Ὁ ὑλισμός, ὡς βιοθεωρία εἶναι πιά ξεπερασμένος. Ἐπιστημονικῶς, δέν
εἶχε ποτέ σοβαρά ἐρείσματα. Ἀναπτύχθηκε. ἀπό τούς Feurbach καί Marx σάν
ἀντίδραση στόν Γερμανικό ἰδεαλισμό τοῦ Ηegel. Ἔκτοτε οἱ θεωρητικοί τοῦ
ὑλισμοῦ εἶναι λίγοι καί κυρίως, μόνο ὀπαδοί κάποιων ἰδεολογιῶν.
Ὅμως, ὁ ὑλισμός, ὡς τρόπος ζωῆς, ἔχει ἐπικρατήσει στήν πλειονότητα
τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς μας. Τό βλέπει κανείς αὐτό, ὅταν παρατηρεῖ μέ
σοβαρότητα τά ἐνδιαφέροντα τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων, τή σκέψη τους καί τόν
τρόπο ζωῆς τους. Ἔτσι βλέπει ὅτι οἱ ἄνθρωποι στίς μέρες μας, νά
ἐνδιαφέρονται μόνο γιά τό τί θά φᾶνε, τί θά φορέσουν πῶς θά
διασκεδάσουν, τί ἀνέσεις θά ἀπολαύσουν κ.λ.π. «Φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον
γάρ ἀποθνήσκομεν» ἦταν τό σύνθημα τῶν Ἐπικουρείων, πού ἐπαναλαμβάνει ὁ
Ἄπ. Παῦλος στίς ἐπιστολές του, ἀλλά ἰσχύει στήν πράξη καί σήμερα.
Ὅλος ὁ λόγος σήμερα γίνεται γιά τήν «οἰκονομία». Βεβαίως, ἐπειδή ὁ
ἄνθρωπος ἔχει καί ὑλικές ἀνάγκες, ἡ ἐνασχόληση μέ τήν οἰκονομία δέν
εἶναι καθ’ ἑαυτή κατακριτέα.Ὅμως ἄν δέν ὑπάρχουν πνευματικά
ἐνδιαφέροντα, μέ τή σωστή ἔννοια τοῦ ὄρου πνεῦμα, τότε ὁ ἄνθρωπος
καταντᾶ μονοδιάστατος “homo economicus” καί ἡ ἀξία του συρρικνώνεται
ἀπελπιστικά.
Τά συμπτώματα αὐτοῦ τοῦ πρακτικοῦ ὑλισμοῦ εἶναι ἀποκαρδιωτικά.
Ἀτομισμός, ἔλλειψη ἀνθρωπιᾶς, ἐπικράτηση τοῦ στενοῦ ὑλικοῦ συμφέροντος,
νεοπλουτισμός, ἐπιδειξιομανία, ἐκδηλώσεις βαρβαρότητας καί ἀδιαφορίας
γιά τόν συνάνθρωπο, ἀποχαλίνωση ἠθῶν κ.λ.π. Καί γι’ αὐτούς μέν, πού δέν
ἔμαθαν ποτέ τόν Χριστιανικό τρόπο ζωῆς, εἶναι φυσική κατάληξη. Οἱ
ἄνθρωποι ὅμως, πού διαθέτουν κάποια γνώση, ἔστω καί μικρή, τῆς
Χριστιανικῆς πίστεως καί ἔχουν ἔστω καί χαλαρή σχέση μέ τήν Ἐκκλησία,
δέν δικαιολογοῦνται νά ζοῦν ἔτσι. Ὁ Χριστός εἶπε, ὅτι δέν μποροῦμε νά
δουλεύουμε ταυτόχρονα σέ δύο κυρίους, «στόν Θεό καί στόν Μαμωνᾶ», στόν
Θεό καί στόν διάβολο. Δέν εἶναι δυνατόν νά ἀγαπᾶμε ταυτόχρονα τόν Θεό
καί τόν «κόσμο». Ἐδῶ «κόσμος» νοεῖται ἡ μακράν τοῦ Θεοῦ ἀνθρωπότης.
Ἔτσι ὁ σωστός Χριστιανός δέν δικαιολογεῖται νά ζεῖ στήν πράξη τόν
ὑλισμό, ὅπως τόν ζοῦν οἱ θρησκευτικά ἀδιάφοροι. Ὁ Χριστιανισμός βεβαίως
δέν εἶναι ἰδεολογία. Ἐπίσης, δέν εἶναι μόνο πίστη ἀληθινή, ἀλλά κυρίως
ὀρθός τρόπος ζωῆς : ἀσκητικός (ὅσον ἀφορᾶ τά καθήκοντα κάθε ἀνθρώπου,
ὡς πρός τόν ἑαυτό του), ἀγαπητικός (ὅσον ἀφορᾶ τά καθήκοντά του, ὡς πρός
τούς ἄλλους συνανθρώπους του) καί εὐχαριστιακός (ὅσον ἀφορᾶ τά
καθήκοντά του, ὡς πρός τόν Θεό).
Ἡ μεγάλη ὑλική εὐμάρεια, οἱ ἄφθονες ἀνέσεις, οἱ θεμιτές καί ἀθέμιτες
ἀπολαύσεις, ἡ δίψα γιά χρῆμα καί ὑλικά ἀγαθά, ὁ ἄκρατος εὐδαιμονισμός,
εἶναι πράγματα τελείως ἀντίθετα μέ τόν Χριστιανικό τρόπο ζωῆς. Εἶναι
δουλεία στήν ὕλη καί στόν «κόσμο» καί μιά σύγχρονη μορφή εἰδωλολατρείας.
Πρέπει, ἐν τούτοις νά διευκρινήσουμε, ὅτι ὁ Χριστιανικός τρόπος
ζωῆς, δέν εἶναι τρόπος ἀπόκοσμος, ἀναχωρητικός καί ἀντικοινωνικός. Δέν
εἶναι ἄρνηση τῆς ζωῆς καί τῶν νομίμων καί θεμιτῶν ἀπολαύσεων. Δέν εἶναι
ἄρνηση τῆς λελογισμένης χρήσεως τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ὁ Χριστιανός δέν
εἶναι «μονοφυσίτης», ἀλλά, τά ὑλικά ἀγαθά δέν εἶναι τό κέντρο τῆς ζωῆς
του. Εἶναι μέσα πού ἔχουν δοθεῖ ἀπό τόν Θεό, ἀλλά ὄχι ὁ σκοπός. Ὁ Ἄγ.
Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει χαρακτηριστικά : «Πάντων ἀπόλαυσον ἁμαρτίας
ἀπόστηθι». Καί ὁ Ἄπ. Παῦλος συμβουλεύοντας τόν Τιμόθεο, προβλέπει
ἐμφάνιση ψευδοπροφητῶν πού θά ἐμποδίζουν τούς πιστούς νά παντρεύονται
καί θά τούς προτρέπουν νά ἀπέχουν ἀπό διάφορα φαγητά (π.χ. κρέας). Τούς
καταδικάζει ἀπερίφραστα καί συνιστᾶ χρήση ὅλων τῶν ἀγαθῶν πού ἔχει
δώσει ὁ Θεός ἀρκεῖ νά γίνεται μετ’εὐχαριστίας, διότι «Πᾶν κτίσμα τοῦ
Θεοῦ καλόν καί οὐδέν ἀπόβλητον μετά εὐχαριστίας λαμβανόμενον ἁγιάζεται
γάρ διά λόγου Θεοῦ καί ἐντεύξεως» (Ἅ Τίμ. δ/4), δηλ. κάθε τι πού
δημιούργησε ὁ Θεός εἶναι καλό καί τίποτε δέν εἶναι ἀπόβλητο, ὅταν τό
χρησιμοποιοῦμε εὐχαριστώντας τόν Θεό, διότι ἁγιάζεται μέ τόν λόγο τοῦ
Θεοῦ καί μέ τήν προσευχή. Εἶναι ἐμφανές ἐδῶ, ὅτι ἡ χρήση κάθε κτίσματος
τοῦ Θεοῦ, εἶναι πάντα καλή ὅταν μᾶς ἀνάγει σ’ Αὐτόν. Ἐπίσης, ὁ λόγος τοῦ
Θεοῦ καί ἡ προσευχή ἁγιάζουν τά πάντα.
Στή ζωή τοῦ Χριστιανοῦ ὑπάρχει ἱεράρχηση ἀξιῶν. Πρῶτα ἐνδιαφέρεται
καί φροντίζει γιά τά πνευματικά, γιά τό αἰώνιο συμφέρον τῆς ψυχῆς του,
τήν πνευματική του πρόοδο, τήν κατάκτηση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Σέ
δεύτερη μοίρα βάζει τή σωματική του ὑγεία, τίς ὑλικές ἀνέσεις, τίς
θεμιτές ἀπολαύσεις, πάντα στόν βαθμό πού δέν ζημιώνουν τήν ὑγεία τῆς
ψυχῆς του.
Ὁ Κύριός μας ἔδωσε τήν σωστή «ντιρεκτίβα» γιά τήν ἐναρμόνηση τῆς
χρήσεως τῶν ὑλικῶν καί πνευματικῶν ἀγαθῶν: «Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν
τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα (δηλ. τά ὑλικά
ἀγαθά) προστεθήσεται ὑμῖν». Ἐάν πράγματι ἀκολουθούσαμε αὐτή τή
συμβουλή-ὁδηγία τοῦ Κυρίου, ἡ ζωή μας θά γινόταν πολύ πιό εὔκολη καί
εὐχάριστη. Ἡ γῆ μας θά γινόταν παράδεισος ἀγάπης, εἰρήνης , ἀλληλεγγύης
καί εὐτυχίας.
Β. Ἐκκοσμίκευση
Ἔνας ἄλλος λανθασμένος τρόπος ζωῆς εἶναι ἡ ἐκκοσμίκευση. Αὐτή
συνίσταται στήν ἀποσύνδεση καί ἀπεξάρτηση τῆς ζωῆς ἀπό τόν Θεό. Στήν
διακοπή κάθε ἀναφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου στόν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος αὐτονομεῖται ἀπό
τόν Θεό, χωρίς νά τό συνειδητοποιεῖ βαθειά. Αὐτονομεῖται ὄχι ἐπίσημα,
ἀλλά σιωπηλά, διότι βγάζει πρακτικά ἀπό τήν ζωή του τόν Θεό.
Ἔτσι ὁ ἐκκοσμικευμένος ἄνθρωπος, δέν ἀπορρίπτει ἐπισήμως τήν πίστη
καί τά θρησκευτικά του καθήκοντα, ἀλλά τά θεωρεῖ σάν «folklore» (δηλ.
λαϊκές παραδόσεις). Σάν «τό ἁλατοπίπερο τῆς ζωῆς», πού σπάει τή
μονοτονία τῆς καθημερινότητας. Διότι, ἔχει αὐτονομηθεῖ ἀπό τόν Θεό καί
δέν διανοεῖται νά τόν βάλλει ρυθμιστή στή ζωή του. Δέν τοῦ περνάει κάν
ἀπό τό μυαλό νά βάλλει τόν Θεό καί τήν ἠθική στή ζωή του, στίς
δοσοληψίες του, στό ἐμπόριό του, στίς καθημερινές του ἀσχολίες. Ἔτσι ὁ
λόγος τοῦ Θεοῦ μόνο θεωρητικά εἶναι δεκτός. Μένει ὅμως ἀνενεργός,
ἀνεφάρμοστος, διότι φαίνεται ὅτι δέν συμφέρει. Διότι ἡ ἐφαρμογή του θά
ἀπαιτοῦσε κάποια δεοντολογία ὑψηλοτέρου ἐπιπέδου, πού βάζει φραγμούς
στήν ἐπιχειρηματική καί κερδοσκοπική ἀσυδοσία.Ἔτσι σέ τελική ἀνάλυση, ἡ
ἐκκοσμικευμένη ζωή, εἶναι εἶναι καί αὐτή, μορφή πρακτικῆς ἀθεΐας, διότι
δημιουργεῖ ἀνθρώπους, πού οὐσιαστικά δέν συνεργάζονται μέ τόν Θεό. Πού ἡ
ζωή τους δέν ἔχει οὐσιαστική σχέση καί ἀναφορά σ’ Αὐτόν.
Αὐτό, βεβαίως εἶναι μία ἐπιφανειακή ἀντιμετώπιση τῆς ζωῆς. Εἶναι
μία μυωπική πολιτική. Φαινομενικά, ἡ ἐφαρμογή τῆς Χριστιανικῆς ἠθικῆς
δέν συμφέρει. Αὐτό πού λέει ὁ λαός, ὅτι «δέν πάει κανείς μπροστά μέ τόν
Σταυρό στό χέρι», εἶναι ἕνα μεγάλο ψέμμα. Ἄλλο ἕνα ψέμμα τοῦ μισόκαλου
διαβόλου, πού σερβίρεται εὐρέως στή σύγχρονη κοινωνία. Διότι, προσωρινό
μόνο εἶναι τό κέρδος αὐτῆς τῆς τακτικῆς. Στήν πραγματικότητα καί σέ
βάθος χρόνου, ὁ τίμιος ἐπιχειρηματίας, ὁ εἰλικρινής, ὁ δίκαιος, ὁ ἠθικός
ἀποκτᾶ μεγαλύτερη ἀξιοπιστία στόν κύκλο του καί εἶναι ὁ τελικά
κερδισμένος. Τό ἴδιο συμβαίνει καί σέ κοινωνικό καί διακρατικό ἐπίπεδο.
Στό χέρι μας λοιπόν εἶναι, νά αἰσθανθοῦμε τό λάθος καί νά ἀλλάξουμε
γραμμή πλεύσεως. Νά μετανοήσουμε. Δυστυχῶς ἡ ἀνθρωπότητα δέν ἐφαρμόζει
ἀκόμα, σέ ὅλα τά ἐπίπεδα τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Διότι δέν ἔχει ἀκόμα
τήν ὡριμότητα νά καταλάβει, ὅτι οἱ ἐντολές Του εἶναι ἐφαρμόσιμες καί ὅτι
ἡ ἐφαρμογή τους συμφέρει ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Θά μάθει ἀπό τά λάθη της
καί στό τέλος, μετά ἀπό πολλούς πολέμους καί ἀκαταστασίες ἴσως
ἐπικρατήσει τό καλό. Διότι μέσα στόν κόσμο, δροῦν βεβαίως οἱ δαιμονικές
δυνάμεις καί πλανοῦν τούς ἀνθρώπους. Ὑπάρχει ὅμως καί ἐργάζεται καί τό
Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο συνεχίζει τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Πιστεύω ὅτι ἡ
ἀνθρωπότητα, βρίσκεται σέ πορεία ὡριμάνσεως, καί ὅσο ὡριμάζει, τόσο θά
πείθεται ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀληθινή «ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» καί ὅποιος Τόν ἀκολουθήσει «οὐ μή περιπατήσει ἐν τή σκοτία, ἀλλ’ ἔξει τό φῶς τῆς ζωῆς». Ἄς προσευχόμαστε καί ἄς ἐργαζόμαστε, νά ἐπικρατήσει στόν κόσμο τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Γ. Ἡ ἔμπρακτη ἀθεΐα, εἶναι ἡ μεγίστη ἀστοχία τοῦ ἀνθρώπου.
Θά μποροῦσε ὅμως, νά ρωτήσει κανείς, γιατί ἡ ἀθεΐα εἶναι κακό; Τί
πειράζει ἄν δέν πιστεύω σέ κάποιον Θεό καί δέν ρυθμίζω τήν ζωή μου
σύμφωνα μέ τήν πίστη μου; Ἑκατομμύρια ἄνθρωποι σ’ ὅλο τόν κόσμο ζοῦν
«ἐρήμην του Θεοῦ». Τόν ἔχουν βγάλει ἀπό τήν ζωή τους. Δέν τούς ἀπασχολεῖ
ἡ ὕπαρξή Του καί οἱ συνέπειές της στή ζωή τους.
Ὡς ἀπάντηση θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ἡ ἔμπρακτη ἀθεΐα, εἶναι ἡ
κατ’ ἐξοχήν «ἁμαρτία». Στά Ἀρχαῖα Ἑλληνικά «ἁμαρτία» σημαίνει ἀστοχία. Ἡ
ἀθεΐα εἶναι πράγματι ἀστοχία στήν ἐπίτευξη τοῦ στόχου δηλ. τοῦ σκοποῦ
τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἐκτροχιασμός ἀπό τήν ὀρθή πορεία πρός τό «καθ΄ ὁμοίωσιν», τό ὁποῖο ὁ Θεός ἀπό τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἔθεσε ὡς σκοπό γιά τή ζωή του. Ἔχοντας «προῖκα» ἀπό τόν Θεό τό «κατ΄ εἰκόνα»,
ὁ ἄνθρωπος ἔπρεπε νά κάνει πνευματική πρόοδο, ἀσκώντας τή θέλησή του
στήν ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Πρός τό σκοπό αὐτό ὁ Θεός ἔδωσε
ἐντολή «τοῦ μή φαγεῖν ἀπό τούς καρπούς τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ» Σημασία δέν εἶχε τό εἶδος τοῦ δένδρου, ὅσο ἡ τήρηση τῆς ἐντολῆς.
Ὁ διάβολος ὅμως, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐκπέσει ἀπό τήν ἀγγελική του
ἰδιότητα, ἀπό «ὑπερηφάνεια» πρός τόν Θεό, ἐφθόνησε τήν εὐτυχία τοῦ
ἀνθρώπου στόν Παράδεισο. Εἶπε ψέμματα στόν ἄνθρωπο, ὅτι ἄν φάει ἀπό τό
δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, θά ἀνοίξουν τά μάτια του
«τοῦ γιγνώσκειν καλόν καί πονηρόν» καί θά γίνει «ὡς Θεός».Ἔτσι παρέσυρε
τόν ἄνθρωπο στήν παράβαση τῆς ἐντολῆς δηλ. στήν ἁμαρτία (δηλ. στήν
ἀστοχία ὡς πρός τήν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς του). Αὐτό ἦταν τό
«προπατορικό ἁμάρτημα»τοῦ ἀνθρώπου.
Δυστυχῶς, στίς προσπάθειες τοῦ Θεοῦ (ὅπως φαίνεται ἀπό τή
συζήτηση, πού εἶχε ὁ Θεός μέ τούς πρωτοπλάστους μετά τήν παρακοή τους), ὁ
Ἀδάμ καί ἡ Εὕα δέν θέλησαν νά ἀναλάβουν τίς εὐθύνες του, δέν μετενόησαν
καί δέν ζήτησαν συγνώμη ἀπό τόν Θεό. Αὐτονομήθηκαν ἀπό τόν Θεό καί
ἔβαλαν τό δικό τους θέλημα στή θέση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Οἱ σχέσεις
τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Θεό διεκόπησαν, οἱ πρωτόπλαστοι ἐκδιώχθηκαν ἀπό τόν
Παράδεισο, δήλ. ἔχασαν τή χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν ἄμεση σχέση μέ τόν Θεό.
Ἔκτοτε, οἱ δαιμονικές δυνάμεις πῆραν τή θέση τοῦ Θεοῦ καί τούς
ἐπηρεάζουν ἄμεσα. Οἱ συνέπειες ἤσαν καταστροφικές.
Τό κακό μπῆκε στόν κόσμο καί μαζί του ὁ πόνος καί ὁ θάνατος. Ὅλες
οἱ ἐκδηλώσεις τοῦ ἀνθρώπου διεστράφησαν. Τό λογικό τοῦ ἀνθρώπου
σκοτίστηκε. Καί ἀπό ἐκεῖ πού εἶχε τήν ἱκανότητα, μελετώντας κάθε ζῶο
ξεχωριστά (ὅταν τοῦ τά ἔφερε μπροστά του ὁ Θεός) νά τοῦ δώσει ὄνομα,
ἀνάλογα μέ τά χαρακτηριστικά του, τώρα πιά ἡ φύση γίνεται ἐχθρική
ἀπέναντί του. Ὁ κόσμος πιά δέν εἶναι «Παράδεισος», βλασταίνει παντοῦ
«ἀκάνθας καί τριβόλους». Τά στοιχεῖα τῆς φύσεως τόν ταλαιπωροῦν, τόν
ἀναγκάζουν νά ντυθεῖ «χιτώνας δερματίνους» γιά νά προφυλαχθεῖ ἀπό τό
κρύο καί ἀπό τή ζέστη. Οἱ σχέσεις μεταξύ τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας
διαταράσσονται. Ἡ ἰσότητα μεταξύ τους καταργεῖται καί ὁ ἄνδρας
καταπιέζει καί καταδυναστεύει τή γυναίκα του. Οἱ σχέσεις τῶν ἀνθρώπων
γίνονται ἐχθρικές καί ἀνταγωνιστικές. Τό κακό ὅλο καί μεγαλώνει καί
βαθαίνει. Ἀπειλεῖ νά ἀφανίσει τήν ἀνθρωπότητα. Ὁ Θεός γιά νά σταματήσει
τήν ἐπικράτηση τοῦ κακοῦ, «ἴνα μή τό κακόν αἰώνιον γένηται» ἐπέτρεψε τόν
θάνατο. Ἔκτοτε ὁ θάνατος ἔγινε σταθερή κληρονομιά ὅλων τῶν ἀνθρώπων
ὅλων τῶν γενεῶν.
Τήν κατάσταση αὐτή ἦρθε νά ἀνατρέψει ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου
τοῦ Θεοῦ, τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Χριστοῦ. Ὁ
«Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός», προσέλαβε τήν «καταφθαρεῖσαν φύσιν τοῦ
γένους ἡμῶν», «παρεκτός ἁμαρτίας» τήν θεράπευσε. Τέλος μέ τή Σταύρωση
καί τήν Ἀνάστασή Του κατήργησε καί τόν θάνατο. Ἱδρύοντας δέ τήν Ἐκκλησία
καί ἀποστέλλοντας τό Ἅγιο Πνεῦμα νά συνεχίσει τήν ἐργασία Του στόν
κόσμο, δίνει τήν δυνατότητα σέ κάθε ἄνθρωπο πού θά πιστεύσει σ’Αὐτόν, νά
ἀπεξαρτηθεῖ ἀπό τήν καταδυναστεία τοῦ διαβόλου καί νά σωθεῖ.
Ἡ ἐνσυνείδητη λοιπόν ἀθεΐα (ὄχι βεβαίως ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ ἱερατικοῦ
κατεστημένου ἤ τῶν ἀληθειῶν κάποιας θρησκείας), ὡς κατάσταση ἀποκοπῆς
ἀπό τόν Θεό εἶναι ἡ μεγίστη ἀστοχία-ἁμαρτία. Διότι ὁ ἄνθρωπος χάνει τόν
σωστό προσανατολισμό τῆς ζωῆς του, τήν πορεία πρός τό «κάθ΄ὁμοίωσιν»,
παύει νά ἐφαρμόζει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί διακόπτει τή συνεργασία του μέ
τόν Θεό. Ἀναπόφευκτα, μπαίνει στή «σφαίρα ἐπιρροῆς» τοῦ διαβόλου,
ὑφίσταται τίς κακές συμβουλές καί προτροπές του, χάνει σέ τελευταία
ἀνάλυση, τή σωτηρία του. Ἔτσι, ἐνῶ εἶναι προορισμένος κάνοντας πρόοδο
πρός τό ἀγαθό νά ὁμοιάσει πρός τόν Θεό, βαδίζει πρός τήν ἀντίθετη
κατεύθυνση. Προοδεύει στό κακό.
Ἀλλοίμονο, ἄν ὁ θάνατος , πού κάποτε θά ἔλθει, τόν βρεῖ ἀμετανόητο
καί ἀσυμφιλίωτο μέ τόν Θεό. Τότε θά ζήσει τήν αἰώνια κόλαση, ὄχι τῆς
ἀπουσίας τοῦ θεοῦ, διότι ὁ Θεός «εἶναι πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν»,
ἀλλά τῆς παρουσίας Του, πού θά εἶναι ἕνας συνεχής ἔλεγχος καί συνεχεῖς
τύψεις συνειδήσεως, γιατί ἐνῶ ἀγαπήθηκε πολύ ἀπό τόν Θεό, ἐκεῖνος δέν
ἀνταποκρίθηκε ἔμπρακτα στήν ἀγάπη του. Μίσησε τόν Θεό καί πολέμησε τό
θέλημά Του. Δέν ἀνταπέδωσε ἀγάπη πρός τόν θεό, ἀλλά καί δέν ἀγάπησε οὔτε
βοήθησε, ἔστω καί κατ’ἐλάχιστον, τούς συνανθρώπους του.
Ἡ ἀπόρριψη αὐτή τοῦ Θεοῦ, ἀκυρώνει τό μέγα Του ἔλεος. Ὁ
παντοδύναμος Θεός, καθίσταται ἀδύναμος καί ἀνίκανος νά σώσει τόν ἄνθρωπο
πού τόν ἔχει ἀπορρίψει, πού δέν θέλησε νά σωθεῖ, ἔστω καί μέσω τῆς
βοήθειας τῶν συνανθρώπων του. «Ἀνηλεῶς ἔσται ἡ κρίσις, τῷ μή ποιῆσαντι ἔλεος» λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ Βουδδιστές εἰρωνεύονται τούς Χριστιανούς, ὅτι ἔχουν ἕναν Θεό, πού
ἐπιτρέπει νά ὑπάρχουν στόν κόσμο τόσα κακά. Μέ αὐτή τή γελοία πρόφαση
αὐτοί ἀπορρίπτουν κάθε ὑπερβατικό Θεό καί στρέφονται στό ἐσωτερικό του
ἑαυτοῦ τους καί θεοποιοῦν τόν ἑαυτό τους. Τί πλάνη ἀλήθεια; Ἀδυνατοῦν νά
καταλάβουν τί σημαίνει ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καί ὅτι ἄν ἐπενέβαινε
συνεχῶς γιά νά διορθώνει τά κακῶς ἔχοντα τῆς ἀνθρωπότητας, θά καταργοῦσε
τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, τήν ὁποία ὁ Θεός σέβεται πολύ.
Χρῆστος Σπ. Χριστοδούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου