ΣΤΟΝ ΑΔΕΛΦΟ ΠΟΥ ΔΟΚΙΜΑΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΠΕΙΡΑΣΜΟ
Ἐπιστολή Η´
— Πρῶτα-πρῶτα, παιδί μου, δέν γνωρίζουμε τόν τρόπο πού οἰκονομεῖ ὁ Θεός τή ζωή μας καί ὀφείλουμε νά Τοῦ παραδίνουμε τόν ἑαυτό μας νά τόν κυβερνήσει —πράγμα πού ὀφείλουμε ἀκριβῶς νά κάνουμε καί σ᾽ αὐτήν τήν περίσταση. Γιατί θά δυσκολευτεῖς, ἄν θελήσεις νά κρίνεις μέ ἀνθρώπινα κριτήρια ὅσα σοῦ συμβαίνουν ἀντί ν᾽ ἀφήσεις στόν Θεό κάθε μέριμνά σου.
Πρέπει λοιπόν, ὅταν σέ περικυκλώνουν θλιβεροί καί πιεστικοί λογισμοί, νά κραυγάζεις στόν Θεό: «Κύριε, οἰκονόμησε αὐτήν τήν ὑπόθεση, ὅπως Σύ θέλεις καί ὅπως γνωρίζεις»1. Γιατί πολλά θέματα τά τακτοποιεῖ ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ διαφορετικά ἀπ᾽ ὅ,τι νομίζουμε ἤ ἐλπίζουμε.
Καί οἱ ἐλπίδες πού τρέφαμε γιά μερικά πράγματα, ἀπό τήν πείρα ἀποδείχτηκαν λαθεμένες. Μέ λίγα λόγια, πρέπει νά δείχνεις μακροθυμία τήν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ καί νά προσεύχεσαι καί νά μήν προσπαθεῖς ἤ νά νομίζεις ὅτι μέ ἀνθρὠπίνους λογισμούς, ὅπως εἶπα, θά ξεπεράσεις λογισμούς δαιμονικούς. Ὁ ἀββάς Ποιμένας, ἐπειδή τά γνώριζε αὐτά, ἔλεγε ὅτι ἡ ἐντολή «νά μή μεριμνήσεις γιά τήν αὐριανή ἡμέρα»2 (Ματθ. 6, 34) ἀπευθυνόταν σ᾽ ὅσους βρίσκονται σέ πειρασμό.