Μιὰ ἡμέρα ποὺ γινόταν ἡ κουρὰ μιᾶς ἀδελφῆς, ἕνας φίλος ὅταν τὴν εἶδε
ντυμένη τὰ ράσα σκέφθηκε ὅτι τῆς πᾶνε καλύτερα ἀπὸ τὰ κοσμικὰ ροῦχα ποὺ
φοροῦσε πρὸ τῆς κουρᾶς.
Μετὰ ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε:
— Πῆγες καὶ εἶπες ὅτι τῆς πᾶνε τὰ ράσα καλύτερα ἀπὸ τὰ κοσμικὰ ροῦχα! Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἀντέδρασε καὶ εἶπε ἔντονα ξαφνιασμένος:
— Ὄχι, Γέροντα! Δὲν τὸ εἶπα.
Ὁ Γέροντας ἐπέμενε:
— Τὸ εἶπες!
Ὁ συνομιλητής του προβληματίσθηκε, γιατί νὰ ἐπιμένει ὁ Γέροντας γιὰ κάτι ποὺ δὲν ἔγινε, ἀλλὰ ὁμολόγησε:
— Γέροντα, δὲν τὸ εἶπα, ἀλλὰ τὸ σκέφθηκα.
Τότε ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε:
— Βρέ, δὲν ξέρεις ὅτι, ἀφοῦ τὸ σκέφθηκες, εἶναι σὰν νὰ τὸ εἶπες;
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἀπὸ τὸ Σημειωματάριο ἑνὸς Ὑποτακτικοῦ».
https://paraklisi.blogspot.gr/2017/02/httpwwwporphyriosnete1bd85cf84ceb9.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου