Σελίδες

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

«Ἡ φοβερά ὥρα τοῦ θανάτου» μέρος α΄





ΟΜΙΛΙΑ ΚΒ΄

Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου


Πατέρες μου,

Μετά θάνατον αἰωνιότης ἀκολουθεῖ. Κάθε ἄνθρωπος σέ κάποια στιγμή τοῦ χρόνου θά ἐγκαταλείψη τόν κόσμο σωματικά, καί ψυχικά θά ἀπέλθη στήν αἰωνιότητα, σ᾿ ἐκείνη τήν ζωή πού δέν ἔχει τέλος. ψυχή τοῦ ἀνθρώπου θά παραμένη χωρίς τό σῶμα μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε θά ἀναστηθοῦν τά σώματα καί τῶν δικαίων καί τῶν ἀδίκων, γιά νά κριθοῦν. Τό γεγονός εἶναι ὅτι ψυχή μέ τόν θάνατο τοῦ ἀνθρώπου ἀποδεσμεύεται ἀπό τό σῶμα καί ζῆ μιά ἰδιόμορφη κατάστασι.
Ὅπως εἴδαμε καί ὅπως ζήσαμε, Θεός μᾶς ἐπισκέφθηκε μέ μερικούς θανάτους προσφιλῶν ἀδελφῶν, πού τούς δέχτηκε στήν Βασιλεία Του. Κυρίως μᾶς ἀφήρεσε τόν πολύ ἀγαπητό ἀδελφό μας, τόν πατέρα Ἐφραίμ, ὁποῖος ἔζησε μεθ᾿ ἡμῶν στήν ἀδελφότητα.

Εἶναι τό πρῶτο πνευματικό μου παιδί, τό ὁποῖον, ὅπως γνωρίζετε κι ἐσεῖς πολύ καλά, ἔζησε ἐν μέσῳ ἡμῶν μέ μιά τέλεια ὑπακοή καί ἐνάρετη ζωή. Ἐσεῖς γνωρίζετε καί ψυχή σας, τό πόσο τόν ἐκτιμούσατε, διότι διά τῆς προσεκτικῆς κι ἐναρέτου ζωῆς εἶχε κερδίσει τήν ἐμπιστοσύνη σας. Βοήθησε πάρα πολύ τήν ἀδελφότητα. Θεός τόν ἐκάλεσε ἐντελῶς ἀπροσδόκητα καί μέ ἕνα μαρτυρικό τέλος.

Τά κρίματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄβυσσος. Τίς μπορεῖ νά ἐξιχνιάση τόν νοῦν τοῦ Κυρίου τάς βουλάς Αὐτοῦ; Αὐτός γνωρίζει νά κανονίζη τά πάντα «καλοβαλμένα». Ἐμεῖς μέ τά μάτια τῆς διακρίσεώς μας μυωπάζουμε, ἀνάλογα μέ τήν πνευματική κατάστασι, πού ἔχει ἕκαστος. Καί βάσει αὐτοῦ τοῦ γεγονότος κρίνουμε τήν κάθε ὑπόθεσι. δέ Θεός, ὡς Πατέρας φιλόστοργος καί φιλάνθρωπος, βλέπει πολύ διαφορετικά τά πράγματα. Πολλές φορές παίρνει ἀνθρώπους σέ νεαρά ἡλικία, ἀνθρώπους χρήσιμους πνευματικῶς. Τούς παίρνει ἐνωρίτερα ἀπό κάποιο χρονο πού θά μποροῦσε νά καθορίση δική μας κρίσις. Κύριος γνωρίζει πότε εἶναι ἕτοιμος ἄνθρωπος κι ἔτσι ἀνάλογα πράττει.

Μέγας τοῦ Θεοῦ Βασίλειος, Ἱεράρχης τῆς Καισαρείας, αὐτός φωστήρας τοῦ κόσμου, πού μέ τήν ζωή του, ἄν ἦταν περισσότερη, θά ὠφελοῦσε ἀναρίθμητες ψυχές καί γενικά τόν χριστιανικό κόσμο, σέ νεαρά ἡλικία, σαρανταεννέα ἐτῶν, ἐκλήθη στά ἐπουράνια. Γιατί ὅλο αὐτό τό θέμα; Αὐτός γνωρίζει. Δέν κοίταξε ὁ Κύριος ποιά θά ἦταν ἡ ὠφέλεια, ἐάν θά ζοῦσε περισσότερο στόν κόσμο, ἀλλά φρόντισε νά τόν πάρη κοντά Του, νά τόν ἀσφαλίση, νά ἀσφαλίση αὐτήν τήν ψυχή, τήν τόσο πολύτιμη στήν θεία ἀποθήκη τῆς Βασιλείας Του. Ὅσον ἀφορᾶ τήν ὠφέλεια τῶν χριστιανῶν, Αὐτός σάν Πατέρας καί σάν Θεός ἐφρόντισε μέ τόν δικό Του τρόπο.

Βλέπουμε τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο τῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ ἁγίου Ὄρους νά φεύγη ἀπό τήν ζωή πέφτοντας ἀπό τή σκαλωσιά, μέσα στό Ἱερό τοῦ Καθολικοῦ καί νά σκοτώνεται. Κι αὐτό εἶναι κάτι περόμοιο μέ τόν θάνατο τοῦ πατρός Ἐφραίμ.
Διαβάζουμε στό Γεροντικό, ὅτι ἕνας ἐρημίτης, ἕνας σπηλαιώτης ἀσκητής εἶχε ἕναν ὑποτακτικό καί κάποια μέρα τοῦ ἔδωσε τό ἐργόχειρο καί τοῦ εἶπε:

  • Παιδί μου, νά πᾶς κάτω στήν πόλη νά τό πουλήσης, νά ἀγοράσης τά χρειαζούμενα καί νά ἐπιστρέψης.

Ὁ μοναχός, ὡς καλός ὑποτακτικός, κατέβηκε καί ἔκανε μερικές ἡμέρες μέχρι νά διαθέση τό ἐργόχειρο. Κατά τίς ἡμέρες ἐκεῖνες εἶδε μία κηδεία πολύ λαμπρή, μέ τά πλέον ἐξεζητημένα μέσα πολυτελείας ἐκείνου τοῦ καιροῦ. Ἅμαξες καί ζῶα καί λαμπρότητες. Εἶδε τήν κηδεία νά πορεύεται μέ κόσμο πολύ, μέ ἕναν καιρό ἡλιόλουστο, μιά πάρα πολύ χαρούμενη ἡμέρα κ.λ.π. Ἀπορώντας σκεφτόταν: «Ποιός μεγάλος ἄνθρωπος νά πέθανε καί τόσο λαμπρή κηδεία τοῦ γίνεται!» ρώτησε κάποιον περαστικό, καί τοῦ εἶπε ὅτι ἡ πρώτη πόρνη γυναίκα τῆς πόλεως πέθανε. Ἀντιπαρῆλθε τό γεγονός αὐτό, τελείωσε τίς ἡμέρες, πού χρειάσθηκε νά πωλήση τό ἐργόχειρο, κι ἐπέστρεφε στόν Γέροντά του.

Ὅταν ἔφτασε πρό τῆς σπηλιᾶς, ἄκουσε μέσα βογγητά καί μουγκρητά ζώου· κι αὐτό ἦταν ἕνα λιοντάρι, πού κατασπάραζε τόν Γέροντα ἀσκητή, τόν ἐξαϋλωμένο ἄνθρωπο. Ἀμέσως σαλεύτηκε ὁ νοῦς του, θόλωσε ἡ διάκρισι καί εἶπε: «Μά ἡ πόρνη μέ τόση λαμπρότητα καί τιμές νά κηδευτῆ, καί ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος νά ὑποστῆ ἕναν τόσο σκληρό θάνατο, νά τόν τρώη τό θηρίο; Ποιά εἶναι ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ;». Ἔβλεπε μέ τόν νοῦ του ἀδικία καί ἀδιακρισία Θεοῦ καί σκέφθηκε νά ἐπιστρέψη στόν κόσμο, διότι τά πράγματα δέν εἶναι ὅπως τά εἶχε διδαχθῆ. Κι ὅταν γύρισε τά βήματά του πρός τόν κόσμο, ὁ Θεός ἐπέβλεψε δι᾿ εὐχῶν τοῦ Γέροντά του καί τοῦ παρουσιάστηκε ἄγγελος Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε:
  • Γιατί σκέφθηκες τόσο ἄδικα ἀπέναντι στήν κρίσι τοῦ Θεοῦ;
  • Μά, πῶς νά μή σκεφθῶ, ἄγγελέ μου, τήν στιγμή πού εἶδα τόση διαφορά στόν τρόπο τοῦ θανάτου, ἀνάμεσα στόν Γέροντα μου, πού ἦταν ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος καί σ᾿ ἐκείνη τήν πόρνη γυναῖκα;
  • Ναί, ἔτσι προφανῶς φαίνονται τά πράγματα, ἀλλά ἡ κρίσι τοῦ Θεοῦ εἶναι διαφορετική. Ἡ πόρνη γυναίκα, σάν ἄνθρωπος κι αὐτή, εἶχε κάνει ὁρισμένες πράξεις καλές. Κι ὁ Γέροντας πρίν ἔρθη νά ἀσκητέψη, σάν ἄνθρωπος λαϊκός, εἶχε κι αὐτός ὁρισμένες ἁμαρτίες. Στήν πόρνη, γιά τίς καλές πράξεις, ὁ Θεός τῆς ἀπέδωσε τό δίκαιον ὄφλημα κι ἔτσι δέν τῆς χρωστᾶ τίποτε. Ἐπειδή ἦταν βεβαρημένο τό παρελθόν της, ἔπρεπε νά τῆς ἀποδώση τίς ὀλίγες πράξεις της μέ μιά δίκαια ἀνταπόδοσι, ἐξ οὗ καί οἱ τιμές καί ἡ ἡλιόλουστη ἡμέρα καί τά μέσα μεγαλοπρέπειας· ἔτσι δέν τῆς χρωστᾶ τίποτε. Ὁ δέ Γέροντάς σου ἐξόφλησε τό χρέος τῶν ἁμαρτιῶν του, πού εἶχε κατά κόσμον, καί ἀπῆλθε μέ τήν δικαία κρίσι τοῦ Θεοῦ, ὁλόλαμπρος, ἐντελῶς καθαρός, μή ἔχοντας κηλίδα στό ἔνδυμα τῆς ψυχῆς του.
Μόλις ὁ ταπεινός ὑποτακτικός ἄκουσε ἀπό τόν ἄγγελο τήν κρίσι τοῦ Θεοῦ, ὁπωσδήποτε ζήτησε συγγνώμη, ἐμέμφθη τόν ἑαυτό του καί γύρισε στήν ἀσκητική ζωή, στή σπηλιά τοῦ Γέροντός του.

Γι᾿ αὐτό δέν πρέπει νά τρέχουμε ἀσυλλόγιστα καί νά κρίνουμε οἱονδήποτε θάνατο καί πρᾶξι ἀνθρώπου. Ὁ Θεός δέν οἰκονομεῖ μόνον τήν σωτηρία τοῦ ἀπελθόντος, ἀλλά φροντίζει νά βοηθήση κι ἐμᾶς τούς ζῶντας, γιά νά διορθώσουμε ὁ καθένας τόν ἑαυτό του. Ὁ καθένας νά τά βάλη κάτω καί νά ἰδῆ ὅτι ὅλα τά ἀνθρώπινα εἶναι ματαιότης κι ὅτι ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πραγματικά ἕνα ὄνειρο. Σάν ὄνειρο πού εἶναι ἡ ζωή, νά φροντίσουμε νά μήν τῆς δώσουμε μεγάλη σημασία, ἀλλά ὁ καθένας ἄς προσέξη νά διορθώση τήν συνείδησί του, νά τήν καθησυχάση ἀπό τούς ἐλέγχους, νά τῆς κάνη ὑπακοή, κι ἔτσι, ὅταν ἔρθη ὁ φυσικός θάνατος, ὁποιοσδήποτε κι ἄν εἶναι αὐτός, νά βρεθῆ ἑτοιμος.

Ὁ θάνατος εἶναι κληρονομιά κάθε ἀνθρώπου πού ζῆ ἐπάνω σέ τοῦτον τόν πλανήτη. Πόσο μᾶς περιπαίζει ὁ κόσμος! Ὅπως ἡ γάτα παίζει μέ ὅλους. Μᾶς κοροϊδεύει, μᾶς φαντάζει ψεύτικα πράγματα, μᾶς ἀποπλανᾶ, καί τήν ὥρα τοῦ θανάτου μᾶς ἀποκαλύπτει τήν ἀλήθεια. Τότε κάθε ψυχή βλέπει ὅτι ἐμπαίχθηκε ἀπό τόν διάβολο, ἀπό τόν κόσμο κι ἀπό τή σάρκα. Αὐτός ὁ κόσμος τόσα καί τόσα μᾶς φαντάζει καί μᾶς προσφέρει σάν δόλωμα, γιά νά μᾶς πιάση στήν ἁμαρτία.

Ἡ ὥρα τοῦ θανάτου εἶναι φοβερή, ὅπως μᾶς τό λέγει κι ὁ ψαλμωδός: «Οἷον ἀγῶνα ἔχει ἡ ψυχή χωριζόμενη τοῦ σώματος! Ποῖος θρῆνος καί κοπετός! Πρός τούς ἀγγέλους τά ὄμματα ρέπουσα ἄπρακτα καθικετεύει· πρός τούς ἀνθρώπους τάς χεῖρας ἐκτείνουσα οὐκ ἔχει τόν βοηθοῦντα» (Τροπάριον Ἐξοδίου Ἀκολουθίας). Μόνη της ἡ ψυχή Ἑτοιμάζεται νά ἀπέλθη πρός τόν Δίκαιο Κριτή, γιά νά ἀποδώση λόγο τῶν πράξεών της. Φόβος καί τρόμος τήν καταλαμβάνει ἐκείνη τήν στιγμή. Ἐμεῖς τό λέμε τώρα, τό ἀκοῦμε, ἀλλά δέν τό ἔχουμε ζήσει. Αὐτοί πού ἔχουν ἀπέλθει καί ἔχουν ζήσει αὐτήν τήν φοβερή ὥρα, δέν εἶναι ἐδῶ παρόντες γιά νά μᾶς τήν ὁμολογήσουν καί νά μᾶς τήν περιγράψουν, ἄν καί δέν ἐκφράζεται μέ λόγια ἀνθρώπινα!

Ὅλοι μας θά περάσουμε ἀπό αὐτό τό μαρτύριο τοῦ θανάτου. Αὐτό πού εἶναι στά χέρια μας, στήν ἐξουσία μας, μέ τήν βοήθεια καί τήν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, εἶναι νά προετομάσουμε τόν ἑαυτό μας νά δεχθοῦμε τήν ὥρα αὐτή ὅσο γίνεται ψυχικά ἑτοιμασμένοι, διότι τοῦτο θά ἁπαλύνη τόν φόβο καί τόν τρόμο τοῦ θανάτου.

Ὅπως ἀναφέρουν τά ἱερά τροπάρια τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας καί οἱ συμβουλές τῶν Ἁγίων Πατέρων, κατά τήν ὥρα ἐκείνη τήν φοβερά ἔρχονται οἱ δαίμονες καί τρομοκρατοῦν καί φοβερίζουν καί ἀπειλοῦν καί ἀπελπίζουν. Προσπαθοῦν νά ἀπελπίσουν τήν ψυχή, νά μήν ἐλπίζη σωτηρία, διότι τόν Θεό μᾶς τόν παρουσιάζουν πολύ φοβερό κι ἀμείλικτο. Τά ὅσα λέγουν, αὐτοί τά γνωρίζουν καί ὅλοι ὅσοι ἔχουν ἀπέλθει ἀπό τούτη τήν ζωή. Ἡ ψυχή μόνο πού τούς βλέπει, γίνεται ἐκτός ἑαυτῆς, διότι τί ἔχει νά πῆ; Τί νά προφέρη; Ποιός θά τήν βοηθήση; Σκέπτεται μόνη της, διότι χάνει τήν αἴσθησι τοῦ περιβάλλοντος. Ὅσοι τήν παραστέκονται, σέ τί νά τήν βοηθήσουν;

Παρηγορεῖται, μόνον, ὅταν πλησιάσουν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἔρθουν τά μεγάλα ἀδέλφια μας νά βοηθήσουν τήν ψυχή αὐτή. Ἐκεῖ στρέφει τά μάτια, ἐκεῖ στρέφει τό βλέμμα μέ ὅλη τήν δύναμί της, γιά νά πάρη βοήθεια, νά ἱκετεύση· «Σώστέ με, φωνάζει· γλυτῶστε με ἀπό τούς δαίμονες». Οἱ ἄγγελοι μέ τήν παρουσία τους βέβαια δίνουν κουράγιο, ἀλλά τό μεγάλο κουράγιο καί ἡ ἐλπίδα τῆς λυτρώσεως ξεκινᾶ πρῶτον ἀπό τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί ἔπειτα ἀπό τό ἥσυχο συνειδός.

Ἡ συνείδησι· αὐτή εἶναι πού θά παίξη τόν σπουδαιότερο ρόλο. Ἐάν ἡ συνείδησι δέν κατακρίνη αὐτήν τήν ψυχή, τό θάρρος καί ἡ ἐλπίδα μεγαλώνουν γιά τό ὅτι ὁ Θεός καί οἱ ἄγγελοι θά τήν προστατέψουν. Ὅταν ὅμως ἡ συνείδησί μας ἐκείνη τήν στιγμή μᾶς κατακρίνη, ἀπό ἐκείνη τήν ὥρα ἀρχίζει ἡ γεῦσις τῆς φοβερᾶς αἰωνίου κολάσεως. Ἵλεως νά γίνη ὁ Θεός σέ κάθε ψυχή ἀνθρώπου ἐκείνη τήν φοβερή ὥρα! Ἀναχωροῦσα ἡ ψυχή δέν θά μπορέση νά ξεφύγη ἀπό τό ἄρπαγμα τῶν δαιμόνων, ὅταν οἱ πράξεις της θά εἶναι θανάσιμες καί μεγάλες. Θά εἶναι ζήτημα νά ξεμπλέξη ἀπ᾿ αὐτούς καί νά κάνη τήν ἄνοδο πρός τά ἐπάνω.

Σέ μιά σωσμένη κατάστασι ἤ σέ μιά μέτρια ἐπίσης, οἱ ἄγγελοι παραλαμβάνουν τήν ψυχή καί τήν ὁδηγοῦν πρός τόν Δίκαιο Κριτή. Ἀναβαίνουσα περνάει ἀπό τά ἐναέρια τελώνια, πού αντιπροσωπεύουν ἑκάστη θανάσιμη ἁμαρτία. Θά περάση ἀπό ἐξέτασι κάθε πάθους καί ἀδυναμίας, κι ἄν πιαστῆ ὑπεύθυνη, σ᾿ ὁποιοδήποτε τελώνιο κι ἄν σκαλώση, ἐκεῖ θά σταματήση.

Ἐάν ὅμως τά ξεπεράση ὅλα, τότε θά προσκυνήση τόν Δεσπότη Χριστό καί μετά, κατά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας μας, θά περιέλθη μέ τόν ἄγγελο φύλακα ὅπως ἀκούσαμε καί στήν ἀνάγνωσι, τίς ἅγιες μονές τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, θά περιέλθη τόν Ἅδη, μετά ὅλα τά μέρη πού ἔζησε ὅλα τά χρόνια τῶς ζωῆς, καί τήν τεσσαρακοστή ἡμέρα θά τελειώση ὅλη αὐτήν τήν πορεία καί θά ἐπιστρέψη ἐμπρός εἰς τόν Χριστό μας, γιά νά ἀκούση τήν ἀπόφασι. Σκεφθῆτε τόν φόβο καί τόν τρόμο τῆς ψυχῆς, πού βλέπουσα ἀπό τή μία πλευρά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ χαίρεται, κι ἀπό τήν ἄλλη πλευρά σκέπτεται: «Θά τήν πετύχω; Θά ἔλθω ἐδῶ νά κατοικήσω; Δέν τό ξέρω». Ὅταν ὁδηγῆται καί βλέπη τίς κολάσεις σκέπτεται: «Μήπως ἔλθω ἐδῶ; Οὐαί καί ἀλλοίμονό μου. Μήπως θά εἶναι γιά χρόνια αὐτή ἡ κόλασι; Ὄχι, θά εἶναι αἰωνία...». Καί μετά περιτριγυρίζουσα τούς τόπους τῆς ζωῆς της, ἐκεῖ θά δῆ πολλά. Ὅπου ἔκανε ἁμαρτία, θά ντρέπεται νά κοιτάξη ἡ ψυχή, ὅπου ἔκανε ἀρετές, θά χαίρεται. Ἀλλά σέ ὅλο τό διάστημα αὐτό ἡ ψυχή θά γνωρίση μέσα της, θά καταλάβη κατά πόσον ἡ ἀπόφασι τοῦ Θεοῦ θά εἶναι θετική ἤ ἀρνητική. Ὅλα αὐτά εἶναι ἡ μεγάλη ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.

Ἔχουμε δῆ θανάτους. Πράγματι εἴδαμε τό μυστήριον τοῦ θανάτου εἰς ἀνθρώπους πού ἀπῆλθαν, καί μᾶς ἔδειξαν μέ τόν τρόπο τους, μέ τό ὕφος τους, μέ τά μάτια τους, μέ τήν ταραχή τους, μέ τήν εὐλογία τους τό τί συνέβαινε ἀοράτως εἰς τό μυστήριον αὐτό τοῦ θανάτου. Πιστεύουμε ἀκράδαντα ὅτι ὅ,τι διαλαμβάνουν οἱ Ἅγιες Γραφές, ἡ ἱερή μας Παράδοσι καί ἡ ἀσκητική παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀλήθεια καί δέν γίνεται διαφορετικά.

Γι᾿ αὐτό ἄς λάβουμε ὑπ᾿ ὄψιν μας, καί πρῶτος ἐγώ πού τά λέω ὅλα αὐτά, τήν πραγματικότητα καί ἄς ρυθμίσουμε τήν ζωή μας. Ἄς τήν τακτοποιήσουμε τοιουτοτρόπως, ὥστε νά ἀποφύγουμε τήν αἰώνια κόλασι καί νά ἐπιτύχουμε, διά τῆς εὐσπλαχνίας καί φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Πρέπει τά πράγματα νά τά βάλουμε ἐπί τῆς τραπέζης, νά τά βάλουμε κάτω καί νά ποῦμε ὅτι ἡ σωτηρία μας δέν εἶναι παιχνίδι, δέν εἶναι κάτι πού μποροῦμε νά τό ἀντιπαρέλθουμε· δέν εἶναι ἀστεῖο.

Ἰδού τό βλέπουμε εἰς τούς ἀνθρώπους μας πού φεύγουν, πού εἶναι οἱ πατέρες μας πού πρό ὀλίγου εἴμεθα μαζί. Ποῦ εἶναι αὐτοί οἱ ἀδελφοί μας, πού συζούσαμε, ὁμιλούσαμε, πού τόσα λέγαμε καί τώρα ὅμως δέν ὑπάρχουν ἀνάμεσά μας; Αὐτό μπορεῖ νά γίνη καί σέ μᾶς· δέν τό γνωρίζουμε ποτέ. Γι᾿ αὐτό νά σκεπτώμεθα: «Ποῦ ἆρα γε νά εἶναι; Ἐσώθησαν ἤ ὄχι; Πόσα καί πόσα περνοῦν τίς ἡμέρες αὐτές, ἐγκαταλείποντες τόν κόσμο καί τήν ἀδελφότητά μας; Αὔριο οἱ ζῶντες αὐτά θά φρονοῦν καί θά λέγουν καί γιά μᾶς».

Ἄς κοιτάξουμε κατάματα τήν σωτηρία μας, ὅσο καί νά μᾶς τρομάζη, ὅσο καί νά ντρεπώμεθα. Ἄς διορθώσουμε τήν ζωή μας. Νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό ἀπό τήν καρδιά μας κι ἄς Τοῦ προσφέρουμε αἶνον καί δοξολογίαν, γιατί εἴμαστε στήν ζωή καί μποροῦμε νά βάλουμε τά πράγματα τῆς ψυχῆς μας στήν θέσι τους καί νά προετοιμαστοῦμε. Δέν γνωρίζουμε, ὅπως βλέπουμε στήν πρᾶξι, οὔτε τήν ἡμέρα, μήτε τήν ὥρα, μήτε τήν στιγμή πού θά ἀφήσουμε τόν κόσμο. Ἄς κάνουμε τόν κανόνα μας, τίς προσευχές μας· νά μήν ἀμελοῦμε τήν ἀγρυπνία μας, νά μή ραθυμοῦμε, νά κατεβαίνουμε στήν ἐκκλησία μας, στή λειτουργία μας. Νά ἔχουμε ἀγάπη μεταξύ μας, διότι ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός· καί «ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἐν τῷ Θεῳ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ»1. Ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν Θεό; Ἐκεῖνος πού τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Πρώτη καί μεγάλη ἐντολή εἶναι νά ἀγαποῦμε τόν Θεό καί δεύτερη τόν πλησίον μας, τόν ἀδελφό μας. Ὅταν ὅμως δέν πράττουμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, φαίνεται ὁλοφάνερα πώς δέν Τόν ἀγαποῦμε. Ἔχουμε τήν πρώτη παράβασι.

Ἐάν δέν ἀγαποῦμε τούς ἀδελφούς, ἐάν τούς κατακρίνουμε, ἐάν τούς συκοφαντοῦμε, ἐάν τούς κατηγοροῦμε, ἐάν εἴμαστε ψυχραμένοι μαζί τους, ἰδού αὐτή εἶναι ἡ παράβασι τῆς δεύτερης μεγάλης ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ. «Ὁ μισῶν τόν ἀδελφόν αὐτοῦ, ἀνθρωποκτόνος ἐστί2, ἐν τῇ σκοτίᾳ ἐστί καί ἐν τῆ σκοτίᾳ περιπατεῖ καί οὐκ οἶδε ποῦ ὑπάγει»3, δηλαδή εἰς τό σκότος βαδίζει καί δέν γνωρίζει ποῦ πηγαίνει.

Συνεχίζεται...


Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.



Ἀπό τό βιβλίο: τέχνη τῆς σωτηρίας
Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου

Ἔκδοσεις Ἱεράς Μονῆς Φιλοθέου Ἅγιον Ὄρος

Τόμος α΄

Κεντρική διάθεση:
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»


Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Φιλοθέου γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά  Μονή.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
 




11 Ἰω. Δ΄ : 16.
21 Ἰω. Γ΄ : 15.
31 Ἰω. Β΄ : 11.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου