ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ( Ιω. δ΄,5-42),Μέρος α΄
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ,
ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΕ ΤΗ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΑ [Μέρος Πρώτο: υπομνηματισμός των χωρίων Ιω.4,4-12]
(Επιλεγμένα αποσπάσματα από ομιλία ΛΑ΄από το Υπόμνημα του Ιερού Χρυσοστόμου στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο )
«Ὡς οὖν ἔγνω ὁ Κύριος ὅτι ἤκουσαν οἱ Φαρισαῖοι ὅτι Ἰησοῦς πλείονας μαθητὰς ποιεῖ καὶ βαπτίζει ἢ Ἰωάννης- καίτοιγε Ἰησοῦς αὐτὸς οὐκ ἐβάπτιζεν, ἀλλ᾿ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ-ἀφῆκε τὴν Ἰουδαίαν καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν(:όταν λοιπόν έμαθε ο Κύριος ότι οι Φαρισαίοι πληροφορήθηκαν πως ο Ιησούς κάνει και βαπτίζει περισσότερους μαθητές παρά ο Ιωάννης-αν και δε βάπτιζε ο ίδιος ο Ιησούς, αλλά οι μαθητές Του-εγκατέλειψε την Ιουδαία και αναχώρησε για τη Γαλιλαία)»[Ιω.δ,4].
«Γιατί λοιπόν αναχωρεί από την Ιουδαία;», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. Όχι από δειλία φυσικά, αλλά για να σταματήσει τη ζηλοτυπία των Ιουδαίων και να ανακόψει τον φθόνο τους. Είχε βέβαια τη δυνατότητα να τους αντιμετωπίσει εάν Του έκαναν επίθεση, αλλά δε θέλει να το πράττει αυτό συχνά, για να μην κινούνται αμφιβολίες για την πραγματικότητα της κατά σάρκα γεννήσεως του Υιού του Θεού. Διότι, εάν κάθε φορά που Τον συλλάμβαναν, διέφευγε, ασφαλώς πολλοί θα σχημάτιζαν σχετικές υποψίες, Για τον λόγο αυτό, τις περισσότερες πράξεις Του τις έκανε σαν να ήταν ένας απλός άνθρωπος. Διότι όπως ήθελε να πιστέψουν στη θεϊκή Του υπόσταση, έτσι ήθελε να πιστέψουν επίσης ότι, αν και Θεός, έφερε σάρκα ανθρώπινη. Γι' αυτό και ύστερα από την Ανάσταση έλεγε προς τους μαθητές· «ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα(: ψηλαφήστε με με τα χέρια σας και δείτε ότι δεν είμαι πνεύμα, όπως νομίζετε, διότι το πνεύμα δεν έχει σάρκα και οστά, όπως βλέπετε εμένα να έχω)»[Λουκ.24,39]. Επίσης για τον ίδιο λόγο επιτίμησε τον Πέτρο όταν Του είπε «ἵλεώς σοι, Κύριε· οὐ μὴ ἔσται σοι τοῦτο(: Ο Θεός να σε φυλάξει, Κύριε, από όσα φοβερά μας είπες ότι θα σου συμβούν. Δεν πρέπει να σου συμβούν αυτά και να σε θανατώσουν)»[Ματθ.16,22]. Τόση σπουδαιότητα απέδιδε ο Κύριος στο θέμα αυτό, στο να πιστευτεί δηλαδή ότι έφερε και την ανθρώπινη σάρκα.
Άλλωστε και μεταξύ των δογμάτων της Εκκλησίας δεν είναι μικρό το θέμα αυτό, ούτε για τη σωτηρία μας αποτελεί κάτι το ασήμαντο το κεφάλαιο αυτό, δια του οποίου έχουν γίνει και έχουν επιτευχθεί τα πάντα. Διότι έτσι και ο θάνατος καταλύθηκε και η αμαρτία συγχωρήθηκε και η κατάρα εξαφανίστηκε και άπειρα αγαθά εισήλθαν στη ζωή μας. Για τον λόγο αυτό ήθελε παρά πολύ να πιστέψουν οι άνθρωποι στην αλήθεια ότι η κατά σάρκα Γέννησή Του υπήρξε η ρίζα και η πηγή των αναρίθμητων αγαθών. Και ενώ φρόντιζε για την απόδειξη της ανθρώπινης Του φύσης, δεν άφηνε παράλληλα ούτε τη θεία να συσκιάζεται.
Αφού αναχώρησε λοιπόν από την Ιουδαία, έρχεται πάλι στα ίδια έργα που έκανε και προηγουμένως. Διότι δεν πήγαινε χωρίς αιτία στη Γαλιλαία, αλλά θέλοντας να κάνει σπουδαία πράγματα στους Σαμαρείτες και για να τα επιτύχει, όχι μόνο τα σχεδίαζε αυτά, αλλά ενεργούσε με τη σοφία που Τον διέκρινε, ώστε να μην αφήσει στους Ιουδαίους καμία πρόφαση αναίσχυντης δικαιολογίας.
Αυτό λοιπόν υπαινισσόμενος και ο Ευαγγελιστής έλεγε: «Ἔδει δὲ αὐτὸν διέρχεσθαι διὰ τῆς Σαμαρείας», διότι ήθελε να δείξει ότι αυτό το έκανε ο Ιησούς ως κάτι το πάρεργο κατά τη διάρκεια της πορείας Του προς τη Γαλιλαία. Το ίδιο έκαναν και ο Απόστολοι. Όπως δηλαδή εκείνοι, όταν τους καταδίωκαν οι Ιουδαίοι, τότε στρέφονταν και κήρυτταν προς τους ειδωλολάτρες, κατά όμοιο τρόπο και ο Χριστός, όταν Τον εκδίωξαν, τότε πλησίαζε και εκείνους, όπως έκανε και με τη Συροφοινίκισσα γυναίκα[[τη Χαναναία δηλαδή εκείνη γυναίκα, της οποίας τη θυγατέρα θεράπευσε από δαιμόνιο]] [βλ. Μαρκ.7,24-30]. Αυτό λοιπόν έγινε για να αφαιρέσει κάθε δικαιολογία από τους Ιουδαίους και να μην μπορούν να λένε ότι τους εγκατέλειψε και πήγε προς τους ειδωλολάτρες.
Για τον λόγο αυτό και οι μαθητές απολογούνταν και έλεγαν: «ὑμῖν ἦν ἀναγκαῖον πρῶτον λαληθῆναι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ· ἐπειδὴ δὲ ἀπωθεῖσθε αὐτὸν καὶ οὐκ ἀξίους κρίνετε ἑαυτοὺς τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἰδοὺ στρεφόμεθα εἰς τὰ ἔθνη(: Σε σας, σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού, ήταν ανάγκη να κηρυχθεί πρώτα ο λόγος του Θεού. Επειδή όμως τον αποκρούετε και δεν τον δέχεσθε και οι ίδιοι δεν κρίνετε άξιους τους εαυτούς σας για την αιώνια ζωή, ιδού, στρεφόμαστε τώρα προς τους ειδωλολάτρες)»[Πραξ.13,46]. Και ο ίδιος ο Ιησούς λέγει πάλι: «οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ(:δεν έχω σταλεί παρά για τα χαμένα πρόβατα του Ισραηλιτικού λαού)»[Ματθ.15,24]. Και πάλι: «οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις(: δεν είναι καλό να πάρει κανείς το ψωμί από τα τέκνα του και να το ρίξει στα σκυλάκια)»[ Ματθ.15,26].Όταν όμως έδιωξαν τον Ιησού, άνοιξαν θύρα στους εθνικούς[έδωσαν δηλαδή τις προϋποθέσεις για να στραφεί ο Ιησούς προς τους ειδωλολάτρες και να Τους φωτίσει με τη διδασκαλία Του].
Αλλά και κάτω από αυτές τις συνθήκες, δεν έρχεται με κύριο προορισμό Του ο Ιησούς εκείνους, αλλά καθώς διερχόταν από εκεί. Διερχόμενος λοιπόν, «ἔρχεται οὖν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὃ ἔδωκεν Ἰακὼβ Ἰωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ(: έρχεται λοιπόν σε μια πόλη της Σαμάρειας η οποία λεγόταν Συχάρ, πλησίον στο μέρος που είχε δώσει ο Ιακώβ στο γιο του τον Ιωσήφ. Εκεί λοιπόν υπήρχε και ένα πηγάδι το οποίο είχε ανοιχθεί από τον Ιακώβ)»[Ιω.4,5-6]. Γιατί όμως ο Ευαγγελιστής δίνει τόσες λεπτομέρειες για τον τόπο; Για να μην παραξενευτείς όταν θα ακούσεις τη γυναίκα να λέγει: «Ο πατέρας μας ο Ιακώβ μάς έδωσε το πηγάδι αυτό»[Ιω.4,12]. Διότι ο τόπος αυτός ήταν εκείνος στον οποίο διέπραξαν τον φοβερό εκείνον φόνο, εκδικούμενοι για την αρπαγή της αδερφής τους της Δείνας, ο Λευί και ο Συμεών[[Η Δείνα ήταν θυγατέρα του πατριάρχου Ιακώβ από τη γυναίκα του τη Λεία. Αυτήν την αγάπησε και την άρπαξε ο Συχέμ, γιος του Εμμώρ, άρχοντας των Συκίμων, αλλά οι αδελφοί της Συμεών και Λευί φόνευσαν πατέρα και γιο και πήραν πίσω την Δείνα(Γεν.30,21)]].
Αξίζει όμως να εξηγήσουμε από πού προήλθαν οι Σαμαρείτες· διότι όλη η περιφέρεια ονομάζεται Σαμάρεια. Από πού λοιπόν πήρε το όνομα αυτό; Σομόρ λεγόταν το όρος από τον κατακτητή της χώρας αυτής, όπως λέγει και ο Ησαΐας : « καὶ ἡ κεφαλὴ Ἐφραὶμ Σομόρων(:επί του παρόντος, πρωτεύουσα του βασιλείου του Ισραήλ θα είναι η Σαμάρεια)»[Ησ.7,9]. Οι κάτοικοι όμως δεν ονομάζονταν Σαμαρείτες, αλλά Ισραηλίτες. Με την πάροδο του χρόνου όμως ήλθαν σε αντίθεση με το θέλημα του Θεού. Και όταν έγινε βασιλιάς ο Φακεέ[βασιλιάς του Ισραήλ που αντιστάθηκε στην επέκταση των Ασσυρίων και οργάνωσε συμμαχία βασιλέων εναντίον τους, όμως η προσπάθεια αυτή απέτυχε], έκανε επίθεση εναντίον του ο Θεγλαθφαλλασάρ[βασιλιάς της Ασσυρίας που επέδραμε το 733π.Χ. ενάντια στο Βασίλειο του Ισραήλ και οδήγησε πολλούς Ισραηλίτες αιχμάλωτους στην Ασσυρία] και κυρίευσε πολλές πόλεις και επιτέθηκε εναντίον του Ηλά και αφού τον φόνευσε, έδωσε τη βασιλεία στον Ωσηέ[ο τελευταίος βασιλιάς του βορείου βασιλείου, γιος του Ηλά· στηρίχθηκε στην εύνοια του Θεγλαθφαλλασάρ, στον οποίο ήταν φόρου υποτελής· στην προσπάθειά του όμως να συνασπισθεί με τους Αιγυπτίους κατά των Ασσυρίων συνελήφθη από τον Σαλαμανάσαρ τον Ε]. Εναντίον του στράφηκε ο Σαλαμανασάρ΄[ διάδοχος του Θεγλαθφαλλασάρ, πολιόρκησε τη Σαμάρεια για τρία χρόνια, και τελικά την κυρίευσε ο διάδοχός του ο Σενναχηρίμ το 722π. Χ.] , ο οποίος και κυρίευσε άλλες πόλεις και τις κατέστησε φόρου υποτελείς[πρβλ. Δ΄Βασ. 17,1 κ. ε.]. Ο Ωσηέ όμως υποτάχτηκε μεν στην αρχή, αλλά αργότερα αποστάτησε και στράφηκε προς τη συμμαχία των Αιθιόπων. Το αντιλήφθηκε αυτό ο βασιλιάς της Ασσυρίας και εκστράτευσε εναντίον του και αφού τους κυρίευσε, δεν τους άφησε πλέον να κατοικούν στο χώρο εκείνο ως ξεχωριστό έθνος, επειδή είχε υποψίες για παρόμοιες μελλοντικές αποστασίες, αλλά τους μετέφερε στη Βαβυλώνα και την Μηδία και από εκεί συγκέντρωσε διάφορους λαούς και τους εγκατέστησε στη Σαμάρεια,ώστε να είναι ασφαλής η κυριαρχία του στο εξής, εφόσον θα κατείχαν τον τόπο οι δικοί του.
Όταν συνέβησαν αυτά, επειδή ήθελε ο Θεός να δείξει τη δύναμή Του και ότι δεν άφησε χωρίς βοήθεια τους Ιουδαίους από αδυναμία, αλλά εξαιτίας των αμαρτιών αυτών που είχαν αρπαχτεί αιχμάλωτοι από τους Ασσυρίους, έστειλε εναντίον των βαρβάρων λέοντες οι οποίοι λυμαίνονταν όλη την περιοχή. Αναγγέλθηκαν αυτά στον βασιλέα της Ασσυρίας και απέστειλε έναν ιερέα για να παραδώσει σε αυτούς τους νόμους του Θεού. Αλλά ούτε και τότε άφησαν εξ ολοκλήρου την ασέβεια, αλλά κατά το ήμισυ. Κατά το πέρασμα όμως του χρόνου, άφησαν τα είδωλα και λάτρευαν τον αληθινό Θεό.
Έτσι είχαν λοιπόν τα πράγματα, όταν επανήλθαν οι Ιουδαίοι[από την αιχμαλωσία της Βαβυλώνος]και αποστρέφονταν αυτούς, συμπεριφερόμενοι προς αυτούς με υπεροψία, διότι τους θεωρούσαν αλλόφυλους και εχθρούς και από το όρος τούς ονόμαζαν Σαμαρείτες. Για τους Ιουδαίους δεν υπήρξε μικρή η διαμάχη προς τους Σαμαρείτες στα επόμενα χρόνια· διότι οι Σαμαρείτες δεν παραδέχονταν όλα τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, παρά μόνο του Μωυσή, ενώ δεν απέδιδαν μεγάλη σημασία στα βιβλία των προφητών. Βρίσκονταν λοιπόν σε ανταγωνισμό μεταξύ τους, διότι οι Σαμαρείτες προσπαθούσαν να αποδείξουν την ιουδαϊκή τους καταγωγή και υπερηφανεύονταν για τον Αβραάμ και τον θεωρούσαν πρόγονό τους, επειδή ήταν από τη Χαλδαία. Επίσης και τον Ιακώβ τον ονόμαζαν πατέρα τους, επειδή και αυτός ήταν απόγονος του Αβραάμ. Οι Ιουδαίοι όμως μαζί με τους άλλους λαούς απεχθάνονταν και τους Σαμαρείτες.
Επομένως, για τους ίδιους λόγους περιέπαιζαν και τον Χριστό και Του έλεγαν : «οὐ καλῶς λέγομεν ἡμεῖς ὅτι Σαμαρείτης εἶ σὺ καὶ δαιμόνιον ἔχεις;(:Καλά δε λέμε εμείς ότι είσαι Σαμαρείτης, δηλαδή εχθρός των Ιουδαίων, και έχεις δαιμόνιο, που σε κινεί να λέγεις αυτές τις ύβρεις εναντίον μας;)»[Ιω.8,48]. Και στην παραβολή εκείνη του ανθρώπου, ο οποίος πήγαινε από τα Ιεροσόλυμα προς την Ιεριχώ και έπεσε σε ληστές, για τον ίδιο λόγο ο Χριστός παρουσιάζει τον Σαμαρείτη να του προσφέρει βοήθεια και να του δείχνει ευσπλαχνία[βλ.Λουκά,10,33-37], ο οποίος Σαμαρείτης εθεωρείτο ασήμαντος, ευκαταφρόνητος και βδελυκτός από τους Ιουδαίους. Και στη θεραπεία των δέκα λεπρών επίσης, ο Ιησούς ονόμασε «ἀλλογενὴ» τον ένα λεπρό που επέστρεψε να Τον ευχαριστήσει για την ίασή του, για την ίδια αιτία(ήταν βέβαια Σαμαρείτης)[βλ. Λουκ. 17,15-18: «εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε(: Ένας από αυτούς, όταν είδε ότι θεραπεύτηκε, επέστρεψε δοξάζοντας και ευχαριστώντας τον Θεό με μεγάλη φωνή. Και έπεσε με το πρόσωπο κατά γης κοντά στα πόδια του Ιησού, ευχαριστώντας Αυτόν εκ βάθους ψυχής. Και αυτός ήταν Σαμαρείτης. Αποκρίθηκε δε ο Ιησούς και είπε: «Δεν καθαρίστηκαν από τη λέπρα και οι δέκα; Οι άλλοι εννέα πού είναι; Δε θεώρησαν καθήκον τους να επιστρέψουν και να δοξάσουν τον Θεό, εκτός από αυτόν που δεν είναι Ιουδαίος, αλλά κατάγεται από άλλο γένος;». Και είπε σε αυτόν: «Σήκω και πήγαινε, η πίστη σου εκτός από τη θεραπεία του σώματος, σου έχει δώσει και τη σωτηρία της ψυχής σου»)».Αλλά και ο ίδιος ο Ιησούς με το ίδιο πνεύμα ομιλεί στους μαθητές Του και λέγει: «εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε καὶ εἰς πόλιν Σαμαρειτῶν μὴ εἰσέλθητε(:σε δρόμο που οδηγεί σε ειδωλολατρικά έθνη μην πορευθείτε και σε πόλη Σαμαρειτών να μην εισέλθετε)»[Ματθ.10,5].
Και δε μας υπενθύμισε ο Ευαγγελιστής τον τόπο του Ιακώβ, μόνο για την πλοκή της διηγήσεως, αλλά για να δείξει επίσης ότι από παλαιά είχαν εκβληθεί από εκεί οι Ιουδαίοι· διότι από την εποχή των προγόνων τους, τούς τόπους τους τούς είχαν εκείνοι αντί γι’ αυτούς. Πραγματικά εκείνα που κατείχαν οι πρόγονοί τους, χωρίς να είναι δικά τους, τα έχασαν αυτοί, αν και ήσαν δικά τους. Έτσι βλέπουμε ότι καμία ωφέλεια δεν προέρχεται από τους αγαθούς προγόνους, εάν δεν είναι αγαθοί και οι απόγονοί τους. Διότι οι βάρβαροι μόνο όταν δοκίμασαν την αγριότητα των λεόντων, επανήλθαν αμέσως στην ιουδαϊκή ευσέβεια· εκείνοι όμως, αν και υπέφεραν τόσες τιμωρίες, δε σωφρονίσθηκαν, ούτε με αυτόν τον τρόπο.
Έφθασε λοιπόν ο Χριστός εκεί, αποφεύγοντας πάντοτε τον μαλθακό και χαλαρό τρόπο ζωής και χρησιμοποιώντας παραδειγματικά τον αντίστοιχο κοπιαστικό και πλήρη εμποδίων. Διότι δεν είχε χρησιμοποιήσει υποζύγια, αλλά περιπατεί τόσο πολύ, ώστε να κουραστεί από την οδοιπορία. Και τούτο διδάσκει παντού, δηλαδή να εργάζεται ο καθένας για τον εαυτό του, να μη ζητεί τα περιττά και να μην έχει ανάγκη από πολλά. Διότι θέλει να είμαστε ξένοι προς τα περιττά τόσο, ώστε να περικόπτουμε και πολλά από τα αναγκαία. Για τον λόγο αυτό έλεγε· «αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ(:οι αλεπούδες έχουν τις φωλιές τους, όπου καταφεύγουν, και τα πτηνά του ουρανού επίσης τις δικές τους φωλιές· ο Υιός όμως του ανθρώπου δεν έχει πού να γείρει την κεφαλή-και επομένως καθένας που θέλει να Τον ακολουθήσει, θα υποβληθεί σε ταλαιπωρίες και στερήσεις)»[Ματθ.8,20].Για τον λόγο αυτόν παραμένει ως επί το πλείστον στα όρη και τις ερήμους, όχι μόνο την ημέρα, αλλά και τη νύκτα.
Από όσα γράφονται εδώ πληροφορούμαστε και την αντοχή του Ιησού στις οδοιπορίες και την αδιαφορία Του για τις τροφές και ότι τις θεωρούσε δευτερεύουσας σημασίας. Και οι μαθητές λοιπόν διδάχτηκαν να συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο. Πραγματικά δεν έπαιρναν εφόδια μαζί τους. Και το φανερώνει αυτό και άλλος Ευαγγελιστής, ο οποίος λέγει ότι όταν ο Ιησούς τούς έκανε λόγο για τη ζύμη των Φαρισαίων, εκείνοι σκέπτονταν ότι δεν είχαν μαζί τους άρτους[Ματθ.16,5-12]· επίσης και όταν μας παρουσιάζει ο Ευαγγελιστής πεινασμένους τους μαθητές να μαδούν τα στάχια και να τρώνε[πρβλ. Ματθ.12,1· Μαρκ. 2,23· Λουκά 6,18] και όταν λέγει ότι ο Ιησούς από την πείνα πήγε προς τη συκιά, τίποτε άλλο δεν κάνει, παρά αυτό με όλα αυτά μας διδάσκει, να περιφρονούμε την κοιλία και να μη θεωρούμε σπουδαία τη λειτουργία της.
Το ίδιο διεκήρυσσε και ο Δαυίδ και έλεγε: «ἐκ χειμάῤῥου ἐν ὁδῷ πίεται(: Ο Μεσσίας αγωνιζόμενος υπέρ του λαού Του θα πιει με απλότητα νερό από τον χείμαρρο στο δρόμο)»[Ψαλμ.109,7], για να καταδείξει την αυστηρότητα και τη λιτότητα της ζωής Του. Αυτό υποδεικνύει και εδώ ο ευαγγελιστής Ιωάννης· «ὁ οὖν Ἰησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη. ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· δός μοι πιεῖν. οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι(: Ο Ιησούς λοιπόν, κουρασμένος καθώς ήταν από την οδοιπορία, κάθισε με απλότητα κοντά στο πηγάδι. Και η ώρα ήταν έξι από την ανατολή του ηλίου, δηλαδή δώδεκα το μεσημέρι. Την ώρα εκείνη έρχεται μια γυναίκα από τη Σαμάρεια, να βγάλει νερό. Της είπε ο Ιησούς: ‘’Δώσε μου να πιω’’. Διότι οι μαθητές Του που θα φρόντιζαν να βγάλουν νερό από το πηγάδι, είχαν πάει στην πόλη για να αγοράσουν τροφές)» [Ιω.4,6-8].
Κοίταξε λοιπόν αυτούς ότι και στην προκειμένη περίπτωση ούτε φέρουν τίποτε μαζί τους, ούτε πάλι από το πρωί αμέσως φροντίζουν γι' αυτό , επειδή δεν έχουν τροφές, αλλά κατά την ώρα κατά την οποία όλοι οι άνθρωποι γευματίζουν, αγοράζουν τρόφιμα. Εμείς όμως δεν κάνουμε το ίδιο. Αντίθετα, αμέσως μόλις θα σηκωθούμε από το κρεβάτι, πριν από τα άλλα, γι’ αυτά φροντίζουμε, φωνάζουμε τους μαγείρους και τους υπηρέτες και με μεγάλο ενδιαφέρον ασχολούμαστε με αυτά και ύστερα δευτερευόντως προσέχουμε τα άλλα και μάλιστα έτσι που προτάσσουμε τα βιοτικά από τα πνευματικά και όσα έπρεπε να έχουμε δευτερεύοντα αυτά τα τιμάμε ως αναγκαία. Γι' αυτό και γίνονται τα πάντα άνω κάτω. Έπρεπε όμως να συμβαίνει το αντίθετο, δηλαδή αφού ασχοληθούμε ιδιαιτέρως με όλα τα πνευματικά θέματα, ύστερα από την εκπλήρωση αυτών, να ενδιαφερθούμε και για τα βιοτικά.
Επίσης, εδώ πρέπει να παρατηρηθεί όχι μόνο ο επίπονος τρόπος της ζωής του Κυρίου, αλλά και η έλλειψη κάθε μορφής υπερηφάνειας, από το γεγονός ότι όχι μόνο κοπίασε και κάθισε στον δρόμο, αλλά και από το ότι απέμεινε τελείως μόνος και οι μαθητές Του απήλθαν. Βέβαια υπήρχε η δυνατότητα, εάν ήθελε, ή να μην τους αποστείλει όλους, ή αφού έφυγαν εκείνοι, να έχει άλλους υπηρέτες. Όμως δεν το θέλησε αυτό· διότι έτσι είχε συνηθίσει τους μαθητές Του, να καταπνίγουν κάθε είδος εγωισμού. Και τι το σπουδαίο, ίσως πει κάποιος, εάν φέρονταν με μετριοφροσύνη αυτοί που ήσαν αλιείς και σκηνοποιοί; Ήσαν βέβαια αλιείς και σκηνοποιοί, αλλά απότομα ανέβηκαν σε αυτήν την κορυφή του ουρανού και έγιναν λαμπρότεροι από όλους τους βασιλείς, εφόσον αξιώθηκαν να γίνουν μαθητές και οικείοι του Κυρίου της οικουμένης και να γίνουν ακόλουθοι του Διδασκάλου, ο οποίος θαυμαζόταν από όλους. Εξάλλου γνωρίζετε καλά ότι όσοι προέρχονται από κατώτερη τάξη, αυτοί προπάντων όταν αποκτήσουν αξιώματα, παρασύρονται ευκολότερα προς την υπεροψία, επειδή προηγουμένως στερούνταν τόσης μεγάλης τιμής. Τους συγκρατούσε λοιπόν στην ταπεινοφροσύνη αυτή και τους δίδασκε με όλες τις πράξεις Του να είναι συνεσταλμένοι και σε καμία περίπτωση να μη χρειάζονται υπηρέτες.
« Ὁ οὖν Ἰησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ(:Ο Ιησούς κουρασμένος καθώς ήταν από την οδοιπορία, κάθισε με απλότητα κοντά στο πηγάδι)»[Ιω.4,6],λέγει ο Ευαγγελιστής. Βλέπεις ότι κάθισε από την κούραση, από τη ζέστη και για να περιμένει τους μαθητές Του; Γνώριζε βέβαια τι θα συνέβαινε με τους Σαμαρείτες, αλλά δεν ήλθε γι' αυτήν κυρίως την αιτία. Και μολονότι δεν είχε έλθει για την αιτία αυτή, δεν ήταν λόγος να εκδιώξει από κοντά Του τη γυναίκα που ήλθε στο πηγάδι, η οποία έδειχνε τόση φιλομάθεια. Διότι οι μεν Ιουδαίοι, και όταν ερχόταν κοντά τους ο Ιησούς, Τον εκδίωκαν, ενώ οι εθνικοί, και όταν κατευθυνόταν προς άλλους, Τον προσέλκυαν κοντά τους. Και οι μεν Ιουδαίοι Τον φθονούσαν, οι δε εθνικοί Τον πίστευαν. Οι μεν πρώτοι Τον μισούσαν, οι δε δεύτεροι Τον θαύμαζαν και Τον λάτρευαν.
Τι λοιπόν; Μήπως έπρεπε να καταφρονήσει τη σωτηρία τόσων ανθρώπων και να εγκαταλείψει την τόσο μεγάλη προθυμία τους; Αυτό όμως δεν ταίριαζε στη φιλανθρωπία του Ιησού. Για τον λόγο αυτό και τακτοποιεί τα πάντα με τη σοφία που Τον διέκρινε. Καθόταν λοιπόν για να αναπαύσει και να ξεκουράσει το σώμα Του κοντά στο πηγάδι. Ήταν μεσημέρι, πράγμα που δήλωσε και ο Ευαγγελιστής, όταν είπε «ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη (:η ώρα ήταν έξι από την ανατολή του ηλίου, δηλαδή δώδεκα το μεσημέρι)[Ιω.4,6]· «ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ(:κάθισε έτσι κοντά στην πηγή)». Τι σημαίνει η λέξη «οὕτως»; Δεν καθόταν, λέγει, σε θρόνο ούτε σε προσκέφαλο, αλλά απλώς επάνω στο έδαφος όπως έτυχε.
«ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ(:Την ώρα εκείνη έρχεται μία γυναίκα από τη Σαμάρεια, για να βγάλει νερό)»[Ιω. 4,7].Πρόσεξε ότι και η γυναίκα για άλλο σκοπό βγήκε από την πόλη και αποστομώνει με αυτό την αναίσχυντη αντιλογία των Ιουδαίων, για να μην ισχυριστεί κανείς ότι όσα πράττει, αντιτίθενται στο πρόσταγμά Του, επειδή είχε προστάξει να μην εισέρχονται στην πόλη των Σαμαρειτών, ενώ ο ίδιος συνομιλεί με τους Σαμαρείτες. Γι' αυτό είπε ο Ευαγγελιστής ότι «οι μαθητές Του είχαν πάει στην πόλη για να αγοράσουν τρόφιμα», ώστε να δώσει πολλές αιτίες για το ότι ο Ιησούς συνομίλησε με αυτήν.
Τι έκανε λοιπόν η γυναίκα; Όταν άκουσε: «Δώσε μου να πιω», πολύ φρόνιμα χρησιμοποιεί τον λόγο του Ιησού για να ρωτήσει και λέγει: «πῶς σὺ Ἰουδαῖος ὢν παρ᾿ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; οὐ γὰρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις.(: «Πώς εσύ ενώ είσαι Ιουδαίος, ζητείς νερό να πιεις από εμένα, η οποία είμαι Σαμαρείτισσα;. Και το λέω αυτό επειδή οι Ιουδαίοι αποστρέφονται τους Σαμαρείτες και δεν θέλουν να έχουν καμία επικοινωνία και σχέση με αυτούς.)». Και πώς αντιλήφθηκε ότι ήταν Ιουδαίος; Ίσως από τα ενδύματα και από τον τρόπο της ομιλίας Του. Εσύ όμως παρατήρησε πόσο οξυδερκής ήταν η γυναίκα· διότι αν έπρεπε να προφυλαχθεί κάποιος, αυτός ήταν ο Χριστός και όχι εκείνη. Πραγματικά δεν είπε ότι οι Σαμαρείτες δεν έρχονται σε σχέσεις με τους Ιουδαίους, αλλά ότι οι Ιουδαίοι δεν πλησιάζουν τους Σαμαρείτες. Και όμως η γυναίκα, αν και ήταν απαλλαγμένη από την ενοχή, επειδή νόμισε ότι ο συνομιλητής της έπιπτε σε αυτήν, δε σιώπησε, αλλά όπως νομίζει, διορθώνει εκείνο που δε γινόταν σύμφωνα με τον νόμο.
Πιθανό όμως κάποιος είναι να διατυπώσει την ακόλουθη απορία: «Πώς ο Χριστός ζήτησε να πιει νερό από αυτήν, ενώ το απαγόρευε ο Νόμος;» Εάν κάποιος απαντήσει ότι το έπραξε αυτό,επειδή γνώριζε ότι δε θα Του δώσει, τότε γι' αυτό ακριβώς δεν έπρεπε να ζητήσει νερό. Τι μπορούμε λοιπόν να πούμε; Ότι Του ήταν αδιάφορο πλέον να εκπληρώνει παρόμοιες απαγορεύσεις του μωσαϊκού νόμου· διότι αυτός που κατευθύνει τους άλλους να τις καταργούν, πολύ περισσότερο θα τις παρέβλεπε ο ίδιος: «οὐ τὸ εἰσερχόμενον εἰς τὸ στόμα κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸ ἐκπορευόμενον ἐκ τοῦ στόματος τοῦτο κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον(:Δε μολύνει τον άνθρωπο αυτό που εισέρχεται στο στόμα, αλλά εκείνο που βγαίνει από το στόμα)»[Ματθ.15,11].
Εξάλλου, η συνομιλία του Ιησού με τη Σαμαρείτιδα δε θα ήταν μικρή κατηγορία κατά των Ιουδαίων, διότι εκείνοι μεν, αν και πολλές φορές προσκαλούνταν από τον Ιησού και με τους λόγους και με τις πράξεις, εντούτοις δεν Τον δέχονταν, ενώ αυτή πρόσεξε πώς προσελκύεται από μια απλή ερώτηση· διότι ο μεν Χριστός δεν είχε σχεδιάσει από προηγουμένως αυτήν τη συνάντηση, ούτε αυτήν την πορεία· όταν όμως Τον πλησίαζαν ορισμένοι άνθρωποι, δεν τους εμπόδιζε· διότι στους μαθητές Του έλεγε απλώς να μην εισέλθουν σε πόλη των Σαμαρειτών, όχι όμως και να τους απομακρύνουν, εάν εκείνοι ήθελαν να προσέλθουν από μόνοι τους· διότι αυτό δεν ταίριαζε καθόλου στη φιλανθρωπία Του.
Γι’ αυτόν τον λόγο απαντά στη γυναίκα και της λέγει: «εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν(:εάν γνώριζες τη δωρεά, την οποία ο Θεός δίνει στους ανθρώπους και ποιος είναι Αυτός που σου λέγει ‘’δώσε μου να πιω’’, εσύ θα ζητούσες από Αυτόν και θα σου έδινε πηγαίο νερό, που δε στειρεύει ποτέ[δηλαδή τις ανεκτίμητες δωρεές του Αγίου Πνεύματος ,που καθαρίζουν, δροσίζουν και ζωογονούν την ψυχή και την κάνουν να ανθίζει και να καρποφορεί τον πλούτο των αρετών και των καλών έργων, τους πολύτιμους και ευάρεστους στον Θεό πνευματικούς καρπούς])»[Ιω.4,10]. Κατά πρώτον αποδεικνύει ότι ήταν άξια να ακούσει και όχι να περιφρονηθεί και τότε αποκαλύπτει τον εαυτό Του· διότι πραγματικά επρόκειτο αμέσως, όταν θα μάθαινε Ποιος είναι, να υπακούσει και να προσέξει σε Αυτόν και τη διδασκαλία Του, πράγμα το οποίο δε θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς για τους Ιουδαίους· διότι αυτοί, όταν Τον γνώρισαν, δε ζήτησαν τίποτε, ούτε επιθύμησαν να μάθουν κάτι χρήσιμο, αλλά Τον ύβριζαν και Τον εδίωκαν.
Η γυναίκα όμως όταν άκουσε αυτά τα λόγια, πρόσεξε με πόση λεπτότητα αποκρίνεται: «Κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν;(:Κύριε, ούτε υδροδοχείο έχεις να αντλήσεις νερό και το πηγάδι είναι βαθύ. Από πού λοιπόν έχεις το τρεχούμενο νερό;)». Προ ολίγου την απάλλαξε από την ταπεινή αντίληψη και από την ιδέα ότι είναι ένας από τους πολλούς συνηθισμένους ανθρώπους· διότι εδώ δεν Τον ονομάζει «Κύριο» τυχαία, αλλά Του αποδίδει μεγάλη τιμή· ότι βέβαια έλεγε αυτό για να Τον τιμήσει, φαίνεται από τη συνέχεια· δηλαδή δεν Τον περιέπαιξε, ούτε Τον διακωμώδησε, αλλά απλώς διατύπωσε την απορία της. Εάν όμως δεν αντιλήφθηκε αμέσως τα πάντα, μην παραξενεύεσαι, διότι ούτε και ο Νικόδημος το πέτυχε αυτό. Τι λέγει εκείνος λοιπόν; «πῶς δύναται ταῦτα γενέσθαι;(:πώς είναι δυνατόν να γίνουν αυτά;)»[Ιω.3,4]· και πάλι: «πῶς δύναται ἄνθρωπος γεννηθῆναι γέρων ὤν; μὴ δύναται εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρὸς αὐτοῦ δεύτερον εἰσελθεῖν καὶ γεννηθῆναι;(:πώς είναι δυνατόν να γεννηθεί πάλι ο άνθρωπος,και μάλιστα όταν είναι γέροντας; Μήπως μπορεί να εισέλθει για δεύτερη φορά στην κοιλιά της μητέρας του και να γεννηθεί πάλι;)»[Ιω.3,4]. Αυτή όμως ρωτά με μεγαλύτερο σεβασμό: «Κύριε, ούτε δοχείο έχεις να αντλήσεις νερό και το πηγάδι είναι βαθύ. Από πού λοιπόν έχεις το τρεχούμενο νερό;». Άλλα βέβαια έλεγε σε αυτήν και άλλα καταλάβαινε εκείνη, ούτε άκουσε τίποτε περισσότερο από τις λέξεις, ούτε ήταν σε θέση ακόμη να αντιληφθεί κάτι το υψηλό, αν και μπορούσε, εάν έδιδε αυθάδη απάντηση, να πει: «Εάν είχες το τρεχούμενο νερό, δε θα ζητούσες από εμένα, αλλά θα έδινες στον εαυτό σου πρώτα. Τώρα όμως απλώς κομπάζεις.». Δεν είπε όμως τίποτε από αυτά, αλλά αποκρίνεται με μεγάλη λεπτότητα και στην αρχή και στη συνέχεια. Πραγματικά στην αρχή λέγει: «Πώς εσύ, ο οποίος είσαι Ιουδαίος, ζητείς να πιεις από εμένα;». Και δεν είπε, εφόσον μιλούσε με έναν εχθρό και αλλόφυλο: «Μακάρι να μη μου συμβεί ποτέ να προσφέρω νερό σε έναν άνθρωπο που είναι εχθρός μου και απεχθάνεται το έθνος μου». Όμως και στη συνέχεια, όταν Τον άκουσε να λέγει μεγάλα πράγματα, για τα οποία προπάντων εξαγριώνονται οι εχθροί, ούτε τον καταγέλασε ούτε τον διέσυρε, παρά τι λέγει; «Μήπως είσαι εσύ ανώτερος από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, ο οποίος έδωσε σε μας το πηγάδι αυτό και έπινε απ΄αυτό ο ίδιος και τα παιδιά του και τα ζώα του;»[Ιω.4,12].
Βλέπεις με ποιον τρόπο εισάγει τον εαυτό της στην ιουδαϊκή οικογένεια; Ό,τι επίσης λέει έχει την ακόλουθη σημασία: «Εκείνος το νερό αυτό χρησιμοποιούσε και δεν είχε τίποτε περισσότερο να μας δώσει». Τα έλεγε αυτά για να δείξει ότι από την πρώτη απάντηση δέχθηκε μεγάλο και υψηλό νόημα· διότι το «ο ίδιος έπινε από αυτό και τα παιδιά του και τα ζώα του» δεν φαίνεται να υπαινίσσεται μεν τίποτε άλλο παρά ότι είχε μεν την έννοια του καλύτερου νερού, αλλά ούτε το εύρισκε ούτε το γνώριζε καλά. Και για να μιλήσω περισσότερο καθαρά, αυτό που θέλει να πει είναι το ακόλουθο: «Δεν μπορείς βέβαια να υποστηρίξεις ότι ο Ιακώβ έδωσε σε μας μεν αυτό το πηγάδι, ενώ αυτός χρησιμοποιούσε άλλο· διότι και ο ίδιος και τα παιδιά του από αυτό έπιναν. Και δε θα έπιναν, εάν βέβαια είχε άλλο καλύτερο πηγάδι. Από αυτό λοιπόν το πηγάδι ούτε εσύ θα μπορέσεις να δώσεις, ούτε είναι δυνατόν να έχεις άλλο καλύτερο, παρόλο που ομολογείς ότι είσαι ανώτερος από τον Ιακώβ. Από πού λοιπόν θα πάρεις το νερό, το οποίο υπόσχεσαι να μας δώσεις;».
Οι Ιουδαίοι, αντίθετα, δε συζητούσαν με τον Ιησού τόσο φιλικά, αν και τους έκανε λόγο για το ίδιο θέμα και τους ανέφερε το ύδωρ αυτό[βλ. Ιω.7,37-38« Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος(: Κατά την τελευταία δε μεγάλη ημέρα της εορτής στάθηκε ο Ιησούς και με ισχυρή φωνή είπε :’’εάν κανείς διψά πνευματικά και αιώνια αγαθά, λύτρωση, ειρήνη και χαρά, ας έλθει κοντά μου και ας πίνει την αλήθεια που προσφέρω, για να ικανοποιηθούν έτσι οι πλέον βαθείς και ευγενείς πόθοι του. Εκείνος που πιστεύει σε μένα, όπως είπε και η Γραφή, θα γίνει αστείρευτη πνευματική πηγή· και από την καρδιά του θα αναβλύζουν και θα τρέχουν ποταμοί από ολόδροσο τρεχούμενο νερό)»]. Επίσης όταν μίλησε για τον Αβραάμ, επιχείρησαν να Τον λιθοβολήσουν[ βλ. Ιω. 8,56-59: «Ἀβραὰμ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τὴν ἡμέραν τὴν ἐμήν, καὶ εἶδε καὶ ἐχάρη. εἶπον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι πρὸς αὐτόν· πεντήκοντα ἔτη οὔπω ἔχεις καὶ Ἀβραὰμ ἑώρακας; εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, πρὶν Ἀβραὰμ γενέσθαι ἐγώ εἰμι. ἦραν οὖν λίθους ἵνα βάλωσιν ἐπ᾿ αὐτόν. Ἰησοῦς δὲ ἐκρύβη, καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ διελθὼν διὰ μέσου αὐτῶν, καὶ παρῆγεν οὕτως(: Ο Αβραάμ, ο πατέρας σας, γεμάτος αγαλλίαση και χαρά πόθησε να δει την ημέρα της ενανθρωπήσεώς μου και την είδε και χάρηκε. Του είπαν τότε οι Ιουδαίοι: ‘’Δεν είσαι ακόμη ούτε πενήντα χρονών και είδες τον Αβραάμ, που έζησε εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια;’’. Τους είπε τότε ο Ιησούς: ‘’σας διαβεβαιώνω ότι πριν ο Αβραάμ λάβει ύπαρξη, εγώ υπάρχω’’. Αγανακτισμένοι τότε οι Ιουδαίοι πήραν λίθους, για να ρίξουν εναντίον Του. Ο δε Ιησούς χάθηκε από τα μάτια τους και βγήκε από τις αυλές του ναού, περπατώντας διαμέσου αυτών απαρατήρητος. Και βάδιζε έτσι, χωρίς να Τον βλέπουν)».
Η γυναίκα όμως αυτή δε συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο προς τον Ιησού, αλλά με μεγάλη λεπτότητα μέσα στη ζέστη και την ώρα του μεσημεριού λέγει και ακούει τα πάντα με πολλή προθυμία, χωρίς να σκέπτεται κάτι παρόμοιο, όπως ήταν φυσικό να πουν οι Ιουδαίοι, αν άκουγαν αυτά τα λόγια από τον Ιησού· δηλαδή «μαίνεται και τα έχει χαμένα αυτός, ο οποίος με κρατάει εδώ στην πηγή και το πηγάδι και δεν μου δίνει τίποτε παρά μόνον καυχάται με τα λόγια». Αντίθετα, κάνει υπομονή και παραμένει εκεί μέχρις ότου βρει εκείνο που ζητεί.
Εάν όμως η Σαμαρείτισσα γυναίκα δείχνει τόση προθυμία για να μάθει κάτι χρήσιμο και παραμένει πλησίον του Χριστού, αν και δεν Τον γνώριζε, ποια συγχώρεση θα έχουμε εμείς, οι οποίοι, αν και Τον γνωρίζουμε καλά και δεν είμαστε ούτε κοντά στο πηγάδι ούτε στην ερημιά, ούτε είναι μεσημέρι, ούτε μας καίει ο ήλιος, αλλά είναι πρωί και βρισκόμαστε κάτω από μία τόσο ωραία στέγη και απολαμβάνουμε τη σκιά και τη δροσιά, δεν έχουμε την υπομονή να ακούσουμε κάτι από τα λεγόμενα, αλλά μας κοιμίζει η αδιαφορία; Εκείνη όμως δε μοιάζει με μας, αλλά τόσο συνεπαίρνεται από τα λόγια του Ιησού, ώστε να προσκαλεί και άλλους. Οι Ιουδαίοι όχι μόνο δεν προσκαλούσαν άλλους, αλλά και εκείνους που ήθελαν να πλησιάσουν τον Ιησού, τους εμπόδιζαν και τους το απαγόρευαν. Γι' αυτό και έλεγαν: «μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; ἀλλ᾿ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι!(:Μήπως πίστεψε σε Αυτόν κανένας από τους άρχοντες ή από τους Φαρισαίους; Κανένας δεν πίστεψε, διότι αυτοί μόνοι γνωρίζουν την αλήθεια και έχουν ορθή κρίση. Αλλά πίστεψε αυτός ο αγράμματος όχλος, που δε γνωρίζει τον νόμο και γι' αυτό είναι καταραμένοι!)»[Ιω.7,48-49].
Ας μιμηθούμε λοιπόν τη Σαμαρείτιδα, ας διαλεχθούμε με τον Χριστό, διότι και σήμερα βρίσκεται ανάμεσά μας και μας ομιλεί με τους προφήτες και τους μαθητές Του. Ας Τον ακούσουμε και ας πιστέψουμε. Μέχρι πότε θα ζούμε άσκοπα και μάταια; Διότι όταν δεν πράττουμε ό, τι αρέσει στον Θεό, είναι σαν να ζούμε άσκοπα. Μάλλον όμως δε ζούμε μόνο άσκοπα, αλλά ζούμε και για το κακό. Διότι όταν δαπανήσουμε τον καιρό που μας δόθηκε όχι όπως πρέπει, θα πεθάνουμε και θα υποστούμε την αυστηρότερη τιμωρία για την άσκοπο αυτή δαπάνη του χρόνου μας επάνω στη γη. Διότι δε θα δώσει βέβαια λόγο στον πιστωτή του μόνο εκείνος που πήρε χρήματα για να εμπορευθεί και τα κατέφαγε, ενώ εκείνος που σπατάλησε μία τόσο επίγεια μακρά ζωή χωρίς να μεριμνά καθόλου για την αιώνια ζωή κοντά στον Δημιουργό του, θα μείνει ατιμώρητος.
Ο Θεός δεν μας έφερε στην παρούσα ζωή και δεν μας έδωσε ψυχή για να τα χρησιμοποιήσουμε μόνο στη γη, αλλά για να πράττουμε τα πάντα αποβλέποντας προς τη μέλλουσα ζωή. Διότι τα άλογα ζώα είναι χρήσιμα μόνο στον επίγειο βίο, ενώ εμείς για τον λόγο αυτό έχουμε αθάνατη ψυχή, ώστε να ετοιμάζουμε τα πάντα για την προετοιμασία εκείνης της ουράνιας ζωής. Πραγματικά, εάν μας ρωτήσει κάποιος για την αναγκαιότητα των αλόγων, των όνων και των βοδιών και των άλλων παρόμοιων οικιακών ζώων, δε θα πούμε καμία άλλη ότι έχουν παρά ότι μας εξυπηρετούν στην παρούσα ζωή. Για εμάς όμως δεν είναι δυνατόν να πούμε το ίδιο, αλλά ότι η ανώτερη κατάσταση είναι η μετά την εδώ αποδημία μας και ότι πρέπει να πράττουμε τα πάντα, ώστε να λάμψουμε εκεί, ώστε να συμπεριληφθούμε στον χορό των αγγέλων και να στεκόμαστε συνεχώς πλησίον του Κυρίου στους απέραντους αιώνες. Διότι για τον λόγο αυτό πλάσθηκε αθάνατη η ψυχή και το σώμα θα καταστεί αθάνατο, για να απολαύσουμε τα ατελεύτητα αγαθά. Αν όμως παραμένεις προσκολλημένος στη γη, ενώ σου προσφέρονται οι ουρανοί, συλλογίσου πόσο μεγάλη προσβολή γίνεται σε Εκείνον που τα προσφέρει· διότι Εκείνος σου προτείνει τα ουράνια, ενώ εσύ δε δίνεις μεγάλη σημασία σε αυτά και τα ανταλλάσσεις με τη γη. Για τον λόγο αυτό και απείλησε με τη γέεννα, επειδή καταφρονούνταν, για να μάθεις από πόσα αγαθά αποστερείς τον εαυτό σου. Μακάρι όμως να μη συμβεί να γνωρίσουμε την κόλαση εκείνη, αλλά να φανούμε ευάρεστοι στον Χριστό και να αποκτήσουμε τα ουράνια αγαθά με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα ανήκει η δόξα και στο Άγιο Πνεύμα συγχρόνως στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΗΓΕΣ:
- https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-joannem.pdf
- Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, ομιλίa ΛΑ΄(επιλεγμένα αποσπάσματα που αφορούν την ερμηνεία της συγκεκριμένης ευαγγελικής περικοπής),Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2015, τόμος 13, σελίδες 515-539 .
- Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 72, σελ. 200 -216 (ή:96 -104 του PDF).
https://drive.google.com/file/d/0ByZQkrKg4yKLT091aXUwVTc5Wkk/view
- Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
- Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
- Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
- http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου