Σελίδες

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2022

Τί συνέβη τήν Πεντηκοστή, Βίος καί λόγοι Ἁγ. Πορφυρίου, Ἀρχιμ. Σάββας Ἁγιορείτης




[Λουκ. 13,18: 29]

«Ἀνακλιθήσονται ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ»[1]. Kαι ποιά εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, παρά ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, ἡ ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἡ ὁποία, ὅπως διδάσκει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, εἶναι ἡ Ἁγία Τριάδα ἡ πρώτη Ἐκκλησία, ἡ ἄκτιστη καί αἰώνια. Καί σέ αὐτή τήν Ἐκκλησία ἔβαλε ὁ Θεός τούς Ἁγίους Ἀγγέλους καί τούς πρώτους ἀνθρώπους, τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα. Ἀλλά ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι ἁμαρτήσαμε καί βγήκαμε ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, οἰκονόμησε ὁ Θεός διά τοῦ Μονογενοῦς Του Υἱοῦ, διά τῆς σαρκώσεώς Του, νά μᾶς δώσει πάλι τήν δυνατότητα νά μποῦμε στήν Ἐκκλησία, στήν Ἁγία καί ἄκτιστο Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Τριάδος, διαμέσου τῆς θυσίας τοῦ Υἱοῦ Του τοῦ Μονογενοῦς καί διαμέσου τῆς ἑνώσεως μέ Αὐτόν. Ἔτσι ἦρθε στή γῆ, μᾶς ἐκήρυξε, ἐσταυρώθη καί ἀνελήφθη καί μᾶς ἔστειλε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καί ἐγκαθίδρυσε ἐπισήμως καί στή γῆ ἐκείνη τήν ἡμέρα τήν Ἁγία Του Ἐκκλησία, δηλαδή τόν χῶρο αὐτό τῆς θεώσεως. Γιατί ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μέσα στήν Ἐκκλησία, τότε καί σώζεται. Ἐκτός Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία.

«Τήν Πεντηκοστή», λέγει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «ἐξεχύθη ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο στούς ἀποστόλους ἀλλά καί σέ ὅλο τόν κόσμο πού βρισκόταν γύρω τους. Ἐπηρέασε πιστούς καί ἀπίστους. Πῶς τό λένε οἱ Πράξεις; «Καί ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τήν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδόν ἐπί τό αὐτό∙ καί ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, … καί ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου, καί ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθώς τό Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι… συνῆλθε τό πλῆθος καί συνεχύθη», λέγει τό ἱερό κείμενο, «ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶν»[2]. Ἐνῶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ὁμιλοῦσε τή δική του γλώσσα, ἐκείνη τήν ἅγια ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ γλώσσα του μετεποιεῖτο ἐκείνη τήν ὥρα στόν νοῦ τῶν ἀκροατῶν»[3], λέγει ὁ Ἅγιος Πορφύριος.

«Μέ τόν μυστικό αὐτό τρόπο τό Ἅγιο Πνεῦμα τούς ἔκανε νά καταλαβαίνουν τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου στή γλώσσα τους, μυστικά, χωρίς νά φαίνεται. Αὐτά τά θαυμαστά γίνονται μέ τήν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Παραδείγματος χάριν, ἡ λέξη «σπίτι» σέ αὐτόν πού ἤξερε γαλλικά θά ἀκουγόταν «la maison». Ἦταν ἕνα εἶδος διοράσεως. Ἄκουγαν τήν ἴδια τους τήν γλώσσα. Ὁ ἦχος χτυποῦσε στό αὐτί, ἀλλά ἐσωτερικά μέ τή φώτιση τοῦ Θεοῦ, τά λόγια ἀκούγονταν στή γλώσσα τους. Γινόταν δηλαδή μιά αὐτόματη μετάφραση διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας αὐτή τήν ἑρμηνεία τῆς Πεντηκοστῆς δέν τήν ἀποκαλύπτουν πολύ φανερά, φοβοῦνται τή διαστρέβλωση. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου. Οἱ ἀμύητοι δέν μποροῦν νά καταλάβουν τό νόημα τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ.

Παρακάτω λέγει, «ἐγενετο δέ πάσῃ ψυχή φόβος...»[4]. Δηλαδή κατέλαβε φόβος τήν κάθε ψυχή. Αὐτός ὁ «φόβος» δέν ἦταν φόβος. Ἦταν κάτι ἄλλο, κάτι ξένο, κάτι ἀκατανόητο, κάτι, κάτι πού δέν μποροῦμε νά τό ποῦμε», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος. «Ἦταν τό δέος, ἦταν τό γέμισμα, ἦταν ἡ Χάρις»[5]. Εἶναι αὐτό πού αἰσθάνεται κανείς ὅταν πλησιάζει ἕναν Ἅγιο, ὅταν πλησιάζει τόν Ἅγιο Θεό. Αὐτή ἡ αἴσθηση τῆς Χάριτος, αὐτή κατέλαβε ὅλους τότε.

«Ἦταν τό γέμισμα ὑπό τῆς Θείας Χάριτος. Στήν Πεντηκοστή οἱ ἄνθρωποι βρέθηκαν σέ μιά τέτοια κατάσταση θεώσεως, πού τά χάσανε. Ἔτσι, ὅταν ἡ Θεια Χάρις τούς ἐπεσκίαζε, τούς ἐτρέλαινε ὅλους -μέ τήν καλή ἔννοια- τούς ἐνθουσίαζε. Αὐτό», λέει ὁ Ἅγιος, «μοῦ ἔχει κάνει μεγάλη ἐντύπωση. Ἤτανε αὐτό πού λέγω ἐγώ καμιά φορά «κατάστασις». Ἐνθουσιαμός ἦταν. Κατάσταση τρέλας πνευματικῆς!»[6]. Καί στό Ἅγιο Ὄρος χρησιμοποιοῦν αὐτή τήν ἔκφραση ὅτι εἶναι σέ «κατάσταση», δηλαδή ἔχει αἴσθηση τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος ἐκείνη τήν ὥρα.

««Κλῶντές τε κατ’ οἶκον ἄρτον, μετελάμβανον τροφῆς ἐν ἀγαλλιάσει καί ἀφελότητι καρδίας, αἰνοῦντες τόν Θεόν καί ἔχοντες χάριν πρός ὅλον τόν λαόν∙ ὁ δέ Κύριος προσετίθει τούς σωζομένους καθ’ ἡμέραν τῇ Ἐκκλησίᾳ»[7]», λέγει πάλι στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Δηλαδή, οἱ πρῶτοι χριστιανοί ἀφοῦ βαφτίστηκαν μέ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί στή συνέχεια διά τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων βαπτίστηκαν ἐν Πνεύματι Ἀγίῳ μέσα εἰς τό ἁγιασμένο νερό, στή συνέχεια ζούσανε μιά ζωή κοινοβιακή. Κοινωνοῦσαν καθημερινά καί μέ πολύ ἁπλότητα καί ἀφελότητα καί ἀγαλλίαση τῆς καρδιᾶς δόξαζαν τόν Θεό καί εἶχαν πλούσια τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί αὐτό ἦταν φανερό καί σέ ὅλο τόν λαό, καί στούς εἰδωλολάτρες. Καί ὁ Κύριος προσέθετε συνεχῶς πιστούς καθημερινά στήν Ἐκκλησία. «Ἡ κλάσις τοῦ ἄρτου», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «ἦταν ἡ Θεία Κοινωνία. Καί συνεχῶς αὐξάνονται οἱ σωζόμενοι, ἐφόσον ἔβλεπαν ὅλους τούς χριστιανούς νά εἶναι «ἐν ἀγαλλιάσει καὶ ἀφελότητι καρδίας αἰνοῦντες τόν Θεόν»[8]. Ἔτσι θά πρέπει νά εἴμαστε καί ἐμεῖς σήμερα μέσα στήν Ἁγία μας Ἐκκλησία, νά δοξάζουμε τόν Θεό, νά εἴμαστε σέ αὐτή τήν κατάσταση τῆς Χάριτος τῆς πνευματικῆς, τῆς πληρώσεως μέ τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, καί μέ ἀγαλλίαση καί μέ ἀφελότητα καρδίας, ἁγνότητα καί καθαρότητα, νά δοξάζουμε τόν Θεόν, νά ὑμνοῦμε τόν Θεό.

«Τό «ἐν ἀγαλλιάσει καί ἀφελότητι»», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «εἶναι ὅμοιο μέ ἐκεῖνο τό «ἐγένετο δέ πάσῃ ψυχῇ φόβος»», δηλαδή εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς Χάριτος. Καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔρθει σέ κατάσταση Χάριτος, τότε εἶναι σέ ἀληθινή ἀγαλλίαση καί σέ ἀληθινή ἀφελότητα καί ἁπλότητα, σέ ἀληθινή ταπείνωση. «Αὐτό εἶναι ἐνθουσιασμός κι αὐτό πάλι τρέλα», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος. «Ἐγώ ὅταν τό ζῶ αὐτό, τό αἰσθάνομαι καί κλαίω. Πηγαίνω στό γεγονός, ζῶ τό γεγονός, τό αἰσθάνομαι κι ἐνθουσιάζομαι καί κλαίω. Αὐτό εἶναι Θεία Χάρις. Αὐτό εἶναι καί ἡ ἀγάπη πρός τόν Χριστό»[9]. Βλέπετε, πῶς ὁ Ἅγιος ζοῦσε τά γεγονότα τά ὁποῖα χρονικά εἶχαν συμβεῖ στό παρελθόν, τά ζοῦσε ὡς παρόν! Γιατί μέσα στήν Ἐκκλησία καταργεῖται ὁ χρόνος καί ὅλα βιώνονται στό παρόν. Γι' αὐτό καί ὁ Ἅγιος εἶχε τήν ἴδια αἴσθηση τῆς Χάριτος, τήν αἴσθηση τῆς Πεντηκοστῆς, τήν ὁποία εἶχαν καί οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί ἐνθουσιαζότανε καί ἔκλαιγε καί κατανυσσόταν.

«Αὐτό πού ζοῦσαν οἱ Ἀπόστολοι μεταξύ τους», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «κι αἰσθανόντουσαν ὅλη αὐτή τή χαρά, στή συνέχεια ἔγινε μέ ὅλους κάτω ἀπό τό ὑπερῶο. Δηλαδή ἀγαπιόντουσαν, χαιρόταν ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλον εἶχαν ἑνωθεῖ»[10]. Καί αὐτός εἶναι ὁ ἀληθινός καί ὁ μόνος γνήσιος τρόπος γιά νά ἑνωθεῖ κανείς μέ τόν συνάνθρωπό του, ὅταν ἔρθει σέ κατάσταση Χάριτος, σέ κατάσταση ἀγαλλιάσεως καρδίας καί ἀφελότητος καρδίας, τότε ἀποβάλλει τήν φιλαυτία καἱ μπορεῖ νά ἑνωθεῖ μέ τό ἴδιο πνεῦμα, μέ τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ὁ ἕνας ἄνθρωπος μέ τόν ἄλλον. Αὐτό συνέβη τήν Πεντηκοστή καί αὐτό πρέπει νά γίνεται συνεχῶς μέ τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, στήν ὁποία Ἐκκλησία πρέπει νά ζοῦμε αὐτή τήν διαρκή Πεντηκοστή. «Αὐτό τό βίωμα ἀκτινοβολεῖ», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «καί τό ζοῦνε κι ἄλλοι»[11]. Δηλαδή τό νά ἀγαπιοῦνται οἱ ἄνθρωποι ἀληθινά ἐν Χριστῷ καί νά ἑνώνονται ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλον, ὁ ἕνας νά ζεῖ μέσα στόν ἄλλον καί γιά τόν ἄλλον.

««Τοῦ δέ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καί ἡ ψυχή μία, καί οὐδέ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά»[12]. Λέγει ἐδῶ πάλι τό βιβλίο τῶν Πράξεων, γιά τό πῶς ἦταν ἡ ζωή τῶν πρώτων χριστιανῶν, πῶς εἶχαν μία ψυχή καί μία καρδιά, καί δέν εἶχαν τίποτε δικό τους ὡς ἰδιωτική περιουσία, ἀλλά ἦταν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. «Οἱ Πράξεις ὁμιλοῦν γιά κοινοβιακή ζωή», παρατηρεῖ καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος. Καί αὐτό εἶναι τό ἰδεῶδες πολίτευμα μέσα στήν Ἐκκλησία, οἱ Χριστιανοί νά μήν ἔχουν δική τους περιουσία, ἀλλά νά ζοῦν κοινοβιακά, ὅπως συμβαίνει ἀκόμα μέχρι σήμερα στά ἱερά μας μοναστήρια. «Ἐδῶ εἶναι τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ», λέγει ὁ Ἅγιος Πορφύριος. «Εἶναι ἡ Ἐκκλησία» καί πραγματώνεται μέ αὐτή τήν ἐν Χριστῷ ἀγάπη καί τήν ἐν Χριστῷ ἀκτημοσύνη ἤ κοινοκτημοσύνη. «Τά πιό καλά λόγια γιά τήν πρώτη Ἐκκλησία ἐδῶ ὑπάρχουν», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος. Στό γεγονός δηλαδή ὅτι ὅλοι ἦταν μιά ψυχή καί μιά καρδιά καί εἶχαν καί τά πράγματα τά ὑλικά κοινά καί τίποτε δέν εἶχε ὁ καθένας δικό του. Μέσα στήν Ἐκκλησία λοιπόν σωζόμαστε. Μέσα στήν Ἐκκλησία ἑνωνόμαστε ἀληθινά ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλον καί μέσα στήν Ἐκκλησία καλύπτονται ὅλες οἱ ἀνάγκες, καί οἱ βιολογικές καί οἱ πνευματικές, καί τό ὑστέρημα τοῦ ἑνός στά διάφορα βιοτικά καλύπτεται ἀπό τό περίσσευμα τοῦ ἄλλου.

«Ὅσοι κατηγοροῦν τήν Ἐκκλησία», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «γιά τά λάθη τῶν ἐκπροσώπων της, μέ σκοπό δῆθεν νά βοηθήσουν, κάνουν μεγάλο λάθος. Αὐτοί δέν ἀγαποῦν τήν Ἐκκλησία οὔτε βέβαια τόν Χριστό. Τότε ἀγαπᾶμε τήν Ἐκκλησία, ὅταν μέ τήν προσευχή μας ἀγκαλιάζουμε κάθε μέλος της καί κάνουμε ὅ,τι κάνει ὁ Χριστός. Θυσιαζόμαστε, ἀγρυπνοῦμε καί κάνουμε τό πᾶν, ὅπως Ἐκεῖνος ὁ Ὁποῖος τίς λοιδορίες δέν τίς ἀνταπέδιδε, καί ὅταν ἔπασχε, δέν ἀπειλοῦσε»[13]. Καλούμαστε νά βιώνουμε αὐτή τήν αἴσθηση τοῦ ἑνός, ὅτι εἴμαστε ὅλοι ἕνα μέσα στήν Ἐκκλησία. Καί αὐτό πραγματώνεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔρθει σέ κατάσταση Πεντηκοστῆς, σέ κατάσταση Θείας Χάριτος, τήν ὁποία θά πρέπει νά κρατᾶ ὅσο γίνεται περισσότερο, ἐντονότερα καί εἰ δυνατό συνεχῶς, ἔτσι ὥστε συνεχῶς νά ἀγαπᾶ καί τούς ἄλλους καί νά εἶναι ἕτοιμος νά θυσιάζεται γιά ὅλη τήν Ἐκκλησία. Γιατί ὄντας μές στήν Ἐκκλησία ὁ καθένας εἶναι ὑπεύθυνος γιά ὅλους, ὁ καθένας πρέπει νά ζεῖ μέσα σέ ὅλους καί ὅλοι νά ζοῦν μέσα στόν καθένα.

«Στήν ἐποχή μας», λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «πού ὑπάρχει αὐτή ἡ σύγχυση τοῦ μυαλοῦ ἀφήσαμε τά πατερικά βιβλία καί πιάσαμε τά περιοδικά πού συγχύζουν περισσότερο. Ἀφήσαμε καί τό Ἱερό Εὐαγγέλιο οἱ περισσότεροι καί ὁρμᾶμε νά πιάσουμε τό Πηδάλιο, ἔμπειροι καί ἄπειροι, γι' αὐτό καί θαλασσοδέρνεται ἡ Ἐκκλησία μας»[14]. Γιατί προπάντων θά πρέπει νά ἐπιδιώκουμε τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη καί τήν ἐν Χριστῷ ἀγάπη, ἕνωση καί κοινωνία. Νά βιώνουμε συνεχῶς αὐτό πού ἔγινε στήν Πεντηκοστή.

«Ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα, ταλαιπωρεῖται», λέγει πάλι ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «γιατί λείπει ὁ θεῖος φωτισμός καί ὁ καθένας πιάνει τά πράγματα ὅπως θέλει. Μπαίνει καί τό ἀνθρώπινο στοιχεῖο καί δημιουργοῦνται πάθη καί ἁλωνίζει μετά ὁ διάβολος. Γι' αὐτό δέν θά πρέπει νά ζητᾶνε ἐξουσία οἱ ἄνθρωποι πού ἐξουσιάζονται ἀπό τά πάθη τους, γιατί τότε ταλαιπωροῦνται καί ταλαιπωροῦν καί τούς ἄλλους. Τά καλά παιδιά νομίζω ποτέ δέν κατηγοροῦν τήν μάνα τους. Ὅλοι χρειάζονται στήν Ἐκκλησία, ὅλοι προσφέρουν τίς ὑπηρεσίες τους σέ αὐτή καί οἱ ἤπιοι χαρακτῆρες καί οἱ αὐστηροί. Ὅπως στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀπαραίτητα καί τά γλυκά καί τά ξινά, ἀκόμη καί τά πικρά ραδίκια, γιατί τό καθένα ἔχει τίς δικές του οὐσίες καί βιταμίνες, ἔτσι καί στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὅλοι εἶναι ἀπαραίτητοι», λέει ὁ Ἅγιος Παΐσιος. «Ὁ ἕνας συμπληρώνει τόν χαρακτήρα τοῦ ἄλλου καί ὅλοι εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ἀνεχόμαστε ὄχι μόνο τόν πνευματικό χαρακτήρα τοῦ ἄλλου, ἀλλά ἀκόμα καί τίς ἀδυναμίες πού ἔχει σάν ἄνθρωπος. Δυστυχῶς μερικοί ἔχουν παράλογες ἀπαιτήσεις. Θέλουν νά ἔχουν ὅλοι τόν ἴδιο πνευματικό χαρακτήρα μέ τόν δικό τους καί ὅταν κάποιος δέν συμφωνεῖ μέ τόν χαρακτήρα τους, δηλαδή εἶναι λίγο ἐπιεικής ἤ λίγο ὀξύς, ἀμέσως βγάζουν τό συμπέρασμα ὅτι δέν εἶναι πνευματικός ἄνθρωπος»[15].

Καί μόνο ἄν σκεφτεῖ κανείς», λέει πάλι ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «ὅτι μπαίνοντας στόν ναό τοῦ Θεοῦ μπαίνει στό σπίτι τοῦ Θεοῦ καί ἐκεῖ δέχεται τήν Θεία Χάρη καί ἁγιάζεται, εἶναι ἀρκετό γιά νά συγκλονιστεῖ». Γιατί μέσα στήν Ἁγία μας Ἐκκλησία ὑπάρχει συνεχῶς τό Πνεῦμα τό Ἅγιο καί προσφέρεται καί αὐτοί οἱ ὁποῖοι εἶναι δεκτικοί, Τό δέχονται καί ζοῦνε διαρκῶς τήν Ἁγία Πεντηκοστή.

«Μερικοί λένε», παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «σέ αὐτό τόν ναό τόν μικρό, τόν κατανυκτικό, ζῶ τήν Θεία Λειτουργία. Στόν μεγάλο ναό δέν τήν ζῶ. Ἄν εἶναι κανά ξωκλήσι σοφατισμένο ἄσπρο, δέν νιώθω τίποτε. Ἄν ὅμως εἶναι ἁγιογραφημένο, ἔχει καλό τέμπλο κ.λπ., ἐκεῖ ζῶ τήν Θεία Λειτουργία. Αὐτά εἶναι γιά ἕναν ἄνθρωπο πού δέν ἔχει ὄρεξη νά φάει καί τοῦ βάζεις λίγο ἁλάτι, λίγο πιπέρι, γιά νά τοῦ ἔλθει ἡ ὄρεξη»[16]. Δηλαδή, παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος, ὅτι δέν πρέπει νά μένουμε στά ἐξωτερικά, νά ἑλκυόμαστε ἀπό τήν λεγόμενη τέχνη, ἀκόμα καί τήν ἐκκλησιαστική, καί νά προσπαθοῦμε νά ’ρθοῦμε σέ κατάνυξη μέσω αὐτῶν. Τό ζητούμενο εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ὁπότε ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί βιώνουμε αὐτή τήν διαρκή Πεντηκοστή, ὅπως καί οἱ πρῶτοι ἐκεῖνοι χριστιανοί, ὅπως οἱ πρῶτοι ἐκεῖνοι ἄνθρωποι πού ἀποτέλεσαν τήν πρώτη Ἐκκλησία.

«Ἄν θέλεις νά βοηθήσεις τήν Ἐκκλησία, εἶναι καλύτερα νά κοιτάξεις νά διορθώσεις τόν ἑαυτό σου», παρατηρεῖ πάλι ὁ Ἅγιος Παΐσιος. «Δέν πρέπει νά δημιουργοῦμε θέματα στήν Ἐκκλησία, οὔτε νά μεγαλοποιοῦμε τίς μικρές ἀνθρώπινες ἀταξίες πού γίνονται, γιά νά μήν δημιουργοῦμε μεγαλύτερο κακό καί χαίρεται ὁ πονηρός. Ὅποιος γιά μικρή ἀταξία ταράσσεται πολύ καί ὁρμάει ἀπότομα, νά τήν διορθώσει δῆθεν μέ ὁρμή καί ὀργή, μοιάζει μέ ἐλαφρόμυαλο νεωκόρο πού βλέπει νά στάζει ἕνα κερί καί ὁρμάει ἀπότομα καί μέ φόρα, γιά νά τό διορθώσει δῆθεν, ἀλλά παίρνει σβάρνα ἀνθρώπους καί μανουάλια καί δημιουργεῖ τήν μεγαλύτερη ἀταξία τήν ὥρα τῆς λατρείας»[17]. Λέγει δηλαδή ἐδῶ ὁ Ἅγιος, πώς θέλει διάκριση πῶς θά διορθώσουμε, κάτι τό κακῶς κείμενο καί ὅτι θά πρέπει νά σταθμίζουμε τά πράγματα καί νά ἐπιλέγουμε πάντα τήν μεγαλύτερη ὠφέλεια.

«Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας», παρατηρεῖ πάλι ὁ Ἅγιος Παΐσιος, «δέν ἔχει καμιά ἔλλειψη. Ἡ μόνη ἔλλειψη πού παρουσιάζεται εἶναι ἀπό ἐμᾶς τούς ἴδιους, ὅταν δέν ἀντιπροσωπεύουμε σωστά τήν Ἐκκλησία»[18]. Ὅπως λέγει καί ὁ Κύριος «δι᾿ ἡμᾶς βλασφημεῖται τό Ὄνομά Μου ἐν τοῖς ἔθνεσι»[19].

«Στήν Ἐκκλησία», λέει καί ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Τσαλίκης, «βρίσκουμε τήν ὑγεία, τήν παρηγοριά, τήν ἐλπίδα καί τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας»[20], ὅπως οἱ πρῶτοι ἐκεῖνοι χριστιανοί ζούσανε -λέει- ἐν ἀγαλλιασει καρδίας. Μεταλάμβανον ἄρτον, ζοῦσαν δηλαδή πολύ ἀσκητικά ἀλλά καί συνάμα ζούσανε καί πανηγυρικά μέ τήν διαρκή αὐτή χαρά πού δίνει ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

«Στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀνήκουν ὅσοι ἀκολουθοῦν τήν Ἀλήθεια. Ὅσοι δέν ἀκολουθοῦν τήν Ἀλήθεια», λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, «αὐτοί δέν ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία». Γιατί ὅπου ὑπάρχει ἡ ἀληθινή ἐν Χριστῷ ἀγάπη, ἐκεῖ ὑπάρχει καί ἡ μόνη Ἀλήθεια, ἡ Ὑποστατική Ἀλήθεια, πού εἶναι ὁ Χριστός. Καί ὅπου δέν ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια, ἐκεῖ δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει καί ἡ ἀληθινή ἀγάπη.

«Ὅπως τό πυρακτωμένο σίδερο δέν τό βλέπουμε ὡς σίδηρο», λέει καί ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας, «ἀλλά ὡς φωτιά μόνο, καθώς τά χαρακτηριστικά του ἐξαφανίζονται ἀπό τήν φωτιά, ἔτσι καί τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἄν μποροῦσε κανείς νά τήν δεῖ καθώς εἶναι ἑνωμένη μέ τόν Χριστό καί κοινωνεῖ τό σῶμα Του, τίποτε ἄλλο δέν θά ἔβλεπε παρά μόνο τό σῶμα τοῦ Κυρίου». Ἔτσι γίνεται μέ κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας, μέ κάθε Χριστιανό, ὅταν αὐτός εἶναι σέ κατάσταση Χάριτος, ὅταν εἶναι ἀληθινό μέλος τῆς Ἐκκλησίας, πυρακτώνεται ὅπως τό σίδηρο στή φωτιά καί ἀκτινοβολεῖ την Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

«Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό μόνο ἰατρεῖο», λέγει καί ὁ Ἁγιος Νεκτάριος, «μέσα στό ὁποῖο μπορεῖ νά θεραπευτεῖ, νά καλλιεργηθεῖ καί νά σωθεῖ ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου». «Ὅποιος δέν φυλάττει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἐφαρμόζει τόν νόμο τοῦ Θεοῦ», λέγει καί ὁ Ἅγιος Κυπριανός, «ἀθετεῖ τόν Θεό Πατέρα καί τόν Υἱό καί ἑπομένως ζωή καί σωτηρία δέν ἔχει».

«Μήν φέρεσαι ἀπρεπῶς μέσα στήν ἐκκλησία, δηλαδή μήν μιλᾶς καί μήν στρέφεις γύρω το βλέμμα σου. Εἰδάλλως, ὁ Θεός θά ἐπιτρέψει στόν διάβολο νά ἀσχημονήσει καί στόν δικό σου οἶκο»[21], λέγει ὁ Ἅγιος Ἀνατόλιος τῆς Ὄπτινα.

«Θά ἔρθει καιρός πού θά ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησίες καί θά γεμίσουν οἱ φυλακές», εἶχε προφητέψει ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Καί πράγματι αὐτό βλέπουμε στίς μέρες μας, πόσο ἡ ἐγκληματικότητα καί ἡ παραβατικότητα ἔχει αὐξηθεῖ, ὅπως ἀντίστοιχα ἔχει μειωθεῖ καί ἡ πίστη τῶν ἀνθρώπων καί ὁ ἐκκλησιασμός τῶν ἀνθρώπων.

«Εἶναι ἀδιανόητο», λέει ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Βελιμίροβιτς, ἀπαντώντας σέ αὐτούς πού κατηγοροῦν τήν Ἐκκλησία γιά χλιδή καί πολυτέλεια, «σᾶς εἶναι ἀδιανόητο, γιατί ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπιτρέπει τόση ἐσωτερική λάμψη, θέλει τίς πολύτιμες εἰκόνες ἤ μᾶλλον ἔχει πολύτιμες εἰκόνες, ἀσημένια καντήλια, χρυσά δισκοπότηρα, ἀκριβά ἄμφια κ.λπ.; Ἐπειδή θέλει ὅλη αὐτή ἡ ἐκθαμβωτική λάμψη νά θυμίσει στούς ἀνθρώπους τήν αἰώνια λάμψη τῶν οὐρανῶν∙ νά τούς τραβήξει ἔστω καί γιά μιά στιγμή ἀπ’ τήν γήινη ἀθλιότητά τους καί νά τούς προειδοποιήσει γιά ἐκεῖνον τόν ἄλλον κόσμο, τήν οὐράνια πατρίδα τους, τό Βασίλειο τῆς αἰώνιας εὐτυχίας καί τῆς αἰώνιας χαρᾶς∙ νά τούς παρουσιάσει, ὅσο εἶναι δυνατό στή γῆ, μέ τρόπο ὑλικό καί συμβολικό ἐκείνη τήν πολυτέλεια καί ἐκεῖνο τόν πλοῦτο πού εἶναι γεμάτος ὁ πνευματικός κόσμος καί μέ τά ὁποῖα πρέπει νά γεμίζει ἡ ψυχή τοῦ χριστιανοῦ πού εἶναι κλεισμένη στό σῶμα, ὅπως εἶναι κλεισμένη μέσα στούς πέτρινους τοίχους τοῦ ναοῦ ὅλη ἐκείνη ἡ λάμψη. Ὅμως αὐτό εἶναι μόνο μιά γενική παρατήρηση. Τό κάθε πράγμα ξεχωριστά, κάθε σχῆμα καί κάθε χρῶμα, κάθε διακόσμηση ἔχει στόν ὀρθόδοξο ναό ἰδιαίτερη πνευματική σημασία. Συνολικά καί ξεχωριστά λοιπόν, ὅλα αὐτά συμβολικά ἐκφράζουν τήν διδαχή, γιά τήν ὁδό τῆς σωτηρίας, τό σωτήριο δράμα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, τίς ὑποσχέσεις τοῦ Χριστοῦ ἤ κάποιο μυστήριο τοῦ οὐράνιου Βασιλείου»[22].

«Ἡ πηγή κάθε ἀληθινῆς χαρᾶς», παρατηρεῖ καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, «βρίσκεται στήν Ἐκκλησία. Ἐκεῖ ἐνισχυόμαστε στήν ἀρετή. Ἐκεῖ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπ’ τήν ἁμαρτία. Ὑπόσχονται πολλά καί οἱ τόποι τῆς κοσμικῆς χαρᾶς, ὅπως τά ἄσεμνα θεάματα καί τά κέντρα διασκεδάσεων, ἀλλά ὅ,τι προσφέρουν, οὔτε ἀπό μακριά δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ μέ αὐτό πού μᾶς χαρίζει ὁ ἐκκλησιασμός, ἡ μετοχή καί ἡ ζωή μας μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία ἀναπαύει τήν ἀνθρώπινη ψυχή, ὅπως ἡ μητέρα ἀναπαύει τό παιδί στά γόνατά της. Πόσο θά ἔπρεπε νά ἀγαπᾶμε τήν Ἐκκλησία;»[23].

Ὅλα αὐτά πού εἴπαμε, ἀγαπητοί ἀδελφοί, φανερώνουν τό μεγαλεῖο ἀλλά καί τήν εὐεργεσία στήν ὁποία μᾶς κάλεσε ὁ Θεός, νά γίνουμε μέλη τῆς μίας Ἁγίας Καθολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, τῆς μόνης ἀληθινῆς Ἐκκλησίας πού ὑπάρχει στή γῆ. Πρέπει πολύ νά Τόν εὐχαριστοῦμε καί νά ἐπιδιώκουμε κι ἐμεῖς νά ἀνταποκρινόμαστε στήν ἀγάπη αὐτή καί τήν προσφορά τοῦ Θεοῦ. Νά Τόν δοξάζουμε καί νά Τόν εὐχαριστοῦμε καί νά καθαριζόμαστε ἔτι καί ἔτι, ὥστε νά βιώνουμε τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως ἐκείνη τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς οἱ πρῶτοι ἐκεῖνοι χριστιανοί, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι μαζί μέ τούς πρώτους χριστιανούς πού βαφτίστηκαν ἐκείνη τήν ἡμέρα. Ἔτσι καί ἐμεῖς νά ἔχουμε συνεχῶς αὐτό τό βίωμα τῆς Χάριτος, τήν ἀγαλλίαση τῆς καρδιᾶς καί νά γίνουμε ὅλοι μιά ψυχή καί μιά καρδιά, ὅπως ἐκεῖνοι οἱ πρῶτοι χριστιανοί καί νά ζοῦμε κοινοβιακά ὅπως ἐκεῖνοι. Νά μοιραζόμαστε τά ἀγαθά καί τά ἐπίγεια καί νά μετέχουμε στά οὐράνια ἀγαθά γιά νά ἀξιωθοῦμε τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ εἰς στούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

[1] Λουκ. 13, 29.

[2] Πράξ. 2, 1-6.

[3] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).

[4] Πράξ. 2, 43.

[5] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.

[6] Ὅ.π.

[7] Πράξ. 2, 46-47.

[8] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.

[9] Ὅ.π.

[10] Ὅ.π.

[11] Ὅ.π.

[12] Πράξ. 4, 32.

[13] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.


[15] Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, Ἁγίου Παϊσίου Ἀγιορείτου, Λόγοι Α΄, Ἱ. Ἡ. "Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος", Σουρωτή Θεσ/νικης (στό ἑξῆς: Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, Ἁγίου Παϊσίου).

[16] Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, Ἁγίου Παϊσίου.

[17] Ο.π.

[18] Ο.π.

[19] Ρωμ. 2, 24.



[22] Δέν φτάνει μόνον ἡ πίστη-Ἱεραποστολικές ἐπιστολές Β’, Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, ἐκδ. «ἐν πλῶ», 2008.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου