Σελίδες

Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2024

«Ἡ δογματική συνείδηση» Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, π. Σωφρονίου, 37ο Μέρος. Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης






Μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ θά συνεχίσουμε σήμερα τό κεφάλαιο «Ἡ Χάρη καί ἡ δογματική συνείδηση πού γεννᾶ»[1]. Εἶναι τό δέκατο κεφάλαιο ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ, πού ἔχει γράψει ὁ π. Σωφρόνιος ὁ μακαριστός. Μιλήσαμε τήν προηγούμενη φορά γιά τή Χάρη καί σήμερα θά ποῦμε γιά τήν δογματική συνείδηση, τήν ὁποία γεννάει ἡ Χάρις. Καί θά καταλάβετε τί ἐννοεῖ ὁ Γέροντας Σωφρόνιος.

«Βασιζόμενοι -λέει- στά δεδομένα τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας καί στήν ἐπικοινωνία μας μέ πολλούς ἀσκητές»[2], ἔχει σημασία αὐτό πού λέει γιά νά καταλάβουμε τή μέθοδο μέ τήν ὁποία βρίσκουμε τήν ἀλήθεια. Ἐπειδή γεννιόμαστε, ὅπως λένε ὅλοι οἱ Πατέρες, γεννιόμαστε διεφθαρμένοι. Κληρονομοῦμε δηλαδή τήν διαφθορά, κληρονομοῦμε τήν φθορά τοῦ Ἀδάμ καί τήν ἁμαρτία. Βαφτιζόμαστε μέν, ἀλλά μετά ξαναμπαζωνόμαστε, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος. Ἔτσι ἔχουμε μία σύγχυση ὡς πρός τήν ἀλήθεια. Πῶς θά βροῦμε τήν ἀλήθεια; Ποῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια; λοιπόν, ἐδῶ ὁ Γέροντας Σωφρόνιος μᾶς βάζει θά λέγαμε τόν μπούσουλα, μᾶς δείχνει τόν δρόμο. Ἀφενός μέν εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, τά δόγματα ὅπως ἔχουνε ἀποκρυσταλλωθεῖ μέσα στά ἅγια βιβλία μας, γενικότερα ἡ Ἱερά Παράδοσις, οἱ Ἱεροί Κανόνες, ἡ Ἁγία Γραφή βεβαίως, τά συγγράματα τῶν Ἁγίων Πατέρων, καί ἀφετέρου εἶναι οἱ ζωντανοί φορεῖς. Γιατί καί σήμερα ὑπάρχουν ἅγιοι καί πάντα θά ὑπάρχουν στήν Ἐκκλησία ἅγιοι. Μπορεῖ νά εἶναι λίγοι αὐτοί, ἀλλά ἄν ψάξει κανείς, τούς βρίσκει, οἱ ὁποῖοι θά μᾶς πληροφορήσουν κι αὐτοί μέ τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιά τό ποιά εἶναι ἡ ἀλήθεια καί γιά συγκεκριμένα προβλήματα πού ἐνδεχομένως δέν ὑπήρχανε στήν ἐποχή τήν προηγούμενη τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὁπότε δέν ἔχουνε γράψει κάτι γι’ αὐτό.

Νά πῶ ἕνα παράδειγμα. Ἄς ποῦμε τό πρόβλημα μέ τίς μεταμοσχεύσεις τῶν ὀργάνων καί τό ἄν ἐπιτρέπεται νά γινόμαστε δότες κ.λ.π. καί μέχρι πόσο, αὐτό δέν ὑπῆρχε παλαιότερα, γιατί δέν εἶχε ἡ ἰατρική τέτοια δυνατότητα. Σήμερα πού τίθεται τό θέμα, οἱ Ἅγιοι οἱ χαρισματοῦχοι μᾶς πληροφοροῦν ποιά εἶναι ἡ ἀλήθεια καί τί πρέπει νά κάνουμε.

Λέει λοιπόν ὁ π. Σωφρόνιος γιά τό θέμα αὐτό τῆς δογματικῆς συνείδησης, ἀφοῦ, λέει, ἐρεύνησα τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καί ἀφετέρου εἶχα ἐπικοινωνία καί μέ πολλούς ἀσκητές «καταλήξαμε στό συμπέρασμα πώς ἡ πεῖρα τῆς Χάρης»[3], ἡ ἐμπειρία δηλαδή τῆς Θείας Χάρης, καί ὅταν λέμε Θεία Χάρη ἐννοοῦμε τόν Θεό, τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία μετέχεται ἀπό μᾶς, δηλαδή παίρνουμε ἕνα μέρος τῆς ἐνέργειας, μέσα στήν ὁποία ὅμως ὑπάρχει ὁ ὅλος Θεός, καί γι’ αὐτό δέν λέμε κατέχουμε τή Χάρη, ἀλλά μετέχουμε στή Χάρη, καί αὐτή ἡ ἐνέργεια λοιπόν κατά κάποιο τρόπο χρειάζεται ἕναν χρόνο γιά νά ἀφομοιωθεῖ. Ὅπως κανείς ὅταν τρώγει ἕνα φαγητό, ἀμέσως τό φαγητό αὐτό δέν γίνεται σάρκα καί ὀστά καί αἷμα χρήσιμα γιά νά λειτουργήσει ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά θέλει ἕναν χρόνο. Ἔτσι καί ἡ Χάρις πού παίρνουμε εἶναι πνευματική τροφή, ἀλλά χρειάζεται κάποιο χρόνο γιά νά ἀφομοιωθεῖ ἀπό τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί ἀπό τήν ὅλη του ὕπαρξη. Γιατί ἡ Χάρις ζωογονεῖ καί τήν ψυχή ἀλλά καί διά τῆς ψυχῆς ζωογονεῖται καί τό σῶμα. Γι’ αὐτό βλέπουμε οἱ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι ἄς ποῦμε δέν ἔχουνε Χάρη στήν ψυχή τους ζωντανή, ἐνεργό Χάρη, καί τό σῶμα τους εἶναι μαραμένο. Βλέπουμε ἔχουνε κατάθλιψη κλπ, ὅλα αὐτά τά γνωστά τά ψυχολογικά. Καί προσπαθοῦνε τέλος πάντων κάπως νά χαροῦνε, ἀλλά οὐσιαστικά χαρά δέν βρίσκουνε.

«Ἡ πεῖρα τῆς Χάρης -λοιπόν- ἀφομοιώνεται βαθύτερα καί παίρνει μορφή πνευματικῆς γνώσεως σέ ὄσους ἀξιώθηκαν μεγάλες ἐπισκέψεις καί ὁράσεις, μόνο ἀφοῦ περάσουν πολλά χρόνια ἄσκησης»[4]. Δηλαδή δέν ἀφομοιώνεται ἀμέσως ἡ Χάρις. Χρειάζεται πολύς χρόνος γιά νά ἀφομοιωθεῖ ἡ Χάρις σ’ αὐτούς τούς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι πέρασαν, δέχτηκαν μᾶλλον, μεγάλες ἀποκαλύψεις.

«Αὐτήν ἀκριβῶς τήν γνώση», στήν ὁποία κατά κάποιο τρόπο μεταμορφώθηκε ἡ Χάρις, «αὐτήν ὁρίζουμε ὡς «δογματική συνείδηση»»[5]. Δηλαδή εἶναι μία γνῶσις πνευματική, ἡ ὁποία δέν πηγάζει ἀπό μελέτες ἤ ἀπό στοχασμούς, ἀλλά ἀπό τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ δογματική συνείδηση. Καί πολλοί ἄνθρωποι δέν μποροῦν νά τήν διατυπώσουνε μέ λόγια, γιατί εἶναι ἁπλοί. Δέν ἔχουνε πολλές ἴσως γνώσεις γραμματικές κλπ., ἀλλά ὅμως αἰσθάνονται, ἄν ἀκούσουν ἕνα κήρυγμα ὄχι ὀρθόδοξο, ὅτι κάτι δέν πάει καλά.

«Ἡ Ἱστορική -λοιπόν- πεῖρα τῆς Ἐκκλησίας, στήν ὁποία περιλαμβάνουμε τούς Ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς μεγάλους, παλαιούς καί νέους, Πατέρες, παρέχει τήν δυνατότητα νά καθορίσουμε σάν χρόνο ἀπαραίτητο γιά τήν ἀφομοίωση τῆς Χάρης 15 ἔτη καί ἄνω». Δηλαδή χρειάζονται περίπου 15 χρόνια, ἔχει βρεῖ ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, ὥστε ὁ Ἅγιος πού δέχτηκε τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ νά ἀφομοιώσει αὐτή τή Χάρη πού πῆρε! Καί δίνει τώρα τίς ἀποδείξεις. «Ἡ πρώτη ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου», εἶναι ἡ Α' πρός Θεσσαλονικεῖς, «αὐτή γράφτηκε 15 περίπου ἔτη μετά τήν ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου σ' αὐτόν, στήν ὁδό πρός τήν Δαμασκό»[6]. Δηλαδή εἶδε τό Ἄκτιστο Φῶς, εἶδε τή Χάρη, τυφλώθηκε γιατί δέν ἄντεχε, δέν εἶχε τά πνευματικά αἰσθητήρια τά κατάλληλα ἀκόμα, ἦταν ἀβάφτιστος, καί χρειάστηκαν 15 χρόνια γιά ν’ ἀφομοιώσει τή Χάρη πού δέχτηκε τότε.

«Σέ πολλούς ὁ χρόνος παρατείνεται σέ 20, 25, 30 κι ἀκόμα περισσότερα ἔτη. Οἱ εὐαγγελιστές καί οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι ἔγραψαν τίς μαρτυρίες καί τίς ἐπιστολές τους μετά παρέλευση πολλῶν ἐτῶν ἀπό τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς πληροφόρησαν γιά τίς ὁράσεις καί τά βιώματά τους συνήθως κατά τό τέλος τῆς ἀσκητικῆς τους πορείας. Βλέπουμε στή ζωή τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ πώς πέρασαν πάνω ἀπό τριάντα χρόνια, προτοῦ ἐκμυστηρευθεῖ τήν πεῖρα του γραπτῶς μέ ὥριμη δογματική συνείδηση. Τόσο μακρόχρονη εἶναι ἡ πορεία τῆς ἀφομοιώσεως τῆς Χάρης»[7]. Ἔγραψε δηλαδή αὐτά τά ὡραιότατα κείμενα -πρῶτα ὁ Θεός θά τά δοῦμε καί μαζί- ἀφοῦ πέρασαν 30 χρόνια ἀπό τή στιγμή πού εἶχε τή Χάρη, εἶχε δεχθεῖ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ.

«Ἡ δογματική συνείδηση πού ἔχουμε ὑπόψη μας», γιά τήν ὁποία μιλᾶμε, «εἶναι καταστάλαγμα μακροχρόνιας πείρας τῆς Χάρης κι ὄχι διανοητικῆς ἐργασίας. Ἡ ἔκφραση τῆς πείρας στά λόγια τῶν Ἁγίων δέν ἔχει τό χαρακτηριστικό σχολαστικῶν ἔργων, ἀλλά εἶναι αὐτοαποκάλυψη τῆς ψυχῆς»[8]. Σχολαστικό ἔργο καί σχολαστικισμός εἶναι ἡ Θεολογία πού ἔχουνε στή Δύση, ὁ Πάπας, καί ἀναπτύχθηκε μέ τόν Ἄνσελμο, μέ τόν Θωμᾶ τόν Ἀκινάτη, καί εἶναι βεβαίως αἱρετική ἡ θεολογία καί ὁ τρόπος πού θεολογοῦν. Ἡ λέξη σχολαστικός εἶναι ἀπό τήν λέξη σχολή, ἐπειδή εἶχαν τά πανεπιστήμια τότε στήν Εὐρώπη, τά πρῶτα πανεπιστήμια, καί αὐτοί πού πήγαιναν στά πανεπιστήμια καί φοιτοῦσαν, οἱ φοιτητές, λεγόντουσαν σχολαστικοί, ἐπειδή πήγαιναν στίς σχολές. Καί ἀπό ἐκεῖ πῆρε καί τό ὄνομα καί ἡ θεολογία τους, σχολαστική θεολογία.

«Ἡ ἔκφραση τῆς πείρας στά λόγια τῶν Ἁγίων δέν ἔχει τό χαρακτηριστικό σχολαστικῶν ἔργων, ἀλλά εἶναι αὐτοαποκάλυψη τῆς ψυχῆς». Δέν εἶναι δηλαδή μία ἀνάλυση στοχαστική μέ βάση τή λογική τοῦ Ἀριστοτέλη, μέ βάση κάποια ἐγκεφαλικά δεδομένα ἤ μέ βάση κάποιες φιλοσοφικές ἀρχές, ἀλλά εἶναι καρπός τῆς ἐμπειρίας πού ἔχουν οἱ Ἅγιοι. «Ὁ λόγος γιά τόν Θεό καί τή ζωή κοντά Του προχωρεῖ χωρίς ἐπίπονους στοχασμούς∙ ἁπλῶς γεννιέται ὡς ἐκ περισσοῦ στήν ψυχή»[9]. Βλέπετε, ὁ λόγος τῶν Ἁγίων δέν εἶναι ἕνας περίτεχνος, κατασκευασμένος λόγος, διανοητικά κατασκευασμένος, ὅπως κάνουν οἱ συγγραφεῖς, γράφουνε, σκίζουνε, γράφουνε, σκίζουνε, μέχρι νά γράψουνε κάτι πού νά τούς ἀρέσει καί νά ἀκούγεται ὡραῖα καί στούς ἄλλους. Ἕνα τεχνητό πράγμα τελείως! Ὁ λόγος τῶν Ἁγίων εἶναι αὐθόρμητος, ξεπηδάει ὡς ἐκ περισσοῦ, ὅπως λέει ἐδῶ. Δηλαδή εἶναι τό περίσσευμα τῆς καρδιᾶς, ἡ ὁποία καρδιά ἔχει γεμίσει μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ.

«Ἡ ἀσκητική δογματική συνείδηση δέν εἶναι λογική ἀνάλυση πνευματικῶν βιωμάτων, πράγμα πού εἶναι γενικά ψυχολογικῶς φυσικό. Γιατί ἡ λογική αὐτοεξέταση τήν ὥρα τῆς θείας ἐπισκέψεως ὄχι μόνο ὑποβιβάζει τήν ἔνταση τῆς θεωρίας τοῦ Φωτός, ἀλλά ὁδηγεῖ καί στήν κατάπαυση τῆς ἐνεργητικῆς θεωρίας. Τότε ἡ ἀπογεγυμνωμένη ἀπό τή Χάρη ψυχή βυθίζεται σέ ἕνα κενό, καί δέν τῆς ἀπομένει παρά μιά ἁπλά ἀφηρημένη γνώση στερημένη ἀπό ζωοποιό δύναμη»[10]. Δηλαδή αὐτό πού ζεῖ ὁ ἀσκητής τήν ὥρα τῆς Χάρης δέν τό ἐπεξεργάζεται λογικά οὔτε τό ἀναλύει τό βίωμά του. Γιατί ἄν τό κάνει αὐτό ἐκείνη τήν ὥρα, ὑποβιβάζει, λέει, τήν ἔνταση τῆς θεωρίας τοῦ Φωτός καί σταματάει ἡ θεωρία. Καί τότε ἡ ψυχή ἁπλῶς μένει μόνη της μέ μιά ἀφηρημένη γνώση, χωρίς ὅμως τήν ζωοποιό δύναμη τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

«Ποιό τό ὄφελος νά πραγματεύεσαι γιά τήν φύση τῆς Χάρης χωρίς νά ἔχεις μέσα σου τήν ἐνέργειά της;». Μιλᾶνε καί σήμερα, καί στίς θεολογικές σχολές, γιά τήν θέωση, γιά τήν Θεία Χάρη. Ποιό τό ὄφελος ὅμως νά ἀναλύεις τήν ὀντολογία τῆς Χάρης ἄς ποῦμε, τί εἶναι ἡ Χάρις καί νά μήν τήν ζεῖς, νά μήν τήν ἔχεις μέσα σου; «Ποιό τό ὄφελος νά μιλᾶς ὄμορφα γιά τό Θαβώρειο Φῶς, χωρίς νά μένεις ὑπαρξιακά σ’ αὐτό;», νά μή ζεῖς δηλαδή τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, νά μή μένεις μέσα στό Φῶς; Αὐτό εἶπε ὁ Χριστός, «μείνατε ἐν ἐμοί»[11]. «Ποιό νόημα μπορεῖ νά ἔχει ἡ ἀφηρημένη θεολογία περί Τριάδος», γιά τήν Ἁγία Τριάδα, «χωρίς νά αἰσθάνεσαι τήν ἅγια δύναμη τοῦ Πατρός, τή γεμάτη πραότητα ἀγάπη τοῦ Υἱοῦ, τό Ἄκτιστο Φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;»[12]. Κι ὅμως δυστυχῶς ἔτσι γίνεται πολλές φορές θεολογία, καί παλαιότερα καί σήμερα. Εἶναι ἡ λεγόμενη στοχαστική θεολογία, διανοητική θεολογία. Μόνο μέ τό μυαλό.

«Ἡ δογματική συνείδηση μέ τήν ἔννοια τῆς πνευματικῆς γνώσης, ὅπως καί κάθε ἄλλη ἐκδήλωση γνήσιας ἐν Θεῷ ζωῆς εἶναι δυνατή μόνο ὅταν ἐνοικήσει ὁ Θεός μέσα μας»[13]. Γι’ αὐτό ἕνας πού δέν ἔχει ἐμπειρία τῆς Χάρης, μπορεῖ νά εἶναι καί θεολόγος, μπορεῖ νά εἶναι καί δογματολόγος καί νά ξέρει τά δόγματα ἀπ’ ἔξω καί ἀνακατωτά, δέν θά ἔχει ὅμως τήν σωστή δογματική συνείδηση καί κάποια στιγμή θά πέσει ἔξω. 1000% θά πέσει ἔξω δογματικά! Γιατί ἀκριβῶς δέν ἔχει ἐμπειρία.

«Ἡ γνώση αὐτή», τῆς δογματικῆς συνείδησης δηλαδή πού πηγάζει ἀπό τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, «παραμένει ἐνδόμυχη, χωρίς νά ἐξωτερικευτεῖ μέ γραπτό ἤ προφορικό λόγο. Ὅταν χύνεται ἡ εὐδοκία τοῦ Θεοῦ πάνω στόν ἄνθρωπο, τότε ἀπουσιάζει ἀπό τήν ψυχή κάθε τάση νά ἐκφράσει τήν πείρα μέ λογικές ἔννοιες καί ἑρμηνεῖες»[14]. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ τόν Θεό δηλαδή, δέν θέλει αὐτό πού ζεῖ νά τό διατυπώσει μέ λογική καί νά τό ἑμηνεύσει λογικά. Τοῦ φτάνει αὐτό πού ζεῖ.

«Ἡ ψυχή γνωρίζει ἀληθινά μέ μία γνώση ἀναπόδεικτη, ἀλλά πού δέν χρειάζεται ἀποδείξεις πώς ζεῖ κοντά στόν ἀληθινό Θεό». Ὅταν βλέπεις τόν Θεό, δέν χρειάζεσαι λογική ἀπόδειξη. Ἀφοῦ τό ἔχεις μπροστά σου, τό βλέπεις, εἶναι ἐμπειρία. Ὅπως τώρα βλεπόμαστε. Δέν χρειάζεται νά βάλουμε τή λογική νά μᾶς ἀποδείξει ὅτι ὑπάρχουμε καί βλεπόμαστε. «Καί ἄν ὑπάρχει ἀκόμα δύναμη μέσα της, τότε ἐπιθυμεῖ ἀκόμα μεγαλύτερη πλήρωση». Δηλαδή στή διάρκεια τῆς ἐμπειρίας ἀκόμα περισσότερο ὁ ἄνθρωπος θέλει νά γεμίσει μέ τή Χάρη. «Ἄν πάλι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ξεπερνᾶ τίς δυνάμεις της, ἀναπαύεται σέ μιά μακάρια ἐξάντληση»[15]. Ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος, Θεέ μου, μή μοῦ δίνεις ἄλλη Χάρη, δέν ἀντέχω!

«Εἶναι ἀδύνατον νά ἐκφραστεῖ σωστά μέ λόγια ἡ πνευματική ἐμπειρία. Ὁ ἀνθρώπινος λόγος δέν μπορεῖ νά ἀποδώσει ἰδοδύναμα τή ζωή τοῦ πνεύματος»[16], διότι δέν ἔχουμε λέξεις. Καί πολύ περισσότερο δέν μπορεῖ νά ἀποδώσει τή ζωή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τή Χάρη. Γιατί εἶναι κάτι θεϊκό, ἄκτιστο καί δέν ἔχουμε λέξεις γιά νά περιγράψουμε τό ἄκτιστο. Οἱ λέξεις εἶναι κτιστές καί περιγράφουνε κτιστά πράγματα.

«Ὅ,τι εἶναι ἀπερίγραπτο καί ἀκατάληπτο στήν περιοχή τῆς λογικῆς σκέψεως, κατανοεῖται ὑπαρξιακά». Τό ζοῦμε δηλαδή μέ τήν ὕπαρξή μας καί δέν τό ἀναλύουμε λογικά. «Ὁ Θεός γνωρίζεται μέ τήν πίστη καί τήν ζωντανή κοινωνία μαζί Του. Ὅταν ὅμως μπεῖ στή μέση ὁ ἀνθρώπινος λόγος», ἡ ἀνθρώπινη λογική δηλαδή, «μέ τήν σχετικότητα καί τήν ρευστότητα πού προσιδιάζει σ’ αὐτή, τότε ἀνοίγεται πλατύ τό πεδίο γιά ἀτέλειωτες ἀπορίες καί ἀντιφάσεις»[17], γιατί ἡ λογική δέν εἶναι δύναμις κατάλληλη γιά νά βρεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό. Ἡ λογική δόθηκε ἀπό τόν Θεό στόν ἄνθρωπο γιά νά ἀνιχνεύει καί νά προσανατολίζεται καί νά ζεῖ καί νά κινεῖται μέσα στό περιβάλλον τό φυσικό. Ἡ λογική δέχεται τά δεδομένα ἀπό τό περιβάλλον τῶν αἰσθήσεων, τά ἐπεξεργάζεται, τά ὁλοκληρώνει καί ὁ ἄνθρωπος προχωρεῖ μέσα στό φυσικό περιβάλλον πού ζεῖ. Ἀλλά δέν μπορεῖ ἡ λογική νά δεῖ τόν Θεό. Δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ τήν λογική νά πάει ν’ ἀνακαλύψει τόν Θεό. Οὔτε νά περιγράψει τόν Θεό μπορεῖ μέ τήν λογική. Ὅταν ἀρχίσει ὁ ἄνθρωπος μέ τήν λογική νά ἐπεξεργάζεται τά τοῦ Θεοῦ, τότε συνέχεια, λέει, θά πέφτει σ’ ἕνα ἀτέλειωτο πεδίο ἀπό ἀπορίες καί ἀντιφάσεις. Γιατί δέν ἰσχύει ἡ λογική στόν Θεό.

Νά πῶ ἕνα παράδειγμα: Ὁ Θεός εἶναι τρία καί ἕνα. Εἶναι Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιο Πνεῦμα. Ἕνα σύν ἕνα σύν ἕνα μέ τή λογική κάνει τρία. Στόν Θεό ὅμως κάνει πάλι ἕνα. Ὑπερβαίνεται δηλαδή ἡ λογική δηλαδή καί ἡ μαθηματική λογική στόν Θεό. Γι’ αὐτό κανείς δέν μπορεῖ μέ τήν λογική νά θεολογήσει. Δηλαδή μπορεῖ, ἀλλά θά πέσει σέ σφάλμα.

«Μποροῦμε νά ποῦμε μέ βεβαιότητα πώς κανένας Ἅγιος δέν θά ἐπεδίωκε νά ἐκφράσει μέ λόγια δωρεά πού δόθηκε ἄνωθεν. Μᾶλλον θά τηροῦσαν σιγή γιά τό μυστήριο τοῦ μέλλοντα αἰώνα, ἄν δέν πρόβαλε μπροστά τους τό καθῆκον νά τό μοιρασθοῦν μέ τόν πλησίον∙ ἐάν ἡ ἀγάπη δέν γεννοῦσε τήν ἐλπίδα πώς μερικοί «ἔστω καί μιά ψυχή» καθώς γράφει ὁ Γέροντας», ὁ Ἅγιος Σιλουανός, «θά ἀκούσει τόν λόγο καί θά μετανοήσει καί θά σωθεῖ»[18]. Δηλαδή οἱ Ἅγιοι δέν θέλανε νά γράφουν αὐτά πού ζοῦσαν. Ἀλλά ἀναγκαζόντουσαν νά τά γράφουν, τό ὁποῖο βέβαια γράψιμο γίνεται μέ τή βοήθεια τῆς λογικῆς, γιά νά ὠφεληθεῖ ἔστω καί μιά ψυχή ἀπό αὐτά τά ὁποῖα περιγράφουν χωρίς νά τά περιγράφουν, γιατί εἴπαμε δέν περιγράφεται ὁ Θεός, εἶναι ἀπερίγραπτος. Κι αὐτό πού λέμε, πάλι τό ἀναιροῦμε. Λέμε ὁ Θεός εἶναι φῶς, εἶναι καί γνόφος (εἶναι καί σκότος). Ὁ Θεός εἶναι ἄς ποῦμε ἡ ζωή, εἶναι καί ὑπέρ τή ζωή. Παρόλα αὐτά οἱ Ἅγιοι γράφουν ἔστω καί γιά μία ψυχή, ἡ ὁποία θά εἶναι δεκτική καί ἀπό αὐτά τά πενιχρά λόγια, τά ὁποῖα εἴπαμε δέν περιγράφουν πλήρως τόν Θεό καί τά τοῦ Θεοῦ, θά ὁδηγηθοῦν στήν μετάνοια καί θά σωθοῦν.

«Οἱ βάσεις τῆς δογματικῆς γνώσης δίνονται ἀκέραιες κιόλας στήν πρώτη πεῖρα τῆς Χάρης. Κι ἄν αὐτή ἡ ἄποψη τῆς μοναδικῆς καί ἀχώριστης πνευματικῆς ὑπάρξεως δέν ἐμφανίζεται ἀμέσως καθαρά, δέν συμβαίνει αὐτό γιατί τό δῶρο τοῦ Θεοῦ εἶναι καθεαυτό ἀνεπαρκές, ἀλλά γιατί ἡ ἀφομοίωση τοῦ δώρου αὐτοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο συνδέεται μέ μακροχρόνια ἐσωτερική διαδικασία»[19]. Τί θέλει νά πεῖ ἐδῶ μέ ἁπλά λόγια ὁ Ἅγιος; Ὅτι ὅταν δεχόμαστε τή Χάρη ἀπό τόν Θεό, τότε μπαίνουνε καί οἱ βάσεις τῆς δογματικῆς γνώσης. Τότε ἔχουμε τήν ἀρχή τῆς δογματικῆς γνώσης. Ἀλλά αὐτό δέν φανερώνεται ἀμέσως στούς ἀνθρώπους αὐτούς πού δέχονται τίς ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ, ὄχι γιατί τό δῶρο πού τούς δίνει ὁ Θεός δέν εἶναι πλῆρες, εἶναι ἀτελές, ἀλλά διότι οἱ ἴδιοι ἀκόμα δέν εἶναι ἱκανοί νά ἀφομοιώσουν αὐτό τό δῶρο. Θά τό ἀφομοιώσουν μετά ἀπό χρόνο καί τότε θά τό φανερώσουν, θά τό ἐκφράσουν.

«Ὁ ἄνθρωπος πού βλέπει γιά πρώτη φορά τό Ἄκτιστο Θεῖο Φῶς, πού εἰσάγεται γιά πρώτη φορά στόν κόσμο τῆς αἰώνιας ὑπάρξεως, ἕνεκα τοῦ νέου τῆς ὁράσεως καί ἐπειδή δέν μπορεῖ νά παραβληθεῖ, νά συμβιβαστεῖ μέ τόν κόσμο τῶν πραγμάτων πού μᾶς περιβάλλει, ἀπορεῖ καί μένει μέ μία μακάρια ἔκπληξη∙ σιωπῶν καί μή δυνάμενος λαλῆσαι». Μένει ἔκπληκτος μπροστά στήν ὅραση τοῦ Φωτός καί δέν μπορεῖ νά πεῖ τίποτα. Ὅπως καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, λέει «ἄκουσα ἄρρητα ρήματα.. δέν μπορῶ νά σᾶς τά πῶ τί ἄκουσα»[20]. «Κι ἄν μιλήσει, θά πεῖ κάτι ἀνάρμοστο. Ἄν δέν ἔχει κλίση εὐαγγελιστή, θά κρύψει βαθιά στήν καρδιά του τά ἀνέκφραστα σέ ἀνθρώπινη γλώσσα λόγια πού ἄκουσε»[21]. Ἐκτός ἄν ἔχει τήν κλίση τοῦ εὐαγγελιστοῦ, ὁπότε θά τοῦ δώσει ὁ Θεός τή δύναμη, τή Χάρη καί τόν τρόπο νά τά ἐκφράσει κιόλας, ἐφόσον ἔχει πάρει τό χάρισμα νά εὐαγγελιστεῖ στούς ἄλλους αὐτό τό γεγονός.

«Ὅσο ὅμως μεγάλο καί νά εἶναι τό πρῶτο δῶρο τῆς Θείας Χάρης, ἄν δέν ἀφομοιωθεῖ, εἶναι δυνατό νά ὑποστεῖ ὁ ἄνθρωπος ὄχι μόνο κλονισμό, ἀλλά καί πτώση»[22]. Δέν σημαίνει δηλαδή ἕνας πού δέχτηκε τή Χάρη σέ πολύ ἔντονο βαθμό, εἶχε μία ὅραση ἄς ποῦμε τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, ὅτι αὐτός ἀπό κεῖ καί μετά δέν θά ξαναμαρτήσει. Μπορεῖ καί νά ξαναμαρτήσει, μπορεῖ καί νά πέσει πάλι, ἄν δέν ἀφομοιώσει αὐτή τή δωρεά. Ἔξοχο σχετικό παράδειγμα ἔχουμε στό πρόσωπο τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. Πάνω στό Θαβώρ βρίσκεται σέ μακάρια ἀπορία, ὅπως καί οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι. Τί μᾶς συμβαίνει τώρα;.. Τί εἶναι αὐτό πού βλέπουμε, ὁ Χριστός νά ἐξαστράπτει κι ἐμεῖς νά εἴμαστε μέσα στόν γνόφο, στό φῶς τό πολύ τοῦ Θεοῦ; Μετά, στόν καιρό τοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ, ἀρνεῖται! Παρόλο πού δέχθηκε τήν ὅραση, εἶδε τόν Θεό, τό Ἄκτιστο Φῶς, σέ λίγες μέρες ἀρνεῖται τόν Χριστό. Ὅμως ὅταν πέρασε ὁ χρόνος, ἀφοῦ ἀφομοίωσε αὐτή τή Χάρη πού εἶχε δεχθεῖ στό Θαβώρ, θυμίζει στήν ἐπιστολή του, στήν Β΄ καθολική ἐπιστολή του ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, θυμίζει τή θαβώρεια ἐποπτεία: «γίναμε -λέει- ἐπόπτες τῆς αὐτοῦ μεγαλειότητος»[23]. Εἶναι ἡ ἐμπειρία πού εἶχε στό Θαβώρ καί τήν καταθέτει αὐτή τήν ἐμπειρία ὡς μαρτυρία γιά τήν ἀλήθεια, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός, Αὐτός πού περιμένουμε, ὁ Μεσσίας! Καί ἐμεῖς, λέει, τό ξέρουμε αὐτό, γιατί τό εἴδαμε! Εἴδαμε τήν μεγαλειότητά Του! Ποῦ; Πάνω στό Θαβώρ. Ἀλλά πότε τό λέει αὐτό; Μετά ἀπό καιρό. Ὄχι ἀμέσως. Ἀμέσως τί ἔκανε; Τήν ἔπαθε, Τόν ἀρνήθηκε! Ἀλλά μετά, πού ἀφομοίωσε τή Χάρη καί βέβαια ἔπαιξε ρόλο καί ἡ μετάνοιά του, μᾶς λέει.. ἀνακαλεῖ αὐτό τό γεγονός καί τό καταγράφει.

«Ἡ διάρκεια τῆς ἀφομοιώσεως τῆς Χάρης δέν εἶναι γιά ὅλους ἡ ἴδια. Ἡ κανονική πορεία αὐτῆς τῆς ἀφομοιώσεως εἶναι σέ γενικές γραμμές ἡ ἑξῆς: Ἡ πρώτη πεῖρα Θείας ἐπισκέψεως χτυπᾶ βαθιά ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο καί τόν παρασύρει τελείως πρός τήν ἐσωτερική ζωή, τήν προσευχή, τόν ἀγῶνα κατά τῶν παθῶν. Εἶναι περίοδος πλούσια σέ καρδιακά αἰσθήματα, γεμάτη ἀπό τόσο ἰσχυρά βιώματα, πού προσελκύουν ὅλο τόν νοῦ νά συμμετάσχει σ’ αὐτά». Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη περίοδος τῆς Χάρης. Ὁ ἄνθρωπος συγκλονίζεται, ἔχει ἔντονα βιώματα, ζεῖ τόν Θεό καί ὁ ὅλος ἑαυτός του ἕλκεται πρός τόν Θεό. «Ἡ ἑπόμενη περίοδος τῆς ἄρσεως τῆς Χάρης βυθίζει τόν ἄνθρωπο σέ μεγάλη θλίψη καί ἀμήχανη ἀναζήτηση τῶν αἰτίων τῆς ἀπώλειας καί τῆς ὁδοῦ γιά τήν ἐπιστροφή στή δωρεά τοῦ Θεοῦ»[24]. Εἶναι αὐτά, γιά τά ὁποῖα ἔχουμε μιλήσει κι ἄλλη φορά, τά παιχνίδια τῆς Χάρης. Ὁ Θεός γιά νά μᾶς ἑλκύσει καί γιά νά μᾶς δείξει τί μᾶς ἔχει ἑτοιμάσει καί ποῦ πρέπει νά φτάσουμε, ὅταν μᾶς καλεῖ, βεβαίως βλέπει ὅτι εἴμαστε δεκτικοί καί μᾶς καλεῖ, μᾶς δίνει δωρεάν, χωρίς νά ἔχουμε κάνει κανένα κόπο, μιά πολύ ἔντονη βίωση τό τί εἶναι Αὐτός, τό τί εἶναι δηλαδή ἡ Χάρις, τό τί εἶναι παράδεισος. Εἶναι ἡ πρώτη περίοδος τῆς Χάρης, ὅπου ὅλα εἶναι πολύ ὡραῖα. Ἡ προσευχή ρέει ἄνετα, ἡ καρδιά μας πάλλεται γιά τόν Θεό, ὅλος ὁ ἑαυτός μας εἶναι ἀπορροφημένος ἀπό τόν Θεό, ἔτσι εἶναι ἡ πρώτη περίοδος. Μετά ὅμως κατ’ οἰκονομία ὁ Θεός συστέλλει τή Χάρη καί ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται σέ μιά κατάσταση ἀμηχανίας γιατί τοῦ συνέβη αὐτό, καί θλίψης. Καί ἀναζητεῖ τά αἴτια τῆς ἀπώλειας καί τόν δρόμο γιά νά ἐπιστρέψει.

«Καί μόνο ἄν περάσουν πολλά χρόνια μέ ἐναλλαγή πνευματικῶν καταστάσεων, πού συνοδεύονται συνήθως ἀπό ἀνάγνωση τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ἔργων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό συνομιλίες μέ πνευματικούς ὁδηγούς καί ἄλλους ἐργάτες τῆς εὐσεβείας, ὕστερα ἀπό μακροχρόνιο πόλεμο κατά τῶν παθῶν, ἀνακαλύπτει ὁ ἄνθρωπος μέσα του τό φῶς τῆς γνώσεως τῶν ὁδῶν τοῦ Πνεύματος, πού ἦρθε μυστικά «ἄνευ παρατηρήσεως»»[25]. Ὅλα αὐτά τά χρόνια τοῦ ἀγῶνος κατά τό δεύτερο στάδιο τῆς ἄρσης, εἶναι χρόνια ὅπου μυστικά ποτίζεται ἡ ψυχή, σιγά-σιγά, ἀπό τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γιατί ὅπως εἶπε ὁ Χριστός μας, «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔρχεται ἄνευ παρατηρήσεως»[26], δηλαδή χωρίς ἐντυπωσιασμούς καί ἐκκωφαντικούς τρόπους. Ἔρχεται ἀθόρυβα καί ποτίζει σιγά-σιγά τόν ἄνθρωπο. Θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος μόνο νά ὑπομείνει καί νά ἐπιμείνει. Ὅπως μοῦ ἔλεγε ἕνας μακαριστός ἅγιος πνευματικός «ὑπομονή καί ἐπιμονή», γιατί οἱ πιό πολλοί εἴμαστε σ’ αὐτό τό στάδιο τῆς ἄρσης τῆς Χάρης καί ἀγωνιζόμαστε καί δέν πρέπει νά καταθέσουμε τά ὅπλα καί νά ποῦμε δέν κάνουμε τίποτα, νά ἀπογοητευτοῦμε, γιατί αὐτό εἶναι ἡ χαρά τοῦ διαβόλου. Ἐμεῖς θά συνεχίσουμε τήν μελέτη μας τήν πνευματική, τήν προσευχή μας, τόν κανόνα μας, τήν προσπάθειά μας νά καταστείλουμε τά πάθη καί κάποια στιγμή θά βροῦμε ὅτι ὄντως προχωρήσαμε. Χωρίς νά τό καταλάβουμε ἔχει προχωρήσει δηλαδή μέσα μας ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἄνευ παρατηρήσεως. Καί ἔχει κατασταλάξει μέσα μας μία γνώση πνευματική, πού εἶναι πλέον καρπός καί τῆς πρώτης μας ἐμπειρίας, αὐτά πού ζούσαμε τόν πρῶτο καιρό τῆς Χάρης, ἀλλά καί ὅλων τῶν καταστάσεων πού περάσαμε κατόπιν καί τῶν μαχῶν πού δώσαμε μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ κι αὐτῶν ὅλων τῶν ἐναλλαγῶν καί εἶναι αὐτή ἡ πολύτιμη πνευματική πεῖρα. Ὅλο αὐτό κατασταλάζει στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί αὐτό εἶναι πού λέμε δογματική συνείδηση.

«Αὕτη εἶναι ἡ δογματική συνείδησις ὅπως τήν ἀποκαλέσαμε, ἡ βαθειά ζωή τοῦ πνεύματος, καί ὄχι ἡ ἀφηρημένη γνώση»[27]. Καί αὐτή ἡ δογματική συνείδηση εἶναι πού τελικά κρίνει, ἡ συνολική δογματική συνείδηση τοῦ λαοῦ, ὄχι ὅλου τοῦ λαοῦ, ἀλλά τῶν ἀνθρώπων τῶν ἀληθινά τῆς Ἐκκλησίας ἀνθρώπων, ἡ ὁποία κρίνει ἀκόμα καί τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Καί ἐνῶ ὅλοι μποροῦνε νά ὑπογράψουνε καί ἕνας νά μήν ὑπογράψει, ἡ δογματική συνείδηση τοῦ λαοῦ θά πεῖ ὅτι αὐτός ὁ ἕνας ἦταν σωστός! Ὅπως ἔγινε μέ τήν Σύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας, πού ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι ἐκεῖ ὑπέγραψαν τήν ἕνωση μέ τόν Πάπα, ἐκτός ἀπό τόν Ἅγιο Μᾶρκο. Καί ὅλος ὁ λαός πῆγε μέ τόν Ἅγιο Μᾶρκο! Γιατί λειτουργοῦσε ἡ δογματική συνείδηση. Ὁ λαός δέν ξέρει ὑψηλή θεολογία, νά πεῖ γιά τό καθαρτήριο πῦρ καί ὅλα αὐτά. Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος τά ἤξερε καί τούς τά ἔλεγε. Ἀλλά ὁ λαός ἤξερε πώς ὁ Μᾶρκος ἔχει δίκαιο! Πῶς τό ἤξερε; Ἀπό τήν δογματική συνείδηση πού εἶχε μέσα του.

Ἑπομένως δέν εἶναι θέμα πλειοψηφίας, τί λένε οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἐπισκόπους καί τούς παπάδες, ἀλλά τί πληροφορεῖ μέσα μας ἡ δογματική συνείδηση. Καί αὐτό εἶναι κριτήριο καί γιά τό ἄν μία Σύνοδος εἶναι Οἰκουμενική. Γι’ αὐτό δέν φοβόμαστε, καί Σύνοδος νά γίνει, κι αὐτό πού σχεδιάζουνε τώρα τό ’16 νά κάνουνε.. δέν τό φοβόμαστε, γιατί ὑπάρχει ἡ δογματική συνείδηση τοῦ λαοῦ. Κι ἄν κάτι δέν ταιριάξει στήν δογματική συνείδηση, ὅ,τι κι ἄν ἀποφασίσουν, θά πέσει στό κενό, γιατί ὁ λαός δέν θά τό ἀποδεχθεῖ, πολύ ἁπλά. Ἀκόμα κι ἄν ὅλοι ὑπογράψουν.. πού δέν θά ὑπογράψουν ὅλοι, γιατί δέν θά πᾶνε ὅλοι, θά πᾶνε ἐκπρόσωποι διαλεγμένοι.. καί Ἐκκλησία δέν εἶναι ἐκπρόσωποι, Ἐκκλησία εἴμαστε ὅλοι καί ὅλοι ἔχουνε λόγο. Καί ὁ ἐλάχιστος πιστός μπορεῖ νά ἀνατρέψει τά πάντα, ἐφόσον εἶναι μέ τήν Ἀλήθεια, δηλαδή μέ τόν Χριστό. Καί ὁ Χριστός εἶναι ἡ πλειοψηφία!

«Ὁ Θεός δέν εἶναι φθονερός. Ὁ Θεός δέν εἶναι φίλαυτος οὔτε φιλόδοξος. Αὐτός ὁ Ἴδιος ἀναζητεῖ ταπεινά καί ὑπομονητικά κάθε ἄνθρωπο σέ ὅλους τούς δρόμους του. Γι’ αὐτό μπορεῖ καθένας νά γνωρίσει σ’ αὐτό ἤ ἐκεῖνο τό μέτρο τόν Θεό, ὄχι μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί ἔξω ἀπό αὐτή, ἄν καί δέν εἶναι δυνατή ἡ τέλεια ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ χωρίς τόν Χριστό ἤ καί ἔξω ἀπό τόν Χριστό»[28]. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Χριστός «Ἐγώ εἶμαι ἡ ὁδός»[29]. Εἶμαι ἡ ὁδός πρός τόν Πατέρα. Καί εἶμαι καί ὁ τρόπος. Ὁδός θά πεῖ καί τρόπος. Δέν μπορεῖ κανείς νά πάει στόν Θεό χωρίς τόν Χριστό. Μπορεῖ νά γνωρίσει κάποια πράγματα καί, ἄν ἔχει καλή διάθεση, νά τοῦ ἀποκαλυφθεῖ ὁ Θεός.

Ὅπως ἔγινε μέ τόν Κορνήλιο. Ὁ Κορνήλιος ἦταν εἰδωλολάτρης. Ἐκτός Ἐκκλησίας φυσικά, ἀβάφτιστος. Κι ὅμως, λέει, ἔκανε ἐλεημοσύνες, ἔκανε νηστεῖες, ἔκανε προσευχές καί τοῦ ἀποκαλύφθηκε ὁ Θεός! Καί τοῦ λέει, πήγαινε ὅμως.. δέν τοῦ εἶπε σέ βαφτίζω. Θά φωνάξεις τόν Πέτρο ἀπό κεῖ πού μένει καί νά τόν φέρεις στήν Καισάρεια, ἐκεῖ πού ἦταν ὁ Κορνήλιος, νά σᾶς διδάξει τήν ἀλήθεια. Καί μόλις πῆγε ὁ Ἀπόστολος Πέτρος καί τούς μιλοῦσε γιά τόν Χριστό καί τήν Ἀνάσταση κ.λ.π., ἔπεσε τό Ἅγιο Πνεῦμα, λέει, καί ἔδωσε τήν ἴδια δωρεά πού ἔδωσε καί στούς Ἀποστόλους. Δηλαδή ἔγινε μιά Πεντηκοστή καί ἐκεῖ πέρα! Καί εἶπε ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ἄν αὐτοί πήρανε τήν ἴδια δωρεά πού πήραμε κι ἐμεῖς, μπορῶ νά ἐμποδίσω τό βάφτισμα σ’ αὐτούς; Θά τούς δώσω καί τό βάφτισμα! Παρόλο πού ἀπαγορευότανε στούς εἰδωλολάτρες μέχρι τότε νά δίνουνε βάφτισμα. Ἔτσι πίστευαν, ὅτι μόνο οἱ Ἰουδαῖοι μποροῦσαν νά γίνουν χριστιανοί. Καί ἔτσι ἀνοίχτηκε ἡ Ἐκκλησία καί στούς εἰδωλολάτρες μέσα ἀπό τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ πού ἔκανε στόν Κορνήλιο καί στούς φίλους του. Δηλαδή μπορεῖ καί ἕνας πού εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας νά δεχθεῖ ἀποκάλυψη. Ἀλλά γιά νά βρεῖ τό πλῆρες, θά μπεῖ στήν Ἐκκλησία, θά βαφτιστεῖ καί θά βρεῖ ἀληθινά τόν Θεό διά τοῦ Χριστοῦ.

«Ἔξω ἀπό τόν Χριστό καμιά πνευματική «μυστική» πεῖρα δέν δίνει στόν ἄνθρωπο τήν γνώση τοῦ Θείου εἶναι ὡς μιᾶς ἀκατάληπτης ἀπόλυτης ἀντικειμενικότητας σέ τρία ἀκατάληπτα ἀπόλυτα ὑποκείμενα, δηλαδή ὡς Τριάδα ὁμοούσια καί ἀχώριστη»[30]. Ἔχετε ἀκούσει γιά τόν λεγόμενο μυστικισμό πού ὑπῆρχε καί στίς ἀρχαῖες θρησκεῖες. Καί στίς ἀνατολικές θρησκεῖες ὑπάρχει μυστικισμός. Τί εἶναι ὁ μυστικισμός; Εἶναι τρόπος γιά νά γνωρίσεις τόν Θεό; Ὄχι. Ἀλλά γιά νά γνωρίσεις ἀληθινά τόν Θεό ὡς Ἁγία Τριάδα, ὡς τά τρία ἀκατάληπτα ἀπόλυτα ὑποκείμενα, ὡς Τριάδα ὁμοούσια καί ἀχώριστη, θά Τόν γνωρίσεις ὄχι μέσω ἑνός φιλοσοφικοῦ μυστικισμοῦ ἤ θρησκευτικοῦ μυστικισμοῦ, ἀλλά μέσω τοῦ Χριστοῦ, μέσω τῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας. Τότε δηλαδή ὁδηγεῖσαι στήν ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ. Ὁ μυστικισμός σέ πάει στούς δαίμονες. Ἐν Χριστῷ ὅμως αὐτή ἡ ἀποκάλυψη, αὐτή γίνεται φῶς αἰώνιας ζωῆς πού χύνεται σέ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης.

«Στά γραπτά τοῦ Γέροντα Σιλουανοῦ εἶναι ὁλοφάνερο πώς ζοῦσε χωρίς καμιά ἀντίφαση τόν ἕναν Θεό σέ τρία πρόσωπα. Τά ἴδια ὀνόματα Πατέρας, Κύριος, Δεσπότης, Βασιλέας, Κτίστης, Σωτήρας καί ἄλλα τά ἀναφέρει στίς προσευχές του, ἄλλοτε ἰδιαιτέρως σέ καθένα Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἄλλοτε στήν ἑνότητα τῶν Τριῶν Προσώπων. Κατα τήν κατηγορηματική μαρτυρία τοῦ Γέροντα, ἡ Θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γνωρίζεται μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅποιος γνώρισε ἔτσι τήν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή μέ πνευματική πεῖρα, κατανοεῖ τήν ἀσύγχυτη ἕνωση δύο φύσεων καί δύο θελημάτων σέ Αὐτόν. Ἐπίσης, μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, μέ πνευματική πεῖρα, γνωρίζονται ἡ ἄκτιστη φύση τοῦ Θείου Φωτός καί τά ἄλλα δόγματα τῆς πίστεώς μας.

Ἐδῶ ὅμως εἶναι ἀπαραίτητο νά σημειώσουμε, ὅτι ἡ δογματική συνείδηση πού προέρχεται ἀπό τήν πεῖρα τῆς Χάρης, διακρίνεται ποιοτικά ἀπό τήν ὅμοιά της ἐξωτερικά δογματική συνείδηση τῆς «πίστεως ἐξ ἀκοῆς», ἀπό τήν ἀκαδημαϊκή μόρφωση, ἀπό τήν φιλοσοφική πεποίθηση, ἀπό τίς ἀφηρημένες παραστάσεις. «Ἄλλο νά πιστεύεις στόν Θεό καί ἄλλο νά γνωρίζεις τόν Θεό», λέει ὁ Γέροντας»[31]. Ἄλλο νά διαβάζεις ἤ νά ἀκοῦς ἕνα κήρυγμα γιά τόν Θεό, γιά τήν Ἁγία Τριάδα, κι αὐτό βοηθάει, κι αὐτό ὠφελεῖ, ἀλλά πολύ περισσότερο ὠφελεῖ καί βοηθάει νά τό ζήσεις, νά ἔχεις μιά ἐμπειρία προσωπική τοῦ Θεοῦ.

«Οἱ ἀφηρημένες παραστάσεις μπορεῖ νά ἀντιστοιχοῦν στήν ἀληθινή ὕπαρξη. Καί σέ μιά τέτοια περίπτωση ὅμως ἀπό ἔλλειψη θετικῆς πείρας τῆς Χάρης δέν συνιστοῦν τήν γνώση ἐκείνη τοῦ Θεοῦ, πού ἀπό τήν ἴδια τήν φύση της εἶναι αἰώνια ζωή. Πάντως εἶναι πολύτιμες, γιατί μποροῦν νά ὁδηγήσουν τόν ἄνθρωπο στήν ἀσφαλή ὁδό τῆς πνευματικῆς ζωῆς»[32]. Δηλαδή, ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει τέτοιες ἔντονες ἐμπειρίες, ὅπως εἶχαν οἱ Ἅγιοι, ὅμως μπορεῖ κι αὐτός νά βρεῖ τόν Θεό, τήν ἀληθινή ζωή, μέσα καί ἀπό τίς μελέτες, μέσα καί ἀπό τά κηρύγματα∙ βοηθάει νά μήν σφάλλει ὁ ἄνθρωπος καί πέσει ἔξω.

Λοιπόν, σταματᾶμε ἐδῶ κι ἄν θέλετε κάτι νά συζητήσουμε πάνω σ’ αὐτό ἤ μήπως καί τίποτε ἄλλο, μοῦ λέτε. Μποροῦμε νά ἔχουμε λίγο χρόνο.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Ἐρ. : …………………….

Ἀπ. : Ὑπάρχουν δύο εἰδῶν πίστεις. Ὑπάρχει ἡ πίστη ἐξ ἀκοῆς, ἀκοῦτε ἄς ποῦμε τώρα τόν ἱεροκήρυκα, ἀκοῦτε τό εὐαγγέλιο καί πιστεύετε. Εἶναι μία πίστη ἡ ὁποία ἔρχεται ἐξ ἀκοῆς, ἀπό αὐτά πού ἀκοῦτε καί τό ἀποδέχεστε. Εἶναι πίστις κι αὐτό. Ἀλλά δέν πρέπει νά μείνουμε σ’ αὐτή τήν πίστη. Πρέπει, λένε οἱ Ἅγιοι, νά ἐργαστοῦμε τίς ἐντολές πού μάθαμε καί νά περάσουμε μετά στήν βιωματική πίστη, δηλαδή νά ζήσουμε τόν Θεό, στό μέτρο πού ὁ καθένας θά τοῦ δοθεῖ, ὁπότε μετά ἔχουμε μιά πίστη ἐμπειρική. Ζοῦμε τόν Θεό, ἔχουμε ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἀκοῦμε ὅτι κάτι ὑπάρχει στήν Ἀμερική. Λέμε ὅτι ὑπάρχει, ξέρω ’γώ, οἱ καταρράκτες τοῦ Νιαγάρα, ἐντάξει.. τό πιστεύουμε, μπορεῖ νά τό δοῦμε καί σέ μιά φωτογραφία. Ἅμα πᾶς καί τό δεῖς ὅμως, εἶναι διαφορετικά. Τό ἔχεις πλέον ζήσει καί δέν χρειάζεσαι νά τό διαβάσεις στά βιβλία. Κάπως ἔτσι εἶναι καί οἱ δύο πίστεις.

Ἐρ. : ……… γι’ αὐτό ὑπέμειναν τά μαρτύρια, γιατί εἶχαν αὐτή τήν πνευματική ἐμεπιρία……….

Ἀπ. : Τό εἴπαμε καί χθές, ὅσοι ἤσαστε, τό ξαναλέμε. Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες εἴχανε τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Εἴχανε δηλαδή τήν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ, ζοῦσαν τόν Χριστό, εἶχαν τήν βιωματική πίστη καί γι’ αὐτό δέν ἀρνήθηκαν τόν Χριστό. Εἴχανε δηλαδή τή ζωή τοῦ Θεοῦ μέσα τους. Καί σ’ αὐτό καλούμαστε ὅλοι νά πᾶμε. Γιατί, ὅπως λέγαμε καί χθές, τό λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος, τό λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἡ θέωση εἶναι ἡ σωτηρία μας. Ὅλοι πρέπει νά περάσουμε αὐτά τά στάδια: κάθαρση, φωτισμός, θέωση, ἄν θέλουμε νά σωθοῦμε. Νά ἐργαστοῦμε τίς ἐντολές. Νά περάσουμε ἀπό τή θεωρητική πίστη, τήν πίστη ἐξ ἀκοῆς, ἄν θέλετε τήν ἐγκεφαλική, τή διανοητική, νά περάσουμε στήν βιωματική, νά ζήσουμε. Στό μέτρο πού κανείς τηρεῖ τίς ἐντολές, καί γιά νά τηρεῖς τίς ἐντολές, πρέπει νά προσεύχεσαι ἀδιάλειπτα, γιά νά ἔχεις ἐνεργό τή Χάρη τοῦ βαπτίσματος μέσα σου, στό μετρό λοιπόν πού προσεύχεσαι, ὁπότε θά τηρεῖς καί τίς ἐντολές, τόσο θά φανερώνεις καί τή Χάρη πού πῆρες στό βάπτισμα, τόσο θά ζεῖς τόν Θεό περισσότερο, τόσο θά ἔχεις καί σωστότερη δογματική συνείδηση, τόσο καί θά φωτίζεις καί τούς ἄλλους. Θά ζεῖς ὁ ἴδιος μέσα στό φῶς καί θά φωτίζεις καί τούς ἄλλους.

Ἐρ. : ……………………..

Ἀπ. : Μυστικισμός εἶναι κάτι πού εἶναι μυστικό -ἔτσι νά τό ποῦμε ἁπλά- καί ἔχει μία ἕλξη, μία αἴγλη ἡ ἔννοια ἄς τό ποῦμε, κάτι πού εἶναι ἀπόκρυφο. Ἀλλά ἐμεῖς, ἄν θέλετε νά μιλήσουμε γιά ὀρθόδοξο μυστικισμό, ἐννοοῦμε τήν γνώση τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι καί κεκρυμμένη καί ἀποκαλυπτόμενη∙ ἡ ὁποία δέν εἶναι κάτι ἀφηρημένο. Ὅταν ὁ ἄλλος σοῦ λέει, εἶμαι μυστικιστής, ἐννοεῖ κάτι ἀφηρημένο. Θέλω νά μάθω κάτι ἀπόκρυφο, κάτι κρυμμένο.. τί εἶναι αὐτό ὅμως δέν ξέρει. Ἐμεῖς ξέρουμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι, ὁ Ὁποῖος εἶναι καί κεκρυμμένος καί ἀποκαλυπτόμενος. Δηλαδή ἀναζητοῦμε τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ξέρουμε τί ἀναζητοῦμε. Δέν εἶναι κάτι ἀφηρημένο, κάτι νεφελῶδες. Καί ἡ ἐμπειρία τῶν Ἁγίων, προσέξτε, εἶναι μυστική, ἀλλά δέν εἶναι μυστικιστική. Ἔχει διαφορά. Καί λέμε τό μυστήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως, τό μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας, ὁ Μυστικός Δεῖπνος. Γιατί λέμε Μυστικός Δεῖπνος καί δέν λέμε μυστικιστικός δεῖπνος; Διότι κατά τόν Μυστικό Δεῖπνο ὁ Χριστός μᾶς ἀποκάλυψε τό μυστήριο. Μυσταγώγησε, δηλαδή φανέρωσε κάτι, πού δέν τό φανέρωσε σέ ὅλους, οὔτε καί τώρα τό φανερώνει σέ ὅλους, τό μυστήριο τοῦ ἑαυτοῦ Του, τῆς θυσίας Του, τοῦ Γολγοθᾶ, καί τό μυστήριο μετά τῆς Θείας Εὐχαριστίας πού εἶναι ἡ ἐπανάληψη τοῦ μυστηρίου τοῦ Γολγοθᾶ, μιά γνώση μυστική, κρυμμένη δηλαδή, ἀλλά ὄχι μυστικιστική, μέ τήν ἔννοια πού τήν ἐννοοῦσαν στίς εἰδωλολατρικές θυσίες. Πού οὐσιαστικά τί ἦταν ὁ μυστικισμός; Ἦταν μία δαιμονική γνώση, μία δαιμονική ἀποκάλυψη δαιμονικῶν πραγμάτων καί φυσικά μία πλάνη. Φαντάσματα δαιμονικά, ὅλα αὐτά πού ὀνομάζαν μυστικισμό.

Μέ αὐτή τήν ἔννοια μιλᾶμε γιά ὀρθόδοξο μυστικισμό, δηλαδή μέ τήν ἔννοια τῆς ἀποκάλυψης τῶν μυστηρίων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τά ὁποῖα δέν τά φανερώνει ὁ Θεός σέ ὅλους. Ὄχι διότι, ἄς ποῦμε, δέν θέλει, ξέρω ’γώ ἀπό ἐγωισμό, ἀπό κάποια ἰδιοτροπία, ἀλλά γιατί οἱ πολλοί δέν εἶναι δεκτικοί. Καί λέει ὁ Χριστός, «μή δῶτε τά ἅγια τοῖς κυσίν»[33]. Μή δίνετε τά ἅγια στούς σκύλους, δηλαδή τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Δέν μιλοῦσε γι’ αὐτό τό μυστήριο στούς πρώτους αἰῶνες. Οἱ χριστιανοί οἱ μεμυημένοι, αὐτοί πού κοινωνοῦσαν.. Δηλαδή οἱ κατηχούμενοι, δέν ξέρανε γι’ αὐτό τό μυστήριο. Ἀπό τή στιγμή πού θά βαφτιζόντουσαν καί μετά δεχόντουσαν τίς κατηχήσεις, τίς λεγόμενες μυσταγωγικές, ὅπου ἐκεῖ τούς ἀνέλυαν τά μυστήρια. Δηλαδή, βλέπετε, αὐτά εἶναι τά ἁγιότερα τῆς πίστεώς μας. Ὅπως ἔχουμε στήν ἐκκλησία τά Ἅγια τῶν Ἁγίων, ἔχουμε τό Ἱερό, πού δέν μπαίνουμε ὅλοι μέσα. Γιατί δέν μπαίνουμε; Θέλει νά ἐκφράσει ἡ Ἐκκλησία μας μ’ αὐτόν τόν τρόπο αὐτό τό ἀπόρρητο, θά λέγαμε, τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ, στό ὁποῖο ὅμως μποροῦν νά μποῦνε ὅλοι, ὅταν ὅμως ἔχουν κάποιες προϋποθέσεις∙ ὅταν γίνουνε ἱερεῖς μέ τήν λατρεία τήν ἐσωτερική μέσα στήν καρδιά τους. Ἱερεῖς δηλαδή μέ τήν ἱεροσύνη τήν γενική, ὅπου καθένας ἱερουργεῖ μέσα του τόν Χριστό μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή.

Λένε οἱ Ἅγιοι, ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἕνας ναός, μιά ἐκκλησία. Καί ἔχει, ὅπως εἶναι ἡ ἐκκλησία, ἔχει τόν κυρίως ναό, ἔχει καί τό Ἅγιο Βῆμα, ἔχει τό ἱερό. Τό ἱερό στόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ καρδιά. Καί ἡ Ἁγία Τράπεζα εἶναι ὁ νοῦς, πού ὑπάρχει μέσα στήν καρδιά. Ὅταν λοιπόν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἱερέας, πού πρέπει νά εἴμαστε ὅλοι ἱερεῖς μέ τή γενική ἔννοια, τί κάνει; Τόν νοῦ του, τήν ἁγία τράπεζά του δηλαδή, τή φυλάει καθαρή. Ὅπως πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα δέν βάζουμε τίποτε, μόνο τόν Χριστό, τό Εὐαγγέλιο, ἔτσι καί ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νά εἶναι καθαρός, νά ἔχει μόνο τόν Χριστό. Καί ἐκεῖ μέσα στό ἱερό του ὁ κάθε ἄνθρωπος -πού εἶναι ἡ καρδιά του- νά ἐπιτελεῖ συνεχῆ λειτουργία στόν Θεό. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἱερεύς, αὐτό ἔχει μπεῖ μέσα στά ἅγια τῶν ἁγίων, ὅταν ἔχει ἀποκαταστήσει μέσα του τήν νοερά προσευχή, τήν ἀδιάλειπτη λατρεία στόν Θεό, τήν πνευματική λατρεία. Αὐτή τήν λατρεία τήν εἶχαν ὅλοι οἱ πρῶτοι χριστιανοί, τήν ἀδιάλειπτη προσευχή.

Καί σήμερα δυστυχῶς αὐτό τό ἔχουμε ξεχάσει, τό θεωροῦμε ἔτσι κάτι δευτερεῦον, δέν τό κάνουμε. Γι’ αὐτό καί δέν ζοῦμε μυστικά τόν Θεό, δέν ζοῦμε τό μυστήριο ὅσο θά θέλαμε. Μένουμε σέ μιά ἐξωτερική γνώση. Ὅσο κανείς ἐργάζεται τήν νοερά προσευχή, τήν ἀδιάλειπτη εὐχή, τόσο γίνεται σιγά-σιγά, αὐτό πού λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος[34]. Καί μέσα στόν ναό αὐτό, πού εἴπαμε εἶναι τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ καρδιά τό ἱερό καί ὁ νοῦς τό Ἅγιο Βῆμα, ἐκεῖ μέσα λειτουργεῖ πλέον καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί ὁ ἄνθρωπος μαζί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα συλλειτουργεῖ. Ὅπως στή λειτουργία πού κάνουμε κάθε φορά, δέν λειτουργῶ ἐγώ, ἤ ὁ κάθε παπάς, ὁ Χριστός λειτουργεῖ! Ἐμεῖς συλλειτουργοῦμε καί δανείζουμε τά χέρια μας καί τό στόμα μας στόν Χριστό! «Σύ ὁ προσφέρων καί προσφερόμενος καί προσδεχόμενος καί διαδιδόμενος»[35], λέει ὁ ἱερέας στόν Χριστό. Ἐσύ εἶσαι πού προσφέρεις καί προσφέρεσαι-θυσιάζεσαι. Ὁ Χριστός θυσιάζεται στήν κάθε Θεία Λειτουργία. Καί προσδέχεσαι, δέχεσαι αὐτά πού Σοῦ προσφέρουμε, καί διαδίδεσαι. Ἐσύ πού μοιράζεσαι στόν κόσμο, σέ ὅλους μας. Αὐτό εἶναι τό μυστήριο τῆς Θείας Λειτουργίας. Αὐτό εἶναι μία μυστική ὅμως ἐμπειρία, πού τή ζοῦνε αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται μέ τόν τρόπο πού εἴπαμε, μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν. Ὁπότε αὐτοί θά λέγαμε εἶναι καί ὀρθόδοξοι μυστικιστές ἄν θέλετε, μέ τή σωστή ἔννοια τοῦ ὅρου. Ζοῦνε τό μυστήριο. Ἀλλά εἶναι μιά μυστική ἐμπειρία καί ὄχι μιά μυστικιστική μέ τήν ἔννοια πού τήν ἐννοοῦν αὐτοί οἱ μυστικιστές.

Ἐρ. : ……………………..

Ἀπ. : Ὑπάρχει, αὐτή ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, πού σᾶς εἶπα.

Ἐρ. : ……………………..

Ἀπ. : Εἶναι διότι δέν τό ἔχουμε μάθει. Στή Γερόντισσα -ἄν θυμᾶμαι καλά- Μακρίνα, τό θυμάστε; Στά «Λόγια καρδιᾶς».. ἐργαζότανε, ἦταν πάρα πολύ φτωχή αὐτή καί ἐργαζότανε σέ ἕνα ἐργοστάσιο πού ἔφτιαχνε τσιγάρα. Καί ἔπρεπε νά μετράει σέ κάθε κουτί νά μπαίνουνε εἴκοσι τσιγάρα.. (πόσα ἔχει τό κουτί;). Καί αὐτή ἤθελε νά λέει τήν εὐχή! Καί λέει, Χριστέ μου, θά μετρᾶς Ἐσύ καί ἐγώ θά λέω τήν εὐχή! Καί ποτέ δέν ἔκανε λάθος! Στόν ἀριθμό δηλαδή.

Θέλω νά πῶ ἔτσι ἁπλά, ἐμεῖς ν’ ἀγωνιστοῦμε. Βλέπετε, πόσο κόπο κάνουμε.. πού εἶπες γιά τήν ἐπιβίωση, λές «ἅμα δέν ἐργαστῶ, δέν θά ἔχω νά φάω». Λοιπόν, θά ζοριστῶ, θά τό κάνω! Ζοριζόμαστε τό ἴδιο γιά νά μάθουμε τήν νοερά προσευχή; (Ἐρώτημα, ἔ;).

Λέγαμε χθές μιά ἱστορία μέ ἐκεῖνο τό παιδάκι, πού ἤτανε ὀχτώ χρονῶν καί ἔκανε φασαρία καί τό πῆρε τό ἀφεντικό του καί τοῦ λέει, κάτσε ἐδῶ.. εἶχε καί μιά βέργα ἀπό δίπλα, νά λές συνέχεια Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ με. Ζορίστηκε ξεζορίστηκε, τό εἶπε τό παιδί! Σοῦ λέει, προκειμένου νά φάω ξύλο.. Καί μετά ἔγινε ἡσυχαστής! Δώδεκα χρονῶν καί δέν ἄντεχε, ἔφυγε! Γιατί τόν ἐνοχλοῦσαν οἱ συζητήσεις τῶν ἄλλων ὑπηρετῶν. Ἤθελε νά λέει τήν εὐχή.

Ἐρ. : ……………………..

Ἀπ. : Ὁπωσδήποτε, ὁπωσδήποτε! Ἀλλά ἐδῶ εἶναι ἡ ὑπομονή μας καί ὁ ἀγώνας μας. Προσέξτε, ὅλα αὐτά δέν γίνονται ἀθεΐ, δηλαδή δέν εἶναι ἐν ἀγνοία τοῦ Θεοῦ. Τά ξέρει ὁ Θεός ὅλα αὐτά πού ζοῦμε καί περνᾶμε. Ὁπότε, προσέξτε, πρέπει λίγο νά ψαχτοῦμε κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μήπως θεωροῦμε ὅτι ἡ ἐργασία εἶναι αὐτή πού μᾶς ζεῖ. Ἕνα αὐτό. Γιατί λέει τό σλόγκαν τῶν ἀνθρώπων: Ἅμα δέν δουλέψεις, πῶς θά ζήσεις; Ἀλλά ὁ Χριστός δέν εἶπε ὅτι γιά νά ζήσουμε, πρέπει νά δουλέψουμε.

Ἐρ. : ……………………..

Ἀπ. : Ναί, λοιπόν.. ἐγώ λέω κάτι, ἄς τό ποῦμε, πιό γενικό, τό ὁποῖο ἐνδεχομένως νά σέ βοηθήσει νά ἐπιλέξεις καί σωστά. Τό γενικό εἶναι αὐτό: νά ξέρουμε ὅτι γιά νά ζήσουμε, χρειαζόμαστε τόν Χριστό. Καί μπορεῖ ὁ Χριστός νά σέ ζήσει καί χωρίς νά ἐργάζεσαι. Χωρίς νά δουλεύεις, ἀλλά νά ἐργάζεσαι. Ἔχει διαφορά τό ἐργάζομαι καί δουλεύω. Ἄλλο δουλεύω, δηλαδή εἶμαι δοῦλος καί ἄλλο ἐργάζομαι, δηλαδή ἐργάζομαι γιά τόν Χριστό καί γιά τόν συνάνθρωπο. Δηλαδή πρέπει νά ἔχουμε καί μιά σωστή ἀντιμετώπιση τῆς ἐργασίας. Ἀπό κεῖ καί μετά, κάνουμε ἐμεῖς τόν ἀγώνα μας τόν πνευματικό, ὅπως θέλει ὁ Θεός καί ἀφηνόμαστε στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Δέν λέει ὁ Χριστός, «μή μεριμνᾶτε τί φάγητε καί τί πίητε»[36]; Ἐγώ θά σᾶς τά δώσω ὅλα αὐτά! Ἐσεῖς ζητᾶτε ἕνα πράγμα. Ζητᾶτε Ἐμένα, «ζητᾶτε τή βασιλεία»[37]. Καί βασιλεία εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό Ὁποῖο ὑπάρχει μέσα μας, ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ κατατεθειμένη ἀπό τή στιγμή πού βαφτιστήκαμε καί χριστήκαμε. Αὐτό θέλει ὁ Θεός ν’ ἀναζητήσουμε. Κι ἄν τό ἀναζητήσουμε αὐτό, μετά, προσέξτε, ἀλλάζουν ὅλα. Γιατί ἔχει σημασία ποιό βάζεις πρῶτο. Ἄν βάλεις πρῶτο τή δουλειά, οὐσιαστικά εἶσαι ἄπιστος∙ δέν πιστεύεις στόν Χριστό. Ἄν πεῖς, ὅτι ἄν δέν δουλέψω, πῶς θά ζήσω; Ἄν δέν κάνω ὑπακοή σ’ αὐτά πού λέει τό ἀφεντικό, πῶς θά ζήσω; Ναί, ἀλλά μπορεῖ τό ἀφεντικό νά σοῦ ζητήσει καί κάτι πού εἶναι ἀντίθετο μέ τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Κι ἐκεῖ θά κάνεις ὑπακοή γιά νά ζήσεις; Τότε εἶσαι εἰδωλολάτρης. Ἔχεις βάλει πρῶτο τή δουλειά καί ὄχι τόν Χριστό. Καταλάβατε;

Δηλαδή, πρέπει πρῶτα μέσα μας νά τακτοποιήσουμε σωστά τά πράγματα στή θέση τους καί νά ποῦμε τί εἶπε ὁ Χριστός πρῶτο; Τί εἶπε ὁ Χριστός; Ζητεῖτε πρῶτο τήν δουλειά, τά χρήματα, τά λεφτα, τό φαΐ; Ὄχι. Εἶπε, «ζητᾶτε πρῶτο τή βασιλεία»[38]. Δεύτερο; Τί εἶπε γιά δεύτερο; Δέν εἶπε γιά δεύτερο. Δέν ὑπάρχει ἄλλο νά ζητήσουμε. Μόνο αὐτό, λέει, νά ζητᾶτε, ν’ ἀναζητᾶτε. Θά ψάξετε, δηλαδή, νά βρεῖτε τή βασιλεία. Καί ὅλα τά ἄλλα, τί λέει; «Θά σᾶς προστεθοῦν»[39]. Θά σοῦ πεῖ τώρα ὁ ἄλλος ὁ λογικοκρατούμενος, σιγά.. ἄν δέν πάω ἐγώ νά δουλέψω, πῶς θά μοῦ προστεθοῦν; Αὐτός δέν ἔχει πίστη, πολύ ἁπλά! Μπορεῖ νά στά φέρει καί ἕτοιμα στό σπίτι.. καί ψημένα τά ψάρια! Καί νά λές «ἀπό ποῦ ἦρθαν;». Κι ὅμως ἔρχονται!

Δηλαδή, τό ζοῦμε πολλές φορές καί στό Ἅγιον Ὄρος καί.. τά θαύματα εἶναι καθημερινά. Θά πεῖς, μέ θαύματα θά ζήσουμε; Θαύματα θά ζήσουμε, ναί! Αὐτός πού πιστεύει, πού ἐμπιστεύεται δηλαδή τόν Χριστό, μετά τά τακτοποιεῖ ὁ Χριστός ὅλα τά ἄλλα. Εἶναι δεσμευμένος, ἔχει «ὑποχρέωση» ὁ Χριστός μετά νά μᾶς βοηθήσει, ὅταν τοποθετηθοῦμε ἔτσι καί ποῦμε, Χριστέ μου, ἐγώ.. μᾶς εἶπες αὐτό, νά ζητᾶτε τή βασιλεία. Ἐγώ θά ζητήσω τή βασιλεία, θά κάνω πάντα τό θέλημά Σου, ὄχι ὅτι θά μείνω τεμπέλης, δέν θά κάνω τίποτα.. Ὄχι, δέν ἐννοοῦμε αὐτό. Θά ἐργαστῶ αὐτό πού μοῦ δίνεις Ἐσύ μπροστά μου καί ἀπό κεῖ καί μετά ἀνάλαβε Ἐσύ τά ὑπόλοιπα, ἄν θά ζήσω, πῶς θά ζήσω, πόσο θά ζήσω. Ἐγώ τά ἀφήνω σέ Σένα. Ἐγώ ζητάω Ἐσένα. Ἐγώ θέλω Ἐσένα καί ἀπό κεῖ καί μετά ὅλα τά ἄλλα, εἶπες Ἐσύ ὅτι θά μοῦ προστεθοῦν. Λοιπόν, ἐγώ ἀφήνομαι σέ Σένα. Καί θά δεῖτε πού ὁ Χριστός θά τά τακτοποιήσει ὅλα!

Δηλαδή, νομίζω, τό πρόβλημα εἶναι πάντα μέσα μας. Δέν φταῖνε οἱ περιστάσεις, τά γύρω μας. Δέν φταίει ἡ κρίση οὔτε ἡ Μέρκελ οὔτε -ξέρω ’γώ- ὁ ὁποιοσήποτε, ἀλλά τό πρόβλημα εἶναι μέσα μας. Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός εἶπε, «ἐντός ὑμῶν ἡ βασιλεία»[40]. Ὑπάρχει βασιλεία, ἀλλά εἶναι μέσα σας. Μήν τή ζητᾶτε ἀπ’ ἔξω τή βασιλεία. Ἐμεῖς ζητᾶμε νά φτιάξουμε τά ἀπ’ ἔξω, νά πάει καλά τό κράτος, ἡ πολιτική, τά ἐθνικά θέματα, τά οἰκογενειακά μας, τά κληρονομικά μας, τά ἐπαγγελματικά μας καί τότε νομίζουμε ὅτι θά γίνουμε εὐτυχισμένοι. Λάθος! Μέγα λάθος. Εὐτυχισμένοι θά γίνουμε, ὅταν βροῦμε τή βασιλεία πού εἶναι κρυμμένη μέσα μας. Τόν μαργαρίτη πού εἶπε ὁ Χριστός. Θυμάστε; Ἕνας ἔμπορος, λέει, βρῆκε ἕναν μαργαρίτη πολύτιμο καί ἐπειδή ἦταν καλός ἔμπορος, ἔξυπνος, πούλησε ὅλα ὅσα εἶχε -ὅλα τά πούλησε!- καί ἀγόρασε τόν πολύτιμο μαργαρίτη. Ποιός εἶναι ὁ πολύτιμος μαργαρίτης; Εἶναι ἡ βασιλεία ἡ κρυμμένη μέσα μας, ἡ ἀνακάλυψη τῆς κρυμμένης Χάρης, τοῦ βαφτίσματος. Κι ὅταν τή βρεῖ ὁ ἄνθρωπος αὐτή τή Χάρη μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, μετά.. μετά ὅλα τά ἄλλα τοῦ προστίθενται. Καί μπορεῖ νά μή δουλέψει καί ποτέ στή ζωή του καί νά ἔχει τά πάντα καί νά ἔχει καί περίσσεια! Ἀλλά ὅσο λές, «ἐγώ θέλω νά δουλεύω», σοῦ λέει καί ὁ Χριστός, ἀφοῦ θέλεις, δούλευε, ἀφοῦ δέν ἐμπιστεύεσαι Ἐμένα!

Ξέρετε τήν ἱστορία στό Ἅγιον Ὄρος μέ κάποιον Πατέρα πολύ καλό, ὁ ὁποῖος ἔκανε συνέχεια προσευχή -στήν Ἁγία Ἄννα ἦταν αὐτοί- καί ὁ Θεός τοῦ ἔστελνε μέ Ἄγγελο, τοῦ ἔστελνε φαγητό μέ Ἄγγελο! Κάποια φορά τοῦ ἦρθε ἕνας λογισμός, νά φτιάξω κι ἐγώ ἕναν κηπάκο. Ἔφτιαξε τόν κηπάκο, ἔβαλε τά λαχανικά, ὁ Ἄγγελος.. στόπ! Λέει, Θέε μου, γιατί;.. τώρα δέν θά μοῦ δίνεις; Ἔ, λέει, τώρα ἀφοῦ φροντίζεις μόνος σου, δέν Μέ χρειάζεσαι Ἐμένα! Καταλάβατε; Ὅσο ἦταν ἀφημένος τελείως στόν Θεό, ἔπαιρνε. Ὁ Θεός εἶναι ὁ μόνος πλήρως ἀξιόπιστος. Ἀπό τούς ἀνθρώπους κανένας δέν εἶναι πλήρως ἀξιόπιστος. Ὅλοι εἴμαστε ἐπίφοβοι κάποια στιγμή νά εἴμαστε ἀναξιόπιστοι καί νά μήν τηρήσουμε τίς ὑποσχέσεις μας. Ὁ Θεός πάντα τηρεῖ τίς ὑποσχέσεις Του στό ἀκέραιο. Κανένας δέν ἤλπισε στόν Θεό καί κατεσχύνθη, λέει ὁ Δαβίδ, ἔτσι; Ὅσοι ἤλπισαν σέ ἀνθρώπους, ὅλοι ντροπιάστηκαν. Καί ὅλοι λένε μετά, τί θέλαμε καί τούς ψηφίσαμε! Ἀλλά τούς ξαναψηφίζουν πάλι, γιατί ἔχουν τήν ἐλπίδα στούς ἀνθρώπους καί ὄχι στόν Θεό. Καταλάβατε; Ἐκεῖ εἶναι τό πρόβλημα. Ἐμεῖς εἴμαστε προβληματικοί, δέν εἶναι οἱ πολιτικοί μας. Ἐμεῖς εἴμαστε προβληματικοί. Γιατί ὅταν ἄς ποῦμε ὁ πολιτικός σοῦ πεῖ, θά σοῦ βολέψω τό παιδί σου, ἄς εἶναι καί ἄθεος, ἄς εἶναι καί ἀντίχριστος, ἐσύ θά τόν ψηφίσεις! Αὐτό κάνουμε, γιατί δέν βάζουμε τόν Χριστό πρῶτα. Εἰδωλολάτρες εἴμαστε. Βάζουμε τό παιδί μας, δηλαδή οὐσιαστικά ἐμᾶς, τόν ἑαυτό μας. Μετά τά πληρώνουμε, τά εἰσπράττουμε, τά λουζόμαστε.. ἀλλά μυαλό δέν βάζουμε!

Ὁπότε αὐτό εἶναι, νά κάνουμε μιά γενική ἀναθεώρηση. Πῶς εἶμαι ἐγώ τοποθετημένος ἀπέναντι στόν Χριστό; Ὁπότε μετά ἀλλάζουν ὅλα. Καί ἡ κρίση δέν εἶναι κρίση καί καί καί … ὅλα τά ὑπόλοιπα.

Ἐρ. : ……………………..

Ἀπ. : Ὄχι, μπορεῖ νά προηγηθεῖ ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ καί νά ἔχεις μετά μία πλήρη κατήχηση. Ὅπως ὁ Θεός κρίνει. Ἀλλά ὅτι εἶναι ἀναγκαῖο αὐτό.. ἐκτός ἄν εἶσαι θεοδίδακτος, στά ἔχει ἀποκαλύψει ὅλα ὁ Θεός ἀπευθείας! Ἀλλά συνήθως χρειάζεται κι αὐτό, ἔτσι; Καί ὁ εὐαγγελισμός καί ὁ ἀνθρώπινος λόγος. Γι’ αὐτό καί στήν Ἐκκλησία μας ἔχουμε κήρυγμα, ἔχουμε ἑρμηνεία. Τό κήρυγμα εἶναι ἀπαραίτητο, σέ κάθε Θεία Λειτουργία νά γίνεται κήρυγμα, ἔστω λίγο, νά ἑρμηνευτεῖ ὁ λόγος πού ἀκούσαμε, τοῦ εὐαγγελίου, τῶν ἀποστόλων.

Ἐρ. : ……………………..

Ἀπ. : Ἀπό τή μητέρα του! Καταλάβαινε μιά χαρά. Τά μικρά παιδιά καταλαβαίνουν μιά χαρά! Ξέρετε τί καλά καταλαβαίνουν; Πολύ καλά καταλαβαίνουν! Καί πράγματα πού ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι δέν τά καταλαβαίνουνε, πάρα πολύ καλά τά καταλαβαίνουνε! Πάρα πολύ καλά.. Μπορεῖ νά μήν ἔχουν καί λόγο νά τά ποῦνε, ἀλλά τά ζοῦνε. Γιατί εἶναι καί βαφτισμένα καί μπορεῖ νά ζοῦνε τόν Θεό πολύ καλύτερα καί ἀπό μᾶς.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης


[1] Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ὁ Γέροντας Σιλουανός, ἔκδ. Γ΄, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1985, (στό ἑξῆς: Ὁ Ἅγιος Σιλουανός).

[2] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[3] Ὅ.π.

[4] Ὅ.π.

[5] Ὅ.π.

[6] Ὅ.π.

[7] Ὅ.π.

[8] Ὅ.π.

[9] Ὅ.π.

[10] Ὅ.π.

[11] Ἰωάν. 15, 4.

[12] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[13] Ὅ.π.

[14] Ὅ.π.

[15] Ὅ.π.

[16] Ὅ.π.

[17] Ὅ.π.

[18] Ὅ.π.

[19] Ὅ.π.

[20] Β΄Κορ. 12, 4.

[21] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[22] Ὅ.π.

[23] Β΄ Πέτρ. 1, 16.

[24] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[25] Ὅ.π.

[26] Λουκ. 17, 20.

[27] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[28] Ὅ.π.

[29] Ἰωάν. 14, 6.

[30] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[31] Ὅ.π.

[32] Ὅ.π.

[33] Ματθ. 7, 6.

[34] Πρβλ. Α΄Κορ. 3, 16.

[35] Θεία Λειτουργία Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου.

[36] Ματθ. 6, 25.

[37] Ματθ. 6, 33.

[38] Ὅ.π.

[39] Ὅ.π.

[40] Λουκ. 17, 21.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου