ΣΑΝ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ
Αναστάσιος Μ.,
Μέρος Θ΄
«Ὁ ἐχθρός μου ἡ σωτηρία μου», ἡ Μεγάλη Ἀνατροπή
» Τόν καλό τόν μισᾶνε (πρότερον ἐμέ μίσησαν). Τό κακό καλπάζει. Σέ βάζει νά μαλώνῃς. Γιά μερικούς ὁ καυγᾶς εἶναι ἡ θεραπεία τους. Καυγᾶς ἴσον ἡ ἐπανάσταση τοῦ κακοῦ. Ἅμα εἶναι δικός σου ἄνθρωπος, πές ἕνα λόγο, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, διά τῆς Θεοτόκου, ἐλέησόν με», καί θά φέρω αὐτόν τόν ἄνθρωπο πάνω ἀπό μένα καί θά παρακαλάω γι’ αὐτόν. Ἅμα εἶναι ὅμως ξένος, μήν κάνεις ἀλισβερίσι μαζί του, θά σ’ ἀδικήσει…, ἀπόφευγε… Ἅμα εἶναι ἡ κατασκευή του τέτοια, μήν μαλώνεις μαζί του…
» Ὅταν λές εἶμαι ἀδικημένος ἀπό παντοῦ, ρίχνεις τό δίκιο ὅλο ἐπάνω σου καί ἐπαναστατεῖς, ἐνῶ ἄν πῇς: αὐτό τό Φῶς (ὁ Χριστός) βγαίνει γιά ὅλον τόν κόσμο, ἐγώ κάνω ἄραγες αὐτό πού θέλει; Πῶς νά ἐλέγξω; (βγάλε τόν δοκό ἀπό τόν ὀφθαλμό σου, λέει). Τό πολύ – πολύ νά πῇς εἶμαι καί γώ στήν ἴδια ζυγαριά (Ἄρας τόν σταυρό καί ἀκολούθει μοι).
» Ἅμα κάνῃς καλοσύνη, ἔ…. γίνεσαι πάντα βαρετός. Ἔ… θά ποῦνε… ἀστόν αὐτόν…, δέν ἔχει καμία ἀπόδοση…, ἄχρηστος εἶναι… Ἐμεῖς ὅμως οὔτε νά τό βάλουμε στήν ἰδέα μας…
» Νἄχουμε τούς Ἁγίους στήν οἰκογένειά μας νά τούς παρακαλᾶμε, τόν Χριστό σταυρωμένο μπροστά, τήν Παναγία… «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες», εἶναι αὐτοί πού βλέπουν τόν ἀναμάρτητο Χριστό μπροστά τους. «Μακάριοι» εἶναι δυσεύρετοι.
» Ἐμεῖς ἀνήκουμε στήν οἰκογένεια τῶν Ἁγίων. Ἐκείνους νά παρακαλᾶμε νά μᾶς καταδεχτοῦν.
» Στεναχώρια ὄχι γιά τό τί μᾶς κάνουν οἱ ἄλλοι, στεναχώρια κυριότερη ἅμα ἁμαρτήσῃς, πού δέν τό ἐπιτρέπει ὁ ἀναμάρτητος Θεός. Τά παράπονά μας ἐκεῖ: νά μᾶς συχώρεσῃ νά μήν πιάσουν ρίζα μέσα μας.
» Γιά ἕναν πού μᾶς φέρνει δυσκολίες νά ποῦμε: Αὐτός εἶναι ἡ αἰτία πού θά μέ σώσει, νά μήν τόν κερδίσῃ μόνο τό σκότος.
» Ποτέ νά μήν σκέφτεσαι πονηρά. Ἤ πονηρή ἰδέα κακό ἐπεξεργάζεται. Νά πῇς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», καί ἔτσι δέν γίνεται κτῆμα σου ἡ ἰδέα αὐτή. Γιατί ἀλλιῶς γίνεται ἐπαναστάτης ὁ ἑαυτός σου.
» Ποῦ νά βρῇς ἄκρη μέ τούς ἄλλους; Καθένας ἔχει ράτσες τέτοιες, τόσες….
» Τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν κατεβαίνει στόν περήφανο νά τόν φώτισῃ.
» Γιά νά μήν καλλιεργήσουμε τό μῖσος, νά μήν ζυμωθοῦμε μέ κακία…, νά λέμε στόν Θεό Πατέρα «ἥμαρτον…», στόν Χριστό μέ τά αἵματα στόν Σταυρό, στούς Ἁγίους Πάντες… Νά μετατρέψῃς τήν συνείδησή σου ἀπό μῖσος σέ καλοσύνη.
» Ὁ πολυμήχανος σέ παγιδεύει σιγά – σιγά καί φεύγει ἡ Θεία Χάρις, καί οὔτε μπορεῖς νά δώσεις ἄνω προσευχή. Ἅμα πῇς γιά τόν ἄλλον, πού σέ ἔκανε κάτι, «γιατί ἐμένα νά μέ κάνῃς ἔτσι;» πάει! Εἶμαι πεσμένος στά πόδια τοῦ ἐχθροῦ μου, ἀλλιῶς θά μείνει στή συνείδηση τό μῖσος. Στό Εὐαγγέλιό μας, πού εἶναι τό βῆμα τοῦ Χριστοῦ, ἀπαγορεύεται ἡ κακία. Νά τόν πάρῃς στήν προσευχή σου, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…,» καί νά παρακαλᾶς νά τόν συχωρέσῃ, γιά νά μή ρίζωσῃ ἡ κακία, διότι γίνεσαι τότε κτῆμα ἄγονο, ἀκαλλιέργητο, ἐκτός καλοσύνης… Ἄν, ὅμως, πῶ «ἥμαρτον…» καί φέρω τήν μεγάλη δύναμη στό φῶς καί παρακαλάω νά συχώρεσει ὅλο τόν κόσμο, πού εἶναι καλύτεροί μου, ἄν σκύψω τό κεφάλι μου καί πῶ, «ἐγώ τί ἔκανα στή ζωή μου;» Θά βρῶ ταπείνωση. Κι αὐτό, τό νά μήν σκεφτῇς ὅτι «ἐγώ ἀδικεύτηκα», προέρχεται ἀπό προσευχή. Ἀνάλογα μέ τήν δύναμη τῆς προσευχῆς, ἔρχεται ταπείνωση.
» Μόνο ὅσοι εἶναι στά πόδια τοῦ Χριστοῦ, εἶναι μία ξεχωριστή οἰκογένεια. Θέλει ἀγώνα, νά μήν ἀφήσουμε τόν σατανᾶ νά μολύνει τόν λογισμό. Μόλις ἔλθει λογισμός, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με…», γιατί ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, εἶναι δύναμη καλοσύνης.
» Ἐμένα πολλοί κοιτοῦσαν νά μέ κατεδαφίσουν…, ἄκρια δέν βγάζεις… οὕτως ἐδίωξαν καί τούς προφήτας πρίν ἀπό σᾶς. Ἐξ’ ἀρχῆς ἦταν οἱ διωγμοί… σέ δίνει μία κεντριά καί σέ ξεπατώνει.
» Ἡ ἀπιστία τῶν ἄλλων εἶναι σά βουνό. Σέ φαίνεται βουνό ὅ,τι σέ πεῖ ὁ ἄλλος.
» Ἡ στεναχώρια εἶναι βουνό. Αὐτό θά πεῖ, πές στό βουνό νά πέσει στή θάλασσα! Μόνο ἡ προσευχή λιώνει αὐτό τό βουνό. Ποῦ νά τά πῇς αὐτά νά σοῦ φύγουν; Γι’ αὐτό, ὅσοι πιστεύουν, πρέπει νά ἀνταμώνουν, νά δίνουν κουράγιο ὁ ἕνας στόν ἄλλον.
» Ἐλάχιστη πίστη νά ἔχεις, σά κόκκο σιναπιοῦ, θά φύγει. Ἐνῶ ἅμα δέν ἔχεις πίστη, γίνεσαι ἄγριο θηρίο, δέν σέ χωρᾶ ὁ τόπος ἤ θ’ ἀρρωστήσεις ἤ θά μαλώσεις.
» Ὁ καλός Θεός νά μᾶς δίνῃ δύναμη. Νά φωνάζουμε, «ἐσύ ἀναμάρτητε Χριστέ, θυσιάστηκες γιά τόν κόσμο, βοήθησέ με κι ἐμένα τόν ἁμαρτωλό».
» Βέβαια οἱ πολλοί σέβονται τόν σκληρό ἄνθρωπο. Γιά τόν μαλακό ἄνθρωπο, τόν εὐγενῆ, λένε κοροϊδίες: «λαλάδ’ εἶναι… ἀποχαμνάδ’, αὐτό τό λαγκιόλι (=χαζός), ξύκης, καρα-κοντάκι, κακαβάνης…». Ὅση καλοσύνη καί νά κάνεις ποδοπατιέται, δέν φαίνεται… Ὅμως, γράφει, «νά εἶστε φρόνιμοι σάν ὄφεις». Νά ἐγώ πῶς τό θυμᾶμαι αὐτό: Ἤμουν τότε τσοπανάκος, καμμιά 18 χρονῶ, πάν’ στά καλά μου καί τά πρόβατα τά ‘πιασε ζέστα καί μαζεύονταν σά γροθιά, πίσω εἶχαν τόν ἥλιο, οἱ μοῦρες μπροστά σά κότσα χεριῶν ἔβλεπαν, καί τότε εἶδα ἕνα φίδι τυλιγμένο, τό κεφάλι του πάνω καί μ’ ἔβλεπε καί τίναζε τή γλώσσα του. Μόλις ἔκανα νά σηκώσω τό ραβδί μου ἀπ’ τό δεξί χέρι, ἔβγαζε τή γλώσσα του… Κάνω τά πρόβατα πίσω, τ’ ἀναμερῶ… μόλις ξανάπιανα τή γκλίτσα, τίναζε σά κύματα τή γλώσσα του… δέν μπορεῖς νά τό χτυπήσῃς ἔτσι κουλουριασμένο… πρέπει νά τό χτυπήσῃς ἀπ’ τή μέση καί πάνω γιά νά σπάσῃ, ἀλλιῶς θά τυλίγονταν στό λαιμό μου ἀμέσως… Πισωπάτησα καί δέ μέ πείραξε… Πελώριο φίδι, κάτι ἄσπρα, γαλατάδες λέγονται…
» Καλοσύνη θάβεται ἐδῶ στή γῆ. Ἡ καλοσύνη δέν πιάνει τόπο σ’ ἀνθρώπους. Πιάνει τόπο στόν Θεό. Βρίσκεις δικαίωση μόνο στόν Θεό.
» Ἅμα ἀχρηστευτεῖ ἕνα κοπάδι πρόβατα καί δέν βγάζουν γάλα, δέν ἔχει καλά ἀρνιά, χαλάει σιγά – σιγά τό κοπάδι, χαλάει καί ἡ ράτσα, καί τότε λέει ὁ τσομπάνης, «δέ μέ συμφέρει», καί παίρνει ἀπόφαση νά τά δώσῃ στό χασάπη. Ἔτσι καί ἡ ἀνθρωπότης χαλάει σιγά – σιγά. Ὥσπου θἄρθει ἡ Ἀγανάκτησις, ἡ Δύναμις πού κρατάει τό γένος αὐτό καί τότε ἀλλοίμονον….
» Νά τό χαίρεσαι ὅταν εἶσαι πρόβατο ἐν μέσῳ λύκων. Ὁ Σατανᾶς εἶναι μουσαφίρης στό σπίτι σου καί θέλει νά σ’ ἁρπάξῃ… Ὁ Θεός δέν ἔχει κόψει τό δικαίωμα τοῦ πονηροῦ νά πειράζῃ, τοῦ ἄφησε δύναμη γιά νά ἐλεγχθῇ ὁ ἄνθρωπος, γιά νά δοκιμαστῆ. Δίχως δοκιμασία δέν σώνεται κανείς.
» Πῶς ἔκλαιγε Ἡ Παναγία γιά τόν Υἱό της στόν Σταυρό; Ἔτσι κλαίει γιά τόν καθένα χριστιανό πού πιστεύει.
» Κάποτε… (αὐτά δέ τά λέω, μά τώρα…) προσευχόμουν καί ὅταν ἔφτασα στό ὕψος, στόν θρόνο ψηλά καί ζητοῦσα βοήθεια…, πρίν λίγα χρόνια, τότε πού εἶχα τυφλωθεῖ ἀπ’ τό ζάχαρο…, κι ὅμως βλέπω μία γυναίκα, φοροῦσε στιμέλα (σά μαντήλι στό κεφάλι), κάθισε ἀπέναντί μου καί μ’ ἔβλεπε, κι ὅσο μέ κοίταζε δάκρυζε, κι ὅσο δάκρυζε ἄστραφτε τό δάκρυ της. Ἔβλεπε τό γερό πόδι μου θαρροῦσα καί δάκρυζε… Θυμᾶμαι τό δάκρυ. Αὐτό τό δάκρυ ἔπεσε στήν καρδιά μου. Αὐτό τό δάκρυ μήν τό βγάλεις ἀπ’ τήν καρδιά μου. Ἦταν μεγάλη χαρά, κουράγιο πῆρα ὅταν τό εἶδα, ἄν καί τυφλός πού εἶμαι, αὐτό…
» Μία ἄλλη φορά εἶδα ἀτέλειωτο φῶς. Βλέπω ἕνα φῶς ἀπ’ τή γῆ νά ἀνεβαίνῃ, μέ πῆρε λαχτάρα κι ἔλεγα μ’ ὅλη μου τήν καρδιά «Ἅγιος ὁ Θεός… Ἅγιος ὁ Θεός…», σηκωνόταν τά «ὀστέα μου»· χάνεται ἅμα συνάντησῃ ὁ ἄνθρωπος τό Φῶς, χάνεται ὅπως τό ἁλάτι τό ψιλό μές στό νερό. Ὅταν ἔλθῃ τό φῶς! Σάν ἡφαίστειο φῶς. Ἔξι, ἑφτά χρόνια τό θυμόμουν δάκρυζα, καί μέ λαχτάρα φώναζα, «Ἅγιος ὁ Θεός!»….
» Αὐτά δέ λέγονται…Ἐγώ παρακαλάω νά μέ δῇ ἡ Παναγία, ὄχι νά τήν δῶ ἐγώ… Ἡ Παναγία, στή γῆ βρίσκεται ἡ Χάρη της. Νά πηγαίνουμε στίς Χάρες. Οἱ Ἅγιοι εἶναι ἐδῶ καί μάχονται νά μᾶς γλιτώσουν.
» Ὅπως κλαίει ἡ Παναγία στόν ἀναμάρτητο Χριστό, ἔτσι κλαίει καί γιά κάθε Χριστιανό. Κλαίει ἀλλά δέν τήν βλέπουμε. Διά νά τήν δοῦμε δέν εἶναι δικό μας δεδομένο. Εἶναι «ἄνωθεν».
» Ἄλλος μέ παρακάλια κρατᾶ τήν θεογνωσία· νά μή χάσουμε αὐτό πού πιστεύουμε. Ἄλλος ξετροχιάζεται.
» Ὄχι μόνο νά διαβάζῃς ἀλλά καί νά πράξῃς, τότε θά τό πόνεσεις τό Εὐαγγέλιο.
» Ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη τῆς ἄλλης ζωῆς εἶναι ἡ Παναγία πού παρακαλάει δακρυσμένη ὅπως στό Σταυρό, τόν ἀναμάρτητο Υἱό της.
συνεχίζεται…
- Σάν τό χρυσάφι στό καμίνι (Α΄)
- ΣΑΝ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ (Β΄)
- ΣΑΝ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ (Γ΄)
- Ἡ πίστη στόν ἀναμάρτητο Χριστό μόνο θά μᾶς σώσει (ΣΑΝ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ-Δ΄).
- Πρίν ἀπό μένα ὁ Χριστός τό ἔβαλε αὐτό τό στεφάνι (ΣΑΝ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ - Ε΄)
«Μέ τόσα πού τράβηξα δέν ἤξερα κατάθλιψη, δέν ἤξερα ἀϋπνίες, ὅλα τά διαλύει αὐτά ἡ προσευχή» (ΣΑΝ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ-Στ΄)
Ἡ προσευχή εἶναι τό μεγαλύτερο ὅπλο στόν ἄνθρωπο, ἔχει μεγάλη δύναμη (ΣΑΝ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ-Ζ΄)..
«Φίλος μας ὁ ἀναμάρτητος Χριστός πού μεγάλωσε μέ φτώχεια, μέ τυραννία» (ΣΑΝ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ Η΄)…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου