Σελίδες

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012

«Μή στεναχωριέστε κι εἶναι ὁ Θεός Μεγάλος» (ΣΑΝ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ ΙΓ΄)


ΣΑΝ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ ΙΓ΄
Αναστάσιος Μαλαμᾶς,
Μέρος Ιγ΄
Ἄλλες ἀξιόλογες μαρτυρίες

 Ἦταν σάν ἀνεξίκακο ἄρνι. Πολύ δίκαιος, ὅταν ἀγοράζαμε εἴδη μαναβικῆς ἀπό τό κάρο του, μᾶς ἔβαζε ἀφοῦ τά ζύγιζε βαριά - βαριά πάντα παραπάνω. Ὅταν τύχαινε καμιά φορά νά μήν ἔχῃ ρέστα κάτι τιποτένιο, τίποτα δεκάρες ἤ πενηντάλεφτα, δέν τό ξεχνοῦσε ἄλλά μᾶς ἄφηνε ἄλλη μέρα στό παράθυρο μά -κανά- λάχανο, μά δυό-τρία ρεπάνια, κάτι, ἄν καί μᾶς εἶχε βάλει πιό πολλά στό ζῦγι· κι ὅταν τόν λέγαμε πώς δέν ἦταν ἀνάγκη, ἔλεγε -ἄ! τό δικαιοῦσθε! τό δικαιοῦσθε!

Ὅταν ἄρχισε τήν μαναβική εἶπε στήν γυναίκα του, «ἐγώ θά κάνω μπαχτσέ, θά πιάσω ζυγαριά στά χέρια, ἀλλά στόν ἄλλο κόσμο δέ θέλω νά κρέμομαι ἀπ' τή γλώσσα» (δηλ. νά κάνῃ ψεύτικους λογαριασμούς).
Μιά ἄλλη μέρα μιά γυναίκα πάνω στήν βιάση της γιά νά διάλεξῃ ἀπ' τό κάρο λαχανικά, τραβήχτηκε τό ζῶο καί τήν πάτησε ἡ ρόδα τοῦ κάρου στό πόδι της. Ὁ Τάσος, πολύ τό ὑπολόγισε αὐτό, «σ' ἔκανα ζημιά, συγγνώμη, σ' ἔκανα ζημιά» ἔλεγε κι ἀπό τότε, χωρίς βέβαια νά φταίῃ αὐτός γιά τήν ἀπροσεξία της, ὅταν ἐκείνη ἡ γυναίκα ἔπαιρνε κάτι, δέν τῆς ἔπαιρνε λεφτά γιά μεγάλο διάστημα.
Ζοῦσε στήν ἀφάνεια. Δέν φανερωνόταν.
Ὅ,τι ξέρουμε γι' αὐτόν εἶναι πού τά ζούσαμε μαζί του κι ὅ,τι πρόλαβε νά πῇ εἶναι γιατί δέν ἔβλεπε, ὅταν ἔχασε τό φῶς του καί ἐμεῖς κρατούσαμε κρυφά σημειώσεις. Καί ὅταν κάτι ἔλεγε τόνιζε, «αὐτά τά λέω γιά νά παίρνουμε κουράγιο, ὅπως μοῦ λέτε κι ἐσεῖς γιά τό εὐαγγέλιό μας, μά μήν τά λέτε παραέξω».
Ὅταν ρωτούσαμε πῶς προσεύχεται κανείς γιά τούς ἄλλους, εἶπε: —«μετά ἀπό συγκέντρωση φέρνεις τόν Χριστό μπροστά σου, στόν σταυρό καρφωμένο, μέ τά αἵματα νά τρέχουν ἀπό τά χέρια καί τά πόδια του καί παίρνεις τόν ἄνθρωπο καί τόν βάζεις καί γονατάει μπροστά στόν Χριστό ὁ ἴδιος καί προσεύχεται. Μερικούς, ὅμως, δέν μπορῶ νά τούς πιάσω στήν προσευχή μου». Ὅταν λύθηκε ἕνα θέμα μέ κάποιον, γιά τόν ὅποιον ἔκανε προσευχή, ἔλεγε «Δόξα Σοι ὁ Θεός, ἔπιασε ἡ προσευχή μου»· αὐτό βέβαια δέν τό ἔλεγε στόν ἴδιον γιά τόν ὁποῖον προσευχόταν, ἄλλα σέ ἄλλο πρόσωπο κι ἐκεῖνο πολύ προσεκτικά.
Ἦταν σιγανός καί ὑπομονετικός.
Κάποτε πῆρε ἕνα ἄλογο ἀπό ἕνα διπλανό χωριό, ἕνα μεγάλο, περήφανο καί γρήγορο ἄλογο, πού ἔτσι πού πήγαινε αὐτός σιγανά δέν τό προλάβαινε, τοῦ 'φευγε μπροστά...Ὅμως σ' ἕνα μήνα μέσα καί τό ἄλογο πῆρε τήν περπατησιά τοῦ Τάσου.
Ἔρχονταν ὧρες πού ἔχανε τό ἠθικό του, ἔτσι κλεισμένος, τυφλός, μέσα, τόσα χρόνια, ὅμως ἔλεγε πώς ὅ,τι καί νά τοῦ ἐρχόταν, σάν σαϊτιές οἱ στεναχώριες, ὅ,τι βάρος, τό ἔρριχνε στήν προσευχή καί μετά τοῦ ἔφευγε τό πλάκωμα ἐκεῖνο.
Δέν ἀντιστεκόταν σέ κανέναν, ἀκόμη κι ἄν τοῦ ἔκαναν ζημιές.
Κάποτε κοσκίνιζε κουκιά, γιά νά φύγουν τά φλούδια κι ἐκεῖ πού ἔσκυβε ἡ γυναίκα του νά γεμίσῃ τόν τενεκέ, ἦρθε καταπάνω της ἕνα βόδι, καί τήν χτυπᾶ καί τήν ρίχνει κάτω, γιατί ἦταν κάτι ἀγελάδια ἄγρια πού κουτροῦσαν κι ἐνῶ εἶχαν προειδοποιήσει τό ἀφεντικό τους, ἐκεῖνος ἀδιαφοροῦσε. Ὁ Τάσος εἶπε μόνο, χωρίς νά ὀργιστῇ, ἔ ρέ μπάρμπα τί τά ἔφερες τόσο κοντά μας;
Καί νά τοῦ ρημάζανε τό βιός, δέν νευρίαζε, δέν ὕψωνε φωνή.
Ἕνας ἄλλος συγχωριανός του εἶπε πώς ὅταν ἔφτανε στό σημεῖο νά ἀγανάκτησῃ μέ κάποιον σχετικά μέ ἀγροτικές δουλειές, ἐκείνη τήν ὥρα δέν ἔλεγε τίποτε. Μετά, ἄν τοῦ δινόταν εὐκαιρία, θά ἔλεγε: μήν μιλᾶς τήν ὥρα τοῦ θυμοῦ γιατί αὐτά πού λές βγαίνουν ἀπό τόν θυμό. Τότε εἶσαι ἐκτός ἑαυτοῦ, δέν λειτουργεῖς σάν..., κι ἔλεγε τό ὄνομα τοῦ ἄλλου. Τότε κι ἐκεῖνος πού τόν ἄκουγε ἡσύχαζε κι ὁμολογοῦσε: «πῶς μέ ἠρέμησε ὁ Τάσος! μ' ἔβγαλε ἀπό σκέψεις».
Ἀκόμη καί γιά καθημερινά πράγματα πού ὁ ἄλλος τά περνᾶ στό ντούκου, αὐτός πρόσεχε καί τίς λεπτομέρειες.
Ἀκόμη καί τά ζῶα, πού τά νοιάζονταν πολύ, θαρρεῖς καί τόν ἐνίωθαν καί τόν ὑπάκουαν. Νά, κάποτε μέ τίς ταραχές τοῦ πολέμου δέν εἴχαμε τσομπάνη γιά τά πρόβατά μας, καμιά ἑκατόν πενήντα ἤτανε... Τό μαθαίνει ὁ Τάσος καί μᾶς λέει: «Φέρτε τά μαζί μέ τά δικά μου... τά μαζώνω ἐγώ ἅμα θέλῃ ὁ Θεός καί τά δικά σας καί θά τά μάθω». Μόλις τά πῆρε, τά πήγαινε σέ βοσκοτόπια ψηλά, μιά στό Λυκομάντρι, μιά ἀλλοῦ, λές καί τό ζῶο ἔχει τό νόημά του, καί θαρρεῖς τό κατάλαβαν πώς τά ἀγαποῦσε· οὔτε νά τά προγκίξῃ, οὔτε φωνές ἄγριες· κι ἔτσι τά φύλαξε γιά ἕνα διάστημα καί χωρίς μάλιστα καμιά ἀμοιβή. «Τί, ἀπό σᾶς θά πάρω λεφτά; ἔλεγε, ὁ Θεός εἶναι Μεγάλος· ὁ κόσμος κρατιέται ἀπό πάνω, δέν τό ξέρεις τόν προορισμό τ' ἀλλουνοῦ, ἐκεῖ πού μποροῦμε ἄς βοηθᾶμε». Ὅταν κηρύχτηκε ὁ πόλεμος πάλι ἔτσι ἔλεγε, «μή στεναχωριέστε κι εἶναι ὁ Θεός Μεγάλος» καί πήγαινε σ' ἄπατα μέρη κι ἐρημιές χωρίς φόβο μέ τά πρόβατα.
Ἕνας ἄλλος συγχωριανός του, πού ὑπηρέτησαν μαζί τήν στρατιωτική τους θητεία, κοντά 3 χρόνια, μᾶς ἀνέφερε τά ἀκόλουθα:
Ὅταν ἤμασταν στρατιῶτες, ἐπειδή ὁ Τάσος δέν ἀγαποῦσε τά ὅπλα καί δέν τά κατάφερνε ὅταν κάναμε βολή, μιά φορά πού ἀστόχησε τόν ἅρπαξε ἕνας ὑπολοχαγός ἄγριος πολύ, καί τόν ἀρχινᾶ στίς βρισιές. Καί δέν τοῦ ἔφτασε αὐτό, τόν ρίχνει κάτω τόν Τάσο καί ἄρχισε νά πηδᾶ πάνω του μέ τ' ἄρβυλά του, ἀκόμη λίγο καί νά βγοῦν τ' ἄντερά του! Ὁ Τάσος οὔτε μιλιά ἔβγαλε. Μιά ἄλλη μέρα πού εἴχαμε ἐπιθεώρηση στά ὅπλα, ὅπως γινόταν κάθε Τετάρτη, κάτι ὅπλα εἴχαμε ἀμερικάνικα, κι ἐπειδή βρέθηκε ἕνα σκουπιδάκι στό ὅπλο του, ἄν κι ἦταν τόσο φιλότιμος καί ἐργατικός νά μή δώνῃ δικαίωμα, κι ὅμως, τόν ὁρμᾶ πάλι αὐτός ὁ ὑπολοχαγός καί τόν χτυποῦσε μέ τήν κάνη τοῦ ὅπλου στήν κοιλιά, κοφτά μέσα, βρίζοντας. Κι ὁ Τάσος τό μόνο πού εἶπε ἀργότερα ἦταν: «Αὐτοί δέν εἶναι ἄνθρωποι, δέ λυπᾶνται...».
Ἔτσι ἦταν ἀπό παιδί, οὔτε φασαρίες ἔκανε... Τό Εὐαγγέλιο αὐτός τό εἶχε μέσα του καί τό κρατοῦσε, ἄνθρωπο τῆς γῆς δέν ἄκουγε. Καί στό στρατό ἦταν πρῶτος στά θελήματα, στίς ἀγγαρεῖες, μέ τήν ψυχή του πήγαινε ὅπου τόν ἔστελναν. Ὅταν ὅμως ἔλεγαν βρωμιές τραβιόνταν στήν ἄκρη, δέ χαλοῦσε τήν καρδιά του. Εἴχαμε κι ἕναν ἐπιλοχία, ἄνθρωποι σκοτεινοί ἦταν ὡρισμένοι, πού ἐμᾶς τά χωριατόπαιδα δέν μᾶς εἶχαν πάρει μέ καλό μάτι, κι ὅταν θύμωνε ὁρμοῦσε νά μᾶς πνίξῃ ἀπ' τόν λαιμό. Οὔτε ἄδεια τόν ἔδωσαν ὅταν εἶπε στήν ἀναφορά, ὅτι ἡ μάνα του ἦταν βαριά ἄρρωστη. Κι ἐκείνης, δέν ἔβγαινε ἡ ψυχή της, γι' αὐτό ἔβαλαν ἐπάνω της τήν φωτογραφία του. Ναί, μέ τήν φωτογραφία του ξεψύχησε. Τήν ἡμέρα πού γινόταν ἡ κηδεία της, δές πῶς τά ἔφερε ὁ Θεός, ἀπολύθηκε κι ὁ Τάσος καί ἦρθε ἀνεβαίνοντας τήν ἀνηφόρα ἀπ' τήν δημοσιά ὡς τό χωριό, κοντά στά δυό χιλιόμετρα, χωρίς νά τρέξῃ. Ἐμεῖς κάναμε τόπο νά περάσῃ μόνος του, σά νά ἦταν κάτι ἐπίσημος, νά πάῃ στό φέρετρο τῆς μάνας του, μέ σιγανό βάδισμα.
Γενικότερα στήν καθημερινή ζωή, καθώς βάδιζε ἔγερνε λίγο τό κεφάλι στά πλάγια καί κοιτοῦσε ἥρεμα κι ἐνῶ δέν σέ μιλοῦσε, λές καί σοῦ ἔλεγε χίλιες κουβέντες.
Τότε ἦταν ἡ ζωή μας τυραγνισμένη, ἀγώνα εἴχαμε στό παραμικρό, νερό μέ βδέλλες παίρναμε ἀπ' τή λίμνη, ὅπου κατεβαίναμε μέ τά γουρούνια γιά βοσκή, ψεύτικα ζούσαμε. Τό 1941, μέ τόν πόλεμο, στά σπίτια μας ἔλειπε καί τό ψωμί, γιά φαγητό εἴχαμε γάλα καί φρέσκα κουκιά πού τά βράζαμε μαζί. Τά κουκιά βγαίναν κατά τό Μάϊο. Κατά τόν Ἰούνιο βγαίναν νωρίς κριθάρια. Ἄλεθαν κριθάρι, καί τό στούμπωναν, ἔτσι κρατήσαμε. Ἔ, ἄλλο φτωχός κι ἄλλο νά πεινᾶς κι ὁ Τάσος οὔτε τότε παράπονο, οὔτε ὅταν τόν σακάτεψε τό ζάχαρο· αὐτός συνέχιζε νά δουλεύῃ στά κηπευτικά. Τά βράδια δέν ἔρχονταν στό καφενεῖο γιατί κάποτε πού ἦρθε, κάποιος πετοῦσε βρώμικα λόγια καί τότε εἴδαμε νά θυμώνῃ κι αὐτός μιά φορά!
Κάποτε ἕνας νέος δάσκαλος πού ἦρθε στό χωριό, τόν εἰρωνεύτηκε. «Ἔε... Τάσο!... παράτα τό Εὐαγγέλιο καί διάβασε καί κάνα-Ρομάντζο ν' ἀνοίξουν τά μάτια σου, νά δῇς τί κάνει ὁ κόσμος γύρω σου». Ὅταν τόν ἔβαζαν λόγια γιά ἄλλους, τούς ἔκοφτε λέγοντας, «ὁ Θεός νά φωτίσῃ» κι ἔφευγε, γιατί ἡ πίστη μέσα του ἦταν βαθειά, πολύ βαθειά.
Γιά τήν χώρα μας τώρα τελευταῖα ἔλεγε, πώς μοιάζει ἡ Ἑλλάδα μέ μικρό δέντρο, καρποφόρο ὅμως, ἄς ποῦμε ἀχλαδιά. Γύρω, οἱ ἄλλοι λαοί εἶναι σάν θεόρατα ἄς ποῦμε πλατάνια, βελανιδιές, χωρίς ὅμως καρπό. Ἐπειδή δέν μποροῦν νά μᾶς κόψουν μέ τό πριόνι μιά κι ἔξω, σκάβουν γύρω - γύρω ἀπ' τό δεντράκι μας νά μαραθῇ ἀπό μόνο του, γιατί θέλουν, δῆθεν πολιτισμένα, νά ξεραθοῦν οἱ ρίζες μας καί νά γείρουμε ἀπό μονάχοι μας....
συνεχίζεται…
 
Πηγή εἰκόνας: Ἱ. Ἡσ. Ἀνάστασις Χριστοῦ-Ἐμμαούς, Ἅγ. Βασίλειος Λαγκαδᾶ.
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου