Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Νικομήδειας
Ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 3ου αἰῶνα μ.Χ. καὶ πατρίδα του ἦταν ἡ Νικομήδεια.
Ἀπὸ μικρὸς διακρίθηκε γιὰ τὸν εὐσεβῆ ζῆλο του πρὸς τὰ θεία. Ὅταν ἐνηλικιώθηκε, ἡ ζωὴ του ἦταν ὑπόδειγμα σωφροσύνης καὶ ἀγάπης. Ἐπειδὴ πλούσια κατεῖχε τὸν θησαυρὸ τῶν θείων ἀληθειῶν, ἡ θερμή του διδασκαλία, ἐμπνεόμενη ἀπὸ ἀποστολικὸ ζῆλο, ἔβρισκε σχεδὸν πάντα ἀνταπόκριση στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν. Ἡ πνευματικὴ ἱκανότητα τοῦ Ἄνθιμου ὤθησε τοὺς χριστιανοὺς τῆς Νικομήδειας καὶ τὸν ἔπεισαν νὰ γίνει ἱερέας καὶ ἀργότερα ἐπίσκοπός τους.
Ὅταν, ὅμως, ἔγινε ὁ διωγμὸς ἐπὶ Διοκλητιανού, τὸν κυνήγησαν καὶ τὸν συνέλαβαν. Ὁ Διοκλητιανὸς τοῦ πρότεινε νὰ θυσιάσει στοὺς Θεοὺς γιὰ νὰ κερδίσει τὴν ζωή του, ἀλλιῶς τὸν περίμεναν φρικτὰ βασανιστήρια, καὶ τοῦ ἔδειξε τὰ ὄργανα ποὺ θὰ τὸν βασάνιζαν. Ὁ Ἄνθιμος εἶπε: «Γιατὶ μοῦ τὰ δείχνεις; Γιὰ νὰ μὲ φοβίσεις; Αὐτὰ ἂς τὰ φοβοῦνται ἐκεῖνοι, γιὰ τοὺς ὁποίους ἡ παροῦσα ζωὴ εἶναι μόνο ἡδονὴ καὶ τὴν στέρησή της θεωροῦν μεγάλη ἀπώλεια. Ἀλλὰ σὲ μένα, ὅπως καὶ σὲ κάθε χριστιανό, αὐτὰ δὲν ἀσκοῦν καμιὰ γοητεία. Τὸ σῶμά μου εἶναι πρόσκαιρο καὶ εὐτελές, ποὺ μόνη ἀξία ἔχει, ὅταν ἁγιασθεῖ διὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ δοθεῖ εἰς τὴν κατὰ Χριστὸν ζωή. Ἑπομένως, τιμωρίες καὶ βάσανα εἶναι γιὰ μένα πιὸ ποθητὰ ἀπὸ τοῦ νὰ ἀρνηθῶ τὸν Σωτῆρα μου».
Τότε, ἀφοῦ τὸν βασάνισαν φρικτά, τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν.