Σελίδες

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

Θαυμαστά περιστατικά (ΣΑΝ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ -Ι΄)

ΣΑΝ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ Ι΄
Αναστάσιος Μ.,
Μέρος Ι΄
«Ἡ ζωή μου ἕνα θαῦμα»
Γιά τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ
» Στά 40 μου χρόνια μέ βρῆκε τό ζάχαρο, εὐλογία μεγάλη! Πολλές φορές ἔπεσα σέ κῶμα ἀπό ψηλό σάκχαρο κι ἄλλες σέ ζάλη ἀπό ὑπογλυκαιμία. Μία μέρα, ἤμουν στά χωράφια μέσα, ἕνα χιλιόμετρο μακριά ἀπ’ τή δημοσιά. Μόνος, μέσα στ’ ἀγριόχορτα. Καί μέ πιάνει ζάλη, ἔπεσε τό ζάχαρο. Δέν πατοῦσα θαρρεῖς στά πόδια μου, σηκωνόμουν στόν ἀέρα, σά νά ‘μουνα πάνω ἀπό τή γῆ. Γιά νά συνέλθω, γιά νά βάλω κάτι στό στόμα μου, ἔπιασα νά τρίβω τά στάχυα, σάν τούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ, πού λέει, ὅταν περπατοῦσαν στά χωράφια· πετοῦσα τά ἄγανα καί μασουλοῦσα τό στάρι, μέ κόπο πῆρα νά γυρίζω σπίτι. Μόλις ἔφτασα ἀπέναντι ἀπ’ τό σχολεῖο, φώναξα μ’ ὅση μοῦ ἀπόμεινε δύναμη «ψωμί!» παρά τρίχα γλύτωσα.
Ἄλλοτε τὄπαθα μές στόν μπαξέ. Μόλις ξεζεύω τ’ ἄλογο μέ πιάνει ζάλη, τά πόδια μου δίπλωναν, δέν ἄνοιγαν, μπήγω τό παλοῦκι καί κρατιόμουν ἀπ’ τίς ρόδες τοῦ κάρου. Ἐπίανα μέ τά χέρια τίς ρόδες τοῦ κάρου νά σηκωθῶ. Συνῆλθα, μετά 2 ὧρες, τά χέρια μου κατσιρντοῦσαν… Ἄλλη μέρα πάλι, καθάριζα χόρτα καί ξαφνικά χάνω τόν κόσμο, ἄρχισε νά σκοτεινιάζῃ καί πέφτω πάνω στήν καθίστρα τοῦ κάρου, πόση ὥρα δέν ξέρω… Ἄλλοτε ξάπλωσα πάνω στόν δρόμο, καλά πού ‘χα μαζί μου ἕνα μικρό σκυλάκι, πού κάθονταν πάνω ἀπ’ τό κεφάλι μου στά δύο του ποδάρια ὄρθιο· τί ἐκτίμηση δίνουν τά σκυλιά στόν ἄνθρωπο! Αὐτό μ’ ἔσωσε τότες γιατί ἔτσι πού ’μαν ἀκίνητος στήν ἐρημιά, ἄν ἔρχονταν τσομπανόσκυλα, πού ἦταν σά λύκοι, ἀπ’ τούς τσομπανέους, θά μ’ ἔτρωγαν…
» Πολλές φορές γλίτωσα ἀπό θαῦμα. Τότε, μέ τούς ἀντάρτες ἀπαγορεύονταν, ὅλοι μέσα στά χωριά κλεισμένοι ἦταν. Ἀπό τήν Παζαρούδα ἔπρεπε νά πᾶς ὥς τήν Ἀσπροβάλτα γιά νά βρῇς ἄνθρωπο. Ἐγώ ὅμως, κάθε μέρα τά πρόβατά μου τά πήγαινα ἔξω, μετά στό μαντρί, κι ἐγώ καθόμουν σ’ ἕνα καμαράκι μ’ ἕνα φαναράκι. Σφαῖρες βούιζαν ἀπ’ ἔξω, τά πρόβατα ὄρθια, δέν τά ‘πιανε ὕπνος. Τά πρωινά τά πήγαινα στό βουνό γιά βοσκή. Ἕνα βράδυ ἔρχεται, κεῖ πού μέναμε σέ κάτι ἀχερῶνες μέσα, ἕνας καί λέει στή μάνα μου· «ἐμεῖς οἱ “Μάηδες”, ἀποφασίσαμε νά σκοτώσουμε τόν Τάσο», γιατί νόμιζαν πώς πάω ψωμί στούς ἀντάρτες, πώς εἶμαι σύνδεσμος. Ἐγώ πάρ ὅλ’ αὐτά συνέχιζα νά βοσκάω τά πρόβατά μου στό παχύ χορτάρι πού μόνο λαγοί πάγαιναν. Βγαῖναν οἱ στρατιῶτες παγάνα, μά ἐγώ γλίτωσα….
» Ἄλλη μέρα, μόνος μου ἤμουν μέ τή γκλίτσα μου μέσα σέ μία πολιάνα, λιβάδι μέ χορτάρια, καί βλέπω νά περνᾶνε μαυροσκούφηδες μέ πολυβόλο στήν πλάτη. Ὁλόκληρος λόχος πέρασε. Ἄγγελος Κυρίου μέ προστάτεψε, 17-18 χρονῶ, θά ’μουν… γιατί ἀπαγορεύονταν νά βρίσκομαι ἐκεῖ πού ἤμουν, πίσω ἀπό τό χωριό σάν ἄγρια ζούγκλα ἦταν. Κι ὅπως περνοῦσαν αὐτοί ἀπό δίπλα μου οὔτε ἕνα πρόβατο, δέν σκιάχτηκε, δέν κουνήθηκε. Οὔτε σκυλί νά γαβγίσῃ. Πέρασαν καί φῦγαν. Ἀπ’ τίς φυλακές ἦταν βγαλμένοι, τούς ὅπλισαν· σά χάρος πέρασαν 5 βήματα κοντά μου… Βλέπω ἕναν νά προχωρᾶ σά σκαντζόχοιρος μέ ὅπλο, ἀπό μία πλαγιά στήν ἄλλη. Φτάνω ψηλά, μέ ρωτᾶν, εἶδες τίποτε; Τίποτα, λέω…
» Μετά, ξάπλωνα σ’ ἕνα λάκκο, σά μνῆμα καί κοιμόμουν στό λάκκο…. Τότε μέ τό ἀντάρτικο, ἡ Ρωσία, οὔτε ἀσπιρίνη δέν ἔστελνε στούς ἀντάρτες σά δέν παίρναν μία πόλη.
» Μία ἱστορία πού ἄκουσα ἀπ’ τόν ἐμφύλιο, γιά νά δεῖς, πῶς ὁ ἀναμάρτητος Χριστός παντοῦ δίνει παρόν καί βοήθεια… Ζήτησες βοήθεια; Δέν ἐξετάζει ποιός εἶσαι… Ἦταν τότες σέ ἐνέδρα οἱ ἀντάρτες στό βουνό… πέθνησκαν ἀπό τήν πείνα καί λέει ὁ καπετάνιος τους: «ἀφῆστε τά ὅπλα κάτω νά κάνουμε τόν σταυρό μας…» Καί βγαίνει ἕνας μπροστά τους καί πάει μέ μία ὁμάδα καί φέρνουν τρόφιμα γιά δύο μῆνες…
» Ὁ Θεός κάθεται στόν Θρόνο καί δέν κουνιέται καί γι’ αὐτό ἔστειλε τόν Υἱό Του τόν Χριστό… Εἶναι στό θρόνο Του ἀκίνητος. Εἶναι δύναμη ἀκίνητης καλοσύνης. Νά θυμόμαστε τί εἶπε ὁ Φίλιππος στόν Χριστό. «Δεῖξον τόν Πατέρα», καί τί τοῦ ἀπάντησε; Τόσο καιρό εἶμαι μεθ’ ὑμῶν καί δέν πιστεύεις;
» Πόσες φορές δέν γλύτωσα ἀπ’ τόν Χάρο… Ἔτσι πίστεψα στήν Θεία Πρόνοια. Ἅμα φωνάξεις βοήθεια, θά δεῖς…. Δύο φορές σώθηκα ἀπό τροχαῖο, στήν δημοσιά. Τήν πρώτη φορά, περίμενα στήν Παζαρούδα νά περάσω ἀπέναντι καί ξάφνου ἔρχεται μία νταλίκα μέ πλατφόρμα σά σίφουνας, ἔριξε ἕνα τηλεφωνόξυλο κάτω, πῆρε τήν μισή γωνιά τοῦ Νιοχωρίτη, ἔπεσε πάνω στό καφενεῖο, καί πῆγε καί σφηνώθηκε σέ ἕνα σπίτι. Πῶς φωτίστηκα καί τραβήχτηκα παραμέσα…Τήν ἄλλη φορά, νυχτούλα ἤτανε, κρατοῦσα τό σχοινί τοῦ ἀλόγου, ἤμουν ἕτοιμος νά περάσω τό δημόσιο, καί νά μία νταλίκα. Κάνει τ’ ἄλογο πίσω τό κεφάλι, μέ γλιτώνει, (νά το!… τόσο καιρό ἤμουν μεθ’ ὑμῶν Φίλιππε….).
» Τότε μέ τόν πόλεμο, τό χωριό μας ἦταν κυνηγημένο. Μοῦ λέν οἱ δικοί μου νά πάω γάλα καί ψωμί γιά τό θέρο. Τό χωριό ἦταν περιτριγυρισμένο μέ συρματοπλέγματα, μέ ἀμπριά. Μόλις μέ βλέπουν, ἔρχονται μέ ὑποκόπανο μέ βαροῦσαν νά κιοτέψω. Ἐγώ ἔτρεχα στά βάτα νά γλιτώσω. Τά πρόβατα στάλιαξαν στά πλατάνια… Σηκώνω τά χέρια ψηλά, μέ φέρνει μία μέ τ’ αὐτόματο μέ τή γεμιστήρα κι ἀκούστηκε τότε μία φωνή «μή Παναγιώτη, μή», εἶναι ἀπ’ τά καλύτερα παιδιά! Σώθηκα!
» Ἄλλη φορά, καμμιά 35αριά χρονῶ νά ‘μουνα, πηγαίναμε μέ τό κάρο χαράματα στήν Κοκκαλοῦ, μᾶς ἔριξε ἕνα αὐτοκίνητο κάτω, τό ἄλογο ψόφησε, ἐμένα μέ πήγανε στό νοσοκομεῖο. Μέ δῶσαν, θυμᾶμαι, 5.000 γιά ἄλογο καί 2.100 γιά κάρο….
συνεχίζεται…
Πηγή εἰκόνας: Ἱ. Ἡσ. Ἀνάστασις Χριστοῦ-Ἐμμαούς, Ἅγ. Βασίλειος Λαγκαδᾶ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου