Ἡ μετάνοια στήν Παλαιά Διαθήκη
Ἰλαρίωνος Φέλεα Ρουμάνου ἱερομάρτυρος (+1940)
Μέρος Α'
Ἡ αἴσθηση τῆς μετανοίας στήν Παλαιά Διαθήκη ἐμφανίζεται σχετικά μέ τό προπατορικό ἁμάρτημα. Οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι πού ἁμάρτησαν εἶναι ὁ Αδάμ καί ἡ Εὔα. Σ᾿ αὐτούς συναντοῦμε καί τήν πρώτη μετάνοια στήν ἱστορία τῆς δημιουργίας.
Διότι ἡ ἁμαρτία, φυσικά, κρύβει μέσα της μία βαθειά ἀνησυχία, πού πηγάζει ἀπό τήν ντροπή τῆς διάπραξης της κι ἀπό τήν ἐπιθυμία καθάρσης ἀπ᾿αὐτήν.
Ἡ πτῶση τῶν πρωτοπλάστων καί ἡ ἀπώλεια τῆς ἀγνότητας τῶν πρώτων ἀνθρώπων συνεπάγεται τό συναίσθημα τῆς ντροπῆς, τήν μετάνοια καί τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Ντροπή ἐπειδή κάλυψαν τήν γυμνότητά τους μέ φύλλα συκιᾶς, μετάνοια, διότι ἐννόησαν τό σφάλμα πού ἔπραξαν καί φόβος Θεοῦ, ἐπειδή ἤθελαν νά κρυφτοῦν. Λοιπόν, ἡ πρώτη ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων, τό πρῶτο γνώρισμα τῆς μετάνοιας.
Στήν περίπτωση τοῦ πρώτου ἀδελφοκτόνου καί ἀνθρωποκτόνου, δηλαδή τοῦ Κάϊν, παρατηροῦμε ἐπίσης ἕνα παραλληλισμό μεταξύ ἁμαρτίας καί μετανοίας. Ἐπειδή σκότωσε τόν ἀδελφό του, ὁ Κάϊν εἶναι καταραμένος νά εἶναι φυγάδας καί ταλαίπωρος σέ ὅλη τήν ζωή του ἐπί τῆς. Ζητεῖ νά ἐξιλεωθεῖ γιά ἕνα ἔγκλημα.
Δέν μπορεῖ νά θανατωθεῖ ἀπό κανέναν, διότι ἡ ζωή του ἔχει ἀκόμα ἕνα νόημα στήν γῆ – νά τρέχει, νά ἐξαγοράσει τό πταῖσμα του.
Ποιός θἀ ἐμποδίσει τήν θεϊκή ἀπόφαση, ἑπτὰ ἐκδικούμενα παραλύσει (Γεν. 4,15). Νά λοιπόν ὅτι ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητας, ἡ φωνή τῆς ἁμαρτίας καλεῖ σέ μετάνοια. Ὁ ἄνθρωπος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης κινεῖται τραγικά μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο ἐναλλαγῶν–τήν τάση ἐξιλασμοῦ καί τήν ἀδυναμία συγκράτησης καί ὑπομονῆς.
Οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν οἱ πιό πιστοί ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ. Ἀπέδειξαν μέ τήν ζωή τους, τό κήρυγμά τους, τήν δράση καί τά συγγράμματά τους, τήν ἀπόλυτη ἀγάπη τους γιά τόν Θεό. Ἦταν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ σέ μιά ἐποχή, ὅταν οἱ ἄλλοι Ἰσραηλίτες προσκυνοῦσαν τά εἴδωλα.
Ἰδού ποιά ἦταν ἡ ἀποστολή τῶν προφητῶν: «ἐξέτεινε Κύριος τὴν χεῖρα αὐτοῦ πρός με καὶ ἥψατο τοῦ στόματός μου, καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἰδοὺ δέδωκα τοὺς λόγους μου εἰς τὸ στόμα σου· ἰδοὺ καθέστηκά σε σήμερον ἐπὶ ἔθνη καὶ ἐπὶ βασιλείας ἐκριζοῦν καὶ κατασκάπτειν καὶ ἀπολλύειν καὶ ἀνοικοδομεῖν καὶ καταφυτεύειν. (Ἱερ.1,9-10).
Ἡ κλήση τοῦ προφήτου εἶναι παρόμοια μ᾿ἐκείνη τῶν κηπουρῶν καί τῶν οἰκοδόμων–νά ξεριζώσουν τά ζιζάνια καί νά ξεφυτρώσουν ἀντί αὐτῶν τά ἄνθη τῶν ἀρετῶν, νά γκρεμίσουν τούς οἴκους τῶν ἁμαρτιῶν καί ἀντί αὐτῶν νά ἀνεγείρουν ναούς γιά τόν Θεό. Ἔτσι ὑποδεικνύεται ὅτι, σέ μιά τέτοια ἀποστολή, τό κάλεσμα τῶν ἁμαρτωλῶν πρός μετάνοια εἶναι ἡ πιό σημαντική πλευρά της.
Οἱ προφῆτες φέρνουν στόν Ἰουδαϊσμό ἕνα καινούργιο στοιχεῖο–τήν ἐξωτερική, ἠθική ἀνάβλεψη, δηλαδή τήν ἐπιστροφή στόν ἀληθινό Θεό.
Ὁ πρῶτος προφήτης, ὁ Μωϋσῆς, μᾶλλον ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν (Ἑβρ.11, 25). Πνευματοφόρος ὄντας, αὐτός δέν εἶναι μόνο ὁ λυτρωτής, ὁ νομοθέτης, ὁ διοργανωτής καί ὁ φωτισμένος ἡγέτης τοῦ λαοῦ, ἀλλά καί γιά κάθε στιγμή ὁ διδάσκαλός του.
Ὁ Μωϋσῆς φέρνει ἀπό τόν Θεό τό νόμο Του, συγκεντρωμένο στίς Δέκα Ἐντολές, καί θέτει μπροστά στόν λαό «τὴν ζωήν καὶ τὸν θάνατον, τὸ ἀγαθὸν καὶ τὸ κακόν» (Δευτερ. 30, 15). Ἡ ζωή καί τό καλό εἶναι εὐλογία, ἐνῶ ὁ θάνατος καί τό κακό εἶναι κατάρα. Ἡ ἐπιλογή δέν εἶναι καθόλου δύσκολη. Κι ὅταν ἕνας ἀπό τούς υἱούς τοῦ λαοῦ θ᾿ ἁμαρτήσει ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του καί ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καί θά σκανδαλίσει τούς ἄλλους, ὁ προφήτης θέτει μπροστά του τό χρέος τῆς ἐξομολόγησης – «ἐξαγορεύσει τὴν ἁμαρτίαν, περὶ ὧν ἡμάρτηκε κατ᾿ αὐτῆς» (Λευ. 5, 5).
Τό πιό πλούσιο ὑλικό στήν Παλαιά Διαθήκη σχετικά μέ τήν μετάνοια περιέχεται στό Ψαλτήρι. Γιά τήν θρησκευτική καί ἠθική ζωή αὐτό τό βιβλίο τοῦ βασιλέως Δαβίδ ἔχει μοναδικό ρόλο καί σημασία. Γενικά, οἱ Ψαλμοί εἶναι ποιήματα, προσευχές καί θρησκευτικά ἄσματα. Ἡ μορφή καί τό περιεχόμενό τους τούς ἀναδεικνύουν σάν ἕνα μεγάλο καί πολύτιμο θησαυρό βιβλικῆς σκέψεως.
Οἱ Ψαλμοί ἀποτελοῦν μία ὄντως πνευματική δύναμη, ἡ ὁποία φανερώνει πιό σαφῶς τήν ἀντίθεση μεταξύ τοῦ δικαίου ἀνθρώπου καί τοῦ ἀνόμου καί ὠθεῖ τήν ψυχή πρός ἐπιστροφή στήν μετάνοια. Θά παρουσιάσουμε μερικές ἰδέες ἀπό τούς ψαλμούς μετανοίας ὅπως τόν 6ον, τόν 31ον, τόν 37ον, τόν 50ον, τόν 101ον, τόν 129ον καί τόν 142ον.
Ὁλόκληρος ὁ 6ος ψαλμός εἶναι μία ὁμολογία ἀδυναμίας.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀνίσχυρος μπροστά στόν Θεό, λόγω τῶν ἁμαρτιῶν του. Μέ δάκρυα στά μάτια, ὁ ἄνθρωπος ἀνυψώνει τήν φωνή τῆς δεήσεώς του πρός τόν Κύριο. «λούσω καθ᾿ ἑκάστήν νύκτα τὴν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω» στιχ.7)
Ἐκτός ἀπό τό ἔλεός του, δέν ἔχει καμμία ἄλλη ἐλπίδα. Καί ὁ Κύριος εἶναι ἀγαθός καί φιλάνθρωπος, διότι εἰσακούει «τῆς φωνῆς τοῦ κλαυθμοῦ του» (στιχ.9). Τό ἀποτέλεσμα τῆς εἰλικρινοῦς μεταμέλειας εἶναι ἡ εἰρήνη τῆς καρδιᾶς του.
Τό τέλος τοῦ ψαλμοῦ εἶναι ἕνα ξέσπασμα χαρᾶς, πού πηγάζει ἀπό τήν πεποίθηση ὅτι ὁ Κύριος ἄκουσε τήν δέησή του κι ἀπάντησε στήν αἴτησή του, θεραπεύντας τήν ψυχή του ἀπό τήν πληγή τῆς ἁμαρτίας «Κύριος τὴν προσευχήν μου προσεδέξατο» (στιχ. 10).
Ἡ ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν φέρνει μαζί της τήν ἡσυχία τῆς συνείδησης, τήν συγχώρηση, τήν εὐτυχία καί τήν προσέγγιση στόν Θεό, ὅπως φαίνεται στόν 31ον ψαλμό «εἶπα· ἐξαγορεύσω κατ᾿ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ· καὶ σὺ ἀφῆκας τὴν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μου» (στιχ. 5). Τό βάρος τῆς ἁμαρτίας πού ἔφυγε ἀπό τήν ψυχή ἀντικαθίσταται μέ τήν χαρά τῆς εὐτυχίας.
Μεταφραστές : ἱερεύς π. Κυπριανός Στάϊκου, ρουμᾶνος καί μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης
Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο Ἀναβάσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου