Ὁ Γ. Δανιὴλ Κατουνακιώτης μιλᾶ γιὰ τὸν μεγάλο ἀσκητὴ Φιλάρετο στὸ φρικαλέο Καρούλι
Μανώλης Μελινὸς
ἐφημ. «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ», 15.03.2014
Γέρων Δανιὴλ Κατουνακιώτης:
Ἔχω διαβάσει στὸ Λαυσαϊκὸν τοῦ Παλλαδίου τὰ ἑξῆς περὶ τοῦ ἀββᾶ Ὤρ:
«Οὗτος ἐν τῇ ἐρήμῳ διάγων, ἤσθιεν μὲν βοτάνας καὶ ρίζας γλυκείας, ἔπινεν
δὲ καὶ ὕδωρ ὅτε ηὔρισκεν, ἐν εὐχαῖς καὶ ὕμνοις διατελῶν πάντα τὸν
χρόνον». Νομίζω ἀποδίδουν ἄριστα τὰ τῆς ἀσκητικοτάτης βιοτῆς τοῦ πατρὸς
Φιλαρέτου. Ἦταν ἓν ἀπὸ τὰ εὔοσμα ἄνθη ποὺ φυτρώνουν στὰ βράχια τῶν
Καρουλίων! Φίλος τῆς ἀρετῆς ὄντως. Πάντα κυκλοφοροῦσε ξυπόλυτος. Μία
μέρα ὁ Γέροντάς μας, ὁ π. Γερόντιος, θέλοντας νὰ τὸν δοκιμάσει ἂν εἶναι
ἀπὸ τὸν Θεὸν ἡ τόση ἀγάπη καὶ ἁπλότητά του ἢ ἀπὸ ἐγωισμό, τοῦ εἶπε:
«Πάτερ Φιλάρετε…»
«Εὐλογεῖτε, Γέροντα».
«Εἶσαι ὑποκριτής! Μᾶς δείχνεις ὅτι περπατᾶς ξυπόλυτος καὶ μὲ κουρελιασμένα ράσα, γιὰ νὰ κάνεις τὸν ταπεινό!
«Γέροντα», ἀπήντησεν ἐκεῖνος κατεβάζοντας ταπεινὰ τὸ κεφάλι, «εἶμαι ὑποκριτής! Ὅμως τί νὰ κάνω γιὰ νά… θεραπευθῶ;»
«Νὰ βάλεις παπούτσια καὶ νὰ σουλουπωθεῖς».
«Νά ’ναι εὐλογημένο, Γέροντα· αὐτὸ θὰ κάνω».
Ἔβαλε βαθιὰ μετάνοια κι ἔφυγε. Πῆγε ἀμέσως καὶ βρῆκε κάτι παμπάλαια
παπούτσια καὶ τὰ εἶχε κάτω ἀπὸ τὴ μασχάλη του καί, ὅταν ἦλθε στὴν πόρτα
τοῦ ἡσυχαστηρίου μας, τὰ ἔβαλε καὶ μπῆκε! Αὐτὸ ἔγινε μὲ πόνο πολύ,
διότι, τόσα χρόνια ξυπόλυτος, τὰ πέλματα εἶχαν πρησθεῖ καὶ δὲν χωροῦσαν
σὲ παπούτσι γιὰ πολλὴν ὥραν. Ὅμως ἡ ὑπακοή, βλέπετε, καὶ ἡ
ταπεινοφροσύνη κάνουν θαύματα! Ἡ ἀρετὴ φαίνεται ὅταν σὲ ἐλέγχει ὁ ἀδελφὸς κι ἐσὺ ταπεινώνεσαι ἀδιαμαρτύρητα. Ὁ διάβολος καίγεται μὲ τέτοια συμπεριφορά…
«Τώρα, μάλιστα! Τώρα εἶσαι ὄντως ταπεινὸς μοναχός», τοῦ εἶπε ὁ Γέροντάς μας.
«Εὐλόγησον, Γέροντα, εὐλόγησον» εἶπε καί, ἀφοῦ ἔβαλε μετάνοια, ἀπομακρύνθηκε παραπατώντας σὰν παιδί…
Δίπλα στὸ ἀσκητήριό του φύτρωναν ἀγριόχορτα. Τὰ ἔκοβε καί, μολονότι τοῦ ἦσαν ἀπολύτως ἀπαραίτητα, μᾶς τὰ ἔφερνε λέγοντας:
«Φᾶτε, πατέρες. Τοῦ Θεοῦ εἶναι κι αὐτὰ καὶ πρέπει νὰ τὰ τρώγουν αὐτοὶ ποὺ εὐαρεστοῦν εἰς Αὐτὸν καὶ ὄχι οἱ ράθυμοι σὰν ἐμένα!»
. Κάποια μέρα πέρασε ἀπὸ ἐκεῖ ἕνας ρασοφόρος, ὁ ὁποῖος εἶπε
πὼς ἦτο διάκονος. Βλέποντας τὰ παλαιὰ βιβλία τοῦ ἀσκητοῦ, τὰ ἔβαλε στὸ
μάτι καὶ μὲ τρόπο τ’ ἀφήρεσε. Ἔφυγε παίρνοντάς τα μαζί του. Κατευθύνθηκε
στὴ Δάφνη, μὴ γνωρίζοντας ὅτι στὸ τελωνεῖο της γίνεται ἔλεγχος στοὺς
ἐξερχομένους. Ἐκεῖ λοιπὸν τὸν συνέλαβαν!
«Ποῦ τὰ βρῆκες αὐτά;», τὸν ρώτησαν.
«Μοῦ τά… πούλησε ὁ πατὴρ Φιλάρετος, εἰς τὰ Καρούλια!»
Εἶπε ψέματα γιὰ νὰ δικαιολογηθεῖ καὶ συνέχισε τὴ φρικτὴ συκοφαντία του:
«Αὐτὸς εἶναι ἀρχαιοκάπηλος! Πουλάει παλαιὰ βιβλία!»
. Οἱ ἀστυνομικοὶ ἦλθαν ἐδῶ στὴν ἔρημο κι ἔκαναν ἀνακρίσεις.
Στὴ συνέχεια, ἔχοντας πεισθεῖ ἀπὸ τὸν πανοῦργο αὐτὸν ἄνθρωπο, μήνυσαν
τὸν ἅγιον ἀσκητή! Κάποια μέρα ἔφθασαν σ’ ἐμᾶς οἱ κλήσεις, γιατί ἀπ’ ἐδῶ
περνοῦν τὰ πάντα. Οἱ ἀσκηταὶ δὲν γνωρίζουν ἀπὸ αὐτά, ἀλλὰ καὶ γενικότερα
δὲν ἀσχολοῦνται μὲ βιοτικὰ πράγματα. Μὲ τὶς κλήσεις ἐκαλεῖτο λοιπὸν νὰ
δικασθεῖ! Τὸν ἐνημερώσαμε σχετικὰ κι ἐκεῖνος μᾶς εἶπε: «Ἐγὼ δὲν γνωρίζω
ποῦ νὰ πάω. Σᾶς παρακαλῶ σεῖς νὰ μὲ ὁδηγήσετε». Ἔ, ἐμεῖς κάναμε ὅ,τι
ἔπρεπε, τοῦ δώσαμε μερικὰ ρουχαλάκια -γιατί τὰ μοναδικὰ δικά του ἦσαν
ξεσχισμένα ἀπὸ τὴν τραχείαν ἀσκητικὴ ζωὴ- καὶ εἴπαμε σ’ ἕναν γνωστό μας
δικηγόρο νὰ πάει νὰ τὸν βοηθήσει. Τοῦ δώσαμε καὶ λίγα χρήματα γιὰ νὰ
πάει στὴ Θεσσαλονίκη νὰ δικασθεῖ. Ποιός; Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον οὔτε ὁ Θεός,
νομίζουμε ταπεινά, δὲν θὰ δικάσει «ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ». Ἕνας οὐράνιος
ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος εὐωδίαζε ἄρωμα ἀσκήσεως! Παρὰ ταῦτα ὁ ἅγιος ἀσκητὴς
μᾶς εἶπε: «Ἐγὼ θὰ κάνω ὑπακοὴ στὴν Πολιτεία καὶ θὰ πάω, ὅπως μοῦ λένε,
νὰ δικασθῶ». Ἔφυγε γιὰ τὴν Θεσσαλονίκη αὐτὸς ποὺ εἶχε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ
Ἅγιον Ὄρος πενήντα ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια! Πενήντα ὀκτὼ χρόνια ἀσκητὴς
ἐδῶ, στὸ Καρούλι, τρώγοντας μόνο λίγα χορταράκια καὶ πίνοντας τὸ νεράκι
τοῦ Θεοῦ! Ὁ εὐλογημένος αὐτὸς ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος εἶχε φθάσει σὲ πολὺ
μεγάλα μέτρα ἀρετῆς, πῆγε καὶ κάθισε στὸ ἑδώλιο τοῦ κατηγορουμένου. Πῶς
γίνονται ἐκεῖ οὔτε ποὺ ξέρω. Δὲν πῆγα ποτὲ σ’ αὐτὲς τὶς πόρτες… Ἁπλῶς
θυμᾶμαι, ὅπως μᾶς τὰ ἔλεγε ὁ εὐλογημένος αὐτὸς Γέροντας. Τὸν φώναξε
λοιπὸν ὁ πρόεδρος τοῦ δικαστηρίου:
«Ὁ μοναχὸς Φιλάρετος;»
«Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἐλεεινός», ἀπήντησε ταπεινὰ σκύβοντας τὸ κεφάλι.
«Γιατί πούλησες τὰ βιβλία αὐτά;»
«Δὲν τὰ πούλησα, ἀδελφέ! Νά, πέρασε ὁ ἀδελφὸς καὶ τὰ πῆρε νὰ τὰ διαβάσει καὶ ἀσφαλῶς θὰ τὰ γύριζε. Ἐγὼ αὐτὸ πίστευα…»
«Πρέπει νὰ ὁρκισθεῖς, πάτερ, γιὰ νὰ εἶσαι πιστευτός. Αὐτὴ εἶναι ἡ τάξη τοῦ δικαστηρίου».
«Ἄ, δὲν ὁρκίζομαι γιατί στὸ ἅγιον Εὐαγγέλιο λέει “μὴ ὁμόσαι ὅλως”!»
«Μὰ πρέπει, πάτερ, νὰ ὁρκισθεῖς».
«Πῶς ὁρκίζονται;»
«Βάζοντας τὴν παλάμη πάνω στὸ Εὐαγγέλιο».
Ὁ π. Φιλάρετος τότε… ἔβαλε τρεῖς στρωτὲς μετάνοιες μπροστὰ στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ ἀσπάσθηκε μ’ εὐλάβεια, λέγοντάς τους:
«Ἀρκεῖσθε σ’ αὐτό;»
«Ὄχι, πάτερ, πρέπει νὰ βάλεις τὸ χέρι σου στὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ πεῖς “ὁρκίζομαι…” κ.λπ.».
«Δὲν μπορῶ νὰ ὁρκισθῶ».
«Μά, ἂν δὲν ὁρκισθεῖς, θὰ πᾶς ἐννέα μῆνες φυλακή…»
«Νὰ πάω φυλακὴ χίλιες φορές! Ἐγὼ ἀναμένω τὴν αἰωνία καταδίκη ἀπὸ τὸν Θεὸ
γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου καὶ θὰ σκεφθῶ τὴ φυλάκιση τῶν ἐννέα μηνῶν;»
Παρὼν ἦτο καὶ ὁ ψευδοδιάκονος -φουσκώνοντας καὶ ξεφουσκώνοντας ἀπὸ
μεγαλοπρέπεια καὶ ὕφος- ἀτσαλάκωτος μέσα στὰ γυαλιστερὰ ράσα του. Εἶχε
βάλει ἕναν δικηγόρο, ὁ ὁποῖος εἶπε ἕνα σωρὸ ψεύδη. Μεταξὺ ἄλλων ὁ
δικηγόρος εἶπε:
«Πῶς εἶναι δυνατόν, κύριοι δικασταί, νὰ κλέψει ὁ ἐκλεκτὸς αὐτὸς κληρικὸς
τὰ βιβλία αὐτοῦ τοῦ ρακενδύτου; Εἶναι δυνατόν; Μήπως τὰ εἶχε ἀνάγκη; Ἂν
εἶναι δυνατόν…»
. Ἐν τέλει, μὲ αὐτὲς τὶς ψευδομαρτυρίες καὶ τὴ διαστρέβλωση τῆς
ἀληθείας, δικαιώθηκε ὁ ἀπαστράπων κλέπτης καὶ καταδικάσθηκε ὁ ἐνάρετος
ἀσκητής, ὁ ὁποῖος παρουσιάσθηκε μὲ φτωχικὰ ράσα, χωρὶς τὴν τέχνη τοῦ
ψεύδους καί, φυσικά, δίχως νὰ ὁρκισθεῖ. Βγῆκε λοιπὸν ἡ καταδικαστικὴ
ἀπόφαση καὶ τὸν πῆρε ὁ ἀστυνομικὸς νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴ φυλακή! Οἱ
ἰθύνοντες δὲν συγκινήθηκαν καὶ συγκινήθηκε τὸ ἀκροατήριον. Ἔκαναν
πρόχειρον ἔρανο μεταξύ τους καὶ μάζεψαν τὸ ποσὸ ποὺ χρειαζόταν γιὰ ν’
ἀπαλλαγεῖ ὁ ἀσκητὴς ἀπὸ τὴ φυλάκιση. Μὲ ἁπλότητα τοὺς εὐχαρίστησε κι
ἔφυγε χαρούμενος, ἐπιστρέφοντας ἐδῶ στὰ Καρούλια, χῶρο τῆς μακροχρονίου
ἀσκήσεώς του. Εὐχαριστοῦσε κι ἐμᾶς ποὺ τὸν βοηθήσαμε μὲ τὶς πενιχρὲς
δυνάμεις μας: «Εὐχαριστῶ, πατέρες», μᾶς ἔλεγε, «εὔχεσθε νὰ λυτρωθῶ καὶ
ἀπὸ τὴν αἰωνία φυλακή!» Μεταξὺ ἄλλων ἦταν ἐνθουσιασμένος μὲ τὸν δικηγόρο
ποὺ εἴχαμε στείλει γιὰ νὰ τὸν ὑπερασπισθεῖ. Ὁ ἀγαθὸς ἀσκητής, κάνοντας
πάντα καλοὺς λογισμούς, τὰ ἔβλεπε ὅλα ὑπέροχα κι ἔλεγε καὶ ξανάλεγε
ἐντυπωσιασμένος:
«Αὐτὸς ὁ δικηγόρος ἔχει πνεῦμα Θεοῦ! Ὅπως ἀκριβῶς ἔγιναν τὰ πράγματα, ἔτσι τὰ ἔλεγε».
«Γέροντα», τοῦ εἶπα, «ἡ τέχνη του εἶναι αὐτή…»
«Ὄχι, εὐλόγησον, πνεῦμα Θεοῦ εἶναι», ἐπέμενε ὁ Γέρων!
Τὸν ρώτησα:
«Γέροντα, πῶς εἶδες τὸν κόσμο ὕστερ’ ἀπὸ πενήντα ὀκτὼ χρόνια ποὺ εἶχες νὰ βγεῖς ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος»;
. Ὁ καλὸς ἄνθρωπος ποὺ τὰ βλέπει ὅλα καλὰ ἔχει, ὅπως
εἴπαμε, μόνον ἀγαθοὺς λογισμούς. Εἶπε λοιπὸν ὁ Γέρων Φιλάρετος: «Τί νὰ
σᾶς πῶ, πατέρες, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔξω εἶναι πολὺ καλοί. Ὅλοι τρέχουν
πέρα δῶθε γιὰ τὴ σωτηρία τους, ἐκτὸς ἀπὸ μένα τὸν ράθυμο καὶ ἁμαρτωλὸ
ποὺ κάθομαι σ’ αὐτὰ ἐδῶ τὰ βράχια καὶ δὲν ἐργάζομαι ὅπως πρέπει, ὅπως
εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ!» Αὐτὰ εἶπε καὶ μπῆκε στὸ ἀσκητήριό του,
δοξάζοντας τὸν Θεὸ ποὺ στὰ τέλη τῆς ζωῆς του τοῦ ἔδωσε αὐτὴ τὴ δοκιμασία
γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του, ὅπως ἔλεγε συνεχῶς.
Ὅταν ἔφθασε σὲ βαθὺ γῆρας, μᾶς ἐκάλεσε μίαν ἡμέρα στὸ ἀσκηταριό του.
Πήγαμε μὲ τὸν π. Ἀκάκιο. Μὲ χαρὰ μᾶς εἶπε: «Καλῶς τὰ παιδιά μου! Καλὰ
κάνατε ποὺ ἤλθατε, διότι ἄλλη φορὰ δὲν θὰ σᾶς δῶ! Ἐγὼ ἀπόψε θὰ φύγω…
Θέλω ὅμως, πρὶν συμβεῖ αὐτό, νὰ μὲ ἀναπαύσετε».
«Τί θέλεις, Γέροντα;»
«Νὰ μοῦ ψάλετε! Πεῖτε κάτι νὰ εὐφρανθεῖ ἡ ψυχή μου.
. Ψάλαμε διάφορα κι ὁ Γέροντας ἔκλαιγε ἀπὸ χαρὰ καὶ
σταυροκοπιόταν κατανενυγμένος. Μόλις τελειώσαμε, μᾶς εἶπε: «Τώρα, κάτι
τελευταῖο: Θέλω νὰ μοῦ ψάλετε τὸν “ἐθνικὸ ὕμνο” τῆς Παναγίας, τὸ «Ἄξιον
ἐστίν»! Αὐτὸ ὅμως θὰ τὸ ψάλουμε ὄρθιοι, ὅπως ψέλνουμε καὶ τὸν ἐθνικὸ
ὕμνο τῆς πατρίδος μας!» Σηκώθηκε μὲ κόπο. Ἠτο σκελετωμένος. Τὸ δέρμα του
σχεδὸν διάφανο. Ἀφοῦ συμψάλαμε, μὲ δάκρυα χαρᾶς καὶ συγκινήσεως μᾶς
ἀγκάλιασε, μᾶς ἀσπάσθηκε καὶ μᾶς εἶπε: «Παιδιά μου, ἄλλη φορα ἐδῶ δὲν
σᾶς βλέπω! Συγχωρήσατέ με, συγχωρήσατέ με!»
. Δακρύσαμε ὅλοι. Ἐκεῖνος μὲ κόπο μᾶς προέπεμψε. Φύγαμε
κατασυγκινημένοι. Τὸ πρωὶ μᾶς εἰδοποίησαν ὅτι ἐκοιμήθη! Ὅπως ἀκριβῶς τὸ
εἶχε πεῖ… Ἀνοίξαμε στὰ βράχια μία λακκουβίτσα καὶ τὸν θάψαμε, ἀφοῦ τὸν
κηδεύσαμε ὅπως τοῦ ἄξιζε… Ἔσβησε -ἀνθρωπίνως τὸ λέγω- στὸν ἀθωνικὸ
οὐρανὸ τὸ ἀστέρι αὐτὸ τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ. Ἄφησε ὅμως μίαν
ἀείφωτη τροχιὰ ἀγωνιστικότητος καὶ ἀσκήσεως αὐστηρῆς. Αἰωνία του ἡ
μνήμη. Τὴν πολύτιμη εὐχή του νὰ ἔχουμε.
. Μερικὲς φορὲς ὁ πανάγαθος Θεὸς παραχωρεῖ καὶ στὸ τέλος τῆς ζωῆς μία δοκιμασία, γιὰ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος καλύτερος καὶ νὰ ὠφεληθοῦν καὶ ἄλλοι. Ἔτσι καὶ ὁ π. Φιλάρετος ὑπέμεινε ἀγόγγυστα καὶ βραβεύθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο. Εἴδατε, κ. Μελινέ, πῶς ὁ διάβολος πῆγε νὰ ταλαιπωρήσει τὸν ἄνθρωπο τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς ἀρετῆς, ἀλλ’ ὁ πανάγαθος Θεὸς τὸν σκέπασε μὲ τὴν χάρη Του καί, ἀντὶ νὰ πάθει βλάβη ἡ ψυχή του, δέθηκε ἀκόμη περισσότερο μὲ τὸν Θεό; Περισσότερο ἀγάπησε τὸν Θεὸ καὶ μὲ μεγαλύτερη ζέση Τὸν ἐδόξαζε.
https:// christianvivliografia. wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου