Σελίδες

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ
ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ

ΟΙ ΟΜΙΛΙΕΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΕΒΑΣΜΑ ΣΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ ΣΑΣ





ΟΔΗΓΙΕΣ: ΚΑΝΕΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΣΥΝΔΕΣΜΟ:

Δίπλα από το όνομα Κύριος Ιησούς Χριστός που υπάρχει ένα μικρό βελάκι , πατάμε εκεί και μας βγάζει διάφορες επιλογές από τις οποίες πατάμε το Download .
Και γίνεται η εκκίνηση να κατέβουν όλες οι ομιλίες.

Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2024

«Κράτα τόν νοῦ σου στόν Ἅδη καί μήν ἀπελπίζεσαι» Ἅγιος Σιλουανός, π. Σωφρονίου, Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

 
«Κράτα τόν νοῦ σου στόν Ἅδη καί μήν ἀπελπίζεσαι»

Ἅγιος Σιλουανός, π. Σωφρονίου, 41ο μέρος

Ὁμιλία τοῦ Ἀρχ. Σάββα Ἁγιορείτη στίς 15-11-2015

            

«Κράτα τόν νοῦ σου στόν Ἅδη καί μήν ἀπελπίζεσαι»[1]. Εἴμαστε στό κεφάλαιο αὐτό τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ πού ἔχει ἀκριβῶς αὐτόν τόν τίτλο. Καί εἶναι ὁ λόγος πού εἶπε ὁ Θεός στόν Ἅγιο Σιλουανό, ὅταν εἶχε μιά ὀδυνηρή ἐμπειρία λόγω ὑπερηφανείας. Προσπάθησε νά κάνει προσευχή, δηλαδή καθαρή προσευχή χωρίς λογισμούς, καί πηγαίνοντας νά σταθεῖ μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου καί τῆς Θεοτόκου, στεκόταν μπροστά ἀπό τήν εἰκόνα ἕνας δαίμονας καί λέει, ἐγώ τώρα τί πάω νά κάνω, νά προσκυνήσω τόν διάβολο; Καί ἔτσι στενοχωρήθηκε πάρα πολύ καί ὁ Θεός τοῦ εἶπε, ὅτι αὐτά παθαίνουν οἱ ὑπερήφανοι. Καί τότε ρώτησε τόν Θεό ὁ Ἅγιος, τί νά κάνω, Κύριε, γιά νά γίνω ταπεινός; Καί πῆρε αὐτή τήν πληροφορία: Κράτα τόν νοῦ σου στόν Ἅδη καί μήν ἀπελπίζεσαι.

Καί σχολιάζει ὁ π. Σωφρόνιος: «Ἡ ἔκφραση εἶναι ἀκατάληπτη. Τί σημαίνει νά κρατᾶς τόν νοῦ σου στόν Ἅδη; Μήπως νά φαντάζεσαι κάτι παρόμοιο μέ τίς λαϊκές χρωμολιθογραφίες πού ζωγραφίζει ἡ ἀφελής ἀνθρώπινη φαντασία;». Ὁ π. Σωφρόνιος ἦταν ἁγιογράφος. Ζωγράφος πρῶτα στήν κοσμική ζωή, στήν κοσμική του ζωή, καί μετά ἁγιογράφος. Καί ξέρετε πῶς οἱ ἄνθρωποι ἀπεικονίζουν τόν Ἅδη. «Ὄχι, δέν εἶναι αὐτό. Στόν Σιλουανό, ὅπως καί σέ ὁρισμένους μεγάλους Πατέρες, λ.χ. τόν Μέγα Ἀντώνιο, τόν Ἅγιο Σισώη, τόν Ἅγιο Μακάριο καί τόν Ἅγιο Ποιμένα τόν Μέγα», ὅλοι αὐτοί ἔχουνε τήν προσωνυμία «μέγας». Μέγας Ἀντώνιος, Μέγας Σισώης, Μέγας Μακάριος, Μέγας Ποιμήν.. «καί σέ ἄλλους -Ἁγίους Πατέρες-, δόθηκε νά ζήσουν κατά τήν ἐπίγεια ζωή τους πραγματικά τήν κατάσταση τῶν βασάνων τοῦ ἅδη. Ἡ ἐπανάληψη αὐτῆς τῆς καταστάσεως ἐντυπώνεται τελικῶς βαθιά μέσα στήν καρδιά τους. Ἔτσι μποροῦν νά τήν ἀνανεώνουν στό ἑξῆς στήν ψυχή τους μέ μιά ἀνάλογη ἐσωτερική κίνηση τοῦ πνεύματος καί νά ἐπανέρχονται σέ αὐτήν ὅταν θέλουν»[2]. Δηλαδή ζοῦνε οἱ Ἅγιοι τά βάσανα τοῦ Ἅδη, τῆς κόλασης -αὐτό θά πεῖ Ἅδης- καί αὐτή ἡ ἐμπειρία πού τούς δόθηκε ἀπό τόν Θεό, μπορεῖ νά ἀνακληθεῖ, δηλαδή νά τήν ξαναζήσουν καί σέ ἄλλη περίπτωση καί ὅταν αὐτοί θέλουνε μέ μιά ἀνάλογη, κατάλληλη κίνηση πού κάνουν στό πνεῦμα τους, στόν νοῦ τους.

«Σ’ αὐτή τήν ἐργασία κατέφευγαν, ὅταν ἄρχιζε νά ἐμφανίζεται στήν ψυχή τους κάποιο πάθος, καί κυρίως τό λεπτότερο ἀπό ὅλα, ἡ ὑπερηφάνεια»[3]. Δηλαδή εἶναι μία κάθοδος τοῦ νοῦ στήν ἄκρα ταπείνωση. Γνωρίζουμε τήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου, ἡ ἄκρα ταπείνωσις, ὅπου ὁ Κύριος εἶναι μέσα στόν τάφο. Καί ὁ Κύριος εἶναι ὁ ἄκρως ταπεινός, ὁ Ὁποῖος κατέβηκε μέχρι τόν Ἅδη. Ἔτσι καί ἡ μεγαλύτερη θά λέγαμε ταπείνωση εἶναι αὐτή, νά κατεβοῦμε κι ἐμεῖς μαζί Του καί νά ζήσουμε αὐτά τά βάσανα τῆς κόλασης, ἔτσι ὥστε νά καταλάβουμε λίγο ἀπό τήν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ καί λίγο νά ἔχουμε μετοχή σ’ αὐτή τήν μακαριότητα. Γιατί ἡ ταπείνωση εἶναι καί ἡ ἀρχή τῆς μακαριότητας, γιατί μᾶς φέρνει τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος ταπεινώνεται, ἑλκύει τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος εἶπε: «ὁ Θεός ταπεινοῖς δίδωσι Χάρη»[4]. Καί ἡ ἄκρα ταπείνωση εἶναι νά θεωρεῖς τόν ἑαυτό σου ἄξιο γιά τήν κόλαση. Αὐτό θά πεῖ, κράτα τόν νοῦ σου στόν ἅδη. Καί νά μπαίνεις ἐκεῖ καί νά ζεῖς αὐτό τόν βασανισμό πού ζοῦνε οἱ κολασμένοι. Καί ἔτσι καίγονται τά πάθη∙ καίγεται ἡ ὑπερηφάνεια, πού εἶναι πάρα πολύ λεπτό πάθος καί πολύ εὔκολα μπαίνει στήν ψυχή χωρίς νά τό καταλάβουμε.

«Ὁ ἀγώνας ἐναντίον τῆς ὑπερηφάνειας εἶναι τό τελευταῖο στάδιο τοῦ ἀγώνα κατά τῶν παθῶν». Ἡ πάλη μέ τήν ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ τελευατία φάση. «Στήν πρώτη περίοδο τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα ὁ ἀσκητής παλεύει μέ τά χοντρά σαρκικά πάθη». Καί ὁ κάθε χριστιανός, ἀπό τή στιγμή πού μετανοεῖ, τά πρῶτα πάθη πού θά πρέπει νά καταπολεμήσει εἶναι τά σαρκικά πάθη. Ἀφοῦ τά νικήσει αὐτά, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ πάντα, ὑπάρχει ἕνα δεύτερο στάδιο, ὅπου ὁ χριστιανός ἀγωνίζεται μέ τό πάθος τοῦ θυμοῦ «καί τέλος», ἀφοῦ ὑποταχθεῖ κι αὐτό τό πάθος, «ἀγωνίζεται ἐναντίον τῆς ὑπερηφάνειας. Ὁ τελευταῖος ἀγώνας εἶναι χωρίς ἀμφιβολία ὁ δυσκολότερος ἀπό ὅλους. Ἐπειδή λοιπόν ξέρει ἀπό τήν μακρόχρονη πεῖρα του πώς ἡ ὑπερηφάνεια ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια τῆς Χάρης, ὁ ἀσκητής κατεβαίνει μέ τήν ἐσωτερική νοερή κίνηση, γιά τήν ὁποία μιλήσαμε, στόν ἅδη καί κατακαίει μέ τή δύναμη τοῦ ἅδη τήν ἐνέργεια κάθε πάθους μέσα του»[5]. «Ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται»[6]. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὑπερηφανευτεῖ, χάνει τή Χάρη. Βλέπε Φαρισαίους. «Ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται»[7]. Γιά νά γλιτώσει ὁ χριστιανός ἀπό αὐτή τήν κατάσταση τῆς ὑπερηφάνειας, θά πρέπει νά ταπεινωθεῖ∙ νά ταπεινωθεῖ ἑκούσια, νά βάλει τό πνεῦμα του, τόν νοῦ του στόν ἅδη, νά πεῖ, Θεέ μου, εἶμαι ἄξιος γιά τήν κόλαση, δέν ἀξίζω νά πάω στόν παράδεισο! Ὁπότε μετά, πολύ εὔκολα θά δεχθεῖ μία προσβολή, μία ἀτίμωση ἀπό τόν συνάνθρωπό του, μία ἀδικία. Οἱ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι δέν δέχονται τήν ἀδικία, εἶναι ἀκριβῶς γιατί ἔχουνε τήν ἰδέα ὅτι εἶναι κάτι καί δέν ἀξίζουν νά πᾶνε στόν ἅδη. Ἕνας πού θεωρεῖ ὅτι εἶναι ἄξιος νά πάει στόν ἅδη καί ζεῖ τόν ἅδη ἀπό τώρα, τήν κόλαση, δέν πονάει ὅταν τόν ἀδικοῦν. Κι αὐτός ὁ πόνος εἶναι πολύ μικρός σέ σχέση μέ τόν πόνο πού ζεῖ μέσα στήν κόλαση.

«Ὁ Γέροντας ἔλεγε, πώς οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἀνθρώπους πού φτάνουν σ’ αὐτά τά ὅρια», νά φτάνουν μέχρι τόν ἅδη, «λιγοψυχοῦν, φρίττουν καί δέν ἀντέχουν. Νά γιατί ὁ Μέγας Σισώης διατύπωνε σχετικά τό ἐρώτημα: «Τίς δύναται βαστάσαι τόν λογισμόν Ἀντωνίου;»», ἐννοεῖ τόν Μεγάλο Ἀντώνιο. Ἔλεγε ὁ Μέγας Σισώης, μέγας ἀσκητής τῆς ἐρήμου, 70 χρόνια στήν ἔρημο, ποιός μπορεῖ νά βαστάξει, νά ἀντέξει, τόν λογισμό τοῦ Ἀντωνίου, τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου; ««Πλήν οἶδα ἄνθρωπον», εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Σισώης, «ὅτι μετά καμάτου δύναται βαστάσαι τόν λογισμόν αὐτοῦ»». Μέ πολύ κόπο μπορεῖ νά βαστάξει τόν λογισμό τοῦ Ἀντωνίου. Ποιός ἦταν ὁ λογισμός τοῦ Ἀντωνίου; Θά μᾶς τό πεῖ τώρα. «Ὁ Ἅγιος Σιλουανός διευκρίνιζε πώς ὁ Σισώης εἶχε ὑπόψη του τόν λογισμό ἐκεῖνο πού διδάχθηκε ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἀπό τόν τσαγκάρη τῆς Ἀλεξάνδρειας». Ξέρετε ὅτι ὁ Μέγας Ἀντώνιος κάποτε εἶχε μία σκέψη, ἕναν λογισμό: Ἄραγε, τόσα χρόνια εἶμαι ἐδῶ στήν ἔρημο, τόσα ἔχω κάνει γιά τόν Θεό, τόσο μεγάλη ἄσκηση, τόση νηστεία, τόση ἀγρυπνία, τόση προσευχή, τόση κακοπάθεια, ἄραγε ὑπάρχει κανένας ἄλλος σάν καί ἐμένα; Τόν πείραξε δηλαδή λίγο ἡ ὑπερηφάνεια. Ὁπότε ὁ Θεός τοῦ εἶπε, ὅτι ὑπάρχει κάποιος στήν Ἀλεξάνδρεια μέσα, ὄχι στήν ἔρημο πού εἶσαι ἐσύ, «τόν ὁποῖον, οὔπω ἔφθασας εἵς τό μέτρον τοῦδε τοῦ σκυτέως, τοῦ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ὄντως»[8], οὔπω ἔφθασας, δέν ἔφτασες ἀκόμα στό μέτρο αὐτοῦ τοῦ τσαγκάρη τῆς Ἀλεξάνδρειας! Καί βέβαια συγκλονίστηκε ὁ Ἀντώνιος, ὁ Μέγας Ἀντώνιος καί λέει, πῶς εἶναι δυνατόν;.. αὐτός μέσα στήν πόλη καί νά εἶναι ἀνώτερός μου, νά μήν ἔχω φτάσει στά μέτρα του! Γιατί νόμιζε ὅτι εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλους!

«Πῆγε λοιπόν ὁ Ὅσιος στόν τσαγκάρη καί τόν ρώτησε πῶς ζεῖ. Ἐκεῖνος ἀπάντησε, πώς τό ἕνα τρίτο ἀπό τό μεροκάματό του τό δίνει στόν ναό», στήν ἐκκλησία, «τό ἐνα τρίτο στούς φτωχούς καί τό ὑπόλοιπο τό δαπανάει γιά τίς ἀνάγκες του». Μιά πολύ ἁπλή ζωή. «Ὁ Ἀντώνιος ὅμως, πού εἶχε ἐγκαταλείψει ὅλη τήν περιουσία του καί κατοικοῦσε στήν ἔρημο μέ φτώχεια μεγαλύτερη ἀπό τόν τσαγκάρη, δέν ἐξαπλάγη μέ αὐτό». Σοῦ λέει, σ’ αὐτό εἶμαι ἀνώτερος∙ ἐγώ δέν ἔχω τίποτα, αὐτός ἔχει καί περιουσία. Κάτι ἄλλο εἶναι αὐτό πού τόν κάνει ἀνώτερό μου.. «Λέει λοιπόν, στόν τσαγκάρη: «ὁ Κύριος μέ ἔστειλε σέ σένα, γιά νά μάθω πῶς ζεῖς»», γιά νά διδαχθῶ. «Ὁ ταπεινός τσαγκάρης σεβόταν τόν Ἀντώνιο καί φοβισμένος ἀπάντησε: «Οὐκ οἶδα ἐμαυτόν, ἀββά, τίποτε καλόν πράξαντα»», δέν ξέρω κάτι καλό πού νά ἔκανα, Γέροντα, «εἰ μή μόνον», παρά μόνο ἕνα πράγμα, «ὡς ἀνίσταμαι τό πρωί καθίσαι εἰς τό ἐργόχειρόν μου», ὅπως ξυπνάω τό πρωί νά καθίσω στήν ἐργασία μου, «λέγω ἐμαυτῷ ὅτι πᾶσα ἡ πόλις αὕτη, ἀπό μικροῦ ἕως μεγάλου αὐτῶν, εἰσέρχονται εἰς τήν Βασιλείαν διά τάς δικαιοσύνας αὐτῶν, ἐγώ δέ μόνος κληρονομῶ τήν κόλασιν διά τάς ἁμαρτίας μου». Αὐτό τόν λογισμό εἶχε ὁ τσαγκάρης, κάθε πρωί πού ξυπνάω καί κάθομαι στό ἐργόχειρό μου, λέω στόν ἑαυτό μου, ὅτι ὅλη ἡ πόλις αὕτη, ἡ Ἀλεξάνδρεια -μεγάλη πόλις- ἀπό τό μικρό παιδί μέχρι τόν πιό μεγάλο, ὅλοι αὐτοί, εἰσέρχονται εἰς τήν Βασιλεία, μπαίνουν στόν παράδεισο ἐξαιτίας τῶν ἀρετῶν τους∙ ἐγώ δέ μόνος κληρονομῶ τήν κόλαση γιά τίς ἁμαρτίες μου. Δηλαδή ἔβαζε τόν ἑαυτό του κάτω ἀπ’ ὅλους, πού ὁπωσδήποτε δέν ἦταν ὅλοι ἄξιοι γιά τόν παράδεισο! Ἀλλά βλέπετε πόσο ταπεινός ἦταν καί τούς ἔβαζε ὅλους πάνω ἀπ’ αὐτόν καί ἔλεγε ὅτι ἐγώ μόνο θά πάω στήν κόλαση, ὅλοι οἱ ἄλλοι θά εἶναι στόν παράδεισο. «Καί πάλιν, ὀψέ πρίν κοιμηθῶ λέγω τόν αὐτόν λόγον». Καί πρίν κοιμηθῶ πάλι λέω τά ἴδια, «οἱ πάντες σώζονται, ἐγώ δέ μόνος ἀπόλλυμαι»»[9]. Βλέπετε; Καμία κατάκριση, καμία περιφρόνηση, καμία ὑπερηφάνεια!

«Ὁ Ὅσιος, πού τόν ἔστειλε ὁ Θεός νά διδαχθεῖ ἀπό τόν τσαγκάρη, ἦταν προετοιμασμένος μέ μακρόχρονη καί ἐξαιρετική ἄσκηση πού κατέπληξε τήν Αἴγυπτο» καί ἦταν προετοιμασμένος μέ αὐτή τήν ἄσκηση «νά καταλάβει σωστά τά λόγια αὐτά». Δέν ἦταν ἕνα σχῆμα λόγου αὐτό πού ἔλεγε ὁ τσαγκάρης, ἕνας ταπεινός λόγος, μιά ταπεινή σκέψη, ἀλλά ἦταν ἕνα βίωμα. Τό ζοῦσε αὐτό, τό πίστευε. «Μέ τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ -ὁ Μέγας Ἀντώνιος- αἰσθάνθηκε τήν δύναμη τοῦ λογισμοῦ τοῦ τσαγκάρη καί κατάλαβε πραγματικά, πώς «ἐν ἀληθείᾳ.. οὐ κατέλαβε τόνδε τόν σκυτέα τόν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ὄντα»»[10]. Δέν κατάλαβε, δέν ἔχει φτάσει στά μέτρα τοῦ τσαγκάρη αὐτοῦ τῆς Ἀλεξανδρείας!

«Γύρισε λοιπόν στήν ἔρημο καί βάλθηκε στήν ἐκμάθηση αὐτῆς τῆς ἐργασίας». Ποιᾶς ἐργασίας; Νά βάζει τόν νοῦ του κάτω ἀπ’ ὅλους. Νά τόν κατεβάζει στόν ἅδη, νά λέει ὅτι μόνο ἐγώ κολάζομαι καί ὅλοι οἱ ἄλλοι σώζονται! «Στόν Μέγα Ἀντώνιο, τόν θεμελιωτή τοῦ ἀνατολικοῦ μοναχισμοῦ καί καθηγητοῦ τῆς ἐρήμου, δόθηκε μαζί μέ τήν νόηση καί ἡ δύναμη νά βαστάξει αὐτόν τόν λογισμό. Καί δίδαξε αὐτή τήν ἐργασία σέ ἀσκητές ἱκανούς νά λάβουν ὄχι γάλα ἀλλά στερεή τροφή. Ἀπό αὐτόν παρέλαβαν τήν ἐπιστήμη αὐτή καί οἱ ἄλλοι μεγάλοι Πατέρες τῆς ἐρήμου καί τήν παρέδωσαν σάν ἀνεκτίμητο θησαυρό κληρονομιά στούς μεταγενέστερους αἰῶνες»[11]. Αὐτός ὁ λογισμός τοῦ Ἀντωνίου, πού ἔλεγε ὁ Μέγας Σισώης ὅτι δέν μπορεῖ νά βαστάξει ἄνθρωπος εὔκολα, καί ἐγώ, λέει, μέ πολύ κόπο τόν βαστάζω, ὅτι εἶμαι χειρότερος ἀπ’ ὅλους καί εἶμαι στήν κόλαση ἀπό τώρα.

«Ἡ ἐργασία αὐτή ἐκφράζεται στήν πράξη μέ ἄλλες λεκτικές μορφές ἀπό κάθε ἀσκητή, μένοντας ὅμως οὐσιαστικά ἡ ἴδια. Ἔτσι, ὁ Μέγας Ποιμήν», μέγας Πατέρας τῆς ἐρήμου, «ἔλεγε στούς μαθητές του: «Πιστεύσατε τέκνα!», πιστέψτε, παιδιά μου, «εἰς τόν τόπον ὅπου βάλλεται ὁ σατανᾶς, ἐκεῖ βάλλομαι»»[12]. Ἐκεῖ πού ρίχνεται ὁ σατανᾶς, ἐκεῖ ρίχνομαι κι ἐγώ. Ζοῦσε κι αὐτός τό ἴδιο πράγμα μέ τόν τσαγκάρη καί μέ τόν Ἅγιο Ἀντώνιο.

«Ὁ μακαριστός Γέροντας Σιλουανός ἔλεγε, πώς πολλοί ἀσκητές ὅταν πλησιάσουν αὐτή τήν κατάσταση -ἀπαραίτητη γιά τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη- ἀπελπίζονται καί γι' αὐτό ἀδυνατοῦν νά προχωρήσουν». Γιατί, εἴπαμε, μπαίνουν στήν κόλαση. «Ὅποιος, ὅμως, γνωρίζει πώς «ὁ Κύριος μᾶς ἀγαπᾶ ἀπείρως»», ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Σιλουανός, «ἀποδιώχνει τήν καταλυτική ἐνέργεια τῆς τέλειας ἀπογνώσεως καί γνωρίζει σοφᾶ νά στέκεται στά χείλη της», στά χείλη τῆς ἀπόγνωσης, νά μήν προχωράει καί καταπίνεται ἀπό τήν ἀπελπισία. «Ἔτσι πού μέ τήν δύναμη τῶν φλογῶν τοῦ ἅδη νά ἀποτεφρώνει κάθε πάθος μέσα του, χωρίς νά γίνεται θῦμα τῆς ἀπογνώσεως: «Καί μήν ἀπελπίζεσαι»»[13]. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: Κράτα τόν νοῦ σου στόν Ἅδη, μέχρι τά χείλη τῆς ἀπόγνωσης, χωρίς ὅμως νά πέφτεις στήν ἀπόγνωση, καί μήν ἀπελπίζεσαι.

«Εἶναι ἀπέριττη ἡ διήγηση τοῦ Γέροντα, ὅπως ἦταν ἁπλός καί ὁ λόγος τοῦ τσαγκάρη στήν Ἀλεξάνδρεια, ὅπως ἔλεγαν ταπεινά καί ὁ Ὅσιος Σισώης, ὁ Ὅσιος Ποιμήν καί οἱ ἄλλοι Πατέρες. Ἡ δύναμη τοῦ λόγου τους ὅμως καί τό βάθος τοῦ μυστηρίου αὐτῆς τῆς ἐργασίας μένουν ἄγνωστα σέ ὅσους δέν ἔχουν παρόμοια ἐμπειρία τόσο ἀπό τά βάσανα τοῦ Ἅδη, ὅσο καί ἀπό τίς μεγάλες δωρεές τῆς Χάρης.

Ὅλη ἡ μακρόχορνη ἀσκητική τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ, κυρίως μετά ἀπό ἐκείνη τήν νύχτα», ὅπου πῆρε αὐτή τήν ὁδηγία ἀπό τόν Θεό, «κράτα τόν νοῦ σου στόν Ἅδη καί μήν ἀπελπίζεσαι», ὅλη του ἡ ζωή ἤτανε μία ἔνθερμη ἀναζήτηση τῆς ταπεινώσεως. Κι ἄν θέλουμε νά διεισδύσουμε στό μυστήριο καί νά γνωρίσουμε μέ ποιό τρόπο ἀγωνιζόταν νά ἀποκτήσει ταπείνωση, πρέπει νά στρέψουμε τήν προσοχή μας στά παράδοξα λόγια του». Κοιτάξτε τί ἔλεγε ὁ Ἅγιος Σιλουανός. «Τό ἀγαπημένο μου τραγούδι: «Σέ λίγο πεθαίνω καί ἡ ταλαίπωρη ψυχή μου κατεβαίνει στόν ἅδη∙ καί ἐκεῖ θά πάσχω μόνος ἐγώ στήν σκοτεινή φυλακή καί θά κλαίω πικρά: Ποθεῖ ἡ ψυχή μου τόν Κύριο καί Τόν ἀναζητῶ μέ δάκρυα. Πῶς νά μήν Τόν ζητῶ; Ἐκεῖνος μέ ζήτησε πρῶτος καί ἐμφανίστηκε σέ μένα τόν ἁμαρτωλό»»[14]. Ταπεινώνεται, κατεβαίνει στόν ἅδη, κλαίει καί ἀπ’ τήν ἄλλη ἀναζητᾶ τόν Κύριο. Καί εἶναι βέβαιος γιά τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου. Γιατί πρῶτος Ἐκεῖνος μέ ζήτησε καί μοῦ ἐμφανίστηκε!

«Ὅταν ἔλεγε, «ἡ ταλαίπωρη ψυχή μου κατεβαίνει στόν ἅδη», αὐτό δέν ἦταν μόνο λόγια, ἀλλά πραγματικό βίωμα τῶν κολάσεων τοῦ ἅδη. Αὐτές ἦταν τόσο βαθιά ριζωμένες στήν καρδιά του, πού μποροῦσε μέ μιά ὁρισμένη κίνηση τοῦ πνεύματός του νά τίς ἀνανεώνει μέσα του», τίς κολάσεις τοῦ ἅδη, «ἄλλοτε σέ μεγαλύτερο καί ἄλλοτε σέ μικρότερο βαθμό. Καί ἀφοῦ τό πῦρ τῶν κολάσεων τοῦ ἅδη ἐπιτελοῦσε τήν ἐπιδιωκομένη ἐνέργεια, ἀφοῦ δηλαδή ἐξολόθρευε τόν ἐμπαθῆ λογισμό, ἀντέτασσε στήν παμφάγο ἐνέργειά του, τή σωτήρια ἐνέργεια τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ πού ἐπίσης γνώρισε καί ἔφερε μέσα του»[15]. Οἱ φλόγες τοῦ ἅδη ἔκαιγαν τό πάθος, τόν κακό λογισμό, καί μετά ὁ λογισμός τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ δέν ἄφηνε τήν ψυχή τοῦ Ἁγίου νά καταποθεῖ ἀπό τήν ἀπελπισία.

«Αὐτή τήν ἐργασία τήν διδάχθηκε ὅταν ἔλαβε τήν ἀπάντηση «Κράτα τόν νοῦ σου στόν Ἅδη καί μήν ἀπελπίζεσαι». Ἔτσι στό πρῶτο μέρος τοῦ ἀγαπημένου του τραγουδιοῦ βυθιζόταν στόν Ἅδη, ἐνῶ στό δεύτερο γυρνοῦσε στή μνήμη τοῦ Θεοῦ καί ἀπόδιωχνε τήν ἀπόγνωση «Καί μήν ἀπελπίζεσαι»»[16]. Λίγοι μποροῦν ν’ ἀκολουθοῦν αὐτό τόν τρόπο ἀσκήσεως. Μέ τή συνεχῆ παραμονή του σ’ αὐτόν τόν ἀγῶνα ὅμως, ἡ ψυχή ἀποκτᾶ μιά ἰδιαίτερη ἕξη καί ἀντοχή καί συνηθίζει τόσο στή μνήμη τοῦ Ἅδη, ὥστε τῆς γίνεται σχεδόν ἀχώριστη. Καί εἶναι ἀπαραίτητη αὐτή ἡ μονιμότητα τῆς μνήμης τοῦ ἅδη, γιατί ὁ ἄνθρωπος «ἐν τῷ κόσμῳ οἰκῶν καί σάρκα φορῶν» ὑπόκειται ἀδιάκοπα στίς ἐπιδράσεις τῆς ἁμαρτίας πού τόν περιβάλλει. Ἀπό αὐτή τήν ἁμαρτία προφυλάγεται ἡ ψυχή μέ ἕναν θώρακα, μέ τήν ταπείνωσή της ὡς τά κατώτατα τοῦ ἅδη»[17]. Κι αὐτό βεβαίως εἶναι συνυφασμένο μέ τό κατά Θεόν πένθος. Ὅταν ὁ ἄνρθωπος δακρύζει, κλαίει καί βιώνει λίγο τά βάσανα τοῦ Ἅδη, αὐτός καίει κάθε πάθος, σταματάει μετά κάθε ἐνέργεια κακοῦ λογισμοῦ. Βλέπετε, αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἕνα πένθος στό σπίτι τους, ἕναν θάνατο, πῶς εἶναι ἀπορροφημένοι ἀπό αὐτό τό γεγονός! Πλέον τίποτε δέν τούς ἀγγίζει. Νά τούς δείξεις κάτι ἔτσι ὡραῖο, πολύτιμο ἴσως.. τίποτα δέν τούς ἀγγίζει, ἀπορροφημένοι ἀπό αὐτό τό γεγονός, ἀπό αὐτόν τόν πόνο πού ἔχουνε γιά τόν θάνατο τοῦ προσφιλοῦς τους. Πολύ περισσότερο κανείς, ὅταν θρηνεῖ τή δική του ἀπώλεια μέσα στόν ἅδη! Ἀλλά αὐτό χωρίς νά ἀπελπίζεται. Μετά ἀμέσως νά ἔρχεται ἡ σκέψη ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει καί μᾶς βγάζει καί ἀπό ἐκεῖ.

«Ὁ Γέροντας λέει: «ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος μέ δίδαξε πῶς πρέπει νά ταπεινώνομαι. «Κράτα τόν νοῦ σου στόν Ἅδη καί μήν ἀπελπίζεσαι». Ἔτσι νικῶνται οἱ ἐχθροί. Καί ὅταν βγαίνω μέ τόν νοῦ μου ἀπό τήν φωτιά, τότε ἀποκτοῦν ξανά δύναμη οἱ λογισμοί»[18]. Ὅσο κανείς εἶναι στήν φωτιά τοῦ ἅδη, στό πένθος τό κατά Θεόν, στήν ταπείνωση τήν ἄκρα, τότε δέν ἔχουν δύναμη οἱ λογισμοί. Ὅταν βγαίνω ἀπό κεῖ, ξαναδυναμώνουν οἱ λογισμοί. Βλέπετε πῶς εἶναι οἱ Ἅγιοι. Δέν εἶναι ὅτι δέν εἶχαν πειρασμούς καί λογισμούς. Εἶχαν, ἀλλά ἀγωνιζόντουσαν μέ αὐτόν τόν τρόπο νά ταπεινωθοῦν. Καί ὁ Κύριος ἄλλωστε γι’ αὐτό παραχωρεῖ καί τούς πειρασμούς καί τούς λογισμούς. Ὄχι γιά νά πᾶμε στήν κόλαση, ἀλλά γιά νά μάθουμε νά πολεμᾶμε. Νά καθαριζόμαστε, νά ἀποδεικνύουμε ὅτι Τόν ἀγαπᾶμε ἀντιστεκόμενοι στούς λογισμούς καί νά προχωρᾶμε σ’ αὐτή τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό.

«Τά ἄτονα καί ἀσύνθετα λόγια μας δέν δίνουν σωστή εἰκόνα γιά τήν θαυμάσια αὐτή καί ἀνέκφραστη ζωή πού συνδυάζει τήν ἔσχατη ὀδύνη μέ τήν ὕψιστη μακαριότητα, ὅση μπορεῖ νά ἀντέξει ἡ ἀνθρώπινη φύση». Βλέπετε, ἡ ἔσχατη ὀδύνη, ἡ βίωση τῆς κόλασης εἶναι συνυφασμένη μέ τήν ὑπέρτατη ἠδονή, τόν ἴδιο τόν Κύριο. «Ἡ μία συνοδεύει τήν ἄλλη μέ τρόπο παράδοξο»[19]. Γι’ αὐτό καί μιλᾶμε στήν Ὀρθοδοξία μας γιά χαρμολύπη. Μιλᾶμε γιά χαροποιό πένθος, τό πένθος πού φέρνει χαρά. Καί ἡ ταπείνωση δέν εἶναι αὐτή ἡ καταθλιπτική ταπεινότητα πού λέει ὁ κόσμος, ἀλλά εἶναι ἡ τοποθέτηση κάτω ἀπ’ ὅλους καί ἡ ὕψωσή μας διά τοῦ Θεοῦ. Γιατί λέει ὁ Κύριος, ὅτι «ὁ ταπεινῶν ὑψωθήσεται, ἐνῶ ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται»[20].

«Ἄν ἦταν μόνη της ἡ ὀδύνη», χωρίς τήν ὕψωση ἀπό τόν Θεό καί τήν μακαριότητα», θά ἦταν ἀφόρητη. Κι ἄν ἦταν μόνη ἡ μακαριότητα καί πάλι θά ἦταν ἀβάσταχτη»[21]. Δέν θά μπορούσαμε νά τή βαστάξουμε τήν μακαριότητα χωρίς ταπείνωση.

Καί ἔτσι ὁλοκληρώσαμε κι αὐτό τό κεφάλαιο, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Καί προχωροῦμε σ’ ἕνα ἀκόμα κεφάλαιο πού λέει γιά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. «Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί οἱ δυνατότητες τοῦ κτίσματος» εἶναι ὁ τίτλος. «Κάθε ἀνθρώπινη σκέψη, κάθε ἀνθρώπινος λόγος εἶναι ἐνέργεια, δύναμη. Κι αὐτό ἀληθεύει γιά τή σκέψη καί τόν λόγο τοῦ ἀνθρώπου∙ πολύ περισσότερο ἀληθεύει γιά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ», γιά τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ. Ξέρουμε ὅτι ὁ λόγος καί ἡ σκέψη μας εἶναι ἐνέργεια. «Ὅταν ἀκοῦμε τά εὐωδιαστικά καί χαρούμενα καί γλυκά εὐαγγελικά λόγια τοῦ Χριστοῦ «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» ἤ «ταῦτα ἐντέλλομαι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους»[22] ἤ «μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ»[23]. Ὅταν τά ἀκοῦμε αὐτά, ἄς μή λησμονοῦμε πώς αὐτός ὁ πρᾶος λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀσύλληπτη καί ἄπειρη δύναμη πού κάλεσε ἀπό τό σκότος τῆς ἀνυπαρξίας στό φῶς τῆς ζωῆς ὅλα τά ὄντα, ὅλους τούς ἀναρίθμητους κόσμους, ὅλα τά ἀναρίθμητα στήν ποικιλομορφία τους λογικά καί ἄλογα κτίσματα»[24]. Ὁ Θεός «εἶπε καί ἐγενήθησαν»[25]! Μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ δηλαδή ἔχουν γίνει τά πάντα. Ὅ,τι ὑπάρχει, ὁ Θεός εἶπε καί ἔγιναν! Αὐτός ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι πού ἀκοῦμε στήν ἐκκλησία, πού διαβάζουμε στό ἱερό εὐαγγέλιο, ὁ ἴδιος λόγος.

Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἔχει, ἑπομένως, μιά πάρα πολύ μεγάλη δύναμη καί ἐνέργεια, ἀφοῦ ἔχει τή δύναμη νά κτίζει ἕνα σύμπαν ὁλόκληρο! «Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ντυμένος μέ τήν ταπεινή αἰσθητά ἀντιληπτή μορφή τοῦ ἀνθρώπινου κτιστοῦ λόγου πού μπορεῖ νά διατυπωθεῖ ἀκόμα καί γραπτῶς». Καί ὁ Χριστός μας, ὡς ἄνθρωπος, ὡς Θεάνθρωπος πιό σωστά, μιλοῦσε μέ μία γλώσσα ἀνθρώπινη. Λένε ὅτι χρησιμοποιοῦσε τήν ἀραμαϊκή γλώσσα, τήν ἀρχαία συριακή. Ντύνεται δηλαδή μία κτιστή μορφή, ἀντιληπτή στόν ἄνθρωπο, ὁ ἄκτιστος Λόγος τοῦ Θεοῦ, διά τοῦ Ὁποίου ἔγιναν τά πάντα. «Αὐτός ὅμως ὁ λόγος εἶναι στό βάθος του, στή βάση του, ἡ ἐνέργεια τοῦ μεγάλου Δημιουργοῦ τοῦ παντός Θεοῦ καί μποροῦμε νά ποῦμε γι’ Αὐτόν, ὅ,τι λέγεται στή Γραφή γιά τόν Θεό». Γιατί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ πάλι, ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. «Γι’ αὐτό μποροῦμε νά ποῦμε, ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι «πῦρ καταναλίσκον»[26], εἶναι φωτιά πού κατακαίει, πού ὁ γήινος πρέπει νά πλησιάζει μέ μεγάλη αἰδώ», συστολή, ντροπή, «καί εὐλάβεια»[27]. Πρέπει μέ πολλή προσοχή νά προσεγγίζουμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, καί στήν ἐκκλησία ὅταν ἀκοῦμε τό εὐαγγέλιο, τό κήρυγμα, καί στήν κατά μόνας μελέτη. «Πεπυρωμένον τό λόγιόν σου σφόδρα»[28], λέει στόν 118ο ψαλμό ὁ ψαλμωδός. Ὁ ψαλμός αὐτός λέγεται «Ἄμωμος» καί εἶναι ἕνας μεγάλος, πολύ μεγάλος ψαλμός, μεγαλύτερος ἀπ’ ὅλους τούς ψαλμούς σέ ἔκταση καί ὅλος μιλάει γιά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ.

«Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι τό βαθύτερο μυστήριο, ἀπρόσιτος καί ἀσύλληπτος, ἀκόμα καί ἀπό τά ἀνώτερα μυαλά, καί συγχρόνως τόσο πολύ ἁπλός καί σαφής πού εἶναι ἀντιληπτός καί ἀπό τά μικρά παιδιά». Ἕνα ἄπειρο βάθος καί μιά συγκλονιστική ἁπλότητα ἔχει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ! «Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι τόσο κοντινός, τόσο κατανοητός καί φυσικός, τόσο βαθιά οἰκεῖος στήν ἀνθρώπινη καρδιά, συνάμα ὅμως ξεπερνᾶ χωρίς ἀμφιβολία ἀπείρως τίς δυνάμεις τοῦ κτιστοῦ ὄντος. Εἶναι θεῖος, ἄπειρος, ὑπερφυσικός καί ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «οὐ κατ’ ἄνθρωπον οὐδέ παρά ἀνθρώπου»[29]». Εἶναι λόγος πού βγαίνει ἀπό τόν Θεό. Δέν εἶναι ἀνθρώπινος λόγος. «Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἀπευθύνεται στόν ἄνθρωπο, πρᾶος καί χωρίς βία, συγχρόνως ὅμως καί μέ ὑπεράνθρωπη ἐξουσία ὡς λόγος τῆς ἀπόλυτης αὐθεντίας, ὡς λόγος τοῦ μοναδικοῦ Δεσπότου τῶν πάντων»[30]. «Ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δέ λόγοι μου οὐ μή παρέλθωσι»[31], λέει ὁ Χριστός. Μήν τό ξεχνᾶμε, ὁ Θεός εἶναι ὁ Δεσπότης, ὁ κυρίαρχος, ὁ Κύριος τῶν πάντων καί ὄχι κάποιοι ἄνθρωποι, ὅσο ψηλά κι ἄν στέκονται στήν ἀντίληψη κάποιων..

«Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, ὅταν γίνεται δεκτός μέ βαθιά πίστη, ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν αἰώνια ζωή ἀπό ἕναν δρόμο πού θά συναντήσει πολλά ἀσυνήθιστα πράγματα, ἄγνωστα σέ ὅσους δέν ἀκολουθοῦν τόν Χριστό. Σ’ αὐτόν τόν ὑπέροχο δρόμο ὅλα, ὅσα μπορεῖ νά βιώσει καί νά γνωρίσει ὁ ἄνθρωπος στήν ὕπαρξή του, τοῦ ἀποκαλύπτονται. Τό φῶς τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ φτάνει ὡς τά ἔσχατα ὅρια τῆς σκοτεινῆς ἀβύσσου καί ἀποκαλύπτει τήν φύση πολλῶν φαντασμάτων, πού παριστάνοντας τήν ἀλήθεια, παρασύρουν στόν ἑαυτό τους τόν ἄνθρωπο μέσα στό σκοτάδι»[32]. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δηλαδή, πού εἶναι φῶς, τό ἀληθινό φῶς, ἀποκαλύπτει τό σκότος, διώχνει τό σκότος. Γι’ αὐτό καί λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ὅτι οἱ ἄνθρωποι δέν δέχτηκαν τόν Χριστό, γιατί ὁ Χριστός εἶναι φῶς, ἐνῶ αὐτοί εἶναι τοῦ σκότους∙ εἶναι ἄνθρωποι τοῦ σκότους καί μισοῦν τό φῶς! Δέν ἔρχονται πρός τό φῶς, γιατί δέν θέλουν νά φανερωθοῦν τά ἔργα τους ὅτι εἶναι πονηρά[33].

Βλέπετε, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτει τό σκοτάδι. Ἀλλά σέ ποιούς; Σ’ αὐτούς πού τόν δέχονται. Νά πῶ ἕνα παράδειγμα, γιά νά μήν εἴμαστε ἔτσι ἀφηρημένοι. Σήμερα ὑπάρχει μιά τεράστια σύγχυση στό θέμα τῆς ἀγάπης καί ὅλοι μιλᾶνε γιά ἀγάπη! Κι ὅμως δέν ξέρουν τί εἶναι ἀληθινή ἀγάπη, ποιά εἶναι ἡ ἀληθινή ἀγάπη. Καί ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης -καί ἡ κυβέρνησή μας ἡ ταλαίπωρη τώρα- θά προωθήσει καί τόν νόμο τῆς συμβίωσης ὁμοφύλων, ἀτόμων τοῦ ἴδιου φύλου. Θά νομιμοποιήσει δηλαδή μία διαστροφή! Καί τά ταλαίπωρα τά παιδιά τοῦ Γυμνασίου καί τοῦ Λυκείου, πού ἀκοῦν αὐτό, σοῦ λένε, γιατί ὄχι;.. κι αὐτοί ἄνθρωποι δέν εἶναι; Νά ἔχουμε ἀγάπη.. Αὐτό εἶναι σκότος. Πῶς ὅμως θά καταλάβουμε ὅτι εἶναι σκότος, ἄν δέν ἐγκολπωθοῦμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι σαφέστατος; «Ἔξω οἱ κύνες»[34], λέει, ἀπό τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Οἱ κύνες εἶναι οἱ κίναιδοι, οἱ ὁμοφυλόφιλοι δηλαδή. Τό λέει ξεκάθαρα ὁ Θεός. Ἄν ὅμως κανείς δέν δεχτεῖ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, εἶναι μέσα στό σκοτάδι. Οὔτε πάλι ξέρει τί θά πεῖ ἀγάπη. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη, λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς»[35]. Πόσο στενοχωριοῦνται οἱ γυναῖκες, καί οἱ ἄνδρες, ἀλλά πιό πολύ οἱ γυναῖκες μέσα στόν γάμο, γιατί δέν παίρνουν ἀγάπη. Ἐνῶ τό ζητούμενο δέν εἶναι νά πάρεις, εἶναι νά δώσεις ἀγάπη. Ἀλλά πῶς θά τό δεχτεῖς αὐτό, ἄν δέν δεχτεῖς τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, πού σοῦ λέει «οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς»[36]. Ἡ ἀγάπη δέν ζητάει τίποτε δικό της. Μόνο δίνει. Ἀλλά ποῦ θά τήν μάθεις αὐτή ἀληθινή ἀγάπη, ἄν δέν δεχτεῖς τό φῶς, πού εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ; Γι’ αὐτό λέει ἐδῶ, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι φῶς καί διαλύει τό σκότος, τό ὁποῖο φαίνεται σάν φῶς. «Ὁ διάβολος ντύνεται ὡς ἄγγελος φωτός»[37], τό λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Καί τό ψέμα ἐμφανίζεται ὡς ἀλήθεια καί τό κακό ὡς καλό. Ἄν κανείς δέν δεχτεῖ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, θά εἶναι στό σκοτάδι καί θά νομίζει ὅτι εἶναι καί στό φῶς. Θά ἔχει τό κακό καί θά νομίζει ὅτι εἶναι στό καλό.

«Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι φωτιά, πού δοκιμάζει καθετί πού ὑπάρχει στόν ἄνθρωπο καί γενικότερα στόν κόσμο», διότι «οὐκ ἔστι κτίσις ἀφανής ἐνώπιον αὐτοῦ»[38]»[39]. Δέν ὑπάρχει τίποτα πού δέν εἶναι φανερό στό φῶς τοῦ Θεοῦ. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς τά λέει ὅλα, μᾶς τά ἑρμηνεύει ὅλα, μᾶς δίνει ἀπαντήσεις γιά ὅλα. Καί δέν ὑπάρχει σκότος γιά τόν ἄνθρωπο πού δέχεται τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, τόν ἐγκολπώνεται, τόν μελετᾶ καί τόν ἐφαρμόζει.

«Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι πνεῦμα καί ζωή αἰώνια, πλήρωμα ἀγάπης καί εὐφροσύνη αἰώνια. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἄκτιστο Θεῖο Φῶς καί θεοποιεῖ τόν ἄνθρωπο. Ἀπευθύνεται ὄχι στό ἐπιφανειακό λογικό, ἀλλά στή βαθεία καρδία τοῦ ἀνθρώπου. Καί ὅποιος στή συνάντηση αὐτή ἀνοίγει τήν καρδιά του μέχρι τό ἔσχατο βάθος γιά νά ὑποδεχθεῖ ἐπάξια τό θεῖο τοῦτο φῶς καί νά λιώσει καί νά γίνει ἕνα μαζί του, αὐτός γίνεται ὅμοιος μέ τόν Θεό»[40] καί γίνεται θεός κατά χάριν. Βλέπετε τί λέει; Ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι τό ἄκτιστο φῶς! Θά πεῖς λόγος, φῶς.. ναί, γιατί εἶναι τοῦ Θεοῦ πράγματα, δέν μποροῦμε νά τά καταλάβουμε. Ἐμεῖς στά κτιστά, στή φυσική, ξέρουμε ἄλλο εἶναι τό φῶς καί ἄλλο εἶναι ὁ ἦχος, ὁ λόγος ἄς ποῦμε. Ὄχι, στόν Θεό εἶναι ἄλλο. Δέν ἔχει καμιά σχέση τό φῶς τό κτιστό μέ τό φῶς τοῦ Θεοῦ, ἤ ὁ λόγος μέ τή δική μας φωνή πού παράγουμε. «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε· ὁ μονογενής υἱός ὁ ὥν εἰς τόν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο»[41]. Ὁ Χριστός μᾶς φανέρωσε τόν Θεό.

«Ἡ ἔνσαρκη ἐπιφάνεια τοῦ Θεοῦ Λόγου καί ὁ λόγος Του εἶναι τό θεμέλιο τῆς ζωῆς τοῦ χριστανοῦ. Ἡ ζωή αὐτή εἶναι ἀνεξήγητη γιά ὅσους δέν τήν γνώρισαν μέ τήν πεῖρα τους. Γι’ αὐτό θά ἤτανε μάταιη κάθε ἀπόπειρα νά ὑποδειχθεῖ ὁ πνευματικός τόπος στόν ὁποῖο μεταφέρεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τή δύναμη τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ». Δέν ὑπάρχουν λόγια γιά νά περιγράψουνε αὐτό πού ζεῖ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ μέ τόν Θεό. «Τοῦ ἀποκαλύπτονται καί ἡ ἄβυσσος τοῦ σκότους τοῦ ἐξώτερου καί τό φῶς τῆς Θεότητας. Στέκοντας ἀνάμεσά τους ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται μέ πνεῦμα πού πάσχει γιατί ἔχει συνείδηση τῆς ἔσχατης ἀνάγκης. Προσεύχεται μέ τή μέγιστη ἔνταση συγκεντρώνοντας ὅλο του τό εἶναι.

Ὅταν ὁ Ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ στάθηκε χίλιες μέρες καί χίλιες νύχτες σέ μιά πέτρα -ὑπάρχει αὐτή ἡ πέτρα- ἱκετεύοντας «ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῶ ἁμαρτωλῶ»[42], τότε μπορεῖ ὁ καθένας νά ἀντιληφθεῖ ἔστω καί ἀμυδρά, πώς τό πνεῦμα του βρισκόταν σέ μία τιτανική μάχη. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ὁ Μέγας Ἀρσένιος, ὁ Ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ καί ἄλλοι Πατέρες, ὅλοι ἦταν ἄνθρωποι ἰδιαίτερα ἀνδρεῖοι πού ἀρνήθηκαν τόν κόσμο καί περιφρόνησαν κάθε κίνδυνο. Κι ὅταν αὐτοί κλαῖνε, κλαῖνε ὄχι γιά χαμένα πλούτη οὔτε γιά οἱαδήποτε ἄλλη ἀπώλεια ἐγκόσμιων ἀγαθῶν, ἀλλά γιατί προφανῶς βλέπουν μπροστά στά μάτια τους κάτι φοβερότερο ἀπό κάθε κίνδυνο πού μποροῦμε νά φανταστοῦμε στή γῆ»[43]. Ὁ κίνδυνος εἶναι τῆς αἰώνιας ἀπώλειας.

«Σ’ αὐτά τά μεγάλα ὀνόματα καί στά ὅμοιά τους, ἄς μᾶς ἐπιτραπεῖ νά προσθέσουμε καί τό ὄνομα τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ. Ὅταν διαβάζουμε ὅσα γράφει γιά τόν θρῆνο τοῦ Ἀδάμ, πού τόν ἄκουγε ὅλη ἡ ἔρημος, ὅταν ἔφυγε ἀπό τόν παράδεισο, ἡ μεγάλη κοσμική ἔρημος», ὅλος ὁ κόσμος χωρίς τόν Θεό εἶναι μιά ἔρημος, «δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε πώς αὐτός ὁ θρῆνος ἦταν δικός του, τοῦ Σιλουανοῦ», τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ ἦταν ὁ θρῆνος. Ζοῦσε τήν μεγάλη τραγωδία τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου καί θρηνοῦσε κι αὐτός μαζί μέ τόν Ἀδάμ. Ζοῦσε τό δράμα τοῦ Ἀδάμ. «Ἔκλαιγε μέ μεγάλο θρῆνο, πού ξεπερνᾶ τά κάθε λογῆς ἀνθρώπινα ψυχικά δάκρυα. Ἔτσι μπορεῖ νά κλαίει μόνο ὅποιος εἶδε τό αἰώνιο Φῶς τοῦ Θεοῦ»[44], ὅπως τό εἶχε δεῖ καί ὁ Ἀδάμ στόν παράδεισο καί μετά τό ἔχασε. Ἔτσι καί ὁ Ἅγιος Σιλουανός, πού εἶδε τό Φῶς καί μετά τό ἔχασε λόγω τῆς ὑπερηφάνειας καί μετά θρηνοῦσε. Καί μετά ἔβαλε ὡς σκοπό τῆς ζωῆς του τήν ταπείνωση, ὅπως τοῦ τήν δίδαξε ὁ Θεός «κράτα τόν νοῦ σου στόν Ἅδη καί μήν ἀπελπίζεσαι».

«Ἄνθρωποι πού δέν εἶδαν ἤ, ὅπως λέει ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας, δέν γνώρισαν τόν Θεό, δέν μποροῦν νά καταλάβουν αὐτή τήν θλίψη καί νά χύσουν τέτοια δάκρυα»[45]. Ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ εἶναι κάτι συγκλονιστικό! Θά πεῖτε, ὁ Θεός γιατί δέν τό δίνει σέ ὅλους; Τό δίνει σέ ὅλους ὅσους θέλουν. Ἄν κάποιος δέν τό ἔχει, σημαίνει δέν τό θέλησε, δέν μετανόησε δηλαδή.

«Ἡ ἐπικοινωνία μέ τόν Γέροντα μᾶς ὁδήγησε στήν σταθερή πεποίθηση πώς στόν πιστό χριστιανό, στόν ἅγιο ἀγωνιστή, ἀνοίγονται τά ὅρια τῶν ἀνθρωπίνων δυνατοτήτων. Ὅλα τά προβλήματα τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως ἐμφανίζονται ἐνώπιόν του καί ἐμφανίζονται μέ ἐξαιρετική δύναμη: τό πρόβλημα τῆς ζωῆς, τό πρόβλημα τοῦ θανάτου, τά προβλήματα τῆς ἐλευθερίας καί τῆς δημιουργικότητας, τό νόημα τῆς ζωῆς καί τοῦ πόνου, γιατί ὑπάρχει ὁ πόνος, τό πρόβλημα τῆς σχέσεως, ἀποκαλύψεως καί πίστεως, πίστεως καί γνώσεως, νόμου καί Χάρης, αἰωνιότητας καί χρόνου, Θεοῦ καί κόσμου καί Θεοῦ καί ἀνθρώπου, τό πρόβλημα τῶν κριμάτων τοῦ κόσμου καί τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ. Ἡ πείρα τῶν μεγάλων ἀσκητῶν μαρτυρεῖ πώς πέρασε ἀπό μπροστά τους ὅλη ἡ ἀλυσίδα ἀπό τά προβλήματα αὐτά, ὅλη ἡ σειρά τῶν δογματικῶν θέσεων. Ὅλα ὅμως ἐξελίσσονται κάτω ἀπό ἰδιαίτερες συνθῆκες ἀνόμοιες πρός τήν ἀκαδημαϊκή ἐπιστημονική ἐργασία»[46]. Οἱ Ἅγιοι δηλαδή ζοῦνε τά προβλήματα τοῦ κόσμου ὅλα καί τά ἐξετάζουν καί τά ἀναλύουν καί τά λύνουν, ἀλλά ὄχι μέ τρόπο ἀκαδημαϊκῆς ἐπιστημονικῆς διαδικασίας.

«Τό ἀνθρώπινο πνεῦμα εἰσέρχεται μέ τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ στήν ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ, ἐπίγνωση ὑπαρξιακή∙ ἔτσι πού ἡ λέξη γνώση σημαίνει ὄχι τήν ἀφηρημένη διανοητική μάθηση, τή λογική κατανόηση, ἀλλά τήν εἴσοδο στήν θεία ὕπαρξη. Ἡ γνώση ἔχει τήν ἔννοια τῆς ὑπαρξιακῆς κοινωνίας». Γι’ αὐτό οἱ Ἅγιοι ὅταν λένε ὅτι γνωρίζω τόν Θεό, ἐννοοῦν ζῶ τόν Θεό, ἔχω ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. «Ὅταν λέμε πώς στόν χριστιανό ἀσκητή ἀνοίγονται τά ὅρια τῆς δυνατότητας τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν μιλοῦμε γιά τήν πληρότητα τῆς χριστιανικῆς, δηλαδή τῆς πανανθρώπινης, πείρας, δέν ἔχουμε ὑπόψη τήν πείρα τῶν διαφόρων ἐπαγγελμάτων, τόν χῶρο τῶν ἐπιστημονικῶν γνώσεων, τῶν διαφόρων κοινωνικῶν καί οἰκογενειακῶν καταστάσεων ἤ τῶν ἡλικιῶν κ.τ.τ., ὄχι. Μιλοῦμε γιά τήν δυνατότητα τῆς ἀνθρώπινης πείρας νά πέσει στήν ἄβυσσο καί γιά τήν ἐμπειρία τῆς ἐν Χριστῷ ἀναστάσεως μέ τήν μετάνοια.

Ἡ πρώτη πείρα τῶν ἐπαγγελμάτων τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσεως τῶν κοινωνικῶν καταστάσεων κ.τ.λ. ἀνήκει στό χρονικό ἐμπειρικό γίγνεσθαι. Ἡ δεύτερη ὅμως, δηλαδή ἡ πείρα τῆς ἀπολυτρώσεως καί ἀναστάσεως ἐν Χριστῷ, εἶναι πείρα αἰωνιότητος. Στήν πρώτη βρίσκεται ὁ κατακερματισμός καί ἡ ἀτέλειωτη πολυμορφία. Στήν δεύτερη ἐκδηλώνεται ἡ θεομοιότητα τοῦ ἀνθρώπου καί τό ὁμοούσιο τοῦ ἀνθρωπίνου γένους»[47]. Βλέπετε, οἱ γνώσεις οἱ ἀνθρώπινες εἶναι κατακερματισμένες, ἐνῶ ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτό τό ὁποῖο μᾶς κάνει ἕνα καί μέ τόν Θεό καί μεταξύ μας καί μέσα μας, καί μᾶς κάνει ὅμοιους μέ τόν Θεό.

«Ἡ πρώτη δέν μπορεῖ νά προσθέσει τίποτε στήν δεύτερη», δηλαδή οἱ ἐπιστημονικές γνώσεις καί ὅλη αὐτή ἡ ἀνθρώπινη γνώση δέν προσθέτει τίποτε στόν ἄνθρωπο πού εἶναι σοφός κατά Θεόν. «Ἡ πρώτη δέν μπορεῖ νά προσθέσει στήν δεύτερη τίποτε μέ τήν παρουσία της καί δέν τήν μειώνει σέ τίποτε μέ τήν ἀπουσία της. Σέ ἕναν ὁρισμένο βαθμό ὅμως ἀποτελεῖ ὅρο καί προϋπόθεση γιά τήν δεύτερη. Ὁ ἄνθρωπος φύσει περιορισμένος μπορεῖ νά ἔχει μόνο πολύ περιορισμένη πείρα τοῦ πρώτου εἴδους». Μερικές γνώσεις δηλαδή ἐπιστημονικές μπορεῖ νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος, πολύ λίγες. «Τό πνεῦμα του ὅμως εἶναι τέτοιο, ὥστε δέν στερεῖται τήν δυνατότητα ἀκόμα καί στά στενά ὅρια τῆς ἐμπειρικῆς ὑπάρξεως τοῦ πληρώματος τῆς δεύτερης»[48]. Μπορεῖ ὅμως, μέ τή δύναμη πού τοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεός, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου νά ἀνοιχθεῖ καί νά πλατυνθεῖ καί νά ἔχει ἐμπειρίες πολύ μεγάλες.

«Ἡ πείρα τῆς δεύτερης μορφῆς δέν ἐξαρτᾶται σέ τελευταία ἀνάλυση ἀπό τίς ἐμπειρικές συνθῆκες τοῦ ἀνθρώπινου βίου. Μέ ἄλλα λόγια, οἱ ἐντολές τοῦ Χριστοῦ ἔχουν ἀπόλυτο χαρακτήρα. Δέν ὑπάρχουν δηλαδή, καί εἶναι ἀδύνατο νά ὑπάρξουν, ἐξωτερικές συνθῆκες τέτοιες πού νά κάνουν ἀδύνατη τήν παραμονή στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ»[49]. Ἀνεξάρτητα δηλαδή μέ τίς ἐξωτερικές συνθῆκες μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἐφαρμόσει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Νά ποῦμε γιά παράδειγμα, ὁ Λώτ πού ζοῦσε μέσα στά Σόδομα καί τά Γόμορρα ἦταν ἅγιος! Δέν τόν ἐμπόδισε ἡ ἁμαρτωλότητα τοῦ περιβάλλοντος ν’ ἁγιάσει. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός, πρίν καταστρέψει τά Σόδομα καί τά Γόμορρα, τόν ἔβγαλε μαζί μέ τήν οἰκογένειά του θαυματουργικά.

Οἱ ἐντολές λοιπόν τοῦ Θεοῦ πάντοτε, σέ ὁποιασδήποτε συνθήκη ἐξωτερική κι ἄν ἐπικρατεῖ στή γῆ, μποροῦν νά ἐφαρμοστοῦν. Καί γι’ αὐτό δέν εἴμαστε δικαιολογημένοι νά λέμε, σήμερα ὅπως εἶναι τά πράγματα δέν μπορεῖ νά ἐφαρμοστεῖ τό εὐαγγέλιο.. Μπορεῖ νά ἐφαρμοστεῖ καί πάντοτε μπορεῖ νά ἐφαρμόζεται.

«Μιλώντας γιά τό πλήρωμα τῆς πανανθρώπινης πείρας, εἴμαστε πεπεισμένοι πώς εἶναι ἐφικτή γιά τόν ἄνθρωπο σέ ὅλες τίς συνθῆκες, καί συνεπῶς ὁ μοναχισμός δέν ἀποτελεῖ ἐξαίρεση ἀπό τή γενική κατάσταση»[50], αὐτό πού λένε κάποιοι πώς ἄλλο μοναχός καί ἄλλο λαϊκός χριστιανός μέσα στόν κόσμο. Δέν εἶναι ἄλλο, τό ἴδιο εἶναι. Καί ὁ μοναχός ἔχει ἕνα ἐπιπλέον πλεονέκτημα, γιατί πιό εὔκολα σώζεται, γιατί ἔχει λιγότερους πειρασμούς. Αὐτή εἶναι ἡ διαφορά. Ὁ λαϊκός ἔχει πολλούς πειρασμούς σύν τό βάρος τῆς οἰκογένειας.

«Σέ καθένα μας δόθηκε ἡ ἴδια ἐντολή. Μέ ἄλλα λόγια, κανένας μας δέν εἶναι μειωμένος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὅλοι τιμῶνται μέ τό ἴδιο μέτρο. Σέ καθένα μας δόθηκε τό ἴδιο «ποσό», ἄν μποροῦμε νά τό ποῦμε ἔτσι, μέ τό ὁποῖο ἀποκτᾶται ἡ τελευταία ἐφικτή γιά τόν ἄνθρωπο τελειότητα τῆς ἀγάπης, πού ἡ τιμή της εἶναι γιά ὅλους καί γιά καθένα χωριστά ἡ ἴδια.

Νά μή λυπηθεῖ καθόλου τόν ἑαυτό του. Αὐτό δέ σημαίνει μόνο «νά ψωμίσω πάντα τά ὑπάρχοντά μου καί νά παραδώσω τό σῶμα μου ἵνα καυθήσωμαι»[51], ἀλλά νά ἀποταχθῶ πάσι τοῖς ἑματοῦ ὑπάρχουσι στά πλαίσια τοῦ κτιστοῦ εἶναι μου, στόν χωρισμό του ἀπό τόν Θεό στήν ἐγωιστική ἀπομόνωση καί ἀντίθεσή του πρός τόν πλησίον, πρός τόν συνάνθρωπο»[52].

Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων, ἀμήν.

Δέν ξέρω ἄν θέλετε κάτι σ’ αὐτά, ἄν ὑπάρχει κάποια ἀπορία..

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Ἐρ. : …………………..

Ἀπ. : Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος δέν πλάστηκε γιά νά πεθάνει. Πλάστηκε γιά νά ζήσει, καί ὄχι ἁπλῶς νά ζήσει, ἀλλά νά ὁμοιωθεῖ μέ τόν Θεό, νά γίνει κατά χάρη θεός. Αὐτή, ἄν θέλετε, εἶναι ἡ ἀναγκαιότητα πού διέπει τήν ὕπαρξή μας, ὁ προορισμός μας νά τό ποῦμε ἔτσι. Ὁ θάνατος πῶς μπῆκε; Ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ὑπερηφάνειας, τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἀποστασίας μας ἀπό τόν Θεό. Γι’ αὐτό πεθάναμε. Καί ὁ Κύριος, ὁ Θεός, τό εἶχε πεῖ, μᾶς εἶχε προειδοποιήσει, «ᾗ δ᾿ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε»[53]. Ὅποια μέρα φᾶτε ἀπό τόν καρπό πού δέν πρέπει νά φᾶτε, τήν ἴδια μέρα θά πεθάνετε. Κι ἐμεῖς τόν ἀψηφίσαμε τόν λόγο αὐτό τοῦ Θεοῦ, τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί φάγαμε καί μπῆκε μέσα ὁ θάνατος. Ὁ ὁποῖος πάλι, προσέξτε, δέν εἶναι κακό, ἤ ἀναγκαῖο κακό, ἴσως ὅπως τό λέτε, τό λένε στή Δύση.. ἀλλά εἶναι εὐλογία τοῦ Θεοῦ, «ἵνα μή τό κακόν ἀθάνατο γένηται». Γιά νά μή γίνει ἀθάνατο τό κακό. Γιατί ἄν δέν ὑπῆρχε ὁ θάνατος, ἡ πτώση θά ἦταν αἰώνια καί ἡ κατάσταης τῆς πτώσης θά ἦταν αἰώνια. Ἐνῶ τώρα ὁ Θεός βάζει ἕνα στόπ καί ὁ ἄνθρωπος περνάει πάλι, ἐφόσον ζήσει ἐδῶ ἐν μετανοία, στήν κατάσταση πού ἦταν καί ὁ Ἀδάμ πρίν τήν πτώση καί ἀκόμα πιό ψηλά, γιατί ἔχει τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στήν ὁμοίωση μέ τόν Θεό, ἡ ὁποία συνεχίζεται αἰώνια. Ἑπομένως, ὁ θάνατος δέν εἶναι μιά ἐξαφάνιση, ἀλλά εἶναι, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ὅπως ἀνοίγεις τήν πόρτα καί πᾶς στό διπλανό δωμάτιο. Αὐτός εἶναι ὁ θάνατος. Κι ἐμεῖς εἴμαστε ἐδῶ καί οἱ κεκοιμημένοι εἶναι δίπλα μας! Συνεχίζεις νά ὑπάρχεις ὅπως κι ἐδῶ, ἁπλῶς δέν ἔχεις τό σῶμα πρός καιρόν. Θά τό πάρεις πάλι καί τό σῶμα στήν Δευτέρα Παρουσία. Γιατί ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν στήν Δευτέρα Παρουσία εἶναι ἀνάσταση τῶν σωμάτων, δέν εἶναι ἀνάσταση τῶν ψυχῶν. Οἱ ψυχές ζοῦνε. Δέν παύεις νά ζεῖς μετά θάνατον, ἁπλῶς ἀφήνεις τό σῶμα.

Ἑπομένως ἀναγκαιότητα δέν εἶναι ὁ θάνατος, ἀναγκαιότητα εἶναι νά μοιάσουμε στόν Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ ἀναγκαιότητα, νά πραγματώσουμε τόν σκοπό τῆς ὕπαρξής μας πού εἶναι τό καθ’ ὁμοίωση. Αὐτό πρέπει νά κάνουμε καί αὐτό πρέπει νά θεωροῦμε ὡς τό κύριο ἔργο τῆς ζωῆς μας. Γι’ αὐτό ὁ Θεός μᾶς ἔφερε στήν ὕπαρξη, γιά νά γίνουμε θεοί κατά χάριν. Ὑπάρχει ἀνώτερο ἀπό αὐτό; Δέν ὑπάρχει.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης


[1] Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ὁ Γέροντας Σιλουανός, ἔκδ. Γ΄, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1985, (στό ἑξῆς: Ὁ Ἅγιος Σιλουανός).

[2] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[3] Ὅ.π.

[4] Παρ. 3, 34 καί Ἰακ. 4, 6 καί Α΄ Πέτρ. 5, 5.

[5] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[6] Παρ. 3, 34 καί Ἰακ. 4, 6 καί Α΄ Πέτρ. 5, 5.

[7] Λουκ. 18, 14.

[8] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[9] Ὅ.π.

[10] Ὅ.π.

[11] Ὅ.π.

[12] Ὅ.π.

[13] Ὅ.π.

[14] Ὅ.π.

[15] Ὅ.π.

[16] Ὅ.π.

[17] Ὅ.π.

[18] Ὅ.π.

[19] Ὅ.π.

[20] Λουκ. 18, 14.

[21] Ματθ. 5, 8.

[22] Ἰωάν. 15, 17.

[23] Ματθ. 11, 29.

[24] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[25] Ψαλμ. 148, 5.

[26] Ἑβρ. 12, 29.

[27] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[28] Ψαλμ. 118, 140.

[29] Γαλ. 1, 1.

[30] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[31] Ματθ. 24, 35.

[32] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[33] Πρβλ. Ἰωάν. 3, 19.

[34] Ἀποκ. 22, 15.

[35] Α΄Κορ. 13, 5.

[36] Ὅ.π.

[37] Β΄Κορ. 11, 14.

[38] Ἑβρ. 4, 13.

[39] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[40] Ὅ.π.

[41] Ἰωάν. 1, 18.

[42] Λουκ. 18, 13.

[43] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[44] Ὅ.π.

[45] Ὅ.π.

[46] Ὅ.π.

[47] Ὅ.π.

[48] Ὅ.π.

[49] Ὅ.π.

[50] Ὅ.π.

[51] Α΄ Κορ. 13, 3.

[52] Ὁ Ἅγιος Σιλουανός.

[53] Γέν. 2, 17.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ

1.Μπορεῖτε νά δεῖτε τίς προηγούμενες δημοσιεύσεις τοῦ ἱστολογίου μας πατώντας τό: Παλαιότερες ἀναρτήσεις (δεῖτε δεξιά)

2.Καλλίτερη θέαση τοῦ ἱστολογίου μέ τό Mozilla.

3.Ἐπιτρέπεται ἡ ἀναδημοσίευση τῶν ἀναρτήσεων μέ τήν προϋπόθεση ἀναγραφῆς τῆς πηγῆς

4.Ἐπικοινωνία:
Kyria.theotokos@gmail.com .
Γιά ἐνημέρωση μέσῳ ἠλεκτρονικοῦ ταχυδρομείου στεῖλτε μας τό e- mail σας στό
Kyria.theotokos@gmail.com .
Home of the Greek Bible