Σελίδες

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012

«Δέν πρέπει νά ὑπάρχει ἄνθρωπος πού νά μήν τοῦ μιλᾶμε καί νά κρατᾶμε κακία» (ΣΑΝ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ-ΙΒ΄)

ΣΑΝ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ-ΙΒ΄
Ἀναστάσιος Μ.,
Μέρος Ιβ΄
«Ἄσε τόν κόσμο νά λέῃ, ἐσύ θά κάνῃς τό καθῆκον σου στόν Θεό»

Ἀναμνήσεις τῆς κόρης του Οὐρανίας γιά τόν πατέρα της
Διάβαζε πολύ, ὅποτε ἄδειαζε ἀπό δουλειές, τό Εὐαγγέλιο, αὐτό τόν προστάτευε. Τότε μέ τούς ἀντάρτες, ὅλοι εἶχαν φύγει ἀπό τό χωριό, κι ἦταν μόνος, μέ τά πρόβατα· οἱ σφαῖρες σφύριζαν τήν ἡμέρα, καί τό βράδυ διάβαζε τό Εὐαγγέλιο πού τό εἶχε πάντα ἐπάνω του, κοντά στήν καρδιά του.
Στό κοπάδι εἶχε κάτι ἄγρια σκυλιά πού δέν ἄφηναν οὔτε πουλί πετούμενο νά περάσῃ. Μιά μέρα, πού ἦταν σέ ἕνα λειβάδι μέ παχύ χορτάρι μέ τά πρόβατα, εἶδε νά πλησιάζῃ ἕνας λόχος.

Ἐκεῖνα τά πρόβατα, ἕνα τσίκ νά ἄκουγαν, προγκοῦσαν καί ἔφευγαν, κι ὅμως ὅταν ἔφτασαν κοντά τους οἱ στρατιῶτες, τά πρόβατα χωρίστηκαν σάν νά ἄνοιξαν ἕνα δρόμο καί τά σκυλιά δέν κουνήθηκαν κι ὁ στρατός πέρασε σάν νά μήν ὑπῆρχε κανείς ἐκεῖ. Ὁ κ. Τάσος οὔτε τό σκεφτόταν νά τό πῇ τότε, νά ἀναρωτηθῇ πῶς δέν μέ εἶδαν; Πίστευε ὅτι τόν προστάτεψε ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ἁπλᾶ....
Ἦταν ὀρφανός ἀπό πατέρα ἀπό μωρό παιδί σχεδόν. Ἡ μητέρα του πέθανε τήν ἡμέρα πού ἀπολυόταν ἀπό τό στρατό. Ἀπό τῆς μητέρας του τό σόϊ εἶχαν ἕναν ἀσκητή, καί ὁ παποῦς του εἶχε τόσο πολύ βιός, πού οἱ τσομπαναῖοι πού φύλαγαν τά πρόβατά τους, ἐπειδή ἦταν πολλά, τά φύλαγαν πάνω ἀπό τά ἄλογα. Ὁ πατέρας τοῦ Τάσου μεγάλωσε σέ ξένα χέρια γιατί ἔμεινε ὀρφανός ἀπό 9 μηνῶν παιδί, καί ἀπό τους δυό γονεῖς του. Ἦταν ὀρφανός μ' ἕνα μπαοῦλο λῖρες! Ὅταν ξετινάχτηκε τοῦ ‘δωσαν μιά κλωτσιά, τοῦ πῆραν ὅλο τό βιός καί τόν διώξανε. Εἶχε μεγάλη πίστη. Ὅταν ἦλθαν οἱ πρόσφυγες στό χωριό Μάδυτος, ὅπου ἦταν μετόχια τοῦ Ἁγίου Ὅρους, αὐτός ἀγόρασε μέ πολλά λεφτά τότε μιά εἰκόνα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, καί τήν πῆγε στό χωριό πού ἐγκαταστάθηκαν. Ὅταν τό ἔμαθαν οἱ κάτοικοι τοῦ ἄλλου χωριοῦ ἦλθαν νά τήν πάρουν τήν εἰκόνα, μά αὐτός κλείστηκε μές στήν ἐκκλησιά καί δέν ἔβγαινε μέχρι πού φύγανε.
Ὅταν ἔγινε 16 χρονῶν ὁ Τάσος, μιά μέρα πού βοσκοῦσε πρόβατα, τοῦ 'ρθε σά φώτιση, γονάτισε κάτω κι ὁρκίστηκε νά βαδίζῃ τό δρόμο τῆς ἀρετῆς. Στά ἀδέλφια του ἔλεγε, «ἐλᾶτε νά πέσουμε μέ τά μοῦτρα κάτω νά προσευχηθοῦμε γιά νά σώσουμε τήν ψυχή μας»· μά ἐκεῖνοι τόν ἀπόπαιρναν «ἄντες βρέ σασνάκο (χαζέ!) πού θά πέσουμε νά σπάσουμε τά μοῦτρα μας»!
Ἀπό μικρός ρίχτηκε στήν δουλειά. Ἀπό νύχτα σέ νύχτα δούλευε. Πολύ ἐργατικός ἦταν, ἄν καί κάπως σιγανός, σιγά - σιγά βάδιζε. Ὅταν ἔκανε τόν σταυρό του πάντα ἀργά - ἀργά καί ὅταν προσκυνοῦσε τίς εἰκόνες στήν ἐκκλησία πολύ εὐλαβικά καί ἀργοποροῦσε μπροστά σέ κάθε εἰκόνα. Ἀρχικά εἶχε 300 πρόβατα μετά λιγοστέψανε, ὥσπου τά πούλησαν, τόν ἀδικέψανε καί ἄρχισε γεωργικές δουλειές. Μόνο 18 στρέμματα εἶχε. Ὅλη μέρα θέριζαν τότε στά χωράφια τά στάρια, μέ δρεπάνια. Παίρναν τότε μαζί καί τά παιδιά, μικρά, νηστικά, ἀπότιστα. Μετά, τά βράδια θέριζε τριφύλλι μέ τήν κόσα κι ἀπ' τίς δύο τά χαράματα πάλι δουλειά. Ἀπ' τήν πολλή δουλειά δέν εἶχε ὄρεξη νά φάῃ. Ὅπως ἔπαιρνε τό φαγητό μαζί του τό γυρνοῦσε πίσω, καί θά 'ταν τότε καμμιά 25αριά χρονῶν. Ἔβαζαν τότε ἀρακά, ἔβαζαν καπνά, μά τίς Κυριακές καί νά καίγονταν ὁ καπνός δέν δούλευε.
Ὅταν ἄρχισε νά καλλιεργῇ λαχανικά, νοικίασε ἕνα χωράφι πολύ ἄγονο καί πάτησε πολλή δουλειά γιά νά τό σπείρῃ, μέχρι πού ἔγινε 15 στρέμματα καλό χωράφι. Ἡ ρίζα τῆς βουρλιᾶς εἶναι σά κούτσουρο καί κουράστηκε πολύ νά βγάζῃ μέ τσάπα καί κασμᾶ τίς βουρλιές. Μόλις φυτρώσανε, πράσσα καί σέλινα, σά θάλασσα ἔγιναν, ἤθελε ὁ ἰδιοκτήτης νά τό πάρῃ καί ἔλεγε στόν Τάσο νά φύγῃ. Ἔτσι ἀναγκάστηκε, ἀφοῦ τά πούλησε ὅσο - ὅσο νά βρῇ ἄλλο χωράφι, κι ὅταν μετά πολύ κόπο ἔβγαλε ἀπ' τίς καλύτερες σοδειές, πῆγε τά καλύτερα καρπούζια σ' αὐτόν πού τόν εἶχε διώξει. Κι ὄχι μόνο αὐτό ἄλλα σκάλιζε καί τά χωράφια του κρυφά. Ὅταν τό κατάλαβε κάποιος γνωστός τοῦ ἔβαλε τίς φωνές, «βρέ ἐγώ, ἄν ἤμουν, θά πήγαινα νά τόν πνίξω», ἀλλά ὁ Τάσος εἶπε: «Νά χαίρεσαι ὅταν μᾶς ἀδικοῦν κι ὅταν ἀδικοῦμε νά κλαῖμε. Ὅσο εἴμαστε σ' αὐτή τήν ζωή, ἔλεγε, δέν πρέπει νά ὑπάρχει ἄνθρωπος πού νά μήν τοῦ μιλᾶμε καί νά κρατᾶμε κακία γιατί, ὅταν φύγουμε ἀπ' τή ζωή αὐτή, δέν θά μποροῦμε νά τό διορθώσουμε. Ἄσε τόν κόσμο νά λέῃ, ἐσύ θά κάνεις τό καθῆκον σου στόν Θεό, καί ὅταν ζητᾶς τήν βοήθειά Του, θά τήν ἔχεις, θά ἀνταμειφθεῖς γιά τήν ὑπομονή σου».
Δέν ἔλεγε ποτέ «ἐγώ» καί δέν μιλοῦσε γιά τά προσωπικά του, παρά ὅταν τόν ρωτοῦσες. Μετά ἀπό ἐπίμονες ἐρωτήσεις γιά τήν προσευχή ἔλεγε μερικές καταστάσεις δικές του, μέ δισταγμό. «Πρέπει νά συγκεντρώνεσαι γιά νά φτάσῃς ψηλά καί νά φέρῃς τό πρόσωπο γιά τό ὅποιο προσεύχεσαι νά προσευχηθῇ τό ἴδιο στόν Θεό». Γιά μερικούς ἀνθρώπους, ἔλεγε, πώς δέν μπορεῖ νά τούς συλλάβῃ καί νά τούς φέρῃ στό ὕψος ἐπάνω γιά νά προσευχηθοῦν.
Ὅταν μάθαινε πώς εἶχε πεθάνει κάποιος προσευχόταν γι' αὐτόν. Ἡ ζωή του ἦταν ἡ προσευχή. Τό μόνο πού παρακαλοῦσε γιά τόν ἑαυτό του ἦταν νά ζήσῃ ἀκόμη 2-3 χρόνια περισσότερο γιά νά προσευχηθῇ κι ἄλλο· αὐτό τό ἔλεγε στίς ἀρχές, τότε πού ἄρχισαν οἱ ἐπιπλοκές τῆς ἀρρώστειας του· γιατί στά τελευταῖα του προσευχόταν γιά ἄλλους κι ἔλεγε «ἐγώ εἶμαι εὐχαριστημένος ἀπό τή ζωή. Αὐτό πού ζήτησα ἀπό τόν Θεό, νά μοῦ χαρίσῃ ἀκόμη λίγο χρόνο γιά νά προσευχηθῶ, μοῦ τό ἔκανε. Δέν θέλω τίποτε ἄλλο».
Ὅταν μετά τόν ἀκρωτηριασμό τοῦ ἑνός ποδιοῦ του ἦταν ἀναγκασμένος νά μένῃ μέσα στό δωματιάκι του καί νά ἐξυπηρετεῖται μέ τό ἀναπηρικό καροτσάκι ἔλεγε «Ἄς εἶναι νά παραλύσῃ ὅλο μου τό σῶμα, μόνο τό δεξί μου χέρι νά ἔχω γιά νά κάνω τόν Σταυρό μου». Ὅταν τοῦ πρότειναν κάποτε νά τόν βγάλουν μιά βόλτα μέ τό καροτσάκι ἔξω γιά νά μήν εἶναι μοναχός του, εἶπε «καί ποιός σᾶς εἶπε πώς εἶμαι μόνος; ἔχω τούς ἁγίους συντροφιά».
Εἶχε μεγάλη διαίσθηση καί καταλάβαινε ἄν εἶχε κάποιος, στήν οἰκογένεια ἤ καί ξένος ἀκόμη, μιά ἀνάγκη καί προσευχόταν κι ἔλεγε «ποτέ μή χάσουμε τήν πίστη μας ὅ,τι καί νά συμβῇ». Συχνά ἔλεγε «Χριστιανά τά τέλη τῆς ζωῆς», καί ὅταν ἔρχονταν καί ὧρες πού λιγοψυχοῦσε, ἔλεγε «ἄχ γιατί νά ἔρχονται αὐτές οἱ ὧρες», ὅμως ἀρκοῦσε νά τοῦ θυμίσῃ κανείς μιά ἱστορία ἀπό τό Εὐαγγέλιο κι ἀμέσως ἔλεγε «τώρα πῆρα κουράγιο» κι εὐχαριστοῦσε μέ εὐγνωμοσύνη πολλές φορές αὐτόν πού τοῦ ἔλεγε ἕνα λόγο παρηγοριᾶς. Ἦταν καταδεχτικός καί φιλότιμος καί τυπικός.
Ἕνα καλοκαίρι, ἦταν στό χωράφι μέ τά δυό παιδιά του πού ἦταν τότε μικρά καί εἶχε πολύ ζέστη. Ἐκεῖνα παρακαλοῦσαν, «πατέρα, ἄς κόψουμε ἕνα καρποῦζι ἀπό τό διπλανό χωράφι, διψᾶμε πολύ». Αὐτός ἔλεγε, «δέν μᾶς ἀνήκει, πῶς θά πάρουμε ξένο πρᾶγμα»; Μετά ὅμως, σά νά λυπήθηκε τά παιδιά, πῆγε δίπλα, ἔκοψε ἕνα καρποῦζι, καί ἐρχόταν σιγά - σιγά καί τό κρατοῦσε στά χέρια του σά νά τό ζύγιζε. Μόλις φτάσαν τό βράδυ στό χωριό, πῆγε σ' ἐκεῖνον πού εἶχε τό χωράφι καί τόν πλήρωσε γιατί δέν ἤθελε νά ἀδικήσῃ κανένα. Ἦταν καί πολύ καθαρός στίς συναλλαγές του....
Ἔλεγε: «Ἐμεῖς ὅλους θά τούς ἀγαπᾶμε. Ὁ Θεός εἶναι Θεός καλοσύνης, Δύναμη Καλοσύνης, σάν μιά ἀντλία καλοῦ πού παντοῦ σκορπᾶ καλοσύνη. Θά ἀποφεύγουμε τό μάλλωμα γιατί ἅμα ἔρθῃς σέ ρήξη μέ κάποιον, ἀναστατώνονται τά «ὄστεά» σου καί θέλεις δέκα μέρες μετά νά βρῇς τόν ἑαυτό σου. Ἡ προσευχή ὅλα τά λύνει. Μέ τήν προσευχή εἶναι σά νά κάνῃς μιά ὑπεύθυνη δήλωση». Ἀγαποῦσε τά τροπάρια καί χαιρόταν ὅταν τά ἄκουγε κι ἔλεγε «ἡ ψαλμωδία εἶναι ἔργο ἀσωμάτων δυνάμεων».
Παρόλο πού γι' αὐτόν πού εἶχε τέτοια ἀρρώστια ἦταν «ἡ τροφή του καί τό φάρμακό του» ὅπως λένε, ἦταν αὐστηρός στό θέμα τῆς νηστείας. Μέχρι τά τελευταῖα του νήστευε Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή «ἐγώ θά κάνω τό καθῆκον μου» ἔλεγε.
Ἀπό μικρός ἦταν πολύ γερός, παρόλο πού ἦταν μικροκαμωμένος, μάλιστα στά πανηγύρια πού ἔκαναν ἀγῶνες πάλης γιά νά κρατᾶνε τά ἔθιμα τά παληά, ἔβγαινε πολλές φορές νικητής. Εἶχε καλή μνήμη καί ἦταν πολύ δυνατός στήν ἀριθμητική. Ὅταν ἤθελαν νά κάνουν λογαριασμούς τόν ρωτοῦσαν κι ἔβρισκε τά νούμερα χωρίς χαρτί καί μολύβι. Στά νειᾶτα του μποροῦσε καί δυό προβατῖνες μαζί νά τίς κουβαλήσῃ κάτω ἀπ' τή μασχάλη του ὅπου χρειάζονταν. Τόν εἶχαν στό χωριό γιά γιατρό καί γιά μᾶμο στά ζῶα. Δέ φοβόταν νά παγαίνῃ γιά θελήματα πάνω στά βουνά καί κάτω στή λίμνη, ἔβαζαν ψωμί στό ταγάρι καί τό πήγαινε, ἀπό μικρό παιδί, στούς βοσκούς. Ὅπου τόν φώναζαν ἔτρεχε....
Τότε οἱ κομπῖνες ἦταν λιγοστές. Τοῦ 'λεγαν, Τάσο! τρέχα στήν λίμνη καί φέρε τήν κομπίνα. Μά ἔφευγε ἀπό ἐκεῖ καί τοῦ 'λεγαν, Τάσο! τρέχα σ' ἄλλο μέρος, πρός τό βουνό! Ἔτρεχε. Μέ τά πολλά, μιά μέρα, τήν βρῆκε καί κάθησε ἐπάνω καί ἦρθαν γιά τό δικό του τό χωράφι. Μά ὁ γείτονας κατάφερε καί πῆγε πρῶτα στό δικό του τό χωράφι αὐτός πού ‘χε τήν κομπίνα. Κι ἐπειδή ἦρθαν σέ λογομαχία μέ κάποιους ἀπό τό περιβάλλον τοῦ Τάσου, ἔπεσε καί μία βροχή τό βράδυ, ἔμεινε ἀθέριστο τό χωράφι τοῦ Τάσου, κι αὐτός γιά νά μήν αἰσθάνεται μέσα του καμιά πίκρα ἐναντίον τοῦ γείτονα, πῆγε καί θέριζε τό σανό ἀπ' τό χωράφι τοῦ γείτονα τό βράδυ. Καί τό πρωῒ εἶχε ἀπ' τά χαράματα τίς δικές του δουλειές! Κι ὄχι μόνο γεωργικές. Ἀκόμη καί τό νερό τό ἔφερναν ἀπ' τή λίμνη. Τότε ἔπιναν νερό ἀπό τήν λίμνη. Πήγαιναν μέ τά ἄλογα κάτω στή λίμνη, ἔπιναν τά ἄλογα νερό, καί μετά ἔβαζαν τά βαρέλια, γεμίζανε νερό καί τά φόρτωναν στά ζῶα καί γυρνοῦσαν πάνω στό χωριό.
Κάποτε πού δούλευε σ' ἕνα ἀφεντικό πού ἔβριζε πολύ τά Θεῖα, τόν ρώτησε «γιατί μέ βρίζεις»; Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε «ἐγώ δέ βρίζω ἐσένα» κι ὁ Τάσος τοῦ ἀπάντησε, βρίζεις ὅμως τόν Πατέρα μου, κι αὐτό δέν τό ἀντέχω»· κι ἔτσι, παρόλη τήν ἀνάγκη πού εἶχε, σταμάτησε νά δουλεύῃ ἐκεῖ.
συνεχίζεται…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου