Η Κυριακή της Ορθοδοξίας και η σύγχρονη αίρεση του Οικουμενισμού
Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου Πρ. Ιερού Ναού Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Πειραιώς
Η Κυριακή της
Ορθοδοξίας, είναι μια ιδιαίτερα χαρμόσυνη και πανηγυρική ημέρα. Όπως αναφέρει
χαρακτηριστικά το συναξάριο της ημέρας, η αγία μας Εκκλησία εορτάζει την
«αναστήλωσιν των αγίων και σεπτών εικόνων, γενομένην παρά των αειμνήστων
Αυτοκρατόρων Κωνσταντινουπόλεως, Μιχαήλ και της μητρός αυτού Θεοδώρας, επί
πατριαρχείας του αγίου και ομολογητού Μεθοδίου».
Γενικότερα όμως ως ημέρα
αφιερωμένη στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας, εορτάζομε την νίκη και τον θρίαμβό της
απέναντι σε κάθε αίρεση διά μέσου των αιώνων, όπως αυτή κατά τρόπο θριαμβευτικό
και πανηγυρικό καταγράφεται στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας: «Οι Προφήται ως είδον,
οι απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν,
η Οικουμένη ως συμπεφρόνηκεν, η Χάρις ως έλαμψεν, η αλήθεια ως αποδέδεικται, το
ψεύδος ως απελήλαται, η σοφία ως επαρρησιάσατο, ο Χριστός ως εβράβευσεν, ούτω
φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρρύσωμεν…».
Γι’ αυτό και οι περισσότεροι ύμνοι
στην ασματική ακολουθία του Τριωδίου της Κυριακής αυτής, αν προσέξουμε, έχουν
πανηγυρικό και πασχάλιο χαρακτήρα: «Ουκέτι των ασεβών αιρετικών η οφρύς
αίρεται, η γαρ Θεού δύναμις την Ορθοδοξίαν εκράτυνεν». Αλλά και η λιτάνευση των
αγίων εικόνων, που γίνεται την ημέρα αυτή γύρω από τους ιερούς ναούς και τα
μοναστήρια, όπως επίσης και τα αναθέματα, τα οποία αναγινώσκονται, όχι μόνον
εναντίον των εικονομάχων αιρετικών, αλλά και κάθε αιρετικού, αισθητοποιεί
ακριβώς ακόμη περισσότερο αυτή την νίκη της Ορθοδοξίας.
Δεν είναι
τυχαίο το γεγονός, ότι η Εκκλησία ετοποθέτησε την εορτή αυτή μέσα στη νηστεία
της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής και μάλιστα στην πρώτη Κυριακή αυτής. Το
έκαμε αυτό για να μας διδάξη, ότι σε τίποτε δεν ωφελεί τον Χριστιανό ο αγώνας
τον οποίο διεξάγει, για να νεκρώσει τα πάθη και να κάμει κτήμα του τις αρετές,
αν δεν πιστεύει ορθά, αν δεν ανήκει δηλαδή στην Ορθοδόξη Εκκλησία. Έξω της
Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία, έστω και αν ο άνθρωπος κατωρθώσει με νηστείες
και ασκητικούς αγώνες όλες τις αρετές.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει σ’
ένα λόγο του: «Μένε εις την Εκκλησίαν και ού προδίδοσαι από της Εκκλησίας. Εάν
δε φύγης από Εκκλησίας ουκ αιτία η Εκκλησία. Εάν μεν γαρ ής έσω, ο λύκος ουκ
εισέρχεται, εάν δε εξέλθης έξω, θηριάλωτος γίνη. Αλλ’ ου παρά την μάνδραν
τούτο, αλλά παρά την σην μικροψυχίαν. Εκκλησίας γαρ ουδέν ίσον».[1]
Μη
φύγης, λέγει ο άγιος, από την Εκκλησία και δεν πρόκειται να προδοθής ποτέ από
αυτήν. Εάν όμως φύγης, η αιτία δεν οφείλεται στην Εκκλησία. Εάν μείνης μέσα σ’
αυτήν, ο λύκος της αιρέσεως δεν τολμά να σε βλάψη, εάν δε εξέλθης, θα σε
κατασπαράξη και αυτό θα οφείλεται στην ιδική σου μικροψυχία. Τίποτε δεν είναι
ίσο με την Εκκλησία.
Στο Γεροντικό αναφέρεται ένα πολύ χαριτωμένο περιστατικό,
που υπογραμμίζει ακριβώς αυτή την αλήθεια: Κάποτε επισκέφθηκαν μερικοί ασκητές
τον αβά Αγάθωνα, που ήταν ξακουστός για την μεγάλη διάκριση που είχε. Θέλοντας
λοιπόν να τον δοκιμάσουν αν οργίζεται τον ρώτησαν:
- "Εσύ είσαι ο Αγάθων,
που λένε πως είσαι πόρνος και υπερήφανος;»
- «Ναι αδελφοί μου εγώ είμαι»,
απήντησε ο Γέροντας.
Τον ρωτούν και πάλι: –«Εσύ είσαι ο Αγάθων ο φλύαρος και
κατάλαλος;»
- «Ναι αδελφοί μου εγώ είμαι», είπε πάλι ο Γέροντας.
Τον ρωτούν για
τρίτη φορά: - «Εσύ είσαι ο Αγάθων ο αιρετικός;»
Τότε ο Αγάθων αποκρίθηκε: «Όχι
δεν είμαι αιρετικός».
Οι ασκητές τον ρώτησαν να τους πεί, γιατί όσα του έλεγαν
πρώτα τα παρεδέχετο για τον εαυτό του, ενώ τον λόγον αυτόν με την κατηγορία του
αιρετικού δεν τον δέχθηκε. Και ο άγιος εκείνος γέροντας τους απήντησε: «τα
πρώτα εμαυτώ επιγράφω. Όφελος γαρ εστί τη ψυχή μου. Το δε αιρετικός, χωρισμός
εστί από του Θεού, και ου θέλω χωρισθήναι από Θεού».
Τα πρώτα τα παραδέχομαι,
διότι φέρνουν ωφέλεια στην ψυχή μου, το να δεχθώ όμως, ότι είμαι αιρετικός
είναι χωρισμός από τον Θεό και εγώ δεν θέλω να χωριστώ από τον Θεό. Οι ασκητές
τότε θαύμασαν την πνευματική σοφία και διάκριση του γέροντα και έφυγαν
πνευματικά οικοδομημένοι.
Οι άγιοι
Πατέρες, οι οποίοι αγωνίστηκαν εναντίον των αιρέσεων, έκαναν μεγάλους αγώνες
για να διαφυλάξουν ανόθευτη την αλήθεια της πίστεως, όπως ο Κύριος την
απεκάλυψε, όπως οι απόστολοι την εδίδαξαν και όπως η Εκκλησία την παρέλαβε.
Αν
ρίξουμε μια ματιά στην εκκλησιαστική μας ιστορία, θα διαπιστώσουμε, ότι πολλοί
από αυτούς εφυλακίστηκαν, άλλοι καθαιρέθηκαν, άλλοι εδιώχθηκαν, υβρίστηκαν και
συκοφαντήθηκαν, υπέμειναν βασανιστήρια και μερικοί από αυτούς εθυσίασαν την
ζωή τους.
Το γεγονός αυτό δεν είναι τυχαίο αλλά δείχνει ακριβώς πόσο μεγάλη
ευασθησία είχαν και πόση σημασία έδιναν στις δογματικές αλήθειες της πίστεως. Η
επιμονή τους αυτή οφείλεται στο ότι είχαν συνειδητοποιήσει, ότι έκπτωση από την
αλήθεια της πίστεως, σημαίνει μετάπτωση στην κατάσταση της αιρέσεως, σημαίνει
θάνατο πνευματικό και απώλεια της σωτηρίας.
Είχαν ακόμη επισημάνει με τον
πλούσιο φωτισμό της Χάριτος του αγίου Πνεύματος, που είχαν μέσα τους, ότι ακόμη
και ελάχιστη απόκλιση από το ορθό δόγμα έχει καταστρεπτικές συνέπειες, σύμφωνα
με τον λόγον του Κυρίου «ός εάν ουν λύση μίαν των εντολών τούτων των ελαχίστων
και διδάξη ούτω τους ανθρώπους, ελάχιστος κληθήσεται εν τη βασιλεία των
ουρανών» (Ματθ.5,19).
Επίσης και ο απόστολος Παύλος στην προς Γαλάτας επιστολή
του υπογραμμίζει την ίδια αλήθεια, όταν λέγει «αλλά και αν ημείς ή άγγελος εξ’
ουρανού ευαγγελίζηται υμιν παρ’ ό ευηγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω» (1,8).
Επομένως
το συμπέρασμα είναι ότι στα θέματα της πίστεως δεν χωράει συγκατάβασις, δεν
χωράει οικονομία και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να προσθέσει ή να αφαιρέσει
ούτε το ελάχιστο από το περιεχόμενο της πίστεως, από την μόνην σώζουσαν αλήθεια
της Ορθοδοξίας.
Οι αλήθειες της πίστεως δεν είναι απλές δογματικές προτάσεις,
που διατυπώθηκαν στις Οικουμενικές συνόδους, αλλά όροι ζωής, που παραπέμπουν
στο ήθος και στην ίδια την ζωή της Εκκλησίας.
Το δόγμα είναι τόσο άρρηκτα
συνδεδεμένο με το ήθος, έτσι ώστε αλλοίωση του ενός να επιφέρει αναπόφευκτα
αλλοίωση και καταστροφή και του άλλου: «Ώσπερ δόγματα πονηρά βίον ακάθαρτον
εισάγειν είωθεν, ούτω και διεφθαρμένος βίος πονηρίαν δογματων πολλάκις έτεκεν»,[2] παρατηρεί
ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Το Πνεύμα το άγιον είναι Πνεύμα της αληθείας, το
οποίο από την ημέρα της Πεντηκοστής εξακολουθεί να παραμένει μέχρι σήμερα μόνον
εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας, επειδή ακριβώς μόνον Αυτή διετήρησε αναλοίωτο
και αμετάβλητο τον θησαυρό της πίστεως, την καθιστά «στύλο και εδραίωμα της
αληθείας» (Α΄Τιμ3,15), καθοδηγεί Αυτήν «εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιω.15,26), ενεργεί
διά των μυστηρίων και απεργάζεται την σωτηρίαν και τον αγιασμό των πιστών μόνο
μέσα στους κόλπους της.
Ωστόσο οι
άγιοι Πατέρες δεν αγωνίστηκαν μόνο για την διατύπωση και διαφύλαξη των
δογμάτων, των αληθειών της πίστεως. Υπήρξαν εκείνοι που πριν απ’ όλα εβίωσαν
τις αλήθειες της πίστεως. Δεν είχαν μόνο την Ορθοδοξία, είχαν και την
Ορθοπραξία.
Ετήρησαν με ακρίβεια τις δεσποτικές εντολές και ευρήκαν μέσα σ’
αυτές τον Χριστό, την μόνη αλήθεια, σαν ανεκτίμητο θησαυρό, όπως ακριβώς τον ευρήκε
ο Φίλιππος, για τον οποίο κάνει λόγο το ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας αυτής.
Ο
Φίλιππος από την μικρή εμπειρία που είχε αποκομίσει από την συναναστροφή του με
τον Χριστό, είχε βεβαιωθεί βαθειά μέσα στην ψυχή του, ότι Αυτός είναι Εκείνος
για τον οποίο ομίλησαν οι προφήτες, Αυτός είναι Εκείνος, τον οποίον επερίμεναν,
ο Μεσσίας, ο Υιός του Θεού.
Γι’ αυτό και έτρεξε αμέσως στον φίλο του τον
Ναθαναήλ, για να τον καταστήση συγκοινωνό και συμμέτοχο αυτής της χαράς, αυτού
του θησαυρού και του είπε: «ον έγραψε Μωϋσής εν τω Νόμω και οι προφήται,
ευρήκαμεν Ιησούν τον υιόν του Ιωσήφ, τον από Ναζαρέτ» (Ιω.1,44).
Αλλ’ ο
Ναθαναήλ απορεί, έχει επιφυλάξεις: «Εκ Ναζαρέτ δύναταί τι αγαθόν είναι;». Από
την Ναζαρέτ, μία κακόφημη πόλη, μπορεί να βγή τίποτε καλό; Και του απαντά ο
Φίλιππος: «Έρχου και ίδε». Έλα και δες μόνος σου. Έλα να βεβαιωθείς εκ πείρας.
Ο
Φίλιππος δεν προσπαθεί να τον πείσει με επιχειρήματα και περιγραφές, διότι δεν
θα φέρουν κανένα αποτέλεσμα. Μόνο με την πείρα θα βεβαιωθεί. Και όταν στη
συνέχεια συναντήθηκε με τον Χριστό και βεβαιώθηκε εκ πείρας, ότι αυτός είναι
ο Μεσσίας αμέσως τον ομολόγησε: «Ραββί, συ ει ο υιός του Θεού, συ ει ο βα- σιλεύς
του Ισραήλ».
Αυτήν ακριβώς την εμπειρία της προσωπικής παρουσίας του Χριστού
μέσα στις ψυχές των είχαν και οι άγιοι Πατέρες και προς αυτήν καλούσαν κά- θε
καλοπροαίρετον άνθρωπον. Εδίδασκαν έργω και λόγω, ότι η χριστιανική ζωή στο
εσώτατο είναι της δεν είναι φιλοσοφίες και θεωρίες, δεν είναι ένα σύστημα
ιδεών. Είναι εμπειρία Χριστού, είναι εμπειρία Θείας Χάριτος, εμπειρία θεώσεως.
Σήμερα που η
Εκκλησία μας ευφραίνεται και πανηγυρίζει τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας και καθώς
φέρνει στη μνήμη μας τους αγώνες και τις θυσίες, που έκαναν οι άγιοι Πατέρες
μας, για να επιτευχθεί αυτός ο θρίαμβος, αυτή η νίκη, υπαγορεύει και
υποδεικνύει παράλληλα σ’ όλους μας ένα διπλό χρέος.
Το πρώτο χρέος μας είναι να
ανακαινίσουμε με την μετάνοια και την άσκηση την εικόνα του Θεού, που φέρουμε
μέσα μας, η οποία έχει καταφθαρεί και εξαχρειωθεί από τα πάθη και τις επιθυμίες
του παλαιού ανθρώπου.
Πολύ εύστοχα παρατηρεί κάποιος εκκλησιαστικός συγγραφέας
των τελευταίων αιώνων: «Πόση λογιάζετε να είναι η κατάκρισή μας και η κόλασή
μας, όπου ασχημίζομεν την εικόνα του Θεού; Οπού φθείρομεν τον έσω άνθρωπον, με
τες επιθυμίες της απάτης; Δεν είναι επιθυμίες απάτης οι αδικίες, όπου κάμνομεν
και αι παρανομίες, η υπερηφάνεια, η κενοδοξία και αι άλλες ακαταστασίες; Τι δεν
βλέπουσι τα ομμάτια άτοπον, τι δεν ακούομεν κακόν; Εως πότε να υποφέρει ο Θεός
τόσην μας ακαταστασίαν, τόσον κακόν, τόσην αμαρτίαν; Πότε ελπίζεις να βαλθείς
εις την στράταν της δικαιοσύνης;
Κάμε τούτην την Χάριν της Ορθοδοξίας, όπου έμαθες, όπου εορτάζεις. Στολίσου πράξεις αγαθές, κάμε την αρετήν βάσιν της θεωρίας. Ανάβηθι εις την επίγνωσιν του Θεού, κατάβηθι εις το βάθος της ταπεινώσεως του Χριστού μέχρι θανάτου. Μη φθείρωμεν λοιπόν με τες κακές μας πράξεις την εικόνα του Θεού, μήπως και όταν έλθη ο καιρός του μυστικού γάμου, κρούοντες και ημείς την θύραν, μας αποκριθεί ο νυμφίος ‘ουκ οίδα υμάς’, δεν σας γνωρίζω, επειδή αλλοιωμένην έχετε την εικόνα μου με τα κακά σας έργα. Αλλά ας στρέψωμεν εις μετάνοιαν δι’ εξομολογήσεως. Ας καθαρίσωμεν τους ρύπους από τες ψυχές μας, διά να μας γνωρίσει πρωτότυπον και αρχέτυπόν μας και να μας προσκαλέσει ως γνησίας εικόνας του, εις την αιώνιον βασιλείαν του».
Κάμε τούτην την Χάριν της Ορθοδοξίας, όπου έμαθες, όπου εορτάζεις. Στολίσου πράξεις αγαθές, κάμε την αρετήν βάσιν της θεωρίας. Ανάβηθι εις την επίγνωσιν του Θεού, κατάβηθι εις το βάθος της ταπεινώσεως του Χριστού μέχρι θανάτου. Μη φθείρωμεν λοιπόν με τες κακές μας πράξεις την εικόνα του Θεού, μήπως και όταν έλθη ο καιρός του μυστικού γάμου, κρούοντες και ημείς την θύραν, μας αποκριθεί ο νυμφίος ‘ουκ οίδα υμάς’, δεν σας γνωρίζω, επειδή αλλοιωμένην έχετε την εικόνα μου με τα κακά σας έργα. Αλλά ας στρέψωμεν εις μετάνοιαν δι’ εξομολογήσεως. Ας καθαρίσωμεν τους ρύπους από τες ψυχές μας, διά να μας γνωρίσει πρωτότυπον και αρχέτυπόν μας και να μας προσκαλέσει ως γνησίας εικόνας του, εις την αιώνιον βασιλείαν του».
Το δεύτερο χρέος
μας είναι να διαφυλάξωμε τον θησαυρό της Ορθοδόξου πίστεως ως κόρην οφθαλμού,
ανόθευτο και αναλλοίωτο από κάθε αιρετική διδασκαλία και πλάνη. Το καθήκον αυτό
είναι σήμερα περισσότερο αναγκαίο και επιτακτικό από κάθε άλλη φορά, διότι και
σήμερα η Εκκλησία μας βάλλεται και πολεμείται από πολλές σύγχρονες αιρέσεις,
μιά από τις οποίες, η πιό επικίνδυνη, είναι η παναίρεση του Οικουμενισμού, όπως
την χαρακτήρισε μια μεγάλη οσιακή μορφή του περασμένου αιώνος, ο Σέρβος
καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του πανεπιστημίου του Βελιγραδίου άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς.
Η φοβερή αυτή αίρεση, προϊόν των συγχρόνων συγκρητιστικών τάσεων
θρησκευτικής ενοποιήσεως της ανθρωπότητος, ανέπτυξε μέσα στους κόλπους της
διάφορες αιρετικές θεωρίες, όπως η θεωρία των κλάδων, η θεωρία της
βαπτισματικής ενότητος, η θεωρία των αδελφών Εκκλησιών, η θεωρία των δύο
πνευμόνων, η θεωρία της μεταπατερικής θεολογίας κ.α., οι οποίες είναι
ασυμβίβαστες με την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας και με την διαχρονική πίστη της ότι μόνον
αυτή αποτελεί την Μία, Αγία, Καθολική, και Αποστολική Εκκλησία, όπως άλλωστε
ομολογούμε στο σύμβολο της Πίστεως.
Πέραν τούτου, μέσω μιάς άλλης θεωρίας,
αυτής του δογματικού μινιμαλισμού, η ακρίβεια των δογματικών αληθειών της
πίστεως, για τις οποίες, όπως αναφέραμε προηγουμένως, πολλούς αγώνες και θυσίες
έκαναν οι άγιοι Πατέρες μας, σμικρύνεται, σχετικοποιείται και υποβιβάζεται.
Η
επιστροφή των αιρετικών ομολογιών του Παπισμού και Προτεσταντισμού στην
Ορθόδοξη πίστη και αποστολική Παράδοση, δεν θεωρείται πλέον απαραίτητη
προϋπόθεση για την ένωση των Εκκλησιών.
Οι αγώνες των μεγάλων Πατέρων της
Εκκλησίας μας αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, μεγάλου Φωτίου, αγίου Μάρκου του
Ευγενικού και άλλων, που αγωνίστηκαν εναντίον του Παπισμού, ακυρώνονται και
αποδοκιμάζονται στην πράξη, τα αντιαιρετικά τους συγγράμματα με τα οποία
κατέδειξαν τις πλάνες του Παπισμού, παραμερίζονται και υιοθετείται η
καινοφανής αντίληψη, ότι οι δογματικές μας διαφορές προς αυτούς αποτελούν
ποικιλλία διαφόρων παραδόσεων, ώστε να παύσουν να αποτελούν φραγμό προς την
ένωση.
Επιχειρείται έτσι μία επιφανειακή
επικοινωνιακού χαρακτήρος ενότητα, παρά τις τεράστιες δογματικές διαφορές,
ώστε τελικά οι Παπικοί και οι Προτεστάντες να παρουσιάζονται ως αδελφές
Εκκλησίες με Ορθόδοξη πίστη και έγκυρα μυστήρια.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως η
πλάνη της αιρέσεως γίνεται σεβαστή, τοποθετείται δίπλα στην αλήθεια ως ισότιμη
και ισόκυρη με αυτήν και τελικά αναμιγ- νύεται μ’ αυτήν σε μια άμικτη μίξη. Ποιά
κοινωνία όμως μπορεί να υπάρξει μεταξύ αληθείας, που είναι φώς και ψεύδους, που
είναι σκότος; «Τις κοινωνία φωτί προς σκότος;», επιβεβαιώνει ο απ. Παύλος (Β΄Κορ.6,14).
Προβάλλουν ως
επιχείρημα οι Οικουμενιστές την αγάπη προς τους αιρετικούς και την εξ’ αυτής
απορρέουσαν ανάγκη της μαρτυρίας της Ορθοδοξίας και της μεταδόσεως του θησαυρού
της πίστεώς της προς αυτούς. Η αγάπη όμως ποτέ δεν χωρίζεται από την αλήθεια,
ούτε είναι δυνατόν ποτέ να στραφεί εναντίον της. Όταν ο διάλογος της αγάπης δεν
συνυπάρχει με τον διάλογο της αληθείας είναι επικίνδυνη παγίδα, που οδηγεί σε
συγκρητιστική αδιαφορία και απομακρύνει από την σωτηρία.
Όπως λέγει ο άγιος Ιω.
ο Χρυσόστομος «ει που την ευσέβειαν παραβλαπτομένην ίδοις, μη προτίμα την ομόνοιαν
της αληθείας, αλλ’ ίστασο γενναίως έως θανάτου…την αλήθειαν μηδαμού προδιδούς».[3]
Δεν
υπάρχει χειρότερο κακό από την στέρηση της σωτηρίας και μόνο ως έργο αγάπης δεν
μπορεί να χαρακτηριστεί. Πολύ εύστοχα παρατηρεί ο αείμνηστος καθηγητής κ.
Στέργιος Σάκκος[4]: «Δεν χωρίζεται η αγάπη
από την αλήθεια.
Ο διαχωρισμός τους, επί ζημία βεβαίως και των δύο, είναι των
ημερών μας επίτευγμα. Είναι το κατόρθωμα του συγχρόνου διαχριστιανικού
συγκρητισμού! Ποτέ άλλοτε η αγάπη δεν χρησιμοποιήθηκε τόσο πρόχειρα ανεύθυνα
και ύπουλα εις βάρος της αλήθειας.
Ποτέ στην ιστορία της Εκκλησίας δεν
χρησιμοποιήθηκαν στις σχέσεις με τους αιρετικούς οι ανταλλαγές επισκέψεων και
δώρων, οι εκατέρωθεν φιλοφρονήσεις, οι εναγκαλισμοί και οι ασπασμοί με πλήρη, ή
έστω, μερική παραθεώρηση της αλήθειας…
Ποτέ η αγάπη δεν κατήργησε, ούτε
υποβίβασε το δόγμα. Ποτέ δεν παραμερίσθηκε η αλήθεια χάριν μιάς κατ’ επίφασιν
ειρήνης. ‘Αν η ειρήνη περιορίζεται μόνο στα λόγια είναι καταγέλαστη’, γράφει ο
Μ. Βασίλειος[5], ενώ ο ευαίσθητος και
πραότατος Θεολόγος Γρηγόριος διαγγέλλει: «Κρείττων γαρ επαινετός πόλεμος
ειρήνης χωριζούσης Θεού. Και διά τούτο τον πραύν μαχητήν οπλίζει το πνεύμα, ως
καλώς πολεμείν δυνάμενον’»[6].
Το επιχείρημα
λοιπόν της αγάπης, που κατά κόρον προβλήθηκε και διατυμπανίστηκε από τους
Οικουμενιστές αποδείχθηκε πλάνη και θανάσιμη παγίδα. Τούτο φάνηκε και από το
ίδιο το αποτέλεσμα των μέχρι τώρα γενομένων διαλόγων. Οι μέχρι τώρα γενόμενοι
διάλογοι όχι μόνον δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, αλλά αντιθέτως οδήγησαν
αναπόφευκτα σε προϊούσα φθορά και διάβρωση του Ορθοδόξου φρονήματος, σε
συμβιβασμούς και ανεπίτρεπτες υποχωρήσεις στο δόγμα και στην Εκκλησιαστική μας
αυτοσυνειδησία.
Με πολύ επιπολαιότητα οι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι στους Διαχριστιανικούς
Διαλόγους, ανώριμοι όντες πνευματικά και μη έχοντες αγιοπνευματικές εμπειρείες,
άπλωναν γέφυρες, μικρές και ανεπαρκείς, για να γεφυρώσουν τεράστια χάσματα και
να εκμηδενίσουν αποστάσεις και διαφορές, πολύ σημαντικές στο δόγμα και στο ήθος
των Εκκλησιών.
Παραθεώρησαν το γεγονός, ότι η αλήθεια με την αίρεση δεν έχουν
ποσοτική διαφορά. Η αίρεση δεν έχει απλώς λιγότερη αλήθεια, ώστε με κάποια
προσθήκη να γίνει κι αυτή Ορθοδοξία. Η αίρεση όσο μικρή και αν φαίνεται, είναι
πλάνη, είναι σκοτάδι και αμαρτία και θάνατος. Ο πνευματικός θάνατος που
προξενεί η αίρεση, δεν παίρνει βελτίωση να γίνει λιγότερο θάνατος και κατόπιν
ζωή.
Έτσι φθάσαμε στο τραγικό φαινόμενο να διατυπώνονται από Ορθοδόξους εκπροσώπους
και πατριάρχες, αντορθόδοξες και βλάσφημες δηλώσεις και να υπογράφονται κοινά
κείμενα με τους αιρετικούς, ξένα προς την παράδοση και την δογματική διδασκαλία
της Εκκλησίας μας. Ο αρχικός ενθουσιασμός για την δήθεν μαρτυρία της Ορθοδοξίας
προς τους ετεροδόξους δυστυχώς κατέληξε στο θλιβερό φαινόμενο, μετά από 64
χρόνια διαλόγου με τους Προτεστάντες και 32 με τους Παπικούς, να συμμαρτυρούμε
με την πλάνη και να αναγνωρίζουμε τους ετεροδόξους ως αδελφές Εκκλησίες, με
έγκυρα μυστήρια αι αποστολική διαδοχή. Δηλαδή, αντί εμείς να τους οδηγήσουμε
στην Ορθοδοξία, μας παρέσσυραν αυτοί στην αίρεση και την πλάνη.
Ο γέρων Παΐσιος
ο αγιορείτης, μεγάλη οσιακή μορφή των ημερών μας, του οποίου η αγιότης
μαρτυρείται από όλους πανορθοδόξως, φωτισμένος από την Χάρη του αγίου Πνεύματος,
που είχε πλούσια μέσα του, διέκρινε την ολέθρια αυτή αίρεση του Οικουμενισμού
και την καταπολέμησε με όλες του τις δυνάμεις, όπως μαρτυρεί ο βιογράφος του
Γέρων Ιερομ. Ισαάκ.
Κάποτε σε μια σύναξη μοναζουσών έλεγε τα εξής: «Οικουμενισμός
και Κοινή Αγορά, ένα κράτος μεγάλο, μια θρησκεία στα μέτρα τους. Αυτά είναι
σχέδια διαβόλων».[7] Σε μια άλλη περίπτωση
έλεγε: «Μου έκανε εντύπωση αυτό, που μου είπε ένας επίσκοπος από το
Πατριαρχείο.
Του είχα πεί: Μα τι κατάσταση είναι αυτή; Από τη μια ο
Οικουμενισμός, από την άλλη ο Σιωνισμός, ο Σατανισμός…Σε λίγο θα προσκυνούμε
τον διάβολο με τα δύο κέρατα αντί για τον δικέφαλο αετό.
Σήμερα, μου λέγει,
δύσκολα βρίσκεις επισκόπους σαν τον επίσκοπο Καισαρείας Παΐσιο τον Β΄. Ο Παΐσιος
ο Β΄ τι έκανε; Πήγαινε στον Σουλτάνο για τα αιτήματά του με ένα σχοινί δεμένο
στη μέση, αποφασισμένος δηλαδή να τον κρεμάσουν οι Τούρκοι. Σαν να έλεγε στον
Σουλτάνο: Μην ψάχνεις σχοινί και χασομεράς, άμα θέλεις να με κρεμάσεις, έτοιμο
το έχω το σχοινί».[8] Η παρά πάνω μαρτυρία
εμφανίζει τον Γέροντα να διαμαρτύρεται σε κάποιον πατριαρχικό επίσκοπο κατά
της αιρέσεως του Οικουμενισμού και να παρουσιάζει τον Οικουμενισμό και τον
Σιωνισμό ως τα δύο κέρατα του διαβόλου.
Το γεγονός
ότι η φοβερή αυτή αίρεση εξακολουθεί όχι μόνον να υφίσταται, παρ’ όλο που
πέρασαν 100 περίπου χρόνια από της εμφανίσεώς της, αλλά και να εξαπλούται επικίνδυνα
όλο και περισσότερο, υπογραμμίζει το χρέος όλων μας, κλήρου και λαού, για την
αποτελεσματική καταπολέμησή της.
Όπως και άλλοτε έχουμε επισημάνει, είναι
ανάγκη ο κλήρος και ο πιστός λαός του Θεού να επαγρυπνεί και να διακρίνει τα
«σημεία των καιρών» (Ματθ.16,3). Να μείνει ανυποχώρητος και ασυμβίβαστος στην
υπεράσπιση της αληθείας, ανεπηρεάστος από το πνεύμα της χαλαρότητος, του εφησυχασμού
και του ενδοτισμού, το οποίον κυριαρχεί σήμερα, ιδίως μεταξύ των εκκλησιαστικών
μας ηγετών, εκτός από ελάχιστες επαινετές εξαιρέσεις.
Να συνειδητοποιήσει και
να ευαισθητοποιηθεί απέναντι στο σύγχρονο πολυκέφαλο θηρίο, την παναίρεση του
Οικουμενισμού, που προετοιμάζει τον ερχομό της Νέας Παγκόσμιας Θρησκείας του
σατανά, και που με ύπουλο τρόπο έχει διεισδύσει στα σπλάγχνα της Ορθοδοξίας και
την απειλεί θανάσιμα.
Είναι ανάγκη πρό παντός, να ενεργοποιηθεί σ’ ένα δυναμικότερο
αντιαιρετικό αγώνα και να απαιτήσει από την Ιεραρχία μας να ασχοληθή με την
φοβερή αυτή αίρεση και να την καταδικάση Συνοδικά, να επισημάνει τους φορείς της
και να τους καλέση σε μετάνοια. Σε περίπτωση δε αμετανοησίας να τους καθαιρέση.
Τέλος να διακόψη τους μέχρι τώρα γενομένους ακάρπους και επιβλαβείς διαλόγους
με τους ετεροδόξους.
Καλή Σαρακοστή
και καλόν αγώνα πνευματικόν.
[1] Εις Ευτρόπιον Β΄, PG 51,397.
[2] Εις το «Ου θέλω υμάς αγνοείν αδελφοί…», PG 51,252.
[3] PG 60,611.
[4] Εφ. «Ορθόδοξος Τύπος», 3 Ιουνίου 2011.
[5] Πατροφίλω επισκόπω της εν Αιγεαίς Εκκλησίας, Επιστολή
ΣΝ, PG 32,932Α
[6] Λόγος Β΄ Απολογητικός της εις τον Πόντον φυγής 82, PG 35,488C.
[7] Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου Λόγοι, τομ. Β΄, Εκδ.
Ιερού Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης
1999, σελ. 176
[8] Γέροντος Παϊσίου…,ο.π. σελ. 230-232
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου