί δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά πεῖ, ἄν βρέθηκε σέ ἔκσταση, ἄν δηλαδή ἡ ψυχή ἦταν ἔξω ἀπό τό σῶμα, γιατί δέν ἀντιλαμβάνεται οὔτε τήν ἐπιστροφή στό σῶμα. Δέν ὑπάρχει, λοιπόν, τίποτε τό παθολογικό σ' αὐτό τό φαινόμενο.

Ὁ Θεός ἐνεργεῖ, ὁ ἄνθρωπος δέχεται. Καί τότε δέν ξέρει οὔτε διάστημα οὔτε χρόνο οὔτε γέννηση οὔτε θάνατο οὔτε φύλο (ἄντρας ἤ γυναίκα), οὔτε ἡλικία οὔτε κοινωνική ἤ ἱεραρχική θέση οὔτε ἄλλες συνθῆκες καί σχέσεις τοῦ κόσμου τούτου. Ἦλθε ὁ Κύριος, ἡ ἄναρχη Ζωή καί τό Φῶς τῆς ζωῆς νά ἐπισκεφθεῖ μέ ἔλεος τήν μετανοοῦσα ψυχή»[10]. Ὁ Κύριος εἶναι τά πάντα, ὑπερκαλύπτει τά πάντα, εἶναι πέρα καί πάνω ἀπ’ ὅλα! Γι’ αὐτό ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐκτός κόσμου, ἐκτός συνθηκῶν παρούσης ζωῆς καί δέν ξέρει ἄν εἶναι ἐκτός τοῦ σώματος ἤ ἐντός τοῦ σώματος.

«Τό Θεῖο Φῶς θεωρεῖται ἄσχετα ἀπό συνθῆκες, καί στό σκοτάδι τῆς νύχτας καί στό φῶς τῆς ἡμέρας»[11]. Δέν εἶναι θέμα δηλαδή τεχνικό, νά διαμορφώσουμε δηλαδή κάποιες συνθῆκες ὥστε νά δοῦμε τό Ἄκτιστο Φῶς.. Ὁ Ἅγιος Παΐσιος διηγεῖται μιά τέτοια ἐμπειρία. Ὅλη τήν νύχτα ἔβλεπε τό Ἄκτιστο Φῶς καί νόμιζε ὅτι εἶναι ἡμέρα! Καί ὅταν ξημέρωσε, εἶδε καί τόν ἥλιο πού βγῆκε καί νόμιζε ὅτι εἶναι σελήνη! Γιατί ἤτανε τόσο θαμπωμένος καί περίμενε νά ξημερώσει.. Κάποιος περνοῦσε ἀπό τούς Πατέρες καί λέει, πάτερ, τί θά γίνει σήμερα, δέν θά ξημερώσει; Καί ὁ ἥλιος.. ἤτανε μεσημέρι! Ἀλλά ἤτανε τόσο πιό ἔντονο τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο ἔκανε τό φῶς τοῦ ἡλίου νά μοιάζει σάν τό φῶς τῆς σελήνης, σάν νά μήν ἔχει ξημερώσει ἀκόμα!

«Ἡ εὐδοκία τοῦ Θεοῦ κατεβαίνει μερικές φορές μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε νά διατηρεῖται ἡ ἀντίληψη καί τοῦ σώματος καί τοῦ γύρω κόσμου»[12]. Μιά ὅραση Ἀκτίστου Φωτός εἶναι αὐτή τοῦ Μωυσέως. Ἐκεῖ πού ἔβοσκε τά πρόβατά του, στό ὄρος Χωρήβ, ὅσοι ἔχετε πάει στήν Ἁγία Αἰκατερίνη στό Σινά, εἴδατε τήν βάτο. Αὐτή ἡ βάτος ἦταν ἡ ὁποία φλεγόταν καί δέν καταφλεγόταν. Καί αὐτή ἡ φωτιά δέν ἤτανε φωτιά ὑλική, ἦταν τό Ἄκτιστο Φῶς! Καί προφανῶς ἡμέρα τό εἶδε τό Ἄκτιστο Φῶς ὁ Μωυσῆς ἐκεῖ σ’ αὐτόν τόν τόπο.

«Ἡ εὐδοκία τοῦ Θεοῦ κατεβαίνει μερικές φορές μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε νά διατηρεῖται ἡ ἀντίληψη καί τοῦ σώματος καί τοῦ γύρω κόσμου. Τότε ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά μένει μέ τά μάτια ἀνοιχτά καί νά βλέπει ταυτόχρονα δύο φῶτα, καί τό φυσικό φῶς καί τό Θεῖο φῶς». Ὅπως σᾶς εἶπα γιά τόν Ἅγιο Παΐσιο, ἔβλεπε καί τό φῶς τοῦ ἥλιου, ἀλλά ἦταν πολύ θαμπό σέ σχέση μέ τό Θεῖο φῶς! «Αὐτήν τήν ὅραση οἱ Πατέρες οἱ Ἅγιοι τήν ὀνομάζουν ὅραση μέ τούς φυσικούς ὀφθαλμούς»[13]. Γιατί ὄντως τό Ἄκτιστο Φῶς ὁρᾶται καί μέ τόν νοῦ ἀλλά καί μέ τούς φυσικούς ὀφθαλμούς, καί μέ κλειστά τά μάτια καί μέ ἀνοιχτά τά μάτια.

«Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει πώς ἡ πράξη τῆς ὁράσεως τοῦ Θείου φωτός εἶναι ἀνάλογη σ' ὅλα μέ τή συνήθη ψυχοφυσιολογική πορεία τῆς φυσικῆς ὁράσεως. Δέν σημαίνει δηλαδή πώς τό Θεῖο φῶς εἶναι ὅμοιο μέ τό φυσικό, τό ὁποῖο -ἀνεξάρτητα ἀπό τό ποιά ἐπιστημονική θεωρία γιά τό φῶς δεχόμαστε- προκαλεῖ τή γνωστή διέγερση τοῦ ὀπτικοῦ νεύρου καί στή συνέχεια περνᾶ στήν ψυχολογική διαδικασία τῆς ὁράσεως. Τό Θεῖο φῶς εἶναι διαφορετικό στή φύση του, εἶναι φῶς νοερό, φῶς πνευματικό, φῶς ἀγάπης, φῶς ζωῆς»[14]. Δηλαδή καί ἕνας τυφλός θά μποροῦσε νά τό δεῖ. Δέν ἐμποδίζεται ἐπειδή δέν λειτουργεῖ τό ὀπτικό του νεύρο ἐνδεχομένως.

«Ἡ εἰκόνα τοῦ Θείου φωτός στό φυσικό κόσμο εἶναι τό φυσικό φῶς». Μοιάζει δηλαδή τό φυσικό φῶς, εἶναι μιά εἰκόνα τοῦ Ἀκτίστου Φωτός. Ἡ θέα τῶν γύρω μας ἀντικειμένων εἶναι δυνατή, μόνον ὅταν ὑπάρχει φῶς». Μοιάζει, μέ τήν ἔννοια δηλαδή ὅτι μποροῦμε ἔτσι κάπως νά τό σκεφτοῦμε, ἀλλά οὐσιαστικά δέν ὑπάρχει καμία σχέση. Ὅπως δέν ὑπάρχει καμία σχέση κτιστοῦ μέ ἄκτιστου, τό ἔχουμε πεῖ πολλές φορές. Ἔτσι εἶναι τελείως διαφορετικό καί δέν ἔχει καμιά ὁμοιότητα τό φυσικό φῶς μέ τό Φῶς τό Ἄκτιστο.

Ἡ θέα τῶν γύρω μας ἀντικειμένων εἶναι δυνατή, μόνο ἄν ὑπάρξει φῶς. Ἄν ὑπάρξει σκοτάδι, δέν μποροῦμε νά δοῦμε. «Κι ἄν τό φῶς εἶναι ἀμυδρό, τό μάτι μόλις πού διακρίνει τά ἀντικείμενα· ἄν εἶναι ἀφθονότερο, βλέπει καθαρότερα. Τέλος ἡ ὅραση φτάνει στήν πληρότητά της στό πλῆρες ἡλιακό φῶς». Τότε βλέπουμε μέ τήν μέγιστη καθαρότητα. «Παρομοίως καί στόν πνευματικό κόσμο κάθε ἀληθινή ὅραση εἶναι δυνατή μόνο στό Θεῖο φῶς κι ὄχι ἀλλιῶς»[15]. Δηλαδή, βλέπει κάποιος ἕνα ὅραμα. Ἄν αὐτό δέν εἶναι μέσα στό Ἄκτιστο Φῶς καί ὁ ἴδιος δέν ἔχει μπεῖ μέσα στό Φῶς, ὑπάρχει πιθανότητα αὐτό τό ὅραμα νά εἶναι δαιμονικό, νά μήν εἶναι ἀπό τόν Θεό. Ἑπομένως θέλει πολλή προσοχή καί διάκριση καί κατάθεση ὅλων στόν πνευματικό μας ὁδηγό.

«Αὐτό τό φῶς παρέχεται στόν ἄνθρωπο σέ διαφορετικό μέτρο. Καί ἡ πίστη εἶναι φῶς, ἀλλά ἀνεπαρκές. Καί ἡ ἐλπίδα εἶναι φῶς, ἀλλά ἀκόμη ἀτελές. Καί ἡ ἀγάπη εἶναι φῶς, ἀλλά τέλειο πιά». Βλέπουμε ἔτσι μιά διαβάθμιση τῶν ὁράσεων τοῦ Ἀκτίστου Φωτός. Καί ἡ πρώτη θέα τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, ὅπως μᾶς λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, εἶναι ἡ μετάνοια, τό πρῶτο φῶς πού βλέπει ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, νοερό φῶς. Δέν μπορεῖ δηλαδή ἕνας νά μήν εἶναι σέ μετάνοια καί νά βλέπει ὁράματα καί νά λέει, ἐγώ βλέπω τήν Παναγία, τόν Χριστό.. καί ἀπό τήν ἄλλη νά ἔχει ἐγωισμό, νά ἔχει ὑπερηφάνεια, νά ἔχει κατάκριση. Σίγουρα τά ὁράματά του εἶναι δαιμονικά. Δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀπό τόν Θεό. Γιατί ἕνας πού εἶναι ἀπό τόν Θεό αὐτό πού βλέπει, ὁπωσδήποτε θά ἔχει μπεῖ στή διαδικασία τῆς μετάνοιας, τῆς κάθαρσης, τῆς πίστεως, τῆς ἐλπίδος καί θά προχωράει στήν ἀγάπη πού εἶναι τό τέλειο φῶς. Ἕνας πού δέν ἀγαπάει ἄς ποῦμε τούς ἐχθρούς του, δέν μπορεῖ νά ἔχει αὐτό τό τέλειο φῶς, γιά τό ὁποῖο μιλάει ἐδῶ ὁ π. Σωφρόνιος.

«Τό ἄκτιστο φῶς φωτίζει σάν τόν ἥλιο τόν πνευματικό κόσμο καί ἀποκαλύπτει στόν ἄνθρωπο τίς πνευματικές ὁδούς, πού εἶναι ἀθέατες μέ ἄλλον τρόπο. Χωρίς αὐτό τό φῶς δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος οὔτε νά ἐννοήσει οὔτε πολύ περισσότερο νά ἐκπληρώσει τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, γιατί μένει στό σκοτάδι. Τό Ἄκτιστο Φῶς φέρει μέσα του τήν αἰώνια ζωή καί τήν πνοή τῆς Θείας ἀγάπης. Μᾶλλον τό ἴδιο εἶναι καί ἡ αἰώνια ζωή καί ἡ Θεία ἀγάπη»[16]. Εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ διά τῆς ὁποίας βλέπουμε τόν Θεό, «ἐν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς» καί διά τῆς ὁποίας τηροῦμε καί τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Γιατί κανείς δέν μπορεῖ νά τηρήσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ χωρίς τόν Θεό.

Πολλές φορές ἔρχονται ἄνθρωποι καί μοῦ λένε, πάτερ, θέλω νά κόψω τόν θυμό καί δέν μπορῶ.. τό ἀποφασίζω καί μόλις τό ἀποφασίζω πάλι πέφτω. Καί τοῦ λέω, ἔτσι εἶναι καί θά πέφτεις καί χειρότερα! Ἅμα πεῖς ὅτι θά κόψεις τόν θυμό, μετά θά θυμώνεις πιό πολύ! Γιατί; Γιατί ἐμπιστευόμαστε τόν ἑαυτό μας. Τό σωστό ποιό εἶναι; Νά καταφύγουμε στόν Θεό, νά ποῦμε: Κύριε, ἐλέησέ με, βοήθησέ με καί κόψε μου, πάρε μου Ἐσύ τόν θυμό. Δηλαδή, διά τοῦ Θεοῦ κόβουμε τά πάθη μας, διά τοῦ Θεοῦ τηροῦμε τίς ἐντολές. Γι’ αὐτό χρειάζεται ἡ συνεχής καταφυγή στόν Θεό, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή ἐν μετανοία. Καί τότε ὁ Θεός εἶναι πού ἔρχεται καί μᾶς βοηθάει νά τηρήσουμε τίς ἐντολές. Καί ὁ ἴδιος ὁ Θεός εἶναι καί ἡ αἰώνια ζωή καί ἡ Θεία ἀγάπη. Γιατί λέμε, Θεέ μου, βοήθησέ με νά Σ’ ἀγαπήσω, θέλω νά Σ’ ἀγαπήσω. Ὁ ἴδιος ἔρχεται καί μᾶς δίνει αὐτή τήν ἀγάπη, ὁ ἴδιος ἔρχεται καί μᾶς δίνει τήν ταπείνωση, γιατί ὁ ἴδιος εἶναι ἡ ἀγάπη καί ἡ ταπείνωση.

«Ὅποιος δέν εἶδε μέ δύναμη καί πληροφορία τό Ἄκτιστο Φῶς, αὐτός δέν γεύτηκε ἀκόμη τήν ἀληθινή θεωρία»[17]. Δηλαδή ὅσο κανείς προχωράει ἀπό τήν πίστη στήν ἐλπίδα καί ἀπό τήν ἐλπίδα στήν ἀγάπη καί ἀγαπάει σιγά-σιγά τούς πάντες, καί αὐτούς πού δέν τόν ἀγαπᾶνε, αὐτός προχωράει στήν ἀληθινή θεωρία τοῦ Θεοῦ καί ὅλο καί πληρέστερα καί καθαρότερα βλέπει τό Φῶς τοῦ Θεοῦ. Βλέπετε πῶς ἡ πορεία ἡ πνευματική εἶναι μιά δυναμική πορεία, ἡ ὁποία -ἄς τό ποῦμε ἔτσι- σηματοδοτεῖται μέ αὐτή τήν διαβαθμισμένη θέα θά λέγαμε τοῦ Ἀκτίστου Φωτός. Ὅσο κανείς προχωράει ἀπό τήν πίστη στήν ἐλπίδα καί στήν ἀγάπη, τόσο γίνεται καί πιό φωτεινός καί τά βλέπει καί ὅλα καθαρότερα, καί τόν Θεό.

«Καί ὅποιος, πρίν ἀπό τήν ὅραση τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, ἁπλώνεται μέ αὐθάδεια «μέ τόν νοῦ του» στή θεωρία τῶν μυστηρίων τοῦ πνεύματος, αὐτός ὄχι μόνο δέν πετυχαίνει τόν σκοπό του, ἀλλά φράζει καί τόν δρόμο ἀκόμα πρός αὐτά μπροστά του»[18]. Ἕνας πού ἔχει ὑπερηφάνεια καί τρέχει νά πάρει τήν πλήρη θέα τοῦ Φωτός, πρίν ἀκόμα μετανοήσει ἀληθινά, πρίν ἀκόμα προχωρήσει στήν πίστη καί στήν ἀγάπη, πρίν ἀκόμα τηρήσει τίς ἐντολές, αὐτός φράζει τόν δρόμο στόν Θεό. Καί δέν βλέπει τόν Θεό, ἀλλά πολύ πιθανό θά ἀρχίσει νά βλέπει δαιμονικά πράγματα. Γι’ αὐτό δέν πρέπει νά ζητᾶμε τίποτε καί μάλιστα πρό καιροῦ. Νά ζητᾶμε ταπεινά τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ πάντοτε. Γι’ αὐτό ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος, νά εὔχεστε καί γιά μένα νά μοῦ δίνει ὁ Θεός καλή μετάνοια.

Ὅποιος μέ αὐθάδεια λοιπόν πηγαίνει πρό καιροῦ νά δεῖ τόν Θεό καί τό Ἄκτιστο Φῶς, «θά δεῖ μόνο τά προσωπεῖα τῆς ἀλήθειας, πού τά φαντάζεται ὁ ἴδιος ἤ τοῦ προσφέρουν ἀπατηλές δαιμονικές δυνάμεις». Δηλαδή, ἄν ζητάει νά δεῖ γρήγορα τό Ἄκτιστο Φῶς, χωρίς τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις πού εἴπαμε, καί προπάντων τήν ταπεινοφροσύνη καί τήν ἀγάπη, αὐτός ἤ θά καταλήξει νά βλέπει φαντάσματα, τῆς φαντασίας του δηλαδή δημιουργήματα, ἤ καί δαιμονικά ἀπατηλά ὄνειρα καί ὁράματα. «Ἡ πραγματική θεωρία ἔρχεται ἄνωθεν, μέ ἠρεμία. Ἡ ὑπαρξιακή θεωρία δέν εἶναι σάν τήν ἀφηρημένη, τήν διανοητική», πού κάνει ὁ ἄνθρωπος κάποιους στοχασμούς μέ τόν ἐγκέφαλο. «Εἶναι ποιοτικά διαφορετική», ἡ πραγματική θεωρία∙ «εἶναι τό φῶς τῆς ζωῆς πού δίνεται ἀπό τήν εὐδοκία τοῦ Θεοῦ κι ἡ ὀργανική ὁδός πρός αὐτό εἶναι ὄχι ἡ διανόηση», ὅπως ἔλεγε ὁ αἱρετικός Βαρλαάμ, «ἀλλά ἡ μετάνοια»[19], ἡ ὁποία καθαρίζει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος μετανοεῖ, δακρύζει, κοπιάζει κατ’ ἀναλογία τῶν ἁμαρτιῶν του, τόσο καθαρίζεται ἡ καρδιά. Καί ὅσο καθαρίζεται ἡ καρδιά, τόσο καθαρίζεται ὁ νοῦς, τόσο καθαρίζονται τά μάτια τῆς ψυχῆς καί ἀρχίζει νά βλέπει καθαρά τόν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος πού ἁπλῶς στοχάζεται σάν τόν φιλόσοφο, αὐτός δέν καθαρίζει τόν νοῦ του, ἀλλά ἁπλῶς λειτουργεῖ ὁ ἐγκέφαλός του. Ἡ καρδιά του ὅμως παραμένει βρώμικη καί ἑπομένως δέν μπορεῖ νά δεῖ τόν Θεό καί θά ἀρχίσει νά βλέπει ἄλλα πράγματα πού εἴπαμε προηγουμένως.

«Τό Θεῖο Φῶς εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τῆς Θεότητας. Δέν περιλαμβάνεται φυσικῶς μέσα στόν ἄνθρωπο, γιατί εἶναι ἄλλης φύσης ἀπό τή δική μας κτιστή φύση»[20]. Τό Ἄκτιστο Φῶς εἶναι ἄκτιστο, ἐμεῖς εἴμαστε κτιστοί. Δέν εἶναι συστατικό τῆς φύσης μας τό Ἄκτιστο Φῶς. Ἤτανε δῶρο πού μᾶς ἔκανε ὁ Θεός μέ τήν πλάση μας. Ὅταν ἔπλασε τόν Ἀδάμ (καί τήν Εὔα), τοῦ ἔδωσε καί τό Ἄκτιστο Φῶς. Τοῦ ἔδωσε τοῦ Ἀδάμ τό φύσημα, «καί ἐγένετο -λέει- ὁ Ἀδάμ εἰς ψυχήν ζῶσαν»[21]. Ποιό ἦταν αὐτό τό ἐμφύσημα τοῦ Θεοῦ; Μερικοί νομίζουν ὅτι αὐτό ἦταν ἡ ψυχή. Ὄχι, ἡ ψυχή ὑπῆρχε. Ἡ ψυχή εἶναι κτιστή, εἶναι δημιούργημα κι αὐτή τοῦ Θεοῦ μαζί μέ τό σῶμα. Ἀλλά ὅταν τόν ἐνεφύσησε ὁ Θεός τόν Ἀδάμ, τότε τοῦ ἔδωσε τό Ἅγιο Πνεῦμα. «Καί ἐγένετο εἰς ψυχήν ζῶσαν»[22]. Καί τότε ὁ Ἀδάμ ἀπέκτησε ψυχή ζωντανή! Ἔχει σημασία αὐτό καί μποροῦμε νά τό συνδέσουμε μέ αὐτά πού εἴπαμε στό κήρυγμα τό πρωί, ὅτι ἡ ψυχή μας εἶναι ζωντανή ψυχή ὅταν ἔχει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀλλιῶς εἶναι μιά ψυχή νεκρή. Ἡ ψυχή ἡ νεκρή δέν σημαίνει ὅτι εἶναι ἀνύπαρκτη. Ὑπάρχει ἀλλά, λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὅτι αὐτή ἡ ὕπαρξη πού ἔχει μιά ψυχή χωρίς τό Ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι χειρότερη ἀπό τήν ὁποιαδήποτε μορφή ζωῆς. Δηλαδή, χίλιες φορές νά μήν εἶχε ζωή. Ἀλλά δέν γίνεται. Ὁ Θεός ἔχει κάνει τήν ψυχή κατά χάριν ἀθάνατη. Κατά χάρη, ὄχι κατά φύση. Ἐπειδή εἶναι κτιστή καί ἡ ψυχή, θά ἔπρεπε νά ἔχει ἕνα τέλος. Ὅμως ὁ Θεός, εἰδικά γιά τήν ἀνθρώπινη ψυχή, ἔχει δώσει αὐτή τή χάρη, αὐτό τό χάρισμα, νά μήν πεθαίνει ποτέ. Ἀλλά, ὅταν χωριστεῖ ἡ ψυχή ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὀνομάζεται νεκρή ψυχή. Πάλι ὑπάρχει, δέν εἶναι ἀνύπαρκτη, ἀλλά ἡ ζωή πού ζεῖ εἶναι χειρότερη ἀπό κάθε μορφή ζωῆς. Εἶναι πολύ βασανιστική, γι’ αὐτό ἰσοδυναμεῖ μέ μύριους θανάτους, ὄχι μέ ἕναν θάνατο. Γι’ αὐτό λέμε «ἔχασε τήν ψυχή του αὐτός». Δέν σημαίνει ὅτι πῆγε στήν ἀνυπαρξία. Πάλι ὑπάρχει, ἀλλά ἔχει χωριστεῖ πλέον ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Τό Θεῖο φῶς εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δέν ὑπάρχει λοιπόν φυσικά μέσα μας καί «γι' αὐτό δέν μπορεῖ νά ξετυλιχτεῖ μέσα μας μέ ὁποιαδήποτε ἀσκητικά μέσα, ἀλλά ἔρχεται ἀποκλειστικά σάν δῶρο τοῦ Ἑνός Ἀγαθοῦ»[23], τοῦ Θεοῦ δηλαδή. Γι’ αὐτό ἡ ὅραση τοῦ Θείου Φωτός, πού ἰσοδυναμεῖ μέ τήν θέωση, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἀποκλειστικά δῶρο τοῦ Θεοῦ. Δέν κάνει κάτι ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή, γιά νά πάρει τήν θέωση. Ἀλλά προσέξτε, δέν δίνεται στόν τυχόντα. Δίδεται ἀπό τόν Θεό σ’ αὐτούς οἱ ὁποῖοι ἔχουνε προοδεύσει πνευματικά. Ὅπως στήν Μεταμόρφωση δέν πῆρε καί τούς δώδεκα Ἀποστόλους. Θά μποροῦσε νά τούς πάρει ὅλους πάνω στό ὄρος Θαβώρ, νά δοῦνε ὅλοι τό Ἄκτιστο Φῶς. Δέν ἦταν ἄξιοι. Πῆρε μόνο τούς τρεῖς, τούς κορυφαίους, (τόν Πέτρο), τόν Ἅγιο Πέτρο, τόν Ἅγιο Ἰάκωβο, τόν Ἅγιο Ἰωάννη, τούς πιό προοδευμένους πνευματικά.

Εἶναι τό Ἄκτιστο Φῶς ἀποτέλεσμα -θά λέγαμε- τῆς πρωτοβουλίας τοῦ Θεοῦ καί δίνεται στόν ἄνθρωπο, καί σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο πού θέλει ὁ Θεός. Καί δέν κάνει κάτι γιά τό συγκεκριμένο αὐτό δῶρο ὁ ἄνθρωπος. Βεβαίως κάνει ἄσκηση ὁ ἀσκητής καί οἱ Ἅγιοι κάνανε ἄσκηση, ἀλλά δέν ἦταν ἡ ἄσκηση πού τούς ἔκανε νά δοῦνε τό Ἄκτιστο Φῶς.

«Ρωτήσαμε τόν Γέροντα», τόν Ἅγιο Σιλουανό, «μέ ποιό τρόπο μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά τό ἀντιληφθεῖ αὐτό μέ τήν πείρα του», ὅτι εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ ἀποκλειστικά τό Ἄκτιστο Φῶς; «Ὁ μακαριστός Γέροντας», ὁ Ἅγιος Σιλουανός, «βεβαίωνε πώς ὅταν ὁ Θεός ἐμφανίζεται σέ μέγα Φῶς, τότε ὁ ἄνθρωπος δέν ἀμφιβάλλει καθόλου, ὅτι αὐτός πού φανερώθηκε εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Δημιουργός, ὁ Παντοκράτορας.

Ὅποιος ὅμως ἀξιώθηκε νά ἔχει ἀμυδρή ἀκόμα θεωρία τοῦ Φωτός», βλέπουμε πάλι ὅτι ὑπάρχουνε διαβαθμίσεις. Ὑπάρχει τό μέγα Φῶς καί ὑπάρχει καί τό ἀμυδρό Φῶς. Ὅταν κάποιος δεῖ ἀμυδρή εἰκόνα τοῦ Θείου Φωτός, «δέν μπορεῖ νά ἀντιληφθεῖ σαφῶς πώς τό φῶς πού θεωρεῖ εἶναι διαφορετικό στήν ὑφή του ἀπό τήν ψυχή του. Ἔτσι γι' αὐτόν ἡ ὁδός γιά βεβαιότερη ἐπίγνωση, μπορεῖ νά εἶναι ἡ πλήρης ἐμπιστοσύνη στήν πείρα τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, πού ἀξιώθηκαν αὐτή τή θεωρία ἤ ἡ περαιτέρω ἐπανάληψη τῶν ἐπισκέψεων καί τῶν ἄρσεων τῆς Χάρης, πού θά τόν διδάξουν νά διακρίνει τήν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια ἀπό τή φυσική ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου»[24]. Γιατί ὑπάρχει ἕνα φυσικό φῶς στόν ἄνθρωπο, τό φῶς τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Καί πολλές φορές ὑπάρχει μία σύγχυση, ἄν αὐτό πού βλέπει ὁ ἀσκητής εἶναι τό φῶς τό δικό του, τοῦ νοῦ του, ἤ εἶναι τό Φῶς τό Ἄκτιστο τοῦ Θεοῦ. Καί ἐκεῖ χρειάζεται ὁ διακριτικός πνευματικός ὁδηγός. Ἀλλά καί ἡ δική του προσωπική πείρα, ἔπειτα ἀπό πολλές ἐπαναλήψεις τοῦ φαινομένου, θά τόν καθοδηγήσει.

«Ὅταν ἡ προσευχή τοῦ ἀνθρώπου περνᾶ γιά πρώτη φορά στήν ὅραση τοῦ Θείου Φωτός, τότε τό θεώμενο καί βιούμενο εἶναι τόσο νέο καί καταπληκτικό γι' αὐτόν, πού δέν μπορεῖ νά ἐννοήσει τίποτα». Δέν καταλαβαίνει τίποτε. Εἶναι ὅλα καινούρια, πρωτόγνωρα, ἀκατάληπτα. «Αἰσθάνεται πώς πλάτυναν ἀνείπωτα τά ὅρια τῆς ὑπάρξεώς του». Ἔχει πλατύνει, ἔχει ἡ ὕπαρξή του διευρυνθεῖ. «Πώς τό φῶς πού φανερώθηκε τόν πέρασε ἀπό τόν θάνατο στή ζωή, ἀλλά ἀπό τό μεγαλεῖο τοῦ συμβάντος μένει σέ ἀπορία καί ἔκπληξη, καί μόνο μετά ἀπό ἐπανειλημμένες ἐπισκέψεις ἐννοεῖ τό δῶρο πού τοῦ χορήγησε ὁ Θεός»[25]. Καταλαβαίνει τί δῶρο ἔχει πάρει ἀπό τόν Θεό.

«Ἡ ψυχή, κατά τήν ὅραση καί μετά ἀπ' αὐτήν, εἶναι γεμάτη ἀπό βαθειά εἰρήνη καί ἀπό τήν γλυκύτητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ»[26]. Αἰσθάνεται δηλαδή ὁ ἄνθρωπος πόσο τόν ἀγαπάει ὁ Θεός. Αὐτό ἀκριβῶς αἰσθανόταν ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής! Γι’ αὐτό καί ὀνόμαζε τόν ἑαυτό του: «ὁ μαθητής ὅν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς»[27]. Ἐπειδή εἶχε δεῖ τό Ἄκτιστο Φῶς, αἰσθανότανε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

«Ἐξαφανίζεται ἀπό αὐτήν», τήν ψυχή πού εἶδε τό Ἄκτιστο Φῶς, «κάθε ἐπιθυμία δόξας, πλούτου, ὁποιασδήποτε γήινης εὐτυχίας, ἀκόμη κι αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς». Δέν τήν νοιάζει τήν ψυχή νά ζεῖ ἤ νά πεθαίνει, νά εἶναι πλούσια ἤ φτωχή, νά ἔχει δόξα ἤ νά μήν ἔχει δόξα, νά τήν ἐκτιμοῦν ἤ νά μήν τήν ἐκτιμοῦν, νά τήν ἀγαπᾶνε ἤ νά μήν τήν ἀγαπᾶνε. «Ὅλα αὐτά θεωροῦνται «σκύβαλα» καί ἡ ἐπιθυμία της τήν σύρει πρός τό ζωντανό ἄπειρο, τόν Χριστό, στόν ὁποῖο δέν ὑπάρχει οὔτε ἀρχή οὔτε τέλος οὔτε σκοτάδι οὔτε θάνατος.

Ἀπό τούς δύο αὐτούς τρόπους θεωρίας τοῦ Θείου Φωτός πού περιγράψαμε, ὁ γέροντας», ὁ Ἅγιος Σιλουανός, «προτιμοῦσε ἐκεῖνον κατά τόν ὁποῖον «ὁ κόσμος λησμονεῖται παντελῶς», ὅταν δηλαδή τήν ὥρα τῆς προσευχῆς τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου βγαίνει ἔξω ἀπό τίς εἰκόνες τοῦ κόσμου καί εἰσέρχεται στή σφαίρα τοῦ ἀτελείωτου Φωτός. Γιατί μιά τέτοια ὅραση παρέχει μεγαλύτερη γνώση γιά τά μυστήρια τοῦ «μέλλοντος αἰῶνος». Στήν κατάσταση αὐτῆς τῆς ὁράσεως ἡ ψυχή αἰσθάνεται ἐνεργῶς τήν κοινωνία στή Θεία ζωή καί δοκιμάζει ὑπαρξιακῶς μιά τέτοια ἔλευση τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὁποία εἶναι ἀδύνατο νά μιλήσει ἡ ἀνθρώπινη γλώσσα. Ὅταν ἡ ὅραση αὐτή τελειώσει, γιά λόγους ἄγνωστους στόν ἄνθρωπο καί ἀνεξάρτητα ἀπό τήν θέλησή του, ὅπως καί ἄρχισε ἀνεξάρτητα, τότε ἐπιστρέφει σιγά-σιγά ἡ ψυχή στήν ἀντίληψη τοῦ γύρω κόσμου καί στήν γλυκειά χαρά τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ προστίθεται μιά λεπτή λύπη, γιατί θά βλέπει καί πάλι τό φῶς τοῦ φυσικοῦ τούτου ἥλιου»[28]. Ἔρχεται μιά μικρή, θά λέγαμε, ἀπογοήτευση μετά πού ἔχασε τό ἀληθινό Φῶς καί βλέπει πάλι τό κτιστό φῶς τοῦ ἥλιου.

Σταματῶ ἐδῶ, γιατί βλέπω ὅτι σέ λίγο συμπληρώθηκε ἡ ὥρα.. Ἄν θέλετε κάτι νά ρωτήσετε.. Ἄν κάποιοι βιάζονται, μποροῦνε νά φύγουνε. Δέν ἔχουμε δυσκολία. Μή διστάζει κάποιος, ἄν ἔχει κάποια ἐργασία. Ἄν κάποιος θέλει νά ρωτήσει κάτι πάνω σ’ αὐτά, γιά λίγη ὥρα, ναί.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Ἐρ. : ………………………

Ἀπ. : Τό ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι. Ἁπλῶς αὐτό πού πῆρε ὁ Ἀδάμ τό ἔχασε. Μέ τήν παράβαση αὐτό ἔγινε. Θυμάστε πού στήν Ἁγία Γραφή λέει, πώς ἦσαν γυμνοί μέσα στόν παράδεισο. Κι ὅμως δέν ντρεπόντουσαν! Γιατί ἀκριβῶς τό ἔνδυμά τους ἦταν τό Ἄκτιστο Φῶς. Καί αὐτό τό Ἄκτιστο Φῶς δέν τούς ἐπέτρεπε νά ἔχουν οὔτε ντροπή οὔτε ἄς ποῦμε καταλάβαιναν καί διαφορά φύλου. Εἴδατε πού λέει ἐδῶ, ὅταν εἶναι ὁ ἄνθρωπος μέσα στό Ἄκτιστο Φῶς, τά ξεχνάει ὅλα. Δέν ὑπάρχει τίποτε ἀπό αὐτά πού ἔχουμε ἐμεῖς ἐδῶ τά γήινα. Ἔτσι ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα ζούσανε στόν παράδεισο τόν παράδεισο, τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ οὐσιαστικά! Καί ὅταν ἁμάρτησαν, ἔκαναν τήν παρακοή στόν Θεό, ἔχασαν τήν κοινωνία μέ τόν Θεό, ἔχασαν τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό Ὁποῖο ἑνώνει (ἕνωνε) τούς ἴδιους μέ τόν Θεό. Γι’ αὐτό ἡ ἁμαρτία πού κάναμε στόν παράδεισο, καί ἡ ὅποια ἁμαρτία κάνουμε, εἶναι ἕνα γεγονός ὀντολογικό, δηλαδή εἶναι στό εἶναι μας, στήν οὐσία μας. Δέν εἶναι ἁπλῶς μιά παράβαση, ἄς ποῦμε, ἑνός κώδικα, πού μᾶς ἔχει δώσει κάποιες ὁδηγίες, κάποιες ἐντολές καί παραβήκαμε μία ὁδηγία, ὁπότε θά πάρουμε καί ἕνα ἐπιτίμιο. Ὄχι. Εἶναι μία ἀλλοίωση ἡ ὁποία ἔρχεται σέ ὅλη μας τήν ὕπαρξη. Αὐτό ἔπαθε καί ὁ Ἀδάμ. Δηλαδή ἔχασε ἕνα ἀπό τά τρία στοιχεῖα τοῦ εἶναι του, τῆς ὀντολογίας του. Ὁ Ἀδάμ εἶχε σῶμα, ψυχή καί Ἅγιο Πνεῦμα. Τήν στιγμή πού ἁμάρτησε ἔχασε τό Ἅγιο Πνεῦμα καί γι’ αὐτό μετά ἔνιωσε γυμνός. Καί ἡ Εὔα τό ἴδιο. Καί μετά βεβαίως, ἀπό ἀγάπη ὁ Θεός τούς βγάζει ἀπό τόν παράδεισο καί ἔχουμε τά ἐπιτίμια, τά ὁποῖα εἶναι γνωστά.

Ἔρχεται μετά ὁ Χριστός μας στή γῆ, μᾶς ἐπισκέπτεται καί μᾶς ξαναδίνει αὐτό πού εἴχαμε χάσει στόν παράδεισο, τό Ἅγιο Πνεῦμα. Πῶς; Διαμέσου τῆς Ἐκκλησίας. Διαμέσου τοῦ ἁγίου Βαφτίσματος μᾶς δίνει πάλι τήν ὕπαρξη τήν πνευματική καί διαμέσου τοῦ ἁγίου Χρίσματος μᾶς δίνει τό Ἅγιο Πνεῦμα, αὐτό πού εἴχαμε χάσει στόν παράδεισο. Γι’ αὐτό καί ὅταν χρίεται τό βρέφος, ἐπειδή τώρα γίνονται μαζί τά δύο μυστήρια, ἀκοῦμε ἀπό τόν ἱερέα νά λέει «σφραγίς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου». Ἐκείνη τήν ὥρα παίρνει τό παιδάκι τό Ἅγιο Πνεῦμα, ξαναντύνεται τή στολή πού φοροῦσε καί ὁ Ἀδάμ στόν παράδεισο! Γι’ αὐτό καί μετά, ὅταν χορεύουμε γύρω ἀπό τήν κολυμπήθρα, τί λέμε; «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε»[29]. Ντυθήκατε αὐτό τό ροῦχο πού χάσατε στόν παράδεισο, τό Ἅγιο Πνεῦμα δηλαδή, τόν Χριστό. Γιατί τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐννοοοῦμε τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄχι τήν οὐσία βέβαια.. καί αὐτή ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι καί ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ καί ἐνέργεια τοῦ Πατρός. Καί τό ἔνδυμά μας εἶναι ὁ Χριστός, εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί πλέον ὁ ἄνθρωπος δέν αἰσχύνεται πάλι, ὅσο φυλάει αὐτό τό ἔνδυμα. Καί αὐτή εἶναι ἡ προσωπική μας Πεντηκοστή. Αὐτό τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι πού πῆραν οἱ Ἀπόστολοι στήν Πεντηκοστή πού τούς ἔγινε. Καί αὐτό εἶναι πού παίρνουμε κι ἐμεῖς στήν προσωπική μας Πεντηκοστή στό ἅγιο Βάφτισμα καί κατ’ ἀκρίβειαν στό ἅγιο Χρίσμα. Καί μετά συντηροῦμε, ἄν θέλετε, αὐτή τήν θεία ἐνέργεια μέ τήν Θεία Εὐχαριστία καί τήν θεία ζωή πού πήραμε μέ τήν Θεία Κοινωνία. Γι’ αὐτό χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος νά κοινωνεῖ τακτικά, βεβαίως ἀφοῦ ἐξομολογεῖται, μέ τίς ἀνάλογες προϋποθέσεις καί μέ τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του. Ὁπότε κρατάει ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα, τήν λαμπάδα ἄσβεστη.

Ἐρ. : ………………………

Ἀπ. : Αὐτοί οἱ Ἅγιοι, ὅπως ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰσαάκ, ὁ Ἰακώβ, οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, βεβαίως ἦταν ἅγιοι καί εἶχαν Ἅγιο Πνεῦμα, εἶχαν φτάσει στήν θέωση, ἀλλά -προσέξτε- ἀκόμα ἐπειδή δέν εἶχε γίνει ἡ ἀπολυτρωτική θυσία τοῦ Χριστοῦ, ἡ σταύρωση δηλαδή, ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ μας, ἡ εἰς Ἅδου κάθοδος, ἡ συντριβή τοῦ Ἅδου, ἡ συντριβή τοῦ διαβόλου πού ἔγινε μέ τήν εἰς Ἅδου κάθοδο τοῦ Κυρίου μας, καί αὐτοί οἱ Ἅγιοι ὅταν πέθαιναν, πήγαιναν στόν Ἅδη. Ἦταν ὑποχείρια τοῦ πονηροῦ δηλαδή, δέσμιοι τοῦ διαβόλου. Καί αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη ἐλευθερία πού μᾶς χάρισε ὁ Χριστός μέ τήν σταύρωση καί τήν ταφή Του καί τήν ἀνάστασή Του. Μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπό τήν τυραννία τοῦ διαβόλου καί τοῦ θανάτου, στήν ὁποία ὑποκείμεθα λόγω ἀκριβῶς τῆς ἁμαρτίας μας.

Καί αὐτοί οἱ Ἅγιοι πῆραν τήν θέωση πρίν τήν Πεντηκοστή, ἀλλά πάλι ὅμως δέν ἦταν ἐλεύθεροι πλήρως, δέν εἶχαν ἐλευθερωθεῖ ἀπό τήν κυριαρχία τοῦ διαβόλου καί τοῦ θανάτου. Αὐτό ἔγινε μόνο διά τοῦ Χριστοῦ καί μετά δίνεται στόν καθένα μας αὐτή ἡ ἐλευθερία δυνάμει τῆς ἀπολυτρωτικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ, διά τῶν ἁγίων μυστηρίων. Γι’ αὐτό λέμε, ὅταν βαφτιζόμαστε τί λέμε; Βαφτιζόμαστε εἰς τόν θάνατον Αὐτοῦ (βαφτιζόμαστε). Μπαίνουμε μέσα στό νερό καί πεθαίνουμε μυστηριακά. Ἀντί νά πεθάνουμε πραγματικά, ἔχει πεθάνει γιά μᾶς ὁ Χριστός. Πεθαίνουμε ἐμεῖς μυστηριακά, θαβόμαστε μέσα στά νερά τῆς κολυμπήθρας καί ἀνασταινόμαστε, ἀνιστάμεθα μαζί μέ τόν Χριστό μυστηριακά. Ὁ Χριστός μας τά ἔκανε ἀντί γιά μᾶς καί ἐμεῖς μετέχουμε σ’ αὐτά μυστηριακά καί γλιτώνουμε-λυτρωνόμαστε ἀπό αὐτή τήν τυραννία τῆς ἁμαρτίας, τοῦ διαβόλου καί τοῦ θανάτου.

Δηλαδή τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργοῦσε καί στήν Παλαιά Διαθήκη καί ἔχουμε τούς Ἁγίους μας, τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης,. Ἀλλά ἔπρεπε νά γίνει ἡ ἀπολυτρωτική θυσία τοῦ Χριστοῦ, νά φτιαχτεῖ ἡ Ἐκκλησία ὅπως τήν ξέρουμε ἐπί γῆς καί πλέον διά τῆς Ἐκκλησίας ὅλοι οἱ ἄνθρωποι -πού θέλουν ὅμως πάλι- ὄχι ἀναγκαστικά ὅλοι, ὅσοι θέλουν, μετέχουνε διά τοῦ Χριστοῦ, διά τῶν μυστηρίων στό Ἄκτιστο Φῶς, πού εἶχε ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα πρίν τήν πτώση. Καί ἀκόμα περισσότερο, μετέχουμε πλέον ἐκεῖ πού θά ἔφτανε ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα ἐάν ἔκαναν ὑπακοή. Γιατί καί μέσα στόν παράδεισο εἴχανε τή Χάρη, τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά θά ἐξελισσόντουσαν πνευματικά, ἐάν ἔκαναν ὑπακοή, ἀπό τό «λίαν καλῶς» πού ἦταν στό «ἄριστα». Θά φτάνανε στήν πλήρη ἕνωση μέ τόν Θεό, τήν ὁποία ὁ Θεός θέλει νά τήν κατορθώνουμε ὄχι ἀναγκαστικά, ἀλλά ἐλεύθερα καί ἀγαπητικά νά κινηθοῦμε πρός Αὐτόν. Ἄν ἀναγκαστικά ὅλοι φθάναμε στήν θέωση, τότε δέν θά ἤμαστε ἐλεύθεροι∙ θά ἤμαστε ρομποτάκια, ἕν-δυό στόν παράδεισο ὅλοι! Δέν θέλει ἔτσι ὁ Θεός∙ θέλει νά τό κάνουμε ἐλεύθερα.

Ἐρ. : ………………………

Ἀπ. : Ὄχι, ἔχει καταργηθεῖ πλέον ἡ ἁμαρτία ἐκεῖ! Ὅ,τι κάνουμε ἐδῶ.. νά μήν κάνουμε τίποτα δηλαδή, ὁ Θεός νά φυλάει! Κι ἄν κάνουμε, νά τά ξεγράφουμε, νά τά διαλύουμε ὅλα. Ἐκεῖ «οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλά ζωή ἀτελεύτητος»[30]. Ἐκεῖ εἶναι ὁ Χριστός, θά βασιλεύει ὁ Χριστός. Καί ὅπου ὑπάρχει Χριστός, δέν ὑπάρχει ἁμαρτία.

Γι’ αὐτό βλέπετε, πολύ ὡραῖα στήν Ἀποκάλυψη λέει, ὅτι ἡ πόλις αὐτή, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δέν θά ἔχει ἥλιο[31]! Δέν θά ἔχει ἥλιο, αὐτόν τόν ἥλιο πού βλέπουμε, γιατί θά ὑπάρχει ὁ Χριστός. Τό φῶς θά εἶναι ὁ Χριστός! Καί δέν θά ὑπάρχει νύχτα φυσικά, ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶναι φῶς. Ἡ αἰώνια μέρα! Ὄχι μέ τό κτιστό φῶς ὅμως, μέ τό ἄκτιστο.

Κανονικά καί τώρα δέν πρέπει νά ὑπάρχει ἁμαρτία. (Εἶναι ὡραία ἐρώτηση αὐτή). Γιατί δέν πρέπει νά ὑπάρχει; Γιατί, λέει, αὐτός ὁ ὁποῖος πέθανε, τό λέει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, δέν τό λέει; «Πέπαυται ἀπό τῆς ἁμαρτίας»[32]. Ἀφοῦ πέθανες γιά τόν Χριστό, πέθανες ὡς πρός τήν ἁμαρτία, πέθανες ὡς πρός τόν κόσμο. Γι’ αὐτό δέν λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι «ἐμοί ὁ κόσμος ἐσταύρωται κἀγώ τῷ κόσμῳ»[33]. Γιά μένα ὁ κόσμος, μέ τήν ἔννοια (πού εἴπαμε τό πρωί στό κήρυγμα) ὅτι κόσμος γιά τήν Βίβλο, γιά τήν Ἁγία Γραφή εἶναι ἡ φιλαυτία καί τά τρία κυρίαρχα πάθη πού πηγάζουν ἀπ’ αὐτή, δηλαδή ἡ φιληδονία, ἡ φιλαργυρία καί ἡ φιλοδοξία∙ «ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκός καί ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καί ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου»[34]. Αὐτά εἶναι ὁ κόσμος. Αὐτά λατρεύει ὁ κόσμος, τί θά φᾶμε, τί θά πιοῦμε, πῶς θά δοξαστοῦμε, πῶς θά καλοπεράσουμε, πῶς θά μαζέψουμε χρήματα. Αὐτή ἡ δουλεία στόν κόσμο γιά τόν χριστιανό δέν πρέπει νά ὑπάρχει. Ἄν εἶσαι δοῦλος τοῦ κόσμου, δέν εἶσαι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ. Δέν μπορεῖς νά εἶσαι καί λίγο τοῦ κόσμου καί λίγο τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι τελείως ἀντίθετα πράγματα. Ὅποιος προσπαθήσει νά συμφιλιωθεῖ μέ τόν κόσμο, θά πρέπει νά γίνει κόσμος. Γιά νά καταλάβει ὁ κόσμος ὅτι εἶσαι φίλος του, θά πρέπει νά γίνεις ὅπως ὁ κόσμος. Ἐμεῖς ὅμως δέν θέλουμε νά γίνουμε κόσμος, ἀλλοίμονο! Ἐμεῖς θέλουμε ὁ κόσμος νά γίνει Ἐκκλησία. Ἡ μεγαλύτερη ἀλλοτρίωση σήμερα εἶναι αὐτή ἡ τάση πού ὑπάρχει, νά ἐκκοσμικευτεῖ ἡ Ἐκκλησία. Νά μπεῖ δηλαδή ὁ κόσμος μέσα στήν Ἐκκλησία, νά υἱοθετήσει ἡ Ἐκκλησία τόν κόσμο. Καί αὐτό βέβαια εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ τέλους τῆς Ἐκκλησίας, τῆς κάθε Ἐκκλησίας (τοπκῆς Ἐκκλησίας). Κάθε Ἐκκλησία πού ἐκκοσμικεύεται, νά ξέρετε, σέ λίγο χρόνο δέν θά ὑπάρχει ὡς τοπκή Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία κάπου στή γῆ θά ὑπάρχει πάντα! Τό ἔχει πεῖ ὁ Χριστός: «πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς»[35]. Ἡ Ἐκκλησία πού προσλαμβάνει τόν κόσμο καί υἱοθετεῖ τά σχήματα τοῦ κόσμου, μετά γίνεται ἐκκοσμικευμένη, κοσμική Ἐκκλησία, μετά παύει νά εἶναι Ἐκκλησία. Γιατί; Γιατί παύει πλέον νά θεραπεύει τόν ἄνθρωπο. Καί μιά Ἐκκλησία πού δέν θεραπεύει τόν ἄνθρωπο, δέν ἔχει λόγο νά ὑπάρχει. Τήν σβήνει ὁ Χριστός. Γιατί ἡ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀκριβῶς τό νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τά πάθη αὐτά, τά ὁποῖα ὁ κόσμος τά λατρεύει, τά ἔχει ὡς ὑπεραξίες. Πεῖτε σ’ ἕναν ἄνθρωπο τοῦ κόσμου, τί εἶναι τό χρυσάφι;.. δέν εἶναι τίποτα! Θά σέ κοιτάει ἔτσι.. θά πεῖ, τί λές τώρα;.. αὐτό γιά μένα εἶναι τό πᾶν! Τό πᾶν εἶναι γιά τούς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου ὁ χρυσός καί τά ὑλικά ἀγαθά. Κοιτάξτε τί γίνεται μέ τίς κληρονομιές, ἄς ποῦμε, πού δέν μιλιοῦνται ἀδέλφια μεταξύ τους! Αὐτό τί σημαίνει; Ὅτι ὁ Θεός τους εἶναι ὁ χρυσός, τό θεωροῦνε ὑπεραξία. Αὐτό γιά τόν χριστιανό εἶναι ἀπόβλητο, εἶναι ὅ,τι χειρότερο, εἶναι ὑποδούλωση στόν κόσμο. Κι αὐτό εἶναι ἄρνηση Χριστοῦ.

Ἑπομένως, δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει ὁποιαδήποτε σχέση χριστιανοῦ καί κόσμου. Ἄν θέλεις νά ἔχεις σχέση μέ τόν κόσμο, θά πρέπει ἤ ὁ κόσμος νά γίνει χριστιανικός ἤ ἐσύ νά γίνεις κοσμικός, ὁπότε ἀρνεῖσαι τόν Χριστό. Ἑπομένως καί τώρα δέν πρέπει νά ὑπάρχει ἁμαρτία. Ἀλλά βλέπετε πόση εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, πού καί τώρα ἀκόμα μᾶς δίνει μιά εὐκαιρία, μᾶλλον κάθε στιγμή τοῦ χρόνου σ’ αὐτή τή ζωή πού ζοῦμε εἶναι εὐκαιρία νά μετανοήσουμε.

Κανονικά, μετά τό Βάφτισμα δέν ἔπρεπε ν’ ἁμαρτάνουμε. Γιατί ἔχουμε τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα μας, ἔχουμε ὅλες τίς προϋποθέσεις πλέον γιά νά μήν ἁμαρτάνουμε. Τώρα τό δύσκολο δέν εἶναι νά μήν ἁμαρτάνουμε. Γιά τόν χριστιανό τό δύσκολο εἶναι νά ἁμαρτάνει! Ἔτσι θά ἔπρεπε νά εἶναι. Ἀλλά εἴμαστε τόσο πολύ ἀλλοτριωμένοι, πού μᾶς ἔρχεται δύσκολο νά μήν ἁμαρτήσουμε!

Οἱ ἄνθρωποι πρό Χριστοῦ, πρό τῆς Πεντηκοστῆς, εἴχανε ὡς κυρίαρχο πράγμα τήν ροπή πρός τήν ἁμαρτία καί ἦταν δύσκολο γι’ αὐτούς νά μήν ἁμαρτάνουν. Ὄντως ἦταν δύσκολο. Γι’ αὐτό ἡ Παναγία μας εἶναι κορυφαία! Διότι κατάφερε αὐτό τό φοβερό πράγμα, πρό τῆς Πεντηκοστῆς νά μήν ἁμαρτάνει. Μέ τή θέληση τήν ρωμαλέα πού εἶχε, εἶχε καρφώσει τόν νοῦ της στόν Θεό καί δέν ἁμάρτανε. Γιατί ἡ ἁμαρτία ξεκινάει ἀπό τόν νοῦ, ἀπό τήν σκέψη, ἀπό τόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο. Ὅταν ὁ ἐσωτερικός ἄνθρωπος εἶναι καρφωμένος στόν Θεό, δέν ἁμαρτάνει ὁ ἄνθρωπος. Ἀλλά αὐτό γιά ἕναν ἀβάφτιστο εἶναι τρομερά δύσκολο, γιά νά μήν ποῦμε ἀκατόρθωτο. Γιατί, εἴπαμε, τίς ἐντολές τίς κατορθώνεις πάλι μέ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ, μέ τή Χάρη Του! Ἐμεῖς ἔχουμε τή Χάρη καί πάλι ἁμαρτάνουμε! Ἀλλά καί πάλι, βλέπετε, πόσο ἀγαθός εἶναι ὁ Θεός! Ἀλλά κάπου ἔχει καί ἕνα τέλος αὐτή ἡ μακροθυμία. Καί ὅσο κανείς ἁμαρτάνει καί δέν μετανοεῖ, τόσο συσσωρεύει ὀργή, ὅπως λέει πάλι ἡ Ἁγία Γραφή. Ὄχι γιατί ὁ Θεός εἶναι ἐκδικητικός καί τά μαζεύει, ὅπως κάνουμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι κακῶς-κάκιστα καί θυμόμαστε τά κακά πού μᾶς κάνανε οἱ ἄλλοι.. ἀλλά διότι ἡ ἴδια ἡ ἁμαρτία μέσα της ἔχει τόν θάνατο. Καί ὁ διάβολος βέβαια, στόν ὁποῖο παραδίδεσαι ἑκούσια ὅταν ἁμαρτάνεις, μετά σέ περιποιεῖται ἀναλόγως, ὅπως ξέρει ἐκεῖνος! Σέ διαλύει, σέ καταστρέφει δηλαδή. Καί γι’ αὐτό σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἔχουνε γεμίσει μέ ἀρρώστιες ψυχικές, ἀφῆστε τίς σωματικές.. ψυχολογκικά καί ὅλα αὐτά τά γνωστά, τά ὁποῖα ἔλεγε ἀπερίφραστα ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ὅτι εἶναι δαιμονικά. Δέν εἶναι ψυχολογικά, πού λένε οἱ ψυχίατροι γιά νά μᾶς ἀπενεχοποιήσουν. Εἶναι δαιμονικά, δαιμονικές ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες δέν φεύγουνε μέ τά χάπια ἀλλά μέ τήν μετάνοια καί μέ τόν Θεῖο ἔρωτα, (ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος), μέ τό νά κινηθεῖ ὁ ἄνθρωπος δηλαδή ἀγαπητικά πρός τόν Θεό. Νά μπεῖ στή διαδικασία δηλαδή νά τηρήσει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἀγάπη στόν Θεό αὐτό σημαίνει, τηρῶ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Ἐρ. : ………………………

Ἀπ. : Νά προσευχόμαστε. Καί ὄχι μόνο, ἀλλά εἶναι πολύ βασικό αὐτό.

Ἐρ. : ………………………

Ἀπ. : Σωστό εἶναι, γι’ αὐτούς πού μποροῦνε νά τό καταλάβουνε. Μακάριοι αὐτοί πού θά τό καταλάβουνε αὐτό. Εἶναι πολύ σωστό. Ἀλλά δέν εἶναι ὅλοι σέ θέση νά τό καταλάβουνε. Γι’ αὐτό ὁ Θεός γιά τήν ἀδυναμία μας ὅρισε τόν γάμο. Ἄν διαβάσετε τόν Μέγα Ἀθανάσιο, θά δεῖτε ὅτι σκοπός τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι ὁ γάμος. Σήμερα μία ἀπό τίς πολλές «πλάνες» ἄν θέλετε, πού ὑπάρχουν στόν κόσμο εἶναι ὅτι σκοπός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά κάνει οἰκογένεια. Ἀπό ποῦ τό βρῆκαν αὐτό; Τό γράφει πουθενά στήν Ἁγία Γραφή αὐτό; Δέν εἶναι σκοπός τοῦ ἀνθρώπου νά κάνει οἰκογένεια! Σκοπός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά θεωθεῖ, καί ὅπως μπορεῖ καθένας ἄς πορευτεῖ. Δέν μπορεῖς νά κρατήσεις παρθενία, ὅπως ζητάει ὁ μοναχισμός; Μπές στόν γάμο. Κάνε γάμο. Νόμιμο εἶναι κι αὐτό. Ἁπλῶς θά βασανιστεῖς περισσότερο γιά νά φτάσεις στή θέωση[36], τό λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ξεκάθαρα τό λέει, ἔτσι δέν εἶναι; Δέν εἶναι δικά μου λόγια, μήν τά βάλετε μέ μένα! Τό λέει, ὅτι ὅποιος θέλει νά κάνει γάμο, θά ἔχει ταλαιπωρία στή ζωή του. Καί τό ξέρετε καί τό ἔχετε ζήσει. Ἐγώ δέν κηρύττω κατά τοῦ γάμου, λέω αὐτό πού λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «θά ἤθελα ὅλοι νά εἶστε ὅπως καί ἐγώ», δηλαδή ἄγαμοι, «ἀλλά πάλι δέν σᾶς βάζω θηλιά στόν λαιμό.. ὅμως νά ξέρετε αὐτός πού θέλει νά παντρευτεῖ, θά ἔχει θλίψεις»[37]. Τό λέει ἀπερίφραστα ὁ ἄνθρωπος χωρίς νά ἀναγκάζει κανέναν.

Πολλοί χριστιανοί, πού εἶχαν πιάσει τό νόημα (πού εἶπε ὁ Γιώργος), στά πρῶτα χρόνια ἔμεναν παρθένοι, ἀκριβῶς γι’ αὐτόν τόν λόγο. Γιατί ἀκριβῶς ὁ γάμος καί ἡ οἰκογένεια ἔχει πάρα πολλές μέριμνες καί λέει -ὁ γέροντας Ἰωσήφ νομίζω- γιατί νά ταλαιπωριόμαστε τσάμπα; Ἔχουμε τόσα πού ἔχουμε ἀπό τούς δαίμονες κλπ., νά βάλουμε κι ἄλλες φουρτοῦνες πάνω στό κεφάλι μας;

Λοιπόν, εἶναι ἐμπόδιο. Μπορεῖ νά γίνει ἐμπόδιο. Εἶναι μιά δυσκολία μεγίστη αὐτή! Καί ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, ἄν διαβάσετε τά «Ἀσκητικά», πού εἶναι ὑπέροχα.. ὁ Ἅγιος Παΐσιος τά εἶχε συνέχεια κάτω ἀπό τήν μασχάλη του, τόν ἀββά Ἰσαάκ, τόν διάβαζε συνέχεια! Καί ἔλεγε, ἅμα πήγαιναν στά ψυχιατρεῖα καί διαβάζανε ἀββά Ἰσαάκ, θά ἀδειάζανε τά ψυχιατρεῖα! Γιατί τόσο ὠφέλιμα εἶναι αὐτά πού γράφει ὁ ἀββάς Ἰσαάκ, ψυχοθεραπευτικά! Λέει, λοιπόν, ὁ ἀββάς Ἰσαάκ ὅτι ἡ ἀρχή τοῦ δρόμου τῆς Ζωῆς -προσέξτε- ἡ ἀρχή τοῦ δρόμου τῆς Ζωῆς, καί ὅταν λέει Ζωή ἐννοεῖ τήν Ζωή μέ κεφαλαῖο, τόν Χριστό δηλαδή, ἡ ἀρχή τοῦ νά πᾶς στόν Χριστό δηλαδή, νά ξεκινήσεις νά πηγαίνεις στόν Χριστό εἶναι δύο πράγματα. Πρῶτον, τό νά ἔχεις στόν νοῦ σου συνέχεια τά λόγια τοῦ Θεοῦ, νά μελετᾶς τά λόγια τοῦ Θεοῦ. Αὐτό μέσα ἔχει τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, ἔχει τήν μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τήν μελέτη τῶν Ἁγίων Πατέρων.. νά εἶναι ὁ νοῦς σου στόν Θεό δηλαδή. Καί τό δεύτερο, λέει, ἡ πτωχεία. Νά γίνεις φτωχός. Ναί, νά γίνεις φτωχός, δηλαδή ὅσο μπορεῖς νά ἀποδεσμευτεῖς ἀπό τά πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, τά ὑλικά πράγματα. Γιατί κάθε πράγμα, καί ἕνα σφουγγαράκι ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος, ἔχει μέριμνα. Σοῦ ἀπασχολεῖ τόν νοῦ σου ἀπ’ αὐτό πού πρέπει νά κάνει. Ὁ νοῦς πρέπει νά εἶναι στόν Θεό. Ὅσο περισσότερα ἔχεις, ὅσο πιό πολλά ὑλικά πράγματα ἔχεις, ὅσο πιό πλούσιος εἶσαι, καί ἄν κάνουμε καί μιά ἔτσι διασταλτική ἑρμηνεία, ὅσο πιό πολλές ἐπιθυμίες ἔχεις, δέν εἶσαι ἐγκρατής, δέν ἔχεις ταπεινό φρόνημα, πτωχός ἐννοεῖ καί ὡς πρός τό φρόνημα, νά εἶσαι πτωχός καί ὡς πρός τά ὑλικά πράγματα, ἀλλά καί ὡς πρός τό φρόνημα, νά ἔχεις πτωχή ἰδέα γιά τόν ἑαυτό σου, μικρή ἰδέα. Ὡς πρός τίς ἐπιθυμίες νά ἔχεις ἐγκράτεια. Ὡς πρός τά θελήματα, νά μήν ἔχεις θελήματα, νά κάνεις ὑπακοή. Λοιπόν, αὐτά εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ δρόμου τῆς Ζωῆς: ἐγκράτεια, ὑπομονή στίς θλίψεις, περιορισμός, καί στίς αἰσθήσεις καί στίς μετακινήσεις καί στά ὑλικά πράγματα καί στά φαγητά, καί ὅλα αὐτά ὑπηρετοῦν, τί; Τόν νοῦ, ὁ ὁποῖος πρέπει νά εἶναι συνέχεια στόν Θεό. Ὅσο κανείς διασπᾶται μέ αὐτά τά ἄλλα, τά ὑλικά καί τά γήινα, τόσο χάνει ἀπό τήν κοινωνία μέ τόν Θεό.

Γι’ αὐτό ὄντως εἶναι σωστά αὐτά πού εἶπες, ὅσο μποροῦμε νά κόψουμε τήν ἐνασχόληση μέ τόν κόσμο καί τά τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτό, πάλι λέει ὁ ἀββάς Ἰσαάκ, ὅτι ἕνας -λέει- πού θέλει νά κάνει πνευματική ζωή, θά πρέπει νά ἀναχωρήσει ἀπό τόν κόσμο. Προσέξτε! Καί δέν ἐννοῶ, λέει, νά φύγει μακριά, νά γίνει ἀναχωρητής, ἀλλά νά φύγει ἀπό τά πράγματα τοῦ κόσμου, ἀπό τά κοσμικά πράγματα. Ἀνοίγεις τήν τηλεόραση καί ἔρχεται ὁ ὀχετός.. σέ λούζει ὁ κόσμος καί τά τοῦ κόσμου! Κλεῖσε τήν τηλεόραση! Εἶναι ἀνάγκη νά ἔχεις αὐτό τό διαβολοκούτι συνέχεια νά σέ ζαλίζει τό κεφάλι; Ἤ τό ἴντερνετ, ἀκόμα χειρότερο! Καί δέν μένει ὁ ἄνθρωπος στιγμή νά πεῖ κάτι στόν Θεό. Ὄχι ὅλο τό εἰκοσιτετράωρο πού πρέπει νά εἶναι ὁ νοῦς μας στόν Θεό, δέν μένει στιγμή.. μέ ὅλα αὐτά τά τοῦ κόσμου. Κόψε, λοιπόν. Ἄν δέν μπορεῖς ὅλα, ὅσα μπορεῖς, αὐτά πού βλέπεις ὅτι δέν χρειάζονται, ὅτι εἶναι ἄχρηστα. Καί ὄχι μόνο ἄχρηστα καί ρυπαρά, ἐπιβλαβῆ. Γιά νά μπορέσεις νά προχωρήσεις.

Ἐρ. : Τότε γιατί ὁ Θεός μᾶς ἔκανε ἄρσεν καί θήλυ καί εἶπε «αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί κατακυριεύσατε τήν γῆν»[38];

Ἀπ. : Τώρα ἀνοίγουμε μεγάλο θέμα… Ναί, ναί, εἶναι μεγάλο θέμα!.. Ὁ Θεός τό ἔκανε αὐτό βεβαίως γιατί προεῖδε τήν πτώση μας. Καί μετά τήν πτώση ἔδωσε αὐτό, νομιμοποίησε ἄς ποῦμε τόν γάμο καί τόν εὐλόγησε κιόλας στήν Κανά τῆς Γαλιλαίας. Ἀλλά, λέει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, δέν σᾶς τό εἶπα προηγουμένως, ὅτι «ὁ γάμος εἶναι συγγνώμη πάθους». Προσέξτε, αὐτό εἶναι πολύ ὡραῖο! Συγγνώμη θά πεῖ παραχώρηση, στό πάθος τοῦ ἀνθρώπου, στήν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου δηλαδή. Καταλάβατε; Γι’ αὐτό καί αὐτοί πού δέν κατάφεραν νά παντρευτοῦν, δέν πρέπει οἱ κακόμοιροι νά ὑποφέρουνε! Σταθεῖτε, βρέ παιδιά… Εἶχε πάει κάποιος στόν Ἅγιο Παΐσιο καί λέει, πάτερ, εἶμαι 35 χρονῶν, δέν παντρεύτηκα ἀκόμα! Καί τοῦ λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος, τί στενοχωριέσαι;.. ἐγώ εἶμαι 60 καί δέν παντρεύτηκα! Λοιπόν, θά στενοχωριόμαστε γι’ αὐτό τό πράγμα τώρα; Σκοπός εἶναι νά πᾶμε στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, νά πᾶμε στόν παράδεισο!

Ἐρ. : ……………………

Ἀπ. : Σᾶς εἶπα, αὐτό τό ἔκανε ὁ Θεός γιατί προεῖδε τήν πορεία μας.

Ἐρ. : ……………………

Ἀπ. : Δέν ἁμαρτάνουμε. Δέν σᾶς εἶπα ὅτι αὐτός πού κάνει γάμο, ἁμαρτάνει. Ἁπλῶς δέν παραμείναμε, καί τό εἶδε ὁ Θεός ὅτι δέν θά παραμέναμε, σ’ αὐτή τήν εὐλογημένη κατάσταση τοῦ παραδείσου. Γι’ αὐτό, βλέπετε, δίνει καί χιτῶνες. Βλέπει τήν ἀδυναμία μας καί δίνει καί χιτῶνες. Χιτῶνες νά ντυνόμαστε. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι καί αὐτό τό πολεμᾶνε. Τό ἀπέβαλλαν καί αὐτό, γιά νά δίνουμε πιό πολλές λαβές στόν πονηρό καί νά γινόμαστε ἀκόμα πιό ἐπιρρεπεῖς στίς πτώσεις καί στίς ἁμαρτίες.

Ὁ Θεός ὅ,τι ἔκανε, τό ἔκανε ἀπό ἀγάπη ἄπειρη. Καί γι’ αὐτό πάλι λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ξέρετε τί λένε; Ὅτι «ἀπό τή στιγμή πού ἐνανθρώπησε ὁ Θεός, πλέον πάλι ἡ παρθενία πολιτεύεται». Ἐνῶ μέχρι νά ἔρθει ὁ Χριστός, ἡ παρθενία ἤτανε σχεδόν ἀδιανόητο! Τί παρθενία; Πολύ δύσκολο! Γιατί βασίλευε ὁ διάβολος καί ἡ ἁμαρτία καί ὁ θάνατος. Ἀπό τή στιγμή ὅμως πού ἔρχεται ὁ Χριστός μας καί ἡ Ἐκκλησία, πάλι ξαναγυρνᾶμε στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού ζούσανε πρίν τήν πτώση. Ὅπου ἐκεῖ ἤτανε παρθενία. Ὁ Ἀδάμ ἦταν παρθένος, καί ἡ Εὔα. Παρθένοι ἦταν πρίν τήν πτώση. Καί ὁ Χριστός μας ἔρχεται ὡς νέος Ἀδάμ, παρθένος κι Αὐτός, ἀπό παρθένο γυναίκα, γιά νά μᾶς κάνει κι ἐμᾶς νά ζήσουμε ἔτσι παρθενικά. Ἀλλά πάλι δέν μᾶς βάζει θηλιά στό λαιμό καί μᾶς λέει, ὅποιος μπορεῖ! Δέν τό λέει ὑποχρεωτικά. Γι’ αὐτό εἶπε: «ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω»[39]. Ὅποιος μπορεῖ! Ἀλλά αὐτό ἔχει καί τήν ἔννοια, ποιά; Ὄχι ὅτι εἶναι προορισμένος κάποιος, ἐσύ θά μείνεις παρθένος, ἐσύ ὄχι δέν γίνεται, σέ ἔχει ὁ Θεός κατατάξει μέ τούς ἐγγάμους… Εἶναι λάθος ἐρώτηση, πού ἔρχονται νέα παιδιά καί μοῦ λένε, ἐγώ τί εἶμαι, γιά γάμο ἤ γιά παρθενία; Ἄν εἶναι δυνατόν! Δέν ξέρουμε τί μᾶς γίνεται! Ὁ Θεός κανονίζει ἄν ἐσύ θά παντρευτεῖς ἤ ὄχι; Ὄχι, ἐσύ τό ἐπιλέγεις αὐτό. Αὐτό εἶναι δικό σου θέμα. Ἄν ἐσύ θέλεις νά μείνεις παρθένος, θά μείνεις. Δέν ὑπάρχει περίπτωση νά μή σέ βοηθήσει ὁ Θεός. Ἄλλωστε γι’ αὐτό ἦρθε ὁ Θεός, γιά νά μᾶς βάλει νά ζοῦμε τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀπό τώρα! Καί οἱ παρθένοι, ὅταν ζοῦνε φυσικά καί μέ ἀγάπη, ὄχι μόνο ἡ παρθενία ἀπό μόνη της δέν σώζει, ἐξ οὗ καί.. βλέπε τίς πέντε μωρές παρθένες. Παρθένες ἦταν κι αὐτές ἀλλά μείνανε ἀπ’ ἔξω! Δέν σώζει μόνη της ἡ παρθενία, ἀλλά ὅταν κάνεις καί τίς ἄλλες ἐντολές. Τότε βέβαια ζεῖς τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀπό τώρα! Γι’ αὐτό κι ἐσεῖς, ὅσοι εἶστε ἔγγαμοι, μακαρίζετε τούς μοναχούς καί τίς μοναχές, γιατί ξέρετε τά βάσανα τοῦ γάμου. Καί ἡ παροιμία πού λέει ὁ λαός, «βαριά ἡ καλογερική», ἔχει καί τή συνέχεια της, ἀλλά δέν τήν λένε τή συνέχεια.. «ἀσήκωτος ὁ γάμος». Ἡ συνέχεια τῆς παροιμίας αὐτή εἶναι, ἀλλά δέν τήν λένε.

Λοιπόν, ἑπομένως λέει τώρα, ὅτι «πλέον ἡ παρθενία πολιτεύεται». Καί προσέξτε καί κάτι ἄλλο. Λένε οἱ Πατέρες, ὅτι ἐκεῖ πρέπει νά φτάσουμε ὅλοι τελικά! Καί οἱ ἔγγαμοι! Θά πεῖς, οἱ ἔγγαμοι νά φτάσουν στήν παρθενία; Ναί! Μέ ποιά ἔννοια; Νά φτάσουν στήν παρθενία τοῦ νοός. Γιατί καθαυτό παρθενία δέν εἶναι ἡ παρθενία ἡ σωματική. Μπορεῖ νά εἶσαι σωματικά παρθένος καί νά μήν εἶσαι παρθένος! Ὅπως ἔλεγε ὁ Μέγας Βασίλειος, ἔ; «Καί γυναίκα οὐκ ἔγνωκα καί παρθένος οὐκ εἰμί». Οὐκ εἰμί! Οὔτε ἔχω γνωρίσει γυναίκα, ἀλλά παρθένος δέν εἶμαι. Ποιός; Ὁ Μέγας Βασίλειος τό ἔλεγε αὐτό! Γιατί; Γιατί ἡ παρθενία εἶναι μέγεθος τοῦ νοός κυρίως, ἄν εἶναι καθαρός ὁ νοῦς σου. Καί ποιανοῦ ὁ νοῦς εἶναι καθαρός; Ὁ Θεός νά μᾶς ἐλεήσει ὅλους!

Λοιπόν.. ἀλλά μᾶς δίνει ὁ Θεός αὐτή τή δυνατότητα καί ἑρμηνεύει τό χωρίο αὐτό πού σᾶς εἶπα προηγουμένως, «ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω»[40]. Αὐτός πού μπορεῖ νά περπατήσει, νά προχωρήσει στόν δρόμο τῆς παρθενίας, ἄς προχωρήσει, λέει ὁ Χριστός. Καί μερικοί τό παίρνουν αὐτό καί λένε, ἄ.. βλέπεις;.. τό λέει καί ὁ Χριστός! Ἐγώ δέν μπορῶ, δέν πάω! Λοιπόν, δέν εἶναι ὅτι σέ ἔχει κάνει ὁ Χριστός νά μήν μπορεῖς! Αὐτό εἶναι βλασφημία. Δηλαδή ὁ Χριστός κάνει διακρίσεις; Ἄλλους τούς ἔχει ὁρίσει νά μείνουν παρθένοι καί ἄλλους νά πᾶνε στόν ἔγγαμο βίο, θέλουν δέν θέλουν; Ἀλλοίμονο! Λοιπόν, ἀλλά τί; Τό ἑρμηνεύει πολύ ὡραῖα ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης καί λέει «ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω»[41] καί «οὐ πάντες χωροῦσι τοῦτον τόν λόγον, ἀλλ᾿ οἷς δέδοται»[42], λέει πάλι ὁ Χριστός. Δέν προχωροῦν ὅλοι σ’ αὐτό τό στάδιο τῆς παρθενίας, ἀλλά σ’ αὐτούς πού ἔχει δοθεῖ. Καί ἐδῶ ἀκούγεται πάλι σάν νά κάνει ὁ Θεός διακρίσεις, νά ἔχει δώσει σέ κάποιους προκαταβολικά τό χάρισμα. Ὄχι! «Οἷς δέδοται». Σέ ποιούς δέδοται; Σέ ποιούς ἔχει δοθεῖ τό χάρισμα, λέει, τῆς παρθενίας; Τί λέει μετά; Τοῖς θέλουσι. Σ’ αὐτούς πού θέλουν. Ὅποιος θέλει δηλαδή, τό παίρνει τό χάρισμα, καταλάβατε; Δέν εἶναι προσωπολήπτης ὁ Θεός, νά δίνει σέ μένα καί σέ σᾶς νά μή δίνει! Σέ ὅλους τό δίνει ὡς δυνατότητα, ἀλλά δέν τό ἐνεργοποιοῦν ὅλοι τό χάρισμα αὐτό. Ὄπως καί τό χάρισμα ἀκόμα τῆς υἱοθεσίας ἄν θέλετε, τό χάρισμα πού πήραμε νά γίνουμε υἱοί κατά χάρη. Ποιοί τό πῆραν αὐτό; Ὅσοι εἶναι βαφτισμένοι. Γιά ρίξτε μιά ματιά γύρω μας, πόσοι ἀπό τούς Ἕλληνες εἶναι υἱοί κατά χάριν τοῦ Θεοῦ; Οἱ πιό πολλοί εἶναι υἱοί τοῦ ἔξω ἀπό δῶ.. ἔτσι ἔχουμε καταντήσει σήμερα. Ἔλεγε ἕνας γέροντας, ἀπό τά δέκα ἑκατομμύρια τά δύο βαστᾶνε (τῶν Ἑλλήνων σήμερα)! Καί σήμερα θά ἔλεγε καί ἀκόμα πιό λίγο. Δέν ζοῦμε δηλαδή ἐν μετανοία.

Δέν ἐνεργοποιοῦμε τό χάρισμα, ἐνῶ μᾶς τό ἔχει δώσει ὁ Θεός, τή δυνατότητα νά γίνεις υἱός Θεοῦ! Νά γίνεις αἰώνιος θεός, νά καθίσεις στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ, αὐτό σημαίνει υἱός κατά χάρη τοῦ Θεοῦ. Σάν τόν Χριστό δηλαδή! Ὁ Χριστός εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι κατά φύση, ἐσύ θά γίνεις κατά χάρη. Λοιπόν.. καί λές.. πέρα βρέχει.. τί μοῦ λές τώρα;.. ἐγώ θέλω νά πάω νά φάω, νά πιῶ, νά γλεντήσω.. Αὐτό εἶναι ζωή. Τώρα γιά τά ἄλλα μετά θάνατον, ποιός ξέρει; Καταλάβατε; Δέν πιστεύουμε. Δέν βλέπουμε δηλαδή οὔτε τό στοιχειῶδες ἄκτιστο φῶς, γιά νά γυρίσουμε καί στό κείμενο, πού λέει ἐδῶ, ὅτι ὁ ἄνθρωπος προχωράει ἀπό τήν πίστη στήν ἐλπίδα, σ’ ἕνα πιό δυνατό φῶς, καί στήν ἀγάπη πού εἶναι τό πλήρες φῶς. Ἀλλά αὐτό γιά νά προχωρήσεις, πρέπει νά θέλεις. Τό ἴδιο καί γιά τό θέμα τῆς παρθενίας.

Ἐρ. : Εἴπατε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει φτάσει νά δεῖ τό Ἄκτιστο Φῶς, ἀγαπάει ὅλο τόν κόσμο.. δέν τόν νοιάζει ἄν τόν προσβάλουν, ἄν τόν πικραίνουν καί ὅλα αὐτά.. Ἀλλά κάποιες φορές, ὅταν ὑπάρχει ἡ ἐνέργεια τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, λίγο γευόμαστε ἀπ’ αὐτό. Δηλαδή δέν μᾶς νοιάζει ἄν μᾶς προσβάλουν, ἀγαπᾶμε ὅλο τόν κόσμο, τούς ἐχθρούς μας καί αὐτά.. Αὐτό σέ τί διαφέρει;…

Ἀπ. : Καί ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος.. καί ὁ Ἀπόστολος Πέτρος εἶδε τό Ἄκτιστο Φῶς. Μετά τί ἔκανε; Ἀρνήθηκε τόν Χριστό. Δηλαδή ἔχουμε αὐτές τίς ἀλλοιώσεις. Κι ἐμεῖς λίγο φτάνουμε νά γευτοῦμε κάτι, ἀλλά πρός στιγμήν, δέν μποροῦμε νά τό κρατήσουμε. Ἐδῶ εἶναι τό πρόβλημά μας. Δίνει ὁ Θεός Χάρη, ἀλλά δέν μποροῦμε νά τήν κρατήσουμε. Γιατί δέν τήν κρατᾶμε, ξέρετε; Τά ζοῦμε αὐτά πού λέτε.. καί λέμε, ἄ.. τί ὡραῖα.. τώρα ἀγαπάω ὅλο τόν κόσμο.. Μετά ἀπό λίγο θά ἔρθει ἡ πεθερά σου, θά σοῦ πεῖ μιά κουβέντα.. γίνεσαι θηρίο! Τί γίνεται;.. Μπαίνει ἡ ὑπερηφάνεια. Αὐτό εἶναι. Μπαίνει ἡ ὑπερηφάνεια καί χάνουμε τή Χάρη. Γι’ αὐτό, ἡ συνεχής προσευχή μέ ταπείνωση καί μετάνοια μᾶς κρατάει. Αὐτό εἶναι τό μυστικό τῶν Ἁγίων: πού βάζανε κάθε στιγμή ἀρχή. Αὐτό δέν εἶναι σχῆμα λόγου. Βάζω κάθε στιγμή ἀρχή σημαίνει, κάθε στιγμή ταπεινώνομαι καί λέω, Θεέ μου, εἶμαι στό μηδέν, θέλω νά βάλω ἀρχή, ἐλέησέ με, βοήθησέ με! Ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι τώρα πάει, φτάσαμε στά ὕψη.. ποιός μᾶς φτάνει τώρα; Καί ἀμέσως πᾶμε στόν πάτο!

Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός δέν μᾶς δίνει τά χαρίσματα. Διστάζει νά μᾶς τά δώσει, γιατί ἀκριβῶς βλέπει τήν κουφότητά μας, τήν ἐπιπολαιότητά μας. Μέ τό πού θά μᾶς δώσει κάτι, ἀμέσως ὑπερηφανευόμαστε. Καί σοῦ λέει, ἄστον καλύτερα, μήν τοῦ δίνεις τίποτα, κράτησέ τον ταπεινά, γιά νά δοῦμε τί θά γίνει; Μέχρι πότε; Θά βάλει μυαλό κάποια στιγμή!

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης


[1] Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ὁ Γέροντας Σιλουανός, ἔκδ. Γ΄, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου- Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1985, (στό ἑξῆς: Ὁ Ἅγιος Σιλουανός).

[2] Μάρκ. 2, 9.

[3] Α΄Ἰωάν. 1, 5.

[4] Ὅ.π.

[5] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[6] Ὅ.π.

[7] Β΄Κορ. 12, 2.

[8] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[9] Ὅ.π.

[10] Ὅ.π.

[11] Ὅ.π.

[12] Ὅ.π.

[13] Ὅ.π.

[14] Ὅ.π.

[15] Ὅ.π.

[16] Ὅ.π.

[17] Ὅ.π.

[18] Ὅ.π.

[19] Ὅ.π.

[20] Ὅ.π.

[21] Γεν. 2, 7.

[22] Ὅ.π.

[23] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[24] Ὅ.π.

[25] Ὅ.π.

[26] Ὅ.π.

[27] Ἰωάν. 21, 7.

[28] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[29] Γαλ. 3, 27.

[30] Νεκρώσιμος Ἀκολουθία.

[31] Πρβλ. Ἀποκ. 21, 23.

[32] Α΄ Πέτρ. 4, 1.

[33] Γαλ. 6, 14.

[34] Α΄ Ἰωάν. 2, 16.

[35] Ματθ. 16, 18.

[36] Πρβλ. Α΄ Κορ. 7, 28.

[37] Πρβλ. Α΄ Κορ. 7, 7-28.

[38] Γεν. 1, 28.

[39] Ματθ. 19, 12.

[40] Ὅ.π.

[41] Ὅ.π.

[42] Ματθ. 19, 11.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου