ΣΑΝ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ ΙΑ΄
Αναστάσιος Μ.,
Μέρος Ια΄
Πῶς ἡ ἁμαρτία γίνεται «λατρεία στόν Θεό»
Γιά τήν μετάνοια καί τούς αἱρετικούς
Ὁ ἀναμάρτητος Χριστός δέν ἐξετάζει τό παρελθόν. «Οὐδείς ἀναμάρτητος εἰ μή Σύ ὁ δυνάμενος»… Βάρδα ὅμως νά μήν ἁμαρτήσεις ξανά. Σέ λέει τώρα πού μέ γνώρισες, ἐπιστρατεύεσαι! Σταμάτα ἐκεῖ πέρα. «Ὅποιος γυρέψει βοήθεια, θά τόν γλυτώσει. Τό ἁμάρτημα εἶναι, νά, ὅπως βρέχει…, ε… ἅμα βγῇς ἔξω, θά βραχεῖς….
» Ἡ Δύναμη Καλοσύνης ὁ Θεός, καί τήν τελευταία ὥρα συχωρᾶ. Μόλις πιστέψεις, σέ φωτίζει, ἅμα δέν μᾶς συχωροῦσε, δέν θά εἶχε τό φῶς.
Ὁ κ. Τάσος ἄκουγε κάθε μέρα τό συναξάρι τοῦ Ἁγίου. Κάποτε, ὅταν ἄκουσε γιά τόν Ἅγιο Μωϋσῆ τόν Αἰθίοπα, εἶπε: «Ἔ, γιά νά γλιτώσει κι αὐτός καί νά ἁγιάσει πά νά πῇ, πώς ἔχει ὁ Θεός γιά ὅλους… Γιατί ὅταν τόν εἶπαν οἱ ἄλλοι «φῦγε βρέ μαῦρε», αὐτός εἶπε στόν ἑαυτό του, «καλά λένε, εἶσαι ἄξιος νά μιλᾶς μέ ἀνθρώπους;» Ἔτσι, νά ἔχεις μπροστά σου ὅλα τά ἁμαρτήματά σου καί τότε δέν θά κατηγορήσεις κανένα, γιατί ὁ ἄλλος ἀπό κάρβουνο μπορεῖ νά γένῃ διαμάντι.
» Εἶναι κακό πρᾶγμα νά παγιδεύεται ὁ ἄνθρωπος, τότε δέν φεύγει ἀπό τήν δύναμη τοῦ σκότους.
» Ἡ μετάνοια εἶναι ἔνδυμα τοῦ νέου ἀνθρώπου. Ξαναγέννηση εἶναι, ὅταν μετανοεῖ. Τοῦ ἔρχεται τότε μία εὐλογία καί λέει ἥμαρτον, καί τότε ξαναγεννιέται.
» Ὁ Χριστός, ἄν Τόν δεχτῆς, σάν μαγνήτης σέ τραβᾶ μέ προσευχή. Ὅπως ἄν ἔχῃς λεκέ στό ροῦχο τό πλένεις, ἔτσι μέ τήν προσευχή.
» Ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ εἶναι πιό μεγάλη ἀπ’ τήν δικαιοσύνη Του, ὅπως τότε μέ τήν Νινευῒ πού λυπήθηκε τά 120.000 παιδιά.
» Νά μετανοοῦμε καί νά γινόμαστε ἄλλοι ἄνθρωποι. Νά ἐνδυθοῦμε τό Εὐαγγέλιο, πού εἶναι τό βῆμα τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἁμαρτίες, καί σάν τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς νά εἶναι ἤ σάν τά φύλλα τῶν δέντρων, ὅλες λυώνουν ἅμα πιστέψῃς. Ἄν ἕνας μπόρεσῃ ἀπ’ τήν ὁμίχλη νά συνδεθεῖ μέ τόν Θεό, εἶναι σάν ἥρωας.
» Ἅμα λυγίσῃ τό δεντράκι μέ ἁμαρτία, τό ἁμάρτημα εἶναι σάν τό ἁλάτι στό φαγί. Τό ἁμάρτημα ἐκεῖνο γίνεται λατρεία στόν Θεό, ἄν πέσουμε στό ἥμαρτον.
» Καί τό λάθος πού κάνεις νά μή σέ ρίχνει σέ ἀπελπισία, ἀλλά κάνε μία προσευχή ὥστε ὁ νοῦς σου νά πάρει ἄλλη στροφή. Αὐτό πού σέ φώτισε ἐκείνη τήν ὥρα, ἐκεῖνο τό κλάμα, σέ ἔσωσε, θέλει ἀγρύπνια στήν προσευχή. Κλαῖνε τό «ὄστεά» σου, δέν εἶσαι ἐσύ, ἄλλος σέ φωτίζει.
» Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα φυτό, τό χτυπάει ἀέρας, τό λυγίζει, ἡ ἁμαρτία γυρνᾶ νά μᾶς ζύμωσῃ.
» Θά σέ φώτισει ὁ Θεός τί νά κάνῃς, ἀρκεῖ νά σταματᾶς στήν καλοσύνη.
» Κάποτε ἤμουν στό χωράφι, ἀκούω χτυπᾶ ἡ καμπάνα, βγαίνω παραέξω ρωτάω, ἦρθε ὁ ξομολόγος μαθαίνω, ξομολογήθηκες ποτέ; Μόλις τ’ ἄκουσα, ξεζεύω τό ἄλογο καί πάω. Ἄς εἶναι καλά πού πῆγα, καί συνεχίζω. Μόνο μέ «ἄνωθεν» φωτισμό ἀλλάζει ὁ ἄνθρωπος. Οἱ ἁμαρτωλοί ὅπου μετανοήσουν, ἐπιστρατεύονται σάν θαῦμα. Τό δεμένο πλοῖο καί στή φουρτοῦνα ἔχει ἐλπίδα νά σωθῇ….
***
» Οἱ Γιαχωβάδες εἶναι ζιζάνια. Ὅπως σπέρνεις καί μετά ἀπό λίγο βγαίνουν ζιζάνια ἔτσι κι’ αὐτοί. Ἐγώ κάποτε ἦρθα σέ ἀντιλογία μ’ ἕναν ἀπ’ αὐτούς καί δέν τόν ἀφήνω ἀπ’ τήν προσευχή μου, παρακαλάω γι’ αὐτόν νά πέσῃ στό ἥμαρτον…
» Κάποτε στό χωριό μᾶς ἐμφανίστηκε ἕνας πού ἔλεγε ὅτι εἶναι τῆς θρησκείας. Ὅταν τελείωσε τήν ὁμιλία του, ἐγώ τόν παρακαλοῦσα, γιατί εἶχα μεράκι νά φιλοξενῶ τούς ξένους, νά ἔλθῃ στό σπίτι μας. Ἦλθε, τόν κοίμισα στό σπίτι μου. Σά ξύπνησε τό πρωί μέ ρωτάει, -«πόσα χρόνια εἶσαι παντρεμένος;» -«Πέντε» του ἀπαντῶ.
–«Πόσα παιδιά ἔχεις;»
-«Δύο» τοῦ λέω. Καί ξαφνικά πετιέται ἐπάνω φωνάζοντας,
«Φονιάδες! Φονιάδες! ποῦ εἶναι τά ἄλλα τρία; Κάθε χρόνο ἔπρεπε νά ‘χῃς κι ἕνα παιδί… Τ’ ἄλλα τά σκότωσες!». Μά ἐγώ δέν εἶχα σκοτώσει κανένα.
–«Καί ποιά Γραφή διαβάζεις;» μέ ρώτησε ξανά. Τοῦ ἔδειξα τήν Ἁγία Γραφή πού εἶχα… Αὐτό τό Εὐαγγέλιό μου τό εἶχα ἀγοράσει ἀπό 16 χρονῶ μέ τά λεφτά πού πῆρα πουλώντας ἕνα ζῶο. Δέν τό ἀποχωριζόμουν ποτέ. Στό στρατό τό ’χα μαζί μου συνέχεια καί τό διάβαζα φανερά. Μέ ‘βαλαν ὅμως κατσάδα κι ὑστέρα τό διάβαζα κρυφά. Σ’ ἕνα συναγερμό, μ’ ἔπεσε, τό ἔχασα. Τό βρῆκε ὁ μάγειρας, τό πῆρα καί χάρηκα πολύ, πού δέ λέγεται.
Μόλις εἶδε ὅτι ἦταν σέ μετάφραση, ἀπό ἱερωμένο ὀρθόδοξο καί μέ ἔγκριση τῆς Ἐκκλησίας μας, παρ’ ὅλα αὐτά ἄρχισε πάλι τίς φωνές.
–«Πετάχτε τα! πετάχτε τα!» Κι’ ἔφυγε καί πῆγε στό καφενεῖο κι ἐκεῖ μέ κατηγοροῦσε κι ἔλεγε,
-«Οὔτε καλημέρα νά μή λέτε στόν Τάσο, ἄθρησκος εἶναι!». Ἐγώ, δέν παραπονέθηκα, παρά παγαίνω, βρίσκω τόν παπᾶ καί τόν ρωτάω, δείχνοντάς του τό Εὐαγγέλιό μου, μήπως εἶμαι σέ αἵρεση καί δέν τό ξέρω;
«Ὄχι, μέ λέει ὁ παπᾶς», καί γώ τράβηξα ἥσυχος, δέν ἤξερα νά παρεξηγηθῶ….
» Ἄλλη φορά ἦρθε ἕνας ἄλλος, αὐτός γέρος, 80-85 χρονῶ, μέ χοντρό παλτό, καί ἔλεγε, «μακάριοι οἱ ἰδόντες καί μή πεστεύοντες»! «Ὄχι, τοῦ εἶπα ἐγώ, τό ἀντίθετο γράφει τό Εὐαγγέλιό μας». Τίποτα αὐτός· τόν φιλοξένησα κι’αὐτόν στό σπίτι μας. Τό βράδυ, περνῶ ἀπ’ τό διάδρομο ὅπου τόν εἴχαμε βάλει νά κοιμηθῇ γιατί ὅλο - ὅλο 1 δωμάτιο εἴχαμε, καί βλέπω νά εἶναι μέ τά ροῦχα ξαπλωμένος καί νά ἔχει ἕνα ρόπαλο δίπλα του σάν τό μπόϊ του (αὐτό τό ἔκρυβε μές στό χοντρό παλτό). Φοβήθηκα μή μ’ ἁρπάξῃ τό ὅπλο, γιατί τότε εἴμασταν ἐπιστρατευμένοι Μάηδες, κι’ ἀναγκάζομαι καί παίρνω καί τό ὅπλο μου κάτω ἀπ’ τό κρεβάτι μου. Τό πρωί ἡ γυναίκα μου βλέπει ἕναν μ’ ἕνα ρόπαλο κι’ ἄλλον μ’ ἕνα ὅπλο!
***
Ὅταν τόν ρωτήσαμε σχετικά μέ τό ἄν εἶναι καλό γιά νά τραβήξουμε τούς νέους στήν Ἐκκλησία νά ἔρχονται ντυμένοι ὅπως εἶναι καί ἔξω (σκουλαρίκια κ.τ.λ.) εἶπε: «Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι θέατρο νά θέλει νά κόβῃ ὅσο τό δυνατόν περισσότερα εἰσιτήρια. Σκοπός εἶναι αὐτοί πού ἔρχονται νά πιστέψουν ὅτι ὑπάρχει ἄλλη ζωή, Ἀνάσταση, Δευτέρα Παρουσία, ἀλλιῶς τί νά τό κάνεις τό πλῆθος, …γιατί νά τούς καλοπιάνῃς νά ἔρχονται ὅπως νἆναι…»
Συνεχίζεται...
Αναστάσιος Μ.,
Μέρος Ια΄
Πῶς ἡ ἁμαρτία γίνεται «λατρεία στόν Θεό»
Γιά τήν μετάνοια καί τούς αἱρετικούς
Ὁ ἀναμάρτητος Χριστός δέν ἐξετάζει τό παρελθόν. «Οὐδείς ἀναμάρτητος εἰ μή Σύ ὁ δυνάμενος»… Βάρδα ὅμως νά μήν ἁμαρτήσεις ξανά. Σέ λέει τώρα πού μέ γνώρισες, ἐπιστρατεύεσαι! Σταμάτα ἐκεῖ πέρα. «Ὅποιος γυρέψει βοήθεια, θά τόν γλυτώσει. Τό ἁμάρτημα εἶναι, νά, ὅπως βρέχει…, ε… ἅμα βγῇς ἔξω, θά βραχεῖς….
» Ἡ Δύναμη Καλοσύνης ὁ Θεός, καί τήν τελευταία ὥρα συχωρᾶ. Μόλις πιστέψεις, σέ φωτίζει, ἅμα δέν μᾶς συχωροῦσε, δέν θά εἶχε τό φῶς.
Ὁ κ. Τάσος ἄκουγε κάθε μέρα τό συναξάρι τοῦ Ἁγίου. Κάποτε, ὅταν ἄκουσε γιά τόν Ἅγιο Μωϋσῆ τόν Αἰθίοπα, εἶπε: «Ἔ, γιά νά γλιτώσει κι αὐτός καί νά ἁγιάσει πά νά πῇ, πώς ἔχει ὁ Θεός γιά ὅλους… Γιατί ὅταν τόν εἶπαν οἱ ἄλλοι «φῦγε βρέ μαῦρε», αὐτός εἶπε στόν ἑαυτό του, «καλά λένε, εἶσαι ἄξιος νά μιλᾶς μέ ἀνθρώπους;» Ἔτσι, νά ἔχεις μπροστά σου ὅλα τά ἁμαρτήματά σου καί τότε δέν θά κατηγορήσεις κανένα, γιατί ὁ ἄλλος ἀπό κάρβουνο μπορεῖ νά γένῃ διαμάντι.
» Εἶναι κακό πρᾶγμα νά παγιδεύεται ὁ ἄνθρωπος, τότε δέν φεύγει ἀπό τήν δύναμη τοῦ σκότους.
» Ἡ μετάνοια εἶναι ἔνδυμα τοῦ νέου ἀνθρώπου. Ξαναγέννηση εἶναι, ὅταν μετανοεῖ. Τοῦ ἔρχεται τότε μία εὐλογία καί λέει ἥμαρτον, καί τότε ξαναγεννιέται.
» Ὁ Χριστός, ἄν Τόν δεχτῆς, σάν μαγνήτης σέ τραβᾶ μέ προσευχή. Ὅπως ἄν ἔχῃς λεκέ στό ροῦχο τό πλένεις, ἔτσι μέ τήν προσευχή.
» Ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ εἶναι πιό μεγάλη ἀπ’ τήν δικαιοσύνη Του, ὅπως τότε μέ τήν Νινευῒ πού λυπήθηκε τά 120.000 παιδιά.
» Νά μετανοοῦμε καί νά γινόμαστε ἄλλοι ἄνθρωποι. Νά ἐνδυθοῦμε τό Εὐαγγέλιο, πού εἶναι τό βῆμα τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἁμαρτίες, καί σάν τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς νά εἶναι ἤ σάν τά φύλλα τῶν δέντρων, ὅλες λυώνουν ἅμα πιστέψῃς. Ἄν ἕνας μπόρεσῃ ἀπ’ τήν ὁμίχλη νά συνδεθεῖ μέ τόν Θεό, εἶναι σάν ἥρωας.
» Ἅμα λυγίσῃ τό δεντράκι μέ ἁμαρτία, τό ἁμάρτημα εἶναι σάν τό ἁλάτι στό φαγί. Τό ἁμάρτημα ἐκεῖνο γίνεται λατρεία στόν Θεό, ἄν πέσουμε στό ἥμαρτον.
» Καί τό λάθος πού κάνεις νά μή σέ ρίχνει σέ ἀπελπισία, ἀλλά κάνε μία προσευχή ὥστε ὁ νοῦς σου νά πάρει ἄλλη στροφή. Αὐτό πού σέ φώτισε ἐκείνη τήν ὥρα, ἐκεῖνο τό κλάμα, σέ ἔσωσε, θέλει ἀγρύπνια στήν προσευχή. Κλαῖνε τό «ὄστεά» σου, δέν εἶσαι ἐσύ, ἄλλος σέ φωτίζει.
» Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα φυτό, τό χτυπάει ἀέρας, τό λυγίζει, ἡ ἁμαρτία γυρνᾶ νά μᾶς ζύμωσῃ.
» Θά σέ φώτισει ὁ Θεός τί νά κάνῃς, ἀρκεῖ νά σταματᾶς στήν καλοσύνη.
» Κάποτε ἤμουν στό χωράφι, ἀκούω χτυπᾶ ἡ καμπάνα, βγαίνω παραέξω ρωτάω, ἦρθε ὁ ξομολόγος μαθαίνω, ξομολογήθηκες ποτέ; Μόλις τ’ ἄκουσα, ξεζεύω τό ἄλογο καί πάω. Ἄς εἶναι καλά πού πῆγα, καί συνεχίζω. Μόνο μέ «ἄνωθεν» φωτισμό ἀλλάζει ὁ ἄνθρωπος. Οἱ ἁμαρτωλοί ὅπου μετανοήσουν, ἐπιστρατεύονται σάν θαῦμα. Τό δεμένο πλοῖο καί στή φουρτοῦνα ἔχει ἐλπίδα νά σωθῇ….
***
» Οἱ Γιαχωβάδες εἶναι ζιζάνια. Ὅπως σπέρνεις καί μετά ἀπό λίγο βγαίνουν ζιζάνια ἔτσι κι’ αὐτοί. Ἐγώ κάποτε ἦρθα σέ ἀντιλογία μ’ ἕναν ἀπ’ αὐτούς καί δέν τόν ἀφήνω ἀπ’ τήν προσευχή μου, παρακαλάω γι’ αὐτόν νά πέσῃ στό ἥμαρτον…
» Κάποτε στό χωριό μᾶς ἐμφανίστηκε ἕνας πού ἔλεγε ὅτι εἶναι τῆς θρησκείας. Ὅταν τελείωσε τήν ὁμιλία του, ἐγώ τόν παρακαλοῦσα, γιατί εἶχα μεράκι νά φιλοξενῶ τούς ξένους, νά ἔλθῃ στό σπίτι μας. Ἦλθε, τόν κοίμισα στό σπίτι μου. Σά ξύπνησε τό πρωί μέ ρωτάει, -«πόσα χρόνια εἶσαι παντρεμένος;» -«Πέντε» του ἀπαντῶ.
–«Πόσα παιδιά ἔχεις;»
-«Δύο» τοῦ λέω. Καί ξαφνικά πετιέται ἐπάνω φωνάζοντας,
«Φονιάδες! Φονιάδες! ποῦ εἶναι τά ἄλλα τρία; Κάθε χρόνο ἔπρεπε νά ‘χῃς κι ἕνα παιδί… Τ’ ἄλλα τά σκότωσες!». Μά ἐγώ δέν εἶχα σκοτώσει κανένα.
–«Καί ποιά Γραφή διαβάζεις;» μέ ρώτησε ξανά. Τοῦ ἔδειξα τήν Ἁγία Γραφή πού εἶχα… Αὐτό τό Εὐαγγέλιό μου τό εἶχα ἀγοράσει ἀπό 16 χρονῶ μέ τά λεφτά πού πῆρα πουλώντας ἕνα ζῶο. Δέν τό ἀποχωριζόμουν ποτέ. Στό στρατό τό ’χα μαζί μου συνέχεια καί τό διάβαζα φανερά. Μέ ‘βαλαν ὅμως κατσάδα κι ὑστέρα τό διάβαζα κρυφά. Σ’ ἕνα συναγερμό, μ’ ἔπεσε, τό ἔχασα. Τό βρῆκε ὁ μάγειρας, τό πῆρα καί χάρηκα πολύ, πού δέ λέγεται.
Μόλις εἶδε ὅτι ἦταν σέ μετάφραση, ἀπό ἱερωμένο ὀρθόδοξο καί μέ ἔγκριση τῆς Ἐκκλησίας μας, παρ’ ὅλα αὐτά ἄρχισε πάλι τίς φωνές.
–«Πετάχτε τα! πετάχτε τα!» Κι’ ἔφυγε καί πῆγε στό καφενεῖο κι ἐκεῖ μέ κατηγοροῦσε κι ἔλεγε,
-«Οὔτε καλημέρα νά μή λέτε στόν Τάσο, ἄθρησκος εἶναι!». Ἐγώ, δέν παραπονέθηκα, παρά παγαίνω, βρίσκω τόν παπᾶ καί τόν ρωτάω, δείχνοντάς του τό Εὐαγγέλιό μου, μήπως εἶμαι σέ αἵρεση καί δέν τό ξέρω;
«Ὄχι, μέ λέει ὁ παπᾶς», καί γώ τράβηξα ἥσυχος, δέν ἤξερα νά παρεξηγηθῶ….
» Ἄλλη φορά ἦρθε ἕνας ἄλλος, αὐτός γέρος, 80-85 χρονῶ, μέ χοντρό παλτό, καί ἔλεγε, «μακάριοι οἱ ἰδόντες καί μή πεστεύοντες»! «Ὄχι, τοῦ εἶπα ἐγώ, τό ἀντίθετο γράφει τό Εὐαγγέλιό μας». Τίποτα αὐτός· τόν φιλοξένησα κι’αὐτόν στό σπίτι μας. Τό βράδυ, περνῶ ἀπ’ τό διάδρομο ὅπου τόν εἴχαμε βάλει νά κοιμηθῇ γιατί ὅλο - ὅλο 1 δωμάτιο εἴχαμε, καί βλέπω νά εἶναι μέ τά ροῦχα ξαπλωμένος καί νά ἔχει ἕνα ρόπαλο δίπλα του σάν τό μπόϊ του (αὐτό τό ἔκρυβε μές στό χοντρό παλτό). Φοβήθηκα μή μ’ ἁρπάξῃ τό ὅπλο, γιατί τότε εἴμασταν ἐπιστρατευμένοι Μάηδες, κι’ ἀναγκάζομαι καί παίρνω καί τό ὅπλο μου κάτω ἀπ’ τό κρεβάτι μου. Τό πρωί ἡ γυναίκα μου βλέπει ἕναν μ’ ἕνα ρόπαλο κι’ ἄλλον μ’ ἕνα ὅπλο!
***
Ὅταν τόν ρωτήσαμε σχετικά μέ τό ἄν εἶναι καλό γιά νά τραβήξουμε τούς νέους στήν Ἐκκλησία νά ἔρχονται ντυμένοι ὅπως εἶναι καί ἔξω (σκουλαρίκια κ.τ.λ.) εἶπε: «Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι θέατρο νά θέλει νά κόβῃ ὅσο τό δυνατόν περισσότερα εἰσιτήρια. Σκοπός εἶναι αὐτοί πού ἔρχονται νά πιστέψουν ὅτι ὑπάρχει ἄλλη ζωή, Ἀνάσταση, Δευτέρα Παρουσία, ἀλλιῶς τί νά τό κάνεις τό πλῆθος, …γιατί νά τούς καλοπιάνῃς νά ἔρχονται ὅπως νἆναι…»
Συνεχίζεται...
- Σάν τό χρυσάφι στό καμίνι (Α΄)
- ΣΑΝ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ (Β΄)
- ΣΑΝ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ (Γ΄)
- Ἡ πίστη στόν ἀναμάρτητο Χριστό μόνο θά μᾶς σώσει (ΣΑΝ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ-Δ΄).
- Πρίν ἀπό μένα ὁ Χριστός τό ἔβαλε αὐτό τό στεφάνι (ΣΑΝ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ - Ε΄)
«Μέ τόσα πού τράβηξα δέν ἤξερα κατάθλιψη, δέν ἤξερα ἀϋπνίες, ὅλα τά διαλύει αὐτά ἡ προσευχή» (ΣΑΝ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ-Στ΄)
Ἡ προσευχή εἶναι τό μεγαλύτερο ὅπλο στόν ἄνθρωπο, ἔχει μεγάλη δύναμη (ΣΑΝ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ-Ζ΄)..
«Φίλος μας ὁ ἀναμάρτητος Χριστός πού μεγάλωσε μέ φτώχεια, μέ τυραννία» (ΣΑΝ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ Η΄)…
«Ὁ ἐχθρός μου ἡ σωτηρία μου», ἡ μεγάλη ἀνατροπή (ΣΑΝ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ Θ΄)
Θαυμαστά περιστατικά (ΣΑΝ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ -Ι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου