Σελίδες

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011

Μέ ἀ­φορ­μή τή θε­ω­ρί­α τῆς ἐ­ξέ­λι­ξης (Ε΄-τελευταῖο), Δημητρίου Βλαχοστέργιου (Δρος Γενετικῆς καί Βελτίωσης Φυτῶν)

undefined
Σύντομη ἐπιστημονική & θεολογική προσέγγιση[1]
Δη­μή­τριος Ν. Βλα­χο­στέρ­γιος
Δρ. Γε­νε­τι­κῆς & Βελτίωσης Φυτῶν
 

Σχέ­ση Ἐ­πι­στή­μης καί Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς - Οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι Ἐ­ξε­λι­κτι­κοί.

Τό πῶς ἀ­κρι­βῶς, ἀπό τε­χνι­κῆς ἀπόψεως, ἔ­πλα­σε ὁ Θε­ός τόν ἄν­θρω­πο καί τά ὑ­πό­λοι­πα κτί­σμα­τα δέν ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται στήν Ἁ­γί­α Γρα­φή· ἀφ’ ἑ­νός μέν για­τί οἱ ἄ­κτι­στες ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ, ὅ­πως εἶ­ναι οἱ δη­μι­ουρ­γι­κές πρά­ξεις, δέν μπο­ροῦν νά πε­ρι­γρα­φοῦν οὔ­τε βέ­βαι­α νά ἐ­ξη­γη­θοῦν καί νά κα­τα­νο­η­θοῦν ἐ­πι­στη­μο­νι­κά[1] καί ἀφ’ ἑ­τέ­ρου για­τί ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται πρω­τί­στως νά ἀ­πο­κα­λυ­φθεῖ τό Ποιός εἶ­ναι πί­σω ἀ­πό τή δη­μι­ουρ­γί­α. Ἀ­πό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά τό ἀν­τι­κεί­με­νο τῆς ἐ­πι­στή­μης ἐν­το­πί­ζε­ται στή με­λέ­τη τῆς οὐ­σί­ας καί τῶν μη­χα­νι­σμῶν λει­τουρ­γί­ας τῶν ὄν­των. Βέ­βαι­α ὑ­πάρ­χουν Πα­τέ­ρες πού μέ βά­ση τά ἐ­πι­στη­μο­νι­κά δε­δο­μέ­να τῆς ἐ­πο­χῆς τους, καί προ­φα­νῶς γιά ποι­μαν­τι­κούς λό­γους, προ­σπά­θη­σαν νά πε­ρι­γρά­ψουν τό πῶς τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας, λέ­γον­τας πολ­λές φο­ρές πράγ­μα­τα πού ἡ ἐ­πι­στή­μη ἀ­πο­κρυ­πτο­γρά­φη­σε πο­λύ ἀρ­γό­τε­ρα.
Γιά πα­ρά­δειγ­μα, ὁ μέ­γας Βα­σί­λει­ος γρά­φει στήν Ἑ­ξα­ή­με­ρο: «Ἑ­κά­στου γέ­νους τὰς ἀ­παρ­χὰς νῦν, οἱ­ο­νεὶ σπέρ­μα­τά τι­να τῆς φύ­σε­ως, προ­βλη­θῆ­ναι κε­λεύ­ει»[2], δη­λα­δή τίς ἀ­παρ­χές κά­θε γέ­νους, κα­τά κά­ποι­ο τρό­πο τά σπέρ­μα­τα τῆς φύ­σε­ως κά­θε γέ­νους, δί­νει ἐν­το­λή –ὁ Θε­ός– νά ἐμ­φα­νι­στοῦν. Αὐτό ἀποτελεῖ μί­α προ­σέγ­γι­ση πού σή­με­ρα πολλοί θε­ω­ροῦν ὅ­τι θά μπο­ροῦ­σε νά ἑρ­μη­νευ­θεῖ σάν μί­α προ­φη­τι­κή ἑρ­μη­νεί­α γιά τόν γε­νε­τι­κό κώ­δι­κα (DNA) πού ἐ­νυ­πάρ­χει σέ ὅ­λα τά «γέ­νη» καί ἐ­ξε­λίσ­σε­ται στόν πλή­ρη ὀρ­γα­νι­σμό. Ὅ­ταν κα­νείς ἔρ­χε­ται σέ ἐ­πα­φή μέ τέ­τοι­α πα­τε­ρι­κά κεί­με­να, αὐ­θόρ­μη­τα ἐκ­πλήσ­σε­ται καί θυ­μᾶ­ται ἐ­κεῖ­νο πού εἶ­χε πεῖ ὁ αὐτοαποκαλούμενος ἀγνωστικιστής Ρόμπερτ Τζάστροου[3]: «Γιά τόν ἐπιστήμονα πού ἔχει ζήσει μέ τήν πίστη του στήν δύναμη τῆς λογικῆς, ἡ ἱστορία τελειώνει σάν ἕνα κακό ὄνειρο. Ἔχει σκαρφαλώσει τίς ὁροσειρές τῆς ἄγνοιας ... πλησιάζει νά κατακτήσει τήν ψηλότερη κορυφή... καί, καθώς σέρνεται πάνω ἀπό τόν τελευταῖο βράχο, τόν καλωσορίζει μία ὁμάδα θεολόγων, οἱ ὁποῖοι εἶναι καθισμένοι ἐκεῖ πέρα ἐπί αἰῶνες!»

Ὡ­στό­σο, ὅ­σο ἐν­τυ­πω­σια­κή κι ἄν εἶ­ναι ἡ ἑρ­μη­νεί­α, δέν παύ­ει νά εἶ­ναι μί­α ἑρ­μη­νευ­τι­κή προ­σέγ­γι­ση καί πάντα μέ­σα στό πλαί­σιο πού ὁ­ρί­ζει ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή –κα­τά γέ­νος δη­μι­ουρ­γί­α. Γιά τόν τρό­πο μέ τόν ὁ­ποῖ­ο ἑρ­μή­νευ­αν οἱ Πα­τέ­ρες τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή ση­μει­ώ­νει ὁ π. Γ. Με­ταλ­λη­νός τά ἑ­ξῆς: «Οἱ Πα­τέ­ρες (Προ­φῆ­τες, Ἀ­πό­στο­λοι καί ὅ­λοι οἱ Ἅ­γιοι) ὅ­ταν κα­τέ­χουν καί τήν ἀν­θρώ­πι­νη σο­φί­α (π.χ. Μ. Βα­σί­λει­ος) γνω­ρί­ζουν τίς ἐ­πι­στη­μο­νι­κές θε­ω­ρί­ες τῆς ἐ­πο­χῆς τους, τίς ὁ­ποῖ­ες ὅ­μως ἐ­ρευ­νοῦν μέ­σα ἀ­πό τό πρί­σμα τῆς Θε­ο­λο­γί­ας τους, ἀ­φοῦ σκο­πός τους δέν εἶ­ναι ἡ φυ­σι­κή ἐ­πι­στη­μο­νι­κή γνώ­ση, ἀλ­λά ἡ κα­θο­δή­γη­ση τῶν πνευ­μα­τι­κῶν τους τέ­κνων πρός τήν σω­τη­ρί­α καί ἡ προ­στα­σί­α τους ἀ­πό γνώ­ση πού εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ἐμ­πο­δί­σει τήν πο­ρεί­α τους πρός τήν θε­ο­γνω­σί­α. Ἡ δι­ά­θε­ση ὅ­μως στήν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή δέν εἶ­ναι a priori πο­λε­μι­κή καί ἀ­πορ­ρι­πτι­κή, ἀλ­λά ἁ­πλῶς ποι­μαν­τι­κή καί προ­στα­τευ­τι­κή».[4] Ἡ πα­τε­ρι­κή ἐμ­πει­ρί­α καί πα­ρά­δο­ση γνω­ρί­ζει ὅ­τι ἡ ἐ­πι­στή­μη εἶ­ναι σέ δια­ρκῆ ἐ­ξέ­λι­ξη καί ἀ­να­προ­σαρ­μό­ζει τά συμ­πε­ρά­σμα­τά της μέ βά­ση τά νε­ό­τε­ρα εὑ­ρή­μα­τα. Ἡ ἀ­λη­θι­νή ἐ­πι­στή­μη καί οἱ ἀ­λη­θι­νοί ἐ­πι­στή­μο­νες χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ται ἀ­πό με­τρι­ο­πά­θεια στήν ἀ­να­κοί­νω­ση τῶν συμ­πε­ρα­σμά­των τους, καί πο­τέ δέν βά­ζουν τε­λεί­α σέ ὅ­τι λέ­νε, ἀλ­λά κόμ­μα, πε­ρι­μέ­νον­τας τίς νε­ό­τε­ρες ἐ­ξε­λί­ξεις.
Δυ­στυ­χῶς ὅ­μως κά­ποι­οι Χρι­στια­νοί, κά­τω ἀ­πό τήν πί­ε­ση πού ὑ­πάρ­χει ὅ­τι ἡ μα­κρο­ε­ξέ­λι­ξη εἶ­ναι ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ἀ­λή­θεια καί προ­κει­μέ­νου νά μήν ἐμ­φα­νι­στοῦν ἀν­τι­ε­πι­στη­μο­νι­κοί, προ­σαρ­μό­ζουν τή θε­ο­λο­γί­α στήν ἐ­πι­στή­μη καί θε­ω­ροῦν ὅ­τι ὁ Θε­ός δη­μι­ούρ­γη­σε μέ τή δι­α­δι­κα­σί­α τῆς μα­κρο­ε­ξέ­λι­ξης τά πάν­τα.
Στήν Ἑλ­λά­δα ὑ­πάρ­χουν οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι Ἐ­ξε­λι­κτι­κοί, ὅ­πως αὐ­το­α­πο­κα­λοῦν­ται. Πο­λύ πε­ρι­λη­πτι­κά οἱ θέ­σεις τους ἔ­χουν ὡς ἑ­ξῆς. Κά­ποι­α στιγ­μή, μέ τή δι­α­δι­κα­σί­α τῆς ἐ­ξέ­λι­ξης, ἐμ­φα­νί­στη­καν οἱ πρῶ­τοι ἄν­θρω­ποι, οἱ λε­γό­με­νοι προ­α­δα­μια­ῖοι, ἔ­χον­τας ὅ­μως τό κα­τ’ εἰ­κό­να Θε­οῦ. Ἔ­πει­τα ὁ Θε­ός πῆ­ρε τόν κα­τ’ ἐ­ξέ­λι­ξιν ὁ­λο­κλη­ρω­θέν­τα βι­ο­λο­γι­κό ἄν­θρω­πο, πού εἶ­χε τήν δι­κή Του εἰ­κό­να, καί «ἐ­νε­φύ­ση­σε» σέ αὐ­τόν τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, δη­μι­ουρ­γῶν­τας ἔ­τσι τόν ἱ­στο­ρι­κό Ἀ­δάμ. Κύ­ριος ἐκ­πρό­σω­πος αὐ­τῶν τῶν θέ­σε­ων εἶ­ναι ὁ Ἀ­λέ­ξαν­δρος Κα­λό­μοι­ρος[5] καί οἱ συ­νε­χι­στές του, πού ἐκ­δη­λώ­νον­ται σή­με­ρα κυ­ρί­ως μέ­σω τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου[6].
Δυ­στυ­χῶς δέν μπο­ροῦ­με στά πλαί­σια μί­ας τέ­τοι­ας ὁ­μι­λί­ας νά ἀ­να­λύ­σου­με σέ βά­θος τό θέ­μα. Ὑ­πάρ­χουν ὅ­μως ἀρ­κε­τά κεί­με­να ἀ­ναι­ρε­τι­κά τῶν ἀ­πό­ψε­ων τῶν Ὀρ­θό­δο­ξων Ἐ­ξε­λι­κτι­κῶν. Ἀ­ξί­ζει νά ἀ­να­φέ­ρου­με ὅ­μως ὅ­τι ὁ μα­κα­ρι­στός ἅ­γιος γέ­ρον­τας π. Πα­ΐ­σιος ὁ ἁ­γι­ο­ρεί­της, ὁ ὁ­ποῖ­ος θά πρέ­πει νά ση­μει­ω­θεῖ ὅ­τι στά παι­δι­κά του χρό­νια δέ­χθη­κε ἐμ­φά­νι­ση τοῦ ἴ­διου του Χρι­στοῦ μέ ἀ­φορ­μή ἕ­να πει­ρα­σμό ἀ­πι­στί­ας ἀ­πό τή δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Δαρ­βί­νου[7], ὅ­ταν τόν ρω­τοῦ­σαν για­τί νά μήν λέ­με ὅ­τι ὁ Θε­ός πῆ­ρε πρῶ­τα τόν πί­θη­κο καί τόν τε­λει­ο­ποί­η­σε, τούς ἀ­παν­τοῦ­σε: «Κα­λά, δέν μπο­ροῦ­σε ὁ Θε­ός νά κά­νη τό τέ­λει­ο δη­μι­ούρ­γη­μα, τόν ἄν­θρω­πο, ποῦ δι­έ­θε­σε γι’ αὐ­τόν ὁ­λό­κλη­ρη ἡ­μέ­ρα; ἔ­πρε­πε νά βρεῖ ἀν­ταλ­λα­κτι­κά;... Δι­ά­βα­σε νά δεῖς τί λέ­ει ἡ προ­φη­τεί­α τοῦ Ἰ­ώβ, στό Ἀ­νά­γνω­σμα τῆς Με­γά­λης Πέμ­πτης. Τώ­ρα αὐ­τά γιά τόν πί­θη­κο οὔ­τε ἡ ἐ­πι­στή­μη τά πα­ρα­δέ­χε­ται». Ὁ γέ­ρον­τας μά­λι­στα, θε­ω­ροῦ­σε αὐ­τές τίς ἀ­πό­ψεις ὡς βλά­σφη­μες: «Ἄν σκε­φθεῖς, ἔ­λε­γε, ὅ­τι ἀ­πό ἄν­θρω­πο, τήν Πα­να­γί­α μας, γεν­νή­θη­κε ὁ Χρι­στός! Δη­λα­δή ἀ­πό­γο­νος τοῦ πί­θη­κου ἦ­ταν ὁ Χρι­στός; Τί βλα­σφη­μί­α! Καί δέν τό κα­τα­λα­βαί­νουν ὅ­τι βλα­σφη­μοῦν[8]. Ρί­χνουν μί­α πέ­τρα, καί δέν κοι­τοῦν πό­σα κε­φά­λια θά σπά­σει. Σοῦ λέ­ει: ″Ἐ­γώ τήν ἔ­ρι­ξα πιό μα­κριά ἀ­πό τόν ἄλ­λο″. Αὐ­τό κά­νουν σή­με­ρα· θαυ­μά­ζουν ποιός θά πε­τά­ξει πιό μα­κριά τήν πέ­τρα[9]. Πό­σα κε­φά­λια θά σπά­σει ἀ­πό αὐ­τούς πού περ­νᾶ­νε ἐ­κεῖ κά­τω, δέν τό σκέ­φτον­ται!».[10] Μά­λι­στα προ­φη­τεύ­ον­τας πό­σο ἐ­πι­κίν­δυ­νο εἶ­ναι καί ποῦ μπο­ρεῖ νά ὁ­δη­γή­σει αὐ­τό τό ρεῦ­μα τῶν Χρι­στια­νῶν Ἐ­ξε­λι­κτι­κῶν, ἔ­λε­γε: «Τώ­ρα στήν ἀρ­χή, γιά νά μήν ὑ­πάρ­χουν ἀν­τι­δρά­σεις, λέ­νε: ″Δέν ἀρ­νού­μα­στε τόν Θε­ό· ἁ­πλᾶ γιά νά μήν φαί­νε­ται ὅ­τι πᾶ­με ἀν­τί­θε­τα σέ ὅ­σα λέ­νε οἱ με­γά­λοι ἐ­πι­στή­μο­νες, παίρ­νου­με συμ­βο­λι­κά τό «χοῦν» καί λέ­με ὅ­τι ὁ Θε­ός πῆ­ρε πί­θη­κο γιά σῶ­μα καί τοῦ ἐ­νε­φύ­ση­σε τήν ψυ­χή. Νά δεῖ­τε ὅ­μως, στή συ­νέ­χεια, ὅ­ταν τό δε­χθοῦ­νε αὐ­τό πολ­λοί Χρι­στια­νοί, πού τά ἑρ­μη­νεύ­ου­νε μέ τό μυα­λό, με­τά θά μᾶς ποῦν: Ἔ, κα­λά τώ­ρα... ἐ­νε­φύ­σε ψυ­χή... γιά ἕ­να φοῦ, γιά ἀ­έ­ρα θά συ­ζη­τᾶ­με;! Ἀ­φοῦ ὁ πί­θη­κος ἦ­ταν ζων­τα­νός· εἶ­χε πνο­ή ζω­ῆς· αὐ­τή εἶ­ναι ἡ ψυ­χή: ἡ ζω­ή. Καί με­τά με­ρι­κά χρό­νια, ἀ­φοῦ τό δε­χθοῦ­νε κι αὐ­τό, θά μᾶς ποῦ­νε: Ποι­ός θε­ός τοῦ Ἀ­δάμ καί τῆς Εὔ­ας;... Ἐν­τά­ξει, δέν λέ­με ὅ­τι γί­να­νε ὅ­λα μό­να τους· ὑ­πάρ­χει μί­α ἀ­νώ­τε­ρη δύ­να­μη: ἡ Φύ­ση».[11] Μή­πως ἀ­γα­πη­τοί μου, δέν τά ἀ­κοῦ­με σή­με­ρα αὐ­τά;
Ἡ ἐ­πι­στή­μη δέν εἶ­ναι ἕ­να ἐρ­γα­λεῖ­ο γιά νά ἀ­πο­δεί­ξου­με ἤ ὄ­χι τήν ὕ­παρ­ξη τοῦ Θε­οῦ. Μέ­σω τῆς ἐ­πι­στή­μης ὅ­μως μπο­ρεῖ νά ἐμ­βα­θύ­νει κα­νείς στή σο­φί­α καί τήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ. Γρά­φει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στήν Πρός Ρω­μαί­ους ἐ­πι­στο­λή του: «τὰ γὰρ ἀ­ό­ρα­τα αὐ­τοῦ ἀ­πὸ κτί­σε­ως κό­σμου τοῖς ποι­ή­μα­σι νο­ού­με­να κα­θο­ρᾶ­ται»[12]. Δη­λα­δή: τά ἀ­ό­ρα­τα τοῦ Θε­οῦ ἀ­πό κτί­σε­ως κό­σμου βλέ­πον­ται κα­θα­ρά μέ τήν βα­θιά κα­τα­νό­η­ση τῶν δη­μι­ουρ­γη­μά­των. «Ἀ­ό­ρα­τα τοῦ Θε­οῦ» εἶ­ναι οἱ ἄ­κτι­στες ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ, στίς ὁ­ποῖ­ες βέ­βαι­α πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται καί οἱ δη­μι­ουρ­γι­κές ἐ­νέρ­γει­ες. Ἑρ­μη­νεύ­ον­τας τό πα­ρα­πά­νω χω­ρί­ο ὁ πα­τήρ Ἀ­θα­νά­σιος σχο­λιά­ζει: «Οἱ ἄ­κτι­στες ἐ­νέρ­γει­ες βλέ­που­με νά ἀ­πο­τυ­πώ­νον­ται στή δη­μι­ουρ­γί­α. Ὁ Χρι­στός ἔ­κα­νε ἕ­να προ­σκλη­τή­ριο θε­ω­ρί­ας τῆς κτί­σε­ως... εἶ­πε ἐμ­βλέ­ψα­τε στά πε­τει­νά τοῦ οὐ­ρα­νοῦ, στά κρι­νά­κια τοῦ ἀ­γροῦ καί λοι­πά. Κοι­τάξ­τε τί εἶ­πε: «ἐμ­βλέ­ψα­τε», ″ἐν″ καί ″βλέ­πω″, δη­λα­δή μέ προ­σο­χή θά πα­ρα­τη­ρή­σε­τε ἕ­να κρι­νά­κι τοῦ ἀ­γροῦ. Εἶ­ναι ἕ­να προ­σκλη­τή­ριο πού κά­νει ὁ Θε­ός Δη­μι­ουρ­γός, ὁ Θε­ός Λό­γος, ἀ­πό τή δη­μι­ουρ­γί­α Του, γιά νά κα­τα­στή­σει τούς ἀν­θρώ­πους μέ βά­θος γνώ­σε­ως. Για­τί ὁ Θε­ός ἔ­κα­νε αὐ­τό τό τρο­μα­κτι­κό σέ ἔ­κτα­ση καί δύ­να­μη σύμ­παν; Τό ’χε­τε πο­τέ ρω­τή­σει; Γιά νά γί­νει γνω­στός ὡς Θε­ός δυ­νά­με­ως, σο­φί­ας καί ἀ­γα­θό­τη­τος στόν ἄν­θρω­πο. Γιά νά τόν γνω­ρί­σει ὁ ἄν­θρω­πος».[13]

Μι­κρή ἀ­να­φο­ρά στόν μα­κα­ρι­στό πα­τέ­ρα Ἀ­θα­νά­σιο Μυ­τι­λη­ναῖ­ο.[14]
Ὁ μα­κα­ρι­στός γέ­ρον­τάς μας, πα­τήρ Ἀ­θα­νά­σιος, δί­δα­σκε τούς ἀν­θρώ­πους μέ κά­θε τρό­πο. Τά τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια εἶ­χε φτιά­ξει ἔ­ξω ἀ­πό τό κε­λί του μί­α μι­κρή ἔκ­θε­ση δι­α­φό­ρων ἀν­τι­κει­μέ­νων τά ὁ­ποῖ­α συ­νέ­λε­γε στούς πε­ρι­πά­τους πού ἔ­κα­νε μέ τούς πα­τέ­ρες τῆς μο­νῆς ἤ πού τοῦ ἔ­δι­ναν δι­ά­φο­ροι ἄν­θρω­ποι πού γνώ­ρι­ζαν τό ἐν­δι­α­φέ­ρον καί τήν ἀ­γά­πη του γιά τήν κτί­ση. Κι αὐ­τό, ὅ­πως μοῦ εἶ­χε πεῖ κά­πο­τε, γιά νά ἀ­πο­τε­λεῖ ἀν­τι­κεί­με­νο με­λέ­της καί πα­ρα­τή­ρη­σης γιά τούς ἐ­ξο­μο­λο­γού­με­νους πού πε­ρί­με­ναν. Καί ὄ­χι μό­νο. Ὁ ἴ­διος χαι­ρό­ταν πα­ρα­τη­ρών­τας καί με­λε­τών­τας τήν κτί­ση, τή συμ­πε­ρι­φο­ρά τῶν ζώ­ων καί τῶν που­λι­ῶν, τήν ὀ­μορ­φιά τῶν λου­λου­δι­ῶν, τή μορ­φή καί τήν πο­λυ­πλο­κό­τη­τα ὅ­λων τῶν ὄν­των. Ἦ­ταν ἐν­θου­σι­α­σμέ­νος κά­θε φο­ρά πού βρι­σκό­ταν μέ­σα στή φύ­ση καί θυ­μό­ταν τά λό­για τοῦ Λι­ναί­ου ὅ­ταν ὁ Σου­η­δός φυ­σι­ο­δί­φης, περ­πα­τών­τας μέ­σα στά ἀν­θι­σμέ­να λι­βά­δια καί μή ἀν­τέ­χον­τας τήν ὀ­μορ­φιά τους, ἔ­λε­γε: «Σω­πᾶ­στε, σω­πᾶ­στε, μέ ξε­κου­φά­να­τε!». Κι ἄν ὁ Λι­ναῖ­ος ἦ­ταν ἕ­νας ἐ­πι­στή­μο­νας φυ­σι­ο­λά­τρης, ὁ μα­κα­ρι­στός πα­τήρ Ἀ­θα­νά­σιος, μπο­ροῦ­σε καί ἔ­βλε­πε πί­σω ἀ­πό τά κτί­σμα­τα τόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, τό δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος, τήν ἐ­νυ­πό­στα­τη Σο­φί­α, πού δη­μι­ούρ­γη­σε τόν ὁ­ρα­τό καί ἀ­ό­ρα­το κό­σμο, καί ἀ­να­λυ­ό­ταν σέ καρ­δια­κή δο­ξο­λο­γί­α.

Ἐ­πί­λο­γος
Ἀ­γα­πη­τοί μου, οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες προ­χώ­ρη­σαν στή γνώ­ση καί δο­ξο­λο­γί­α τοῦ Θε­οῦ καί μέ­σα ἀ­πό τήν πα­ρα­τή­ρη­ση τῶν ἔρ­γων τοῦ Θε­οῦ. Γιά νά δεῖ κα­νείς ὅ­μως τόν Θε­ό μέ­σα ἀ­πό τά δη­μι­ουρ­γή­μα­τά Του, πρέ­πει νά ἔ­χει κα­θα­ρή καρ­διά· δι­α­φο­ρε­τι­κά αὐ­τή ἡ ἴ­δια ἡ κτί­ση ἀ­πο­τε­λεῖ γι’ αὐ­τόν σκάν­δα­λο, δη­λα­δή ἐμ­πό­διο, γιά νά γνω­ρί­σει τόν Θε­ό. Οἱ Ἅ­γιοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μᾶς ἔ­χουν πα­ρα­δώ­σει τήν ὁ­δό τῆς γνώ­σης τοῦ Θε­οῦ· δέν ἀ­πο­μέ­νει τί­πο­τε ἄλ­λο ἀ­πό ἐ­μᾶς πα­ρά νά τήν πο­ρευ­θοῦ­με.



[1]. Γι­ά πα­ρά­δειγ­μα, ὅ­ταν γί­νε­ται ἕ­να θαῦ­μα, μί­α θε­ρα­πεί­α, ὅ­που τή μί­α μέ­ρα οἱ ἐ­ξε­τά­σεις καί ἡ κλι­νι­κή εἰ­κό­να τοῦ ἀ­σθε­νοῦς δεί­χνουν τήν ὕ­παρ­ξη τῆς ἀ­σθέ­νει­ας καί τήν ἄλ­λη ὄ­χι, τό φαι­νό­με­νο δέν προ­σεγ­γί­ζε­ται ἐ­πι­στη­μο­νι­κά. Εἶ­ναι τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα μί­ας θε­ρα­πευ­τι­κῆς ἐ­νέρ­γει­ας τοῦ Θε­οῦ.
[2]. Μ. Βα­σι­λεί­ου, Εἰς τήν Ἑ­ξα­ή­με­ρον, PG 29, 149C. Ὁ­μι­λί­α 7η, «Πε­ρί ἑρ­πε­τῶν».
[3]. J­a­s­t­r­ow, R. 1978. G­od a­nd t­he A­s­t­r­o­n­o­m­e­rs. N­ew Y­o­rk, W.W. N­o­r­t­on, p. 116. Ὁ Δρ. Ρόμ­περτ Τζά­στρο­ου εἶ­ναι ἀ­στρο­φυ­σι­κός, ἱ­δρυ­τής τοῦ Ἰν­στι­τού­του Δι­α­στη­μι­κῶν με­λε­τῶν τῆς N­A­SA.
[4]. π. Γ. Με­ταλ­λη­νός. «Ὀρ­θό­δο­ξη Πί­στη & Φυ­σι­κές Ἐ­πι­στῆ­μες». Ὀρ­θό­δο­ξος Τύ­πος, 13-02-2009.
[5]. Κα­λό­μοι­ρος Ἀ­λέ­ξαν­δρος Οἱ 6 Αὐ­γές, σ. 17-22. ἔκδ. «Ζέ­φυ­ρος», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1993.
[6]. Ἡ ἰ­στο­σε­λί­δα τῶν «Ὀρ­θό­δο­ξων Ἐ­ξε­λι­κτι­κῶν» εἶ­ναι: h­t­tp:­//e­x­e­l­d­im.b­r­a­v­e­h­o­st.c­om/i­n­d­ex.h­t­ml.
[7]. Ἰ­σα­άκ ἱ­ε­ρομ. «Βί­ος γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου τοῦ Ἁ­γι­ο­ρεί­του», σ. 50. Στά μα­θη­τι­κά του χρό­νι­α κά­ποι­ος φί­λος τοῦ ἀ­δερ­φοῦ τοῦ γέ­ρον­τα προ­σπά­θη­σε νά δη­λη­τη­ρι­ά­σει τήν ψυ­χή τοῦ μι­κροῦ Ἀρ­σε­νί­ου, πα­ρου­σι­ά­ζον­τας τή θε­ω­ρί­α τοῦ Δαρ­βί­νου καί ἀμ­φι­σβη­τών­τας ἔτ­σι τήν θε­ό­τη­τα τοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ μι­κρός Ἀρ­σέ­νι­ος κλο­νί­στη­κε· ἀλ­λά μέ τήν παι­δι­κή του ἁ­πλό­τη­τα εἶ­πε: «Θά πά­ω νά προ­σευ­χη­θῶ, κι ἄν ὁ Χρι­στός εἶ­ναι Θε­ός θά μοῦ πα­ρου­σι­α­στεῖ νά πι­στέ­ψω». Προ­σευ­χή­θη­κε γι­ά ὧ­ρες, ἀλ­λά τί­πο­τε. Στό τέ­λος, τσα­κι­σμέ­νος, στα­μά­τη­σε. Τό­τε θυ­μή­θη­κε μί­α κου­βέν­τα πού εἶ­χε πεῖ ὁ φί­λος του ἀ­δερ­φοῦ του, ὅ­τι πα­ρα­δέ­χε­ται πώς ὁ Χρι­στός ἦ­ταν ἕ­νας δί­και­ος καί ἐ­νά­ρε­τος ἄν­θρω­πος καί ὅ­τι τόν κα­τα­δί­κα­σαν ἄ­δι­κα, καί ὁ μι­κρός Ἀρ­σέ­νι­ος βά­ζον­τας κα­λό λο­γι­σμό καί πο­λύ φι­λό­τι­μο εἶ­πε: «Ἀ­φοῦ ἦ­ταν τέ­τοι­ος, καί ἄν­θρω­πος νά ἦ­ταν ἀ­ξί­ζει νά τόν ἀ­γα­πή­σω, νά τόν ὑ­πα­κού­σω καί νά θυ­σι­α­στῶ γι’ Αὐ­τόν. Δέν θέ­λω οὔ­τε πα­ρά­δει­σο οὔ­τε τί­πο­τε. Γι­ά τήν ἁ­γι­ό­τη­τά του καί τήν κα­λο­σύ­νη, τοῦ ἀ­ξί­ζει κά­θε θυ­σί­α». Ὕ­στε­ρα ἀ­π’ αὐ­τό πα­ρου­σι­ά­στη­κε ὁ ἴ­δι­ος ὁ Χρι­στός μέ­σα σέ ἄ­φθο­νο φῶς. Φαι­νό­ταν ἀ­πό τή μέ­ση καί πά­νω. Τό βλέμ­μα Του ἦ­ταν γε­μᾶ­το ἀ­γά­πη. Καί τοῦ εἶ­πε: «ἐ­γώ εἰ­μι ἡ ἀ­νά­στα­σις καὶ ἡ ζω­ή. ὁ πι­στεύ­ων εἰς ἐ­μέ, κἂν ἀ­πο­θά­νῃ ζή­σε­ται». Τά λό­γι­α αὐ­τά ἦ­ταν γραμ­μέ­να καί στό Εὐ­αγ­γέ­λι­ο πού κρα­τοῦ­σε ἀ­νοι­κτό στό ἀ­ρι­στε­ρό Του χέ­ρι. Ἡ μαρ­τυ­ρί­α εἶ­ναι τοῦ ἰ­δί­ου τοῦ πα­τρός Πα­ϊ­σί­ου.
[8]. Σπου­δαί­α ἠ­θι­κή καί θε­ο­λο­γι­κή προ­έ­κτα­ση τοῦ πα­τρός Πα­ϊ­σί­ου γι­ά τίς ἀν­τι­λή­ψεις τῶν Ὀρ­θό­δο­ξων Ἐ­ξε­λι­κτι­κῶν, πού σχε­τί­ζε­ται μέ τά προ­α­να­φε­ρό­με­να γι­ά τήν εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ στόν ἄν­θρω­πο.
[9]. Ὁ γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σι­ος ἐ­πι­ση­μαί­νει ὅ­τι πί­σω ἀ­πό ὅ­λες αὐ­τές τίς θε­ω­ρί­ες βρί­σκε­ται ὁ ἐ­γω­ϊ­σμός πολ­λῶν ἐ­πι­στη­μό­νων καί ἄλ­λων ἀν­θρώ­πων γι­ά τήν προ­βο­λή τους, χω­ρίς νά ἐν­δι­α­φέ­ρον­ται γι­ά τήν πνευ­μα­τι­κή ζη­μι­ά πού προ­κύ­πτει.
[10]. Γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου Ἁ­γι­ο­ρεί­του, Λό­γοι Α΄, ἔκδ. Ἱ. Ἡ­συ­χα­στή­ρι­ο Εὐ­αγ­γε­λι­στής Ἰ­ω­άν­νης ὁ Θε­ο­λό­γος. Σου­ρω­τή Θεσ­σα­λο­νί­κης.
[11]. Ζουρ­νατ­ζό­γλου Ν. «Γέ­ρον­τας Πα­ΐ­σι­ος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της. Μαρ­τυ­ρί­ες προ­σκυ­νη­τῶν», ἔκδ. Ἁ­γι­ο­τό­κος Καπ­πα­δο­κί­α.
[12]. Ρωμ. 1, 20.
[13]. π. Ἀ­θαν. Μυ­τι­λη­ναί­ου, ἡ Πρός Ρω­μαί­ους ἐ­πι­στο­λή, Ὁ­μι­λί­α 9η.
[14]. Ἡ ἀ­να­φο­ρά εἶ­ναι βα­σι­σμέ­νη σέ προ­σω­πι­κές μνῆ­μες ἀ­πό τόν μα­κα­ρι­στό γέ­ρον­τα, τοῦ ὁ­ποί­ου ἕ­να ἀ­πό τά ἰ­δι­αί­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ἦ­ταν ἡ μεγάλη ἀγάπη καί ἡ ἐνδελεχής παρατήρηση τῆς κτίσης.

 Εὐχαριστοῦμε τόν Δρ. Δημήτριο Βλαχοστέργιο γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης γιά πρώτη φορά στό διαδίκτυο τῆς ἐπιστημονικῆς του αὐτῆς ἐργασίας. Εὐχόμαστε κάθε καλό ἀπό τόν Δημιουργό τοῦ παντός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου