Γέρων Ἠσύχιος Γρηγοριάτης (+ 1896 – 1999)
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Εὐχαριστοῦμε τόν Θεό καί τήν Καθηγουμένη τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, Κυρία Θεοτόκο, διότι προνόησαν νά μᾶς προβάλουν στό μοναχικό μας διάβα ὁδοδεῖκτες γιά τήν ἀπρόσκοπτη πορεία μας πρός τόν Οὐρανό.
Νοιώθουμε καί ἐμεῖς σιγουριά καί ἀσφάλεια στόν ἀγῶνα μας, στήν ἐπιτέλεσι τῶν λειτουργικῶν καθηκόντων μας, στή διαφύλαξι τῶν πατροπαραδότων τυπικῶν μας, διότι ἐλάβαμε ζῶσα τήν παράδοσι ἀπό ἁγίους Πατέρες.
Μέ αὐτούς ἐδῶ ἀδελφικά διαβιώνουμε, αὐτούς ἀκολουθοῦμε στήν προσκύνησι τῶν ἱερῶν εἰκόνων, στήν μετάληψι τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, στίς ἐργασίες καί στά διακονήματα τῆς Μονῆς.
Στά διοικητικά προβλήματα αὐτούς συμβουλευόμεθα, ἀπό τίς συμβουλές τους στηριζόμεθα, στήν προσευχή τους ἐλπίζουμε καί ἐμεῖς οἱ ἀρχάριοι καί ἀδόκιμοι, νά ἐλεηθοῦμε καί φωτισθοῦμε.
῎Ισως τώρα νά μή καταλαβαίνουμε πλήρως τήν ἀξία τους καί τήν προσφορά τους, διότι ἀγνοοῦμε ὡς νεώτεροι τό ἔργο τους στό παρελθόν.
Ἴσως ἀποροῦμε γιά τυχόν ἀνθρώπινες ἐλλείψεις καί ἀδυναμίες τους, ὅμως ἡ ἀληθινή ἀξιολόγησις τῆς παρουσίας τους θά γίνη, ὅταν αὐτοί θά ἔχουν ἀπέλθουν ἀπ᾿ ἐδῶ.
Ἄν καί ὁ πανδαμάτορας χρόνος, θά μᾶς ἀναγκάσῃ νά τούς ξεχάσουμε, ὅμως ἐπιθυμοῦμε νά μείνουν τοὐλάχιστον γραμμένα στό χαρτί οἱ ἀγῶνες καί οἱ ἐμπειρίες τους γιά τήν ἰδική μας μελλοντική προκοπή. ῎Ετσι θά τούς ἔχουμε ἀνάμεσά μας, ὅσα χρόνια καί ἄν περάσουν. Τούς χρειαζόμεθα μέχρι τόν θάνατόν μας. Εἶναι οἱ Πατέρες μας πού μᾶς μετέφεραν τήν παράδοσι σταδιακά τῶν μεγάλων ῾Οσίων καί ἀσκητῶν, τόσο τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, ὅσο καί τῶν ἄλλων μοναχικῶν συγκροτημάτων τῆς Ὀρθοδόξου 'Εκκλησίας μας.
῎Ας ἔλθουμε ὅμως ταπεινοί προσκυνητές καί μαθητές σ᾿ αὐτούς τούς διδασκάλους μας γιά νά προσκυνήσουμε τήν Χάριν τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, πού μέ ἰδρῶτα καί αἷμα ἀπέκτησαν καί νά διδαχθοῦμε πῶς νά σωθοῦμε.
Κτυπῶ τήν πόρτα τοῦ Γέρο-῾Ησυχίου λέγοντας:
Δι' εὐχῶν τῶν ῾Αγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀμήν. Ποιός εἶναι; Ἐλᾶτε μέσα.
Εὐλογεῖτε, πάτερ ῾Ησύχιε, τί κάνετε;
Κάτι τσουβάλια, πάτερ, μοῦ δώσανε νά ράψω.
-Καλά, εἶσαι 94 ἐτῶν κι ἀκόμη βλέπεις νά ράβης τσουβάλια;
-Ἔχω κι ἐγώ τό διακόνημά μου. Δέν μπορῶ τώρα νά κάνω τίποτε περισσότερο.
-Θά ἤθελες, Γέροντα Ἡσύχιε νά μοῦ ἔλεγες κάτι σχετικό μέ τήν ζωή σου, γιά νά μάθουμε κι ἐμεῖς οἱ νεώτεροι κάτι ἀπό τούς μοναχικούς σας ἀγῶνες πρός ὠφέλειά μας;
-Νά σ᾿ ἀκούσω τί θέλεις νά μέ ρωτήσης.
-Ἀπό ποῦ κατάγεσαι καί πῶς ἀπεφάσισες νά γίνῃς καλόγερος, πάτερ;
Γεννήθηκα στό χωριό Σαπρίκι Τρυφιλλίας τῆς Πελοποννήσου ἀπό γονεῖς φτωχούς καί λίγο εὐσεβεῖς τό 1896. ῎Ημουν τό δέκατο καί τελευταῖο παιδί τοῦ σπιτιοῦ μας, ἀπό τήν δεύτερη γυναῖκα τοῦ πατέρα μου, ἡ ὁποία ἔκανε τέσσαρα παιδιά. Τό κοσμικό μου ὄνομα ἦταν Νικόλαος Λαμπίρης τοῦ Ἀντωνίου.
Οἱ γονεῖς μου ἦταν ἄνθρωποι ὀλιγογράμματοι, ἄνθρωποι τοῦ βουνοῦ καί τοῦ χωραφιοῦ. Μαζί τους ἐπήγαινα κι ἐγώ στίς δουλειές, γ᾿ αὐτό μόνο τέσσερεις τάξεις ἐπῆγα στό σχολεῖο. Συχνά μέ συμβούλευαν: «Κλέφτη καί ψεύτη νά μή σέ ποῦνε. Νά κάνῃς τό Σταυρό σου συχνά καί μέ τό τσαπί νά μᾶς ἀκολουθῇς στίς δουλειές». ῎Ημουν τότε ὀκτώ ἐτῶν, ὅταν πρωτάκουσα αὐτή τήν συμβουλή τους.
῞Οταν ἐμεγάλωσα, ἦλθε καιρός καί ἐπῆγα στό στρατό. ῾Υπηρέτησα περί τά ἕξι χρόνια, καί ἤμουν παρών σ᾿ ὅλες τίς μάχες καί στήν ἧττα τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ κατά τήν Μικρασιατική καταστροφή. Ἀρρώστησα στό στρατό πολύ ἄσχημα καί μέ πῆγαν στό Νοσοκομεῖο.
Οἱ γιατροί μέ ἀπεφάσισαν γιά θάνατο τήν ὀγδόη ἡμέρα. Τήν 12η ἐπήγαινα καλλίτερα καί βλέπω ἐκείνη τήν νύκτα ἕνα ὄνειρο. Εἶδα τόν θεῖο μου μέ φουστανέλλες καί ἐγώ ἔτρεχα κοντά του νά τόν φθάσω. Τότε παρουσιάσθηκαν δύο στρατιῶται καί μοῦ εἶπαν: «Ποῦ πᾶς ἐσύ; γύρισε πίσω». Εὑρισκόμουν τότε σέ κωματώδη κατάστασι.
Οἱ γιατροί μοῦ ἔκοψαν δύο παῒδια ἀπό τήν πλάτη καί ἡ ἰατρική ἐπιτροπή μέ ἔβγαλε ὑγιῆ καί συνέχισα τόν στρατό. Στήν δύσκολο αὐτή περίοδο τῆς σωματικῆς μου ὑγείας, ὑποσχέθηκα στήν Παναγία νά γίνω καλά καί νά τῆς ἀνάψω μία λαμπάδα, ὅσο εἶναι τό μπόϊ μου. Ἀκόμη τῆς εἶπα, "ἐάν γυρίσω ζωντανός ἀπό τό στρατό, θά γίνω καλόγερος».
῞Οταν μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παναγίας μας, ἐπῆρα ἀπολυτήριο ἀπό τό στρατό, ἐπῆγα στήν Ἀθήνα καί δούλεψα σ᾿ ἕνα σιδηρουργεῖο πού ἔκοβε πέταλα. Γνωρίσθηκα μέ κάποιο εὐσεβῆ νέο πού ἔμενε στόν Πειραιᾶ καί μία ἡμέρα μοῦ εἶπε: «Φεύγω Νῖκο γιά τό ῞Αγιο ῎Ορος νά γίνω καλόγερος, διότι μοῦ εἶπαν, ὅτι ἐάν ἕνα δάκρυ χύσω γιά τίς ἁμαρτίες μου, συγχωροῦνται ὅλες».
Θέλω καί ἐγώ νά γίνω τοῦ εἶπα. ῎Ετσι ξεκινήσαμε μαζί καί μέ τό βαπόρι ἐφθάσαμε στήν Θεσσαλονίκη. Τότε ἦταν ἡ 10η Αὐγούστου 1924 καί εἶχα ἡλικία 27 ἐτῶν. Μέσα στό πλοῖο ἦταν ἕνας ταξιδιώτης πού μετέφερε διάφορα ψιλικά πραγματάκια στό ῞Αγιον ῎Ορος γιά νά ἀγοράσουν οἱ Μοναχοί, ὅ,τι εἶχαν ἀνάγκη, ὅπως ὑπῆρχε ἐδῶ ἡ συνήθεια. Μᾶς ἐρώτησε: «ποῦ πᾶτε βρέ παιδιά; Πᾶμε γιά Μοναχοί στό ῞Αγιον ῎Ορος. Καλή ἀπόφασι ἐλάβατε καί μακάρι νά τήν τελειώσετε. Σέ ποιά Μονή θά πᾶτε; ῞Οπου θά βροῦμε καλλίτερα εἴπαμε.
Σᾶς συνιστῶ νά πᾶτε στήν Μονή Γρηγορίου. Εἶναι καλό κοινόβιο. Τί σημαίνει κοινόβιο; τόν ἐρώτησα ἐγώ:
-Κοινόβιο σημαίνει ὅτι τρώγουν ὅλοι οἱ Μοναχοί μαζί σάν μία οἰκογένεια, ἔχουν ῾Ηγούμενο πού κάνουν ὅλοι ὑπακοή καί ἔχουν ἀγάπη, εἰρήνη καί ὁμόνοια.
-Ἐκεῖ θά πάω ἐγώ, τούς εἶπα.
῞Οταν ἦλθα στό Μοναστήρι εὑρῆκα 70 Μοναχούς καί 14 δοκίμους. Ἀνάμεσά τους ἐδέσποζε ἡ πραεῖα μορφή τοῦ Γέρονός μου καί ἡγουμένου παπᾶ Θανάση.
Στά πρῶτα χρόνια ὑπηρετούσαμε ἐμεῖς οἱ δόκιμοι στά μετόχια, ἔξω στό κόσμο. Ἐγώ ταλαιπωρήθηκα πολύ, διότι ἐκεῖ δέν εὕρισκα στοργή καί πατρική ἀγάπη ἀπό τούς ἄλλους πατέρας. Συνεχῶς μέ ἔστελναν σέ δουλειές καί μάλιστα μέ αὐστηρότητα. Θυμᾶμαι, ἐπήγαινα στά ὑπόγεια τοῦ Μετοχίου Βούλτσιστα γιά νά πάρω κρασί ἀπό τά βαρέλια καί εὕρισκα τήν εὐκαιρία νά κλάψω γιά τό πόνο καί τήν μοναξιά μου. Πολλοί δόκιμοι, μακριά ἀπό τό Μοναστήρι, ἔφευγαν γιά τόν κόσμο. Ἐγώ ἐνθυμούμην τήν ὑπόσχεσι πού ἔδωσα στήν Παναγία μας καί ἔκανα μεγάλη ὑπομονή.
-Σέ τί ἄλλα διακονήματα ὑπηρετήσατε, πάτερ ῾Ησύχιε;
῎Ηξερα ἀπό γεωργικές δουλειές, γι᾿ αὐτό μ᾿ ἔβαζαν συνήθως σ᾿ αὐτές. ῎Ετσι ὑπηρέτησα 11 χρόνια στό ἀμπέλι, 15 χρόνια στό Κονάκι τῶν Καρυῶν ὡς Κοναξῆς, 16 χρόνια στό κῆπο καί σέ ἄλλες δουλειές τῆς Μονῆς. Δυστυχῶς ὅμως, ἐμένα μέ ἔφαγε ἡ φλυαρία καί τά ἀστεῖα καί δέν ἐκμεταλλεύθηκα τόν καιρό αὐτόν. Ἀρετή δέν ἀπέκτησα, ἀλλά τό διακόνημά μου δέν τό ἄφησα καί μακάρι νά δούλευα γιά τήν ψυχή μου, ὅπως δούλεψα γιά τά διακονήματα.
-Πῶς θά ἀποκτήσουμε τήν μετάνοια, πάτερ ῾Ησύχιε;
Ἐγώ, ὅταν ἦλθα δέν εἶχα τά βιβλία καί τίς συνάξεις πού ἔχετε τώρα ἐσεῖς. Ἐσεῖς εἶσθε ἅγιοι καί τυχεροί, γιατί ἔχετε Γέροντα πού σᾶς διδάσκει συνεχῶς τόν λόγον τοῦ Θεοῦ. Εἶσθε καί ἐπικίνδυνοι διά τήν ψυχή σας, διότι, ἄν δέν φυλαχθῆτε, θά πέσετε στήν κενοδοξία, τήν φιλαυτία καί τήν φιληδονία. Γιά μένα, νά βαδίζετε ὅπως βαδίζετε. Σᾶς ἔχω ὅλους σωσμένους, μόνο προσοχή νά μή πέσετε στήν κενοδοξία.
Ἐμένα μέ χάλασε ἡ φλυαρία, ὁ θυμός καί ἡ κενοδοξία.῎Εκαμα καμμιά δουλειά καί ἀμέσως ὁ λογισμός, μπράβο, μοῦ ἔλεγε. Τώρα προσπαθῶ νά ἑτοιμασθῶ καί γίνομαι χειρότερος. Τρώγω καί κοιμᾶμαι, τεμπέλικη ζωή. Ἔχετε ἁγίους γονεῖς γι᾿ αὐτό βγήκατε καί ἐσεῖς ἅγιοι. Ἐγώ εἶμαι ἀνάξιος τοῦ Οὐρανοῦ καί τῆς γῆς. Δόξα σοι ὁ Θεός, πού μέ ἔκαμε ἄνθρωπο καί δέν μέ ἔκανε ζῶο. Τό πᾶν εἶναι ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ καί ἐξαρτᾶται ἀπό τούς γονεῖς. (Τά λόγια αὐτά μοῦ τά ἔλεγε μέ δάκρυα στά μάτια του).
Ἀναγκαιότερο ἔργο γιά τήν σωτηρία μας εἶναι ἡ ὑπομονή, ἡ ὑπακοή καί ἡ ἀγάπη. Τό μῖσος καί ἡ ἀκαθαρσία τῶν λογισμῶν καί τῶν παθῶν, χωρίζουν τόν ἄνθρωπον ἀπό τήν Θείαν Κοινωνία. Ἐμένα οἱ παλαιοί Ππατέρες μ᾿ ἀγαποῦσαν ἐπειδή ἤμουν κουτός καί χαζός, καί μέ ἔστελναν πάντοτε στίς δουλειές. ῎Ετσι ψήθηκα ἀπό τά πρῶτα μου χρόνια στήν ὑπακοή καί τήν ὑπομονή, καί τό πῆρα ἀπόφασι πλέον ὅτι ἡ καλογερική ζωή εἶναι θάνατος καί σταύρωσις τοῦ ἑαυτοῦ μας γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί τήν σωτηρία μας.
Μετάνοια, ἀδελφάκι μου, σημαίνει: Σκέπτομαι τόν θάνατο καί προσπίπτω μέ δάκρυα καί συντριβή στό Δεσπότη Χριστό νά συγχωρήσῃ τίς ἁμαρτίες μου. ῾Η Χάρις τοῦ Χριστοῦ ἔρχεται μέσα μας, μέ τό πένθος, τά δάκρυα καί τόν πόνο γιά τίς ἁμαρτίες μας. ῾Ο Μοναχός δέν ἔχει τί νά δώσῃ στό Ἀφεντικό του πού τόν ἔπλασε, γιατί εἶναι φτωχός. Τοῦ ἔδωσε ὅμως ὅ,τι εἶχε. Τοῦ ἔδωσε ὁλόκληρο τόν ἑαυτόν του, τά νειᾶτα του καί αὐτή ἡ προσφορά στόν Θεό, εἶναι ἡ πιό μεγάλη ἐλεημοσύνη τοῦ Μοναχοῦ γιά τό κόσμο.
-Τί σημαίνει Μοναχός, πάτερ ῾Ησύχιε;
Μοναχός σημαίνει νά μή ἔχῃ τίποτα ἐπάνω του, γιά νά πετᾶ ἐλεύθερος ὅποτε θέλει εἰς τόν Οὐρανό μέ τήν προσευχή του. Πώ, πώ τί ἁμαρτία εἶναι νά ἔχουν μερικοί χρήματα καί περιουσίες! Οὔτε πεντάρα δέν πρέπει νά ἔχῃ ἐπάνω του ὁ Καλόγερος. Καί τά ροῦχα του νά εἶναι τόσο ἄχρηστα, ὥστε νά ἀφήσῃ τό κελλί του ἀνοικτό, καί κανείς νά μή ἐνδιαφέρεται νά τοῦ τά πάρῃ.
῾Ο Μοναχός, πρέπει νά δοξάζῃ καί εὐχαριστῆ τόν Θεό γιά ὅλες τίς εὐεργεσίες καί δωρεές πού τοῦ ἔδωσε. Τόν ἔβγαλε ἀπό τήν ματαιότητα τοῦ κόσμου γιά νά τοῦ διδάξη τήν ἀληθινή ζωή καί νά τόν ὁδηγήσῃ στήν Βασιλείαν του. Τό βασικό ἔργο του εἶναι ἡ ἐκκλησία. Τό ἴδιο καί οἱ λαϊκοί Εἶναι ἀδύνατο οἱ λαϊκοί, ὅταν πηγαίνουν στήν ἐκκλησία μαζί μέ τά παιδιά τους, νά μήν ἁγιασθοῦν.
῞Ολα χρειάζονται γιά τήν σωτηρίαν μας, καί ἡ μετάνοια καί οἱ προσευχές, ἀλλά βασικά ἐμᾶς θά μᾶς σώσῃ ἡ ταπείνωσις. ῾Ο ταπεινός Μοναχός δέν φοβᾶται τούς ἐχθρούς του, οὔτε καί ἀμφιβάλλει γιά τήν σωτηρία του. Θά εἶναι πράγματι ταπεινός, ὅταν δέχεται μέ σιωπή καί πραότητα τόν σκληρό ἤ αὐστηρό λόγου τοῦ ἀδελφοῦ του.
Νά μή ἀντιδρᾷ καί διαμαρτύρεται, ὅταν οἱ ἄλλοι τόν συκοφαντοῦν, καί τότε ὁ Θεός θά ἀναλάβη τήν ὑπεράσπισί του καί θά ἀποκαλύψῃ τήν ἀλήθεια στούς ἄλλους.
-Πρέπει νά φοβούμεθα τόν θάνατον, πάτερ ῾Ησύχιε;
-Πρέπει νά τόν φοβούμεθα γιά νά προετοιμαζώμεθα καλλίτερα, ἀλλά ἐγώ δέν ξέρω τί σόϊ ἄνθρωπος εἶμαι. Εἶμαι στά πρόθυρα τοῦ θανάτου, καί δέν σκέπτομαι ὁ δυστυχής, ὅτι σέ λίγο θά εἶμαι στά χώματα. ῾Ως φαίνεται, μέ βλάπτουν τά φαγοπότια, αὐτό εἶναι ἡ αἰτία. (Ἐδῶ πρέπει νά σημειωθῇ, ὅτι ὁ πατήρ ῾Ησύχιος, ἑκουσίως ταπεινώνεται καί ἐξευτελίζεται λόγῳ ἀρετῆς του, διότι οὐδέποτε στήν τράπεζα ἔφαγε ὁλόκληρο τό φαγητό του, ἐνῶ τίς ἡμέρες τῆς νηστείας, εἶχε μονοφαγία, καί τό ἀπόγευμα ἕνα φροῦτο ἤ ἕνα τσάϊ).
Νά ἐνθυμούμεθα τόν θάνατον κάθε ὥρα. Γιά μένα ἦλθε ὁ κόμπος στό χτένι.Τά τηλεγραφήματα μοῦ ἦλθαν. Νά, τά πόδια μου πρίσθηκαν, κοκκίνισαν καί μέ πονοῦν ἀφάνταστα. Στήν ἐκκλησία δέν μπορῶ πλέον νά σταθῶ ὄρθιος, ὅπως ἦταν ἡ τάξις. Διότι παλαιότερα ὅλοι οἱ Πατέρες ἐστέκοντο ὄρθιοι. Ἐκάθοντο μόνο στά ψαλτήρια καί στίς ῟Ωρες.
Τί νά κάνω; Βραδυάζω καί δέν ξέρω ἄν θά ξημερώσω. Δέν σκέπτομαι τόν θάνατο, γι᾿ αὐτό καί δέν ἔχω δάκρυα. ῾Η καρδιά μου ἔγινε σκληρή σάν τήν πέτρα. ῟Ωρες ὧρες φοβᾶμαι τόν Θεό, μά ἄλλοτε δέν τόν φοβᾶμαι γιατί ἔχω ἐλπίδα στήν Παναγία μας. Μ᾿ ἐφύλαξε ὁ Θεός ἀπό πολλά ἁμαρτήματα, ἀλλά ἀπό τά μικρά δέν γλύτωσα.
Στό ἔλεος τοῦ Κυρίου μας ἐλπίζω. Ἐσεῖς γιά μένα εἶσθε ὅλοι ἅγιοι. Θά πᾶτε κατ᾿ εὐθείαν στό Δεσπότη Χριστό. Γιά τούς Γεροντάδες δέν λέγω τίποτε. Εἴσασθε πολύ καλά. Νά λέγετε τήν εὐχή. Νά μελετᾶτε τόν Δεσπότη Χριστό στό νοῦ σας πάντοτε καί ἔτσι θά φυλαχθῆτε ἀπό τήν κενοδοξία καί τούς αἰσχρούς λογισμούς. Ἐγώ δέν εἶμαι ἄξιος οὔτε τά πόδια σας νά πλύνω. Ἐγώ δέν εἶχα βία στή ζωή μου. Πρίν ἔκανα καί μετάνοιες, ἀλλά τώρα δέν μέ βαστοῦν τά πόδια μου καί πέφτω κάτω.
-Ποίους ἁγίους εὐλαβεῖσθε περισσότερο, πάτερ ῾Ησύχιε;
῞Ολους τούς ῾Αγίους εὐλαβοῦμαι καί ἀγαπῶ, γιατί ὅλοι εἶναι ἀγαπημένα παιδιά τοῦ Θεοῦ καί δοξασμένα κοντά Του, ἐπειδή καί αὐτοί τόν ἀγάπησαν. ῞Ομως πρισσότερο εὐλαβοῦμαι τόν Τίμιο Πρόδρομο, Προστάτη καί Πατέρα τῶν Μοναχῶν, διότι στήν ἑορτή τῆς Γεννήσεώς του, ἔγινα μεγαλόσχημος Μοναχός.
Αὐτός εἶναι ὁ μέγας ἀξιωματικός πού θά ἀναλάβῃ στήν διοίκησι τοῦ στρατηγείου του ὅλο τό καλογερικό σῶμα καί θά τό ἔχῃ κοντά του στήν ἄλλη ζωή αἰωνίως.
Ἐπίσης εὐλαβοῦμαι τούς ἁγίους Προστάτας τῆς Μονῆς μας. Μάλιστα ἡ ῾Αγία Ἀναστασία δύο φορές θαυματουργικά μέ ἐθεράπευσε. Πρό ἀρκετῶν ἐτῶν ἐπάθαινε συχνά ἡ μύτη μου αἱμορραγία, καί μέ κανένα μέσο δέν σταματοῦσε. Κάθε φορά ἔβγαζα μέχρι μισή ὀκᾶ αἷμα. Τό 1936, ἄν θυμᾶμαι καλά, ἔφεραν τήν ῾Αγία Δεξιά τῆς ῾Αγίας καί μέ ἐσταύρωσαν. Ἐδιάβασαν τήν Παράκλησί της, καί ἔκτοτε ἡ αἱμορραγία σταμάτησε ὁριστικά.
Τό ἄλλο θαῦμα εἶναι τό ἑξῆς. ῞Οταν ἐτελείωσα τόν στρατό καί μετ᾿ ὀλίγον ἦλθα γιά Καλόγερος στό Μοναστήρι, μοῦ συνέβαινε ἕνα παράξενο γιά τούς πολλούς φαινόμενο. ῞Οταν δηλαδή κάποιος μοῦ μιλοῦσε μέ αὐστηρότητα, ἐγώ ἀπό τόν φόβον μου ἔπεφτα κάτω. Στόν στρατό θυμᾶμαι εἶχα πέσει δύο-τρεῖς φορές.
Τότε ἄλλοι ἀπό τούς στρατιῶτες μέ ἐχλεύαζαν κι ἄλλοι ἐνόμιζον ὅτι τό ἔκανα προσποιητά. ῞Οταν ἦλθα στό Μοναστήρι, ὁ Γέροντάς μου παπᾶ-Θανάσης, κάθε ἑβδομάδα μοῦ ἐδιάβαζε ἐξορκισμούς. Δέν ἔβλεπα καμμιά βελτίωσι.῞Οταν ὅμως μέ ἐσταύρωσαν μέ τά Λείψανα τῆς ῾Αγίας Ἀναστασίας, χάθηκα αὐτός ὁ πειρασμός καί ἔκτοτε δέν εἶχα αὐτή τή φοβία.
Εὐλαβοῦμαι ἐπίσης τόν φύλακα ῎Αγγελό μου, διότι μ᾿ ἐγλύτωσε ἀπό πολλούς πειρασμούς καί κινδύνους στήν ζωή μου. ῞Οταν δούλευα στό σιδηρουργεῖο στήν Ἀθήνα, κάποια μέρα ἐδιάβαινα στό δρόμο καί ἔπρεπε νά δρασκελίσω τόν σιδηρόδρομο γιά νά πάω ἀπέναντι στόν ἄλλο ἁμαξιτό δρόμο, χωρίς νά γνωρίζω ὅτι ὁ σιδηρόδρομος εἶναι ἡλεκτρικός.
Ὅπως περπατοῦσα ἀνύποπτος, πάτησα ἐπάνω στίς σιδηροτροχιές, τινάχθηκα ἀπό τό ρεῦμα τρία μέτρα μακριά. Δέν ἔπαθα τίποτα. Μέ φύλαξε ὁ φύλακας ῎Αγγελός μου.
Ἀλλά καί τήν διάσωσί μου στό στρατό, στήν Παναγία τήν ὀφείλω, ἡ ὁποία μέ ἐφύλαξε ἀπό σωματικούς καί ἠθικούς κινδύνους, διότι μέ προώριζε γιά παιδί της στό Περιβόλι της. Χίλια εὐχαριστῶ στόν Δεσπότη Χριστό, στήν Παναγίτσα μας καί σέ ὅλους τούς ῾Αγίους πού μᾶς προστατεύουν καί μᾶς ἀγαποῦν.
-Εἶσθε εὐχαριστημένος, πάτερ ῾Ησύχιε, ἀπό τήν σημερινή κατάστασι τῆς Μονῆς μας;
Σήμερα ἐσεῖς, ἀδελφάκι μου, εἶσθε πολύ καλλίτερα ἀπό ἐμᾶς. Εἶσθε τυχεροί διότι ἔχετε Γέροντα πού σᾶς διδάσκει συνεχῶς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς τότε εἴχαμε ῞Αγιο Γέροντα καί Πατέρες, ἀλλά δέν μᾶς ἔκαναν συνάξεις, ὅπως ἔχετε ἐσεῖς τώρα.῎Εχετε βιβλία πολλά καί καλά. ῎Εχετε τά Πατερικά στή καθομιλουμένη γλῶσσα καί τά καταλαβαίνετε. Ἐγώ, καθώς καί οἱ ἄλλοι παραδελφοί μου, ἀγράμματος ὅπως ἤμουνα, τίποτα δέν καταλάβαινα.
Μά οὔτε καί πολλά βιβλία εἴχαμε. Ἐγώ ἐδῶ, τό 1965 ἔμαθα τί θά πῇ Φιλοκαλία. Τό ἔχω σέ μεγάλη χαρά, διότι ὁ Γέροντάς μας ἔδωσε εὐλογία γιά τήν συχνή Κοινωνία. Εἶναι γιά μένα ἕνα ἀνεκτίμητο δῶρο πού τό ἔψαχνα στόν Ούρανό καί τό εὑρῆκα στή γῆ. Καί ὁ ἀείμνηστος παπᾶ Θανάσης καθώς καί ἄλλοι Πατέρες, ἦταν παλαιότερα ὑπέρ τῆς συχνῆς Θείας Κοινωνίας, ἀλλά τά αὐστηρά τυπικά μᾶς ἐμπόδιζαν νά ἐπιζητήσουμε τήν οὐσία τῆς ζωῆς πού εἶναι ὁ Χριστός.
Παλαιότερα εἴχαμε Θεία Κοινωνία κάθε εἴκοσι ἡμέρες, καί ἄν μᾶς συνέβαινε κανένας πειρασμός, διπλασιαζόταν ἡ ἀποχή μας ἀπό τόν Χριστό. Δέν ἔχω παράπονο ἀπό κανέναν ἀδελφό. ῞Ολοι μέ ἀγαποῦν, οἱ γιατροί μας μέ ἐπισκέπτονται συχνά, ὁ γηροκόμος μέ περιθάλπει, ὁ Γέροντας μέ τιμᾶ καί μέ συμβουλεύει. Δόξα σοι ὁ Θεός. Ποῦ νά ἰδοῦμε τέτοια ζωή ἐμεῖς παλαιότερα! ῾Υπῆρχε πολλή αὐστηρότης. Εἴμασταν οἱ πιό πολλοί χωριάτες καί δέν ξέραμε ποῦ πᾶν τά τέσσαρα.
Δέν ὑπῆρχαν τότε καί τά σημερινά γεωργικά ἐργαλεῖα καί μηχανήματα, καί ἔτσι οἱ Πατέρες ἐκοπίαζαν πολύ στούς κήπους, στά μετόχια, στίς παγκοινιές, στό βουνό, στό μακηπεῖο (φοῦρνο) καί ἀλλοῦ. Ἐπίσης δέν εἴχαμε τήν θέρμανσι ὅπως τώρα. Σόμπα στήν ἐκκλησία, μπῆκε γιά πρώτη φορά τό 1960, ἐπί ἡγουμένου παπᾶ Βησσαρίωνος, ἐνῶ στά κελλιά μας γιά πρώτη φορά ἐγνωρίσαμε θέρμανσι, ὅταν ἦλθε ὁ νῦν Γέροντάς μας παπᾶ Γεώργιος τό 1975.
Οἱ Πατέρες ἐπί τῶν ἡμερῶν μου, δέν εἶχαν τήν ποιμαντική φροντίδα πού ἔχετε ἐσεῖς τώρα, ἀλλά καί ἐμεῖς κοντά σας, ἀπό τόν νῦν Γέροντά μας. Ἀγωνίζοντο ὁ καθένας τους, ἀνάλογα μέ τήν προαίρεσι καί τόν πόθο πού εἶχαν. Μερικοί στήν ἐκκλησία δέν ἐκάθοντο καθόλου, ἐνῶ οἱ περισσότεροι στά ψαλτήρια καί στίς ῟Ωρες, ὅπως ὑπῆρχε ἡ τάξις. Τότε ὁ διαβαστής κανοναρχοῦσε ὄχι μόνο τίς ὠδές τοῦ Κανόνων τῶν ῾Αγίων τῆς ἡμέρας καί τῆς Παρακλητικῆς, τίς ὁποῖες ἔψαλλαν οἱ Πατέρες ὅλες κάθε ἡμέρα, ἀλλά καί τούς Κανόνες τοῦ Θεοτοκαρίου καί τῶν Παρακλήσεων τῆς Θεοτόκου καί τοῦ ῾Αγίου Νικολάου. Αὐτό τό τυπικό ὑπῆρχε σέ ὅλες τίς ἁγιορείτικες Μονές, καί μόλις τό 1965 περιωρίσθηκε, τοὐλάχιστον γιά τήν δική μας Μονή, στό κανονάρχημα τῶν ὠδῶν α, γ, καί θ τῶν Κανόνων τοῦ Ὄρθρου.
-Ἀφ᾿ ὅτου ἤλθατε στό Μοναστήρι, ποῖοι ῾Ηγούμενοι κατά σειρά τό ἐκυβέρνησαν, καί τί γνωρίζετε γι᾿ αὐτούς;
Ἐγώ ὅπως εἴπαμε, ἦλθα τόν Αὔγουστο τοῦ 1924. Ἀπό τήν ἀρχή αὐτοῦ τοῦ ἔτους, ἀνέλαβε τήν ἡγουμενία ὁ παπᾶ Θανάσης, ὁ ὁποῖος παρέμεινε στό ἀξίωμα αὐτό μέχρι τό 1936. Αὐτός ἦλθε στό Μοναστήρι μας τόν Δεκαπενταύγουστο τοῦ 1891, μαζί μέ ἄλλους δύο νέους συμπατριῶτες του.
Καί οἱ τρεῖς κατήγοντο ἀπό τόν Πύργο τῆς Ἠλείας.
Ξεκίνησαν μέ πολλές δυσκολίες γιά τό ῞Αγιον ῎Ορος. Ἀφοῦ ἔφθασαν μέ τά τότε συγκοινωνιακά μέσα, μέχρι τόν Βόλο Μαγνησίας, στήν συνέχεια ἐναύλωσαν βάρκα καί μετά ἀπό ἕνα μῆνα θαλάσσιου πλοῦ, ἐν μέσῳ ἀνέμων καί θαλασσοταραχῶν, ἀπεβιβάσθησαν στήν Μονή.
Ἀπ᾿ αὐτούς ὁ ἕνας ἐπέστρεψε μετ᾿ ὀλίγον στόν κόσμο, ὁ δεύτερος ἀσκήτευσε στήν ἔρημο τῆς ῾Αγίας ῎Αννης, καί ὁ Γέροντάς μου, δεκαοκταετής στήν ἡλικία τότε, μέ τό ὄνομα Ἀνδρέας Πρωτογερόπουλος τοῦ Γεωργίου, παρέμεινε στήν Μονή μας γενόμενος ὑποτακτικός τοῦ ἀειμνήστου ἡγουμένου παπᾶ Συμεών. Διάκονος ἐχειροτονήθη τό 1904, ἐνῶ ῾Ιερομόναχος τό 1908. Διακρινόταν γιά τήν γλυκειά καί πραεία μορφή του.
Οὐδέποτε θυμᾶμαι νά μέ μάλωσε. Μ᾿ ἐδίδασκε μέ τό παράδειγμά του καί τά ταπεινά του συμβουλευτικά λόγια. Εἶχε βαθειά ταπείνωσι καί ἀπέφευγε τά ἀξιώματα. Γι᾿ αὐτό μετά τόν θάνατο τοῦ ἡγουμένου παπᾶ Συμεών, ὁ παπᾶ Θανάσης ἔφυγε γιά λίγες ἡμέρες κρυφά γιά τήν ἔρημο, γιά νά μή παρευρίσκεται ὡς ὑποψήφιος ἡγούμενος στίς ἐκλογές τῆς Ἀδελφότητος γιά τήν ἀνάδειξι τοῦ νέου ῾Ηγουμένου. ῎Ετσι ἐξελέγη ὁ παπᾶ Γιώργης, παρ᾿ ὅτι οἱ Πατέρες ἐκτιμοῦσαν καί ἤθελαν περισσότερο τόν παπᾶ Θανάση.
῞Οταν ἦλθα στό Μοναστήρι, τό πρῶτο διακόνημα πού μοῦ ἔδωσε ὁ Γέροντάς μου, ἦταν παραμάγειρος καί κατόπιν κηπουρός. ῾Ως κανόνα προσευχῆς μοῦ διώρισε νά κάνω 6 ἑκατοστάρια κομποσχοίνια καί 60 μετάνοιες. Παντοῦ μέσα στό Μοναστήρι, στίς αὐλές, στά διακονήματα κυκλοφοροῦσε μέ τό ρόσο του καί τό κουκούλι καί τήν ράβδο. ῏Ηταν ψηλός, λιγνός, ἀσκητικός, ἱεροπρεπής, σοβαρός, εὐγενής καί πρᾶος.
Οὐδέποτε θυμᾶμαι νά ἔλειψε ἀπό τήν ἐκκλησία καί τήν τράπεζα τοῦ φαγητοῦ. Στό πρῶτο Ψαλτήρι τοῦ ὄρθρου κάθε πρωῒ, περιερχόταν τά στασίδια τῶν Πατέρων γιά νά ἰδῇ ποιός ἀπουσιάζει. Συχνά ἔστελνε ἐμένα νά φωνάξω τούς καθυστερήσαντας {Πατέρες. Ἐνίοτε ἐπήγαινε καί ὁ ἴδιος. Σπανίως ἔβαζε ἐπιτίμιο: τήν εὐχή μέ τό κομποσχοίνι στήν τράπεζα. Συνήθως ἔβαζε κανόνα (ἐπιτίμιο) νά κάνουν οἱ Πατέρες περισσότερη προσευχή ἤ μετάνοιες στά κελλιά τους.
Πολλές φορές ὅταν ἐπήγαινα στό κελλί του, μέ δεχόταν μέ τό πρόσωπό του λουσμένο στά δάκρυα τῆς Θείας Χάριτος. ῎Ελαμπε ἐνίοτε ὁλόκληρος καί φαινόταν ἡ κατανυκτικότης τῶν ματιῶν του.
Ποιός ξέρει τί θερμές προσευχές καί μετάνοιες θά προσέφερε στόν Θεό σάν ἱκεσία γιά τήν πνευματική φρούρησι τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν, τήν ἀπαλλαγή τους ἀπό τά πάθη καί τούς λογισμούς, ἀπό τήν ἀκηδία, τήν ὑπηρηφάνεια, τήν ἁμαρτία γενικά.
Μοῦ ἔλεγε ὁ Γέρο-'Εφραίμ, ὅτι ὁ Γέροντάς μας εἶχε ἐπιτελέσει ἐπί πλέον κανόνα προσευχῆς καί μετανοιῶν για 20 χρόνια, ἔτσι ὥστε, σέ περίπτωσι βαρειᾶς καί πολυετοῦς ἀσθενείας του, πού δέν θά μπορῇ νά προσεύχεται, νά ἔχῃ συμπληρωμένο τόν κανόνα τῆς προσευχῆς του.
Στό ἁπλό καί ταπεινό κελλί του διασώζονται ἀκόμη τό κρεβάτι του, τό κομποσχοίνι του καί μία μεγάλη εἰκόνα τῆς Παναγίας. Στήν εἰκόνα αὐτή διαφαίνονται καθαρά τά ἴχνη ἀπό τούς ἀσπασμούς του. Τό δεξί χέρι τῆς Παναγίας, καί τό δεξί ποδαράκι τοῦ Χριστοῦ διατηροῦν ἀνεξίτηλα τά ἱερά αὐτά ἀποτυπώματα τῆς ἐρωτικῆς του πρός αὐτούς ἀγάπης.
Συχνά μᾶς ἐξυμνοῦσε τό μεγαλεῖο τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ἀλλά μέ μετρημένες λέξεις. ῾Η μοναχική ζωή, εἶναι τό μεγαλύτερο δῶρο τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Μᾶς ἔλεγε: "Ἐάν ἦτο δυνατόν νά ἐπέστρεφα μιά καί δυό φορές σ᾿ αὐτή τήν ζωή, πάλι μοναχός καί μάλιστα ἁγιορείτης θά γινόμουν. Παιδιά μου, νά ἀποκτήσετε στήν ζωή σας σεμνότητα, ἀγαθότητα, γνῶσι, προσευχή ἀδιάλειπτη, ἀνδρεία, ἀνυπόκριτη ἀγάπη σωφροσύνη, κοσμιότητα. Νά εἶσθε συμπαθεῖς, φιλόπτωχοι, σιωπηλοί, καρτερικοί. Μή λοιδορήσετε κανέναν. Ἀποκτῆστε τό ἀόργητο, τό ἀκενόδοξο, τό ἀνυπερήφανο πνεῦμα καί φρόνημα καί ὁ Κύριος θά σᾶς μεγαλύνῃ ἐνώπιον τῶν Ἀγγέλων καί τῶν ῾Αγίων του.
Λέγουν ὅτι εἶδε ὀπτασίες. Σέ μένα δέν εἶπε τίποτε, ἄλλα ἄκουσα, ὅτι εἶδε τήν Παναγία. Κάποια χρονιά στή ἀγρυπνία τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, ὅταν ἡ ἀκολουθία εἶχε φθάσει στήν Ἐννάτη ὠδή, πολλοί ἀπό τούς Πατέρες πού ἐστέκοντο στούς χορούς, εἶδαν τόν Γέροντά μας νά γονατίζῃ καί μέ τά χέρια ὑψωμένα νά ἔχῃ τά μάτια του προσηλωμένα ψηλά. Κατάλαβαν ὅτι κάτι βλέπει. Τόν παρεκάλεσαν ἀρκετοί νά τούς ἀποκαλύψῃ κάτι ἀπό τά οὐράνια μυστήρια πού εἶδε καί ἔζησε, ἀλλά οὐδέποτε συγκατένευσε νά πῇ κάτι.
Μόνο στόν διάδοχόν του ἡγούμενο, τόν παπᾶ Βησσαρίωνα, κατόπιν πολλῆς ἐπιμονῆς του, τοῦ εἶπε τἀ ἑξῆς: «Ἀφοῦ ἐπιμένεις παιδί μου νά μέ ἐρωτᾶς, θά σοῦ ἀποκαλύψω: "Χωρίς νά καταλάβω ἐάν εἶχα ἀνοικτά ἤ κλειστά τά μάτια μου, ἀντίκρυσα ἐν ὀράματι τήν Κυρίαν Θεοτόκο, μέσα σέ μεγάλη δόξα καί μεγολοπρέπεια. Μπροστά σ᾿ αὐτό τό καταπληκτικό μεγαλεῖο τῆς Ἀειπαρθένου, συγκλονίστηκα καί ἔπεσα κάτω γιά νά προσκυνήσω».
Μιά ἄλλη φορά, λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς μας, ἀπό τούς ὁποίους τό ἔμαθα κι ἐγώ, ἀξιώθηκε νά ἰδῆ μέ τά μάτια του μέσα στό καθολικό (κεντρική ἐκκλησία τῆς Μονῆς), τήν ῾Αγίαν Ἀναστασία, Προστάτιδα τῆς Μονῆς μας, ντυμένη σάν Μοναχή καί σέ νεαρή ἡλικία. Ἐνῶ στόν ἡγούμενο παπᾶ Βησσαρίωνα, πρίν ἀπέλθει ἀπό τήν παροῦσα ζωή, τοῦ εἶπε ὅτι εἶδε πολλά μυστήρια, τά ὁποῖα ὑποσχέθηκε νά τά διηγηθῆ ἀργότερα, μέ τήν ἐλπίδα ἀναρρώσεώς του, ἀλλά ὁ Κύριος τόν ἐπῆρε.
Τήν ῾Αγία Ἀναστασία εἶχε σέ μεγάλη εὐλάβεια, ὅπως τήν εἶχαν καί οἱ παλαιοί καί οἱ σημερινοί Πατέρες, διότι εἶναι ἡ ταχύς ἐν ἀνάγκαις καί ἀσθενείαις βοηθός καί ἰατρός.
῎Ετσι ὁ παπᾶ Θανάσης, ὡσάκις ἀρρώσταινε, δέν ζητοῦσε φάρμακα καί γιατρούς. Ἐπήγαινε στό Παρεκκλήσιο τῆς ῾Αγίας Ἀναστασίας, καί ἄλειφε τό πάσχον μέλος τοῦ σώματός του μέ τό λαδάκι ἀπό τήν εἰκόνα της. Ἀκόμη καί γιά ἕνα μικρό πονόδοντο δέν ἔπαιρνε οὔτε ἀσπιρίνη. Εἶχε πολλή βεβαιότητα καί πίστι ὅτι θά λάβῃ τήν θεραπεία ἀπό τήν ῾Οσιοπαρθενομάρτυρα ῾Αγία Ἀναστασία.
῏Ητο ἀξιαγάπητος στούς μεγάλους καί ἀξιοσέβαστος στούς μικρούς. Φίλος μέ τούς ῾Αγίους, ἀδελφός μέ τούς ἀδελφούς καί πατέρας στοργικός γιά τούς ἀρχαρίους. Πολλοί Μοναχοί, ἀπό πολλά κυρίως γειτονικά Κοινόβια, ἔρχονταν νά εἰποῦν τόν λογισμό τους, νά πάρουν τήν εὐχή του, νά τόν συμβουλευτοῦν στὀν ἀγῶνα τους. Ἀκόμη μέχρι καί τά βασιλικά Ἀνάκτορα, εἶχε φθάσει ἡ φήμη τῆς ἁγιότητός του. ῾Ο Βασιλεύς Γεώργιος ὁ Β!, ὅταν ἐπισκεπτόταν τό ῞Αγιον ῎Ορος, θά ἔπρεπε ὅπωσδήποτε νά ξεκουρασθῇ σωματικά καί ψυχικά γιά τρεῖς τούλάχιστον ἡμέρες, στήν Μονή τοῦ ῾Οσίου Γρηγορίου. Διατηροῦμε ἀκόμη, ὡς ἀνάμνησι γιά τούς νεωτέρους, τά ποτήρι καί τά φλυτζάνια μέ τά ὁποῖα τόν κεράσαμε. Ἐπίσης τό φτυάρι καί τόν κασμᾶ μέ τά ὁποῖα μᾶς ἐφύτευσε τό πανύψηλο κυπαρίσσι πού εἶναι στή δεύτερη αὐλή τῆς Μονῆς. Ἐνῶ στόν ἐψηφισμένο Μητροπολίτη ῾Ιερισσοῦ καί ῾Αγίου ῎Ορους, Διονύσιο, εἶπε, ὅταν ἐνώπιόν του ἐπρόκειτο νά δώσῃ τήν καθιερωμένη διαβεβαίωσι: «῞Οταν πᾶς στήν Μητρόπολί σου, φρόντισε νά ἐπισκεφθῇς στό ῞Αγιο ῎Ορος. Στήν Μονή τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου θά γνωρίσῃς τόν ῾Ιερομόναχο π. Ἀθανάσιο.
Νά τοῦ φιλήσῃς ἐκ μέρους μου τό χέρι του, διότι γιά μένα δέν ὑπάρχει ἄλλος ἄνθρωπος σάν καί αὐτόν. Εἶναι μία σεβάσμια μορφή, γεμάτη μεγαλοπρέπεια, ἱερότητα καί ταπείνωσι».
Στήν θεία Λειτουργία, καθώς καί στίς ἄλλες Ἀκολουθίες καί ἑορτές, ἀφοσιωνόταν στή μυστική μετά τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ καί τῶν ῾Αγίων του, κοινωνία καί ἱερά ἀδολεσχία. Τό κορύφωμα τῶν ἱερῶν του ἀναβάσεων γινόταν στήν ῾Αγία Ἀναφορά τῆς θείας Λειτουργίας. Οἱ συλλειτουργοί του, ἱερεῖς καί διάκονοι, μέ δέος τόν ἀντίκριζαν ὅταν συχνά ἐσήκωνε τό δεξί του χέρι νά πάρῃ ἀπό τό δεξί κίονα τοῦ Κιβουρίου (ἤ κουβουκλίου) τῆς ῾Αγίας Τραπέζης ἕνα μαντῆλι πού τό εἶχε κρεμάσει γι᾿ αὐτό τόν σκοπό, νά σκουπίζῃ τά δάκρυά του. Τέτοια ζωή συγκινεῖ ὄχι μόνο τούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί τίς πέτρες.
῞Οταν ἀπέθανε δέν ἤμουν παρών, διότι εὑρισκόμουν σέ κάποιο διακόνημα. Πάντως μοῦ εἶπαν οἱ ἄλλοι Πατέρες, ὅτι εἶχε ὁσιακό θάνατο, ὅτι εὐλόγησε ὅσους ἦταν κοντά του καί ὅτι εἶχε ἀλλάξει ὁ ἴδιος καί ἐπερίμενε τήν εὐλογημένη αὐτή ὥρα.
Μετά τόν σεβαστό μου Γέροντα, ἀνέλαβε ῾Ηγούμενος τῆς Μονῆς μας, ὁ παπᾶ Θεόδωρος, ὁ ὁποῖος ἐποίμανε τήν ἀδελφότητα ἀπό τό 1937 ἕως το 1943.
Καταγόταν ἀπό τό χωριό Καστρί Κυνουρίας Ἀρκαδίας. Γεννήθηκε τό 1886 καί τό κοσμικό του ὄνομα ἦταν Θεόδωρος Κακούνης τοῦ Γεωργίου. Στήν νεανική του ἡλικία, μαζί μέ τόν ἀδελφό του Παναγιώτη καί ἕνα φίλο τους ἀπό τήν Δημητσάνα, μετανάστευσαν στήν Ἀμερική γιά καλλίτερη τύχη, ὅπως λέγουν συνήθως οἱ κοσμικοί. ῾Η ζωή τους, ὅπως μᾶς ἔλεγε ὁ παπᾶ Θεόδωρος, δέν ἦταν καί τόσο χριστιανική. Γι᾿ αὐτό ἐπήγαιναν στά νυκτερινά κέντρα, στά θέατρα γιά ψυχαγωγία καί σ᾿ ἄλλες κοσμικές ἐκδηλώσεις.
Μιά βραδυά ἐπῆγαν νά παρακαλουθήσουν ἕνα ζωντανό θέαμα σέ ἕνα μεγάλο θέατρο τῆς πόλεως. Πῶς εἶναι ἡ κόλασις στόν ἄδη καί πῶς οἱ δαίμονες βασανίζουν τούς κολασμένους ἐκεῖ.
Ξαφνικά ὅμως στό ἐπάνω μέρος τοῦ κτιρίου, βλέπουν ἀληθινούς δαίμονες, μαύρους καί ἀγριωπούς στήν ὄψι, μέ κέρατα καί τεράστιες οὐρές καί κτηνώδη πρόσωπα.
Εἶχαν πιάσει στά χέρια τους μία γυναῖκα ὁλόγυμνη καί ἕνα ἄνδρα, πού φαινόταν μεθυσμένος καί κουρελιάρης. ῎Εβγαζαν φωτιές ἀπό τό στόμα τους καί σέ κάθε γυροβολιά πού ἔκαναν χορεύοντας, ἔρριχναν κάτω στό βάραθρο πότε μία κοπέλλα καί πότε ἕνα ἄνδρα καί ἐν συνεχείᾳ ἔπαιρναν ἄλλους νέους καί νέες. Τό συγκλονιστικό αὐτό, κατά παραχώρησι Θεοῦ, θέαμα τούς ξύπνησε, ὡσάν ἀπό λήθαργο καί εἶπαν μεταξύ τους, ὅτι αὐτό εἶναι τὀ σπίτι τῶν δαιμόνων καί ἐμεῖς ἐδῶ ἤλθαμε νά διασκεδάσουμε;
Αὐτό τό γεγονός στάθηκε ἀφορμή νά ἐγκαλείψουν γιά πάντα τήν Ἀμερική καί ὅλες τίς ματαιότητες. ῏Ηλθαν άποφασισμένοι γιά Μοναχοί στό ῞Αγιο ῎Ορος.
Πρῶτα τά δύο ἀδέλφια καί μετά ἀπό λίγο καί ὁ φίλος τους Δημήτριος τό ὄνομα. ῾Ο μέν Θεόδωρος ἐγκατεστάθηκε στό Κελλίον «῾Η Κοίμησις τῆς Θεοτόκου» τῆς Μικρᾶς ῾Αγίας ῎Αννης, στήν συνοδεία τοῦ πνευματικοῦ παπᾶ Στεφάνου, ὅπου ἐκάρη μοναχός, μετά τήν κανονικήν του δοκιμασία, μέ τό ἴδιο ὄνομα, τό ἔτος 1907. Μετ᾿ ὀλίγα ἔτη, δηλαδή τό 1912, χειροτονήθηκε Διάκονος στήν Μονή μας, ἀφοῦ πρῶτα ὑπηρέτησε τόν Γέροντά του Παπᾶ Στέφανο, μέχρι τελευταίας του πνοῆς.
῾Ο ἀδελφός του ἐπῆγε στό Κελλίο «῾Η Κοίμησις τῆς Θεοτόκου» τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων, ὅπου εὑρίσκετο ἡ σπηλιά τοῦ ῾Οσίου Ἀκακίου τοῦ κτήτορος τῆς Σκήτης. Ἐκεῖ ἐκάρη Μοναχός μέ τό ὄνομα ῾Ιερόθεος, καί διέπρεψε στήν ἀρετή καί τήν νοερά ἐργασία τῆς προσευχῆς καί μετανοίας.
Κοντά του μετά ἀπό λίγα χρόνια, κατόπιν προσκλήσεως τοῦ ἰδίου, ἦλθε ὁ φίλος του Δημήτριος ἀπό τήν Ἀμερική, ὅπου ἐκάρη Μοναχός μέ τό ὄνομα Τιμόθεος. Αὐτός προώδευσε ἀκόμη περισσότερο καί ἔγινε ὑπόδειγμα ἐναρέτου Μοναχοῦ, κάνοντας τελείαν ὑπακοήν στόν ἄλλοτε φίλον του, παρ᾿ ὅτι ὁ ἴδιος ἦταν μεγαλύτερος στήν ἡλικία ἀπό τόν Γέροντά του ῾Ιερόθεο.
Στό Μοναστήρι μας, ἄν καί ὑπῆρχαν πέντε ἄλλοι ῾Ιερομόναχοι καί αὐτοί ἐνάρετοι καί εὐλαβεῖς, ἡ ἀδελφότης ἐξέλεξε τόν παπᾶ Θεόδωρο ὡς ῾Ηγούμενο. Βέβαια δέν εἶχε τά χαρίσματα τοῦ προκατόχου του, ἀλλά κατά τό μέτρον τῶν φυσικῶν του χαρισμάτων καί δυνάμεών του, ἐβοήθησε τό Μοναστήρι.
῏Ηταν εὐλαβής καί φιλακόλουθος. Ἀγαποῦσε τήν μελέτη τῶν ἱερῶν βιβλίων, καί ὑπηρέτησε μέ ζῆλο, πρό καί μετά τήν περίοδο τῆς ἡγουμενίας του, στά διάφορα διακονήματα τῆς Μονῆς. Ἐπί χρόνια ἔκαμε τόν ἐφημέριο, τόν βοηθόν προσφοράρη καί τόν ἱερορράπτη. Τελειώθηκε μέ τήν ἀνίατη ἀσθένεια τῆς ἡμιπληγίας στό νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς, τόν Φεβρουάριο τοῦ 1964 σέ ἡλικία 79 ἐτῶν. Αἰωνία του ἡ μνήμη.
Τρίτος ῾Ηγούμενος τῆς Μονῆς μας, ἀνεδείχθη ὁ παπᾶ Βησσαρίων, ὁ ὁποῖος μέχρι πρό τῆς ἐκλογῆς του, ἦταν ἁπλός Μοναχός. Γεννήθηκε στό Γεράκι τῆς Σπάρτης τό 1912 ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς. Μετά τίς γυμνασιακές του σπουδές, ἐπέτυχε στήν ἰατρική Σχολή Ἀθηνῶν. ῾Ο θεῖος ὅμως πόθος γιά ὁλοκληρωτική ἀφιέρωσι στό μοναχικό πολίτευμα, τόν ὡδήγησε στό ῞Αγιον ῎Ορος τό 1933, ἐνῶ ἀκόμη ἦτο δευτεροετής φοιτητής.
Ἐπανειλημμένως ὁ πατέρας του ἐπεχείρησε μέ παρακλήσεις νά τόν ἐπαναφέρῃ στό πατρικό σπίτι, δεδομένου ὅτι ἦτο εὐκατάστατος, ἀλλ᾿ ὅμως δέν κατώρθωσε τίποτε. ῾Ο νεαρός Παναγιώτης Μίχας τοῦ Νικολάου, μπαίνοντας στήν εἴσοδο τῆς Μονῆς, ἀντίκρυσε, χωρίς νά γνωρίζῃ ποῖος εἶναι, τήν σεβασμία μορφή τοῦ μετέπειτα Γέροντός του, ἡγουμένου π. Ἀθανασίου.
Δέν ἐπρόλαβε νά τοῦ ἀσπασθῇ τό χέρι καί ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε: «Καλῶς τόν Παναγιώτη. Καλῶς ὥρισες παιδί μου στό Μοναστήρι μας. ῎Ελα σέ περιμένω ἀπό καιρό». Ξαφνιάσθηκε ὁ νέος, διότι δέν ἦταν δυνατόν νά τόν γνωρίζῃ ἐκ τῶν προτέρων, ἐφ᾿ ὅσον πρώτη φορά ἐπήγαινε στό Μοναστήρι. Συγκινήθηκε, τοῦ ἀσπάσθηκε θερμά τό χέρι καί ἦλθαν μαζί στό ῾Ηγουμενεῖο. Αὐτή ἦταν ἡ πρώτη συγκλονιστική ἐμπειρία τοῦ νεαροῦ Παναγιώτη, ὁ ὁποῖος μέ τήν παρουσία καί ζωή ἑνός τέτοιου Γέροντος, στηρίχθηκε καί προώδευσε στό Μοναστήρι.
Μετά τήν παραίτησι τοῦ ἡγουμένου παπᾶ Θεοδώρου, ἡ Ἀδελφότης ἐξέλεξε ῾Ηγούμενο τόν π. Βησσαρίωνα. Κατά τήν περίοδον τῆς διαποιμάνσεως τῆς Μονῆς ὁ παπᾶ Βησσαρίων διακρίθηκε ἰδιαιτέρως γιά τά διοικητικά του προσόντα, τήν ὀξύνοια τοῦ πνεύματός του καί τήν οἰκονομική στερέωσι τῆς Μονῆς.
Μαζί μέ τόν μακαριστό Γέροντα τῆς Μονῆς Διονυσίου ῾Ηγούμενο π. Γαβριήλ, ὑπῆρξαν δύο στυλοβάτες τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, γιά μιά τριακονταετία. Καί τοῦτο διότι σέ διάφορες ὑποθέσεις τοῦ ῾Ιεροῦ μας Τόπου, ὑπερμαχοῦσαν γιά τά συμφέροντά του καί τήν διαφύλαξι τοῦ Αὐτοδιοικήτου.
Καί οἱ δύο μέ ἄρθρα, ἐπιστολές πρός τούς ἁρμοδίους καί εἰσηγήσεις κατεπολέμησαν τούς ἐχθρούς τῆς πίστεώς μας, τίς διάφορες αἰρέσεις καί ἐστερέωσαν τό φρόνημα καί τό ἦθος τοῦ ὀρθοδόξου ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ, στά θεμέλια τῆς γνησίας Παραδόσεώς μας.
Ἐκτός ἀπό τά ἄρθρα του, πνευματικά, ἀντιαιρετικά, ἱστορικά, ἐκκλησιαστικά, τά ὁποῖα ἔγραφε καί ἐξέδιδε συνήθως στό ἀπ᾿ αὐτόν ἐκδιδόμενο περιοδικό «῾Ο ῞Οσιος Γρηγόρος», συνέγραψε καί μερικά βιβλία, τά κυριώτερα τῶν ὁποίων εἶναι· «ἱστορικόν Μοναχολόγιον τῶν Πατέρων τῆς ῾Ιερᾶς ἡμῶν Μονῆς τοῦ ῾Οσίου Γρηγορίου» καί τό «Οἱ ἀγῶνες τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους κατά τῆς διεθνοποιήσεως αὐτοῦ».
Δέν διακρίθηκε γιά τό ποιμαντορικό χάρισμα καί τήν πνευματική φροντίδα τῶν ἀδελφῶν τῆς Μονῆς γιά τήν ψυχικήν τους σωτηρία. Γι᾿ αὐτό ἐπί τῆς ἡγουμενίας του, πολλοί ἀδελφοί ἀνεχώρησαν ἀπό τήν Μονή πρός διάφορες κατευθύνσεις ἐντός καί ἐκτός τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, κατά τό φαινόμενον μέν ἀπό ζηλωτισμό, διότι δέν ἤθελαν νά μνημονεύεται τό ὄνομα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, στήν οὐσία ὅμως διότι δέν εἶχαν τήν πρέπουσα πνευματική σχέσι καί κοινωνία μέ τόν Γέροντά τους.
Σέ κάποια ἀποστολή του στό κόσμο γιά μοναστηριακές ὑποθέσεις, ὑπέστη ἐγκεφαλικό ἐπεισόδιο καί τελειώθηκε σέ μιά κλινική τοῦ Βόλου στίς 6 Ἰουλίου 1974 π. ἡμ. Μετεφέρθη στή Μονή καί ἐτάφη μέ τήν πάνδημη συμμετοχή τῶν Γρηγοριατῶν Πατέρων καί πολλῶν ῾Αγιορειτῶν.
Ἐκείνη τήν ἡμέρα, ὁ νῦν Γέροντάς μας μέ τήν ἑξαμελῆ συνοδεία του ἐρχόταν ὡς καλεσμένος ἀπό τήν Ἀδελφότητα τῶν Γρηγοριατῶν Πατέρων καί εὑρισκόταν στήν Οὐρανούπολι. Δέν πρόλαβε νά εὑρίσκεται στήν κηδεία τοῦ μακαριστοῦ παπᾶ Βησσαρίωνος, μετά ἀπό τόν ὁποῖον ἀνέλαβε οὐσιαστικά τήν διακυβέρνησι τῆς Μονῆς μας, ἀφοῦ ἑκουσίως παραιτήθηκε ὁ μετά τόν παπᾶ Βησσαρίωνα ἡγούμενος παπᾶ Διονύσιος, γιά τόν ὁποῖον ἐγράψαμε σχετικά.
῾Ο νῦν Γέροντάς μας παπᾶ Γεώργιος, ἐκάρη Μεγαλόσχημος Μοναχός ἀπό τόν προκάτοχό του παπᾶ Διονύσιο στίς 6 Αὐγούστου τοῦ 1974 καί στίς 26 τοῦ ἰδίου μηνός ἀνέλαβε τήν ἡγουμενία τῆς Μονῆς μας καί συνεχίζει νά ποιμαίνῃ τήν Ἀδελφότητά μας μέχρι σήμερα.
-Ἐγνωρίσατε, πάτερ ῾Ησύχιε, ἐναρέτους Πατέρας στήν Μονή μας παλαιότερα;
Πολλοί πατέρες ἐτίμησαν τόν τόπον μας καί ἐδόξασαν τόν Θεό μέ τήν ἁγία ζωή τους. Ἀρκετοί προεῖδαν τόν θάνατόν τους. ῾Ο Γέρο Σίμων πού πέθανε τό 1931 σέ ἡλικία 60 ἐτῶν καί καταγόταν ἀπό τά Λαγκάδια Ἀρκαδίας, εἶδε τούς Ἁγίους Προστάτας μας νά μπαίνουν ἀπό τό παράθυρο καί τοῦ εἶπαν: «ἑτοιμάσου καί σέ τρεῖς ἡμέρες ἐρχόμεθα νά σέ πάρουμε».
῾Ο Γέρο Ευστάθιος, πού καταγόταν ἀπό τήν Μικρομάνη τῆς Μεσσηνίας καί ἐκοιμήθη τό 1927 σέ ἡλικία 46 ἐτῶν, εἶπε στόν Μοναχό ῾Υπάτιο: «σέ δύο ἡμέρες φεύγω. Μετά τόν θάνατο καί τήν κηδεία μου, νά κεράσῃς τούς Πατέρες λουκούμι καί ρακί. Τά ἔχω ἐπάνω στό ράφι τοῦ κελλιοῦ μου.
῾Ο ἀείμνηστος Γέρο Στέφανος, ἦταν μία μεγάλη φυσιογνωμία στήν ἐποχή μας. Γεννήθηκε στόν Πύργο τῆς Ἠλείας τό 1873, καί ὀνομαζόνταν Στάϊκος Σταϊκόπουλος. Στό Μοναστήρι μας ἦλθε τό 1903 καί ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τό 1935 σέ ἡλικία 62 ἐτῶν.
Στό Μοναχολόγιο τῆς Μονῆς μας διαβάζουμε τά ἑξῆς: «῾Η πατριωτική δρᾶσις τοῦ μακαρίου ἦτο ἄφθαστος εἰς ἡρωϊσμόν καί αὐταπάρνησιν. ῾Υπηρέτησε εἰς τό μετόχιόν μας «Παρθενῶν» ἐν Χαλκιδικῆ, ὅπου ἦτο τό κέντρον δράσεως τῶν ἀνταρτικῶν σωμάτων. Τό ῾Ελληνικό κράτος εἰς ἐκτίμησιν τῆς πατριωτικῆς του δράσεως τόν ἐπαρασημοφόρησεν.
῏Ητο μεγαλοπρεπής εἰς τήν παράστασιν μέ ἀρκετήν ἐγκυκλοπαιδικήν μόρφωσιν. Εὐχάριστος καί περιζήτητος εἰς τάς συναναστροφάς, καί πολύτιμος βοηθός εἰς τόν ὑποφαινόμενον. Αἰωνία του ἡ μνήμη. ῾Ο Καθηγούμενος Ἀρχιμανδρίτης Βησσαρίων».
Γιά πολλά χρόνια ἔκαμε ἀντιπρόσωπος στίς Καρυές. ῏Ηταν παροιμιώδες τό σύνθημά του πού εἶχε δώσει στούς Ἀντιπροσώπους τῶν ἄλλων Μονῶν, ὁσάκις ἐπρόκειτο νά συνεδριάσουν στήν Κοινότητα. ῞Οταν ἔβλεπαν τό Γέρο Στέφανο νά χαϊδεύῃ τά γένεια του, κατεβάζοντας τό δεξί του χέρι ἀπό τό πηγούνι πρός τά κάτω, ἤξεραν ὅτι στό πρός συζήτησι θέμα, ἔπρεπε νά εἰποῦν τό ναί.
Ἐνῶ, ἄν τόν ἔβλεπαν νά χαϊδεύῃ τήν γενειάδα του ἀπό κάτω πρός τά ἐπάνω, θά ἔπρεπε νά εἰποῦν τό ὄχι. Μιά ἄλλη φορά ἦλθαν στήν Κοινότητα, ὡς ἐπισκέπται καθολικοί ἱερεῖς. Τό πρόγραμμά τους μᾶλλον ἀπέβλεπε γιά κάποιο ἄλλο σκοπό. Νά διδάξουν τήν "ἀλήθεια" στούς ῾Αγιορείτας Πατέρας, καί νά τούς ἐπαναφέρουν στήν ἀληθινή πίστι.
Οἱ Ἀντιπρόσωποι τῆς περιόδου ἐκείνης, ἄνθρωποι ἀγράμματοι καί ἁπλοϊκοί, δέν μποροῦσαν ν᾿ ἀπαντήσουν στίς φιλοσοφικές καί σοφιστικές ἐρωτήσεις τῶν σπουδασμένων Παπικῶν, ἀλλά οὔτε καί ἀπό τήν πίστι τους στό ἐλάχιστο λοξοδρομοῦσαν.
Μερικοί θυμήθηκαν τόν Γέρο Στέφανο τόν Γρηγοριάτη, τόν ὁποῖον καί ἐκάλεσαν γιά κάποια ἐπείγουσα ἀνάγκη τῆς Κοινότητος στίς Καρυές. ῞Οταν ἦλθε ὁ Γέρο Στέφανος στήν Κοινότητα, χαιρέτισε φιλοφρόνως τούς ἐπισκέπτας, καί εἶπε στούσ Σερδάρηδες νά τούς κεράσουν.
Μετά τό κέρασμα καί τά φιλόφρονα λόγια τῆς ὑποδοχῆς, τούς ἔκαμε μόνο μίαν ἐρώτησι. «Τό φῶς τοῦ Παναγίου Τάφου στά ῾Ιεροσόλυμα ποῖοι τό βγάζουν; Αὐτοί καί χωρίς νά θέλουν νά ἀπαντήσουν, ὡμολόγησαν τήν ἀλήθειαν. Πηγαίνετε τούς λέγει στό καλό καί αὐτό τό θαῦμα ἀρκεῖ γιά νά σᾶς διδάξη ποῦ ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια καί ἡ σωτηρία.
Σέ ὅλη του τήν ζωή, διέπρεψε ὡς οἰκονόμος στά Μετόχια, ὡς ἐπίτροπος τῆς Μονῆς πολλές φορές καί ὡς ἀντιπρόσωπος, ὅπως εἴπαμε, καί τοῦτο, διότι ἦταν προικισμένος μέ διοικητικά χαρίσματα καί εἶχε φιλάδεφο πνεῦμα.
Μία ἑβδομάδα πρίν πεθάνει, εἶδε τούς ῾Αγίους Προστάτας τῆς Μονῆς μας, οἱ ὁποῖοι τόν εἰδοποίησαν ὅτι τήν Παρασκευή, στό πρῶτο χειροσήμαντρο τοῦ ῾Εσπερινοῦ, θά ἔλθουν νά τόν πάρουν. Τίς τελευταῖες αὐτές ἡμέρες τόν διακονοῦσε στό γηροκομεῖο, ὁ Μοναχός Σωφρόνιος, ὁ ὁποῖος μᾶς ἔλεγε τά ἑξῆς:
Τήν πρώτη ἡμέρα τῆς τελευταίας ἑβδομάδος ὁ Γέρο Στέφανος, εἶδε τά πονηρά πνεύματα νά τόν πλησιάζουν καί νά τόν ἀπειλοῦν, ὅπως συνήθως γίνεται στούς ἑτοιμαθανάτους, κατά παραχώρησιν Θεοῦ, καί μοῦ ἔλεγε: «ποῖα εἶναι ἐκεῖνα τά μαυρομούτσουνα πού ἔρχονται συχνά καί μέ ἐνοχλοῦν;
Τήν ἄλλη ἡμέρα ἦλθαν οἱ ῎Αγγελοι νά τόν παρηγορήσουν, ἀλλά ἐκεῖνος, χωρίς νά ἀντιληφθῇ ποῖοι εἶναι μέ ρώτησε: "ποιά εἶναι ἐκεῖνα τά παιδάκια πού λάμπουν καί ἀστράφτουν σάν ἀγγελούδια, πάτερ Σωφρόνιε;».
Τήν τρίτη ἡμέρα εἶδε τήν ῾Αγίαν Παρασκευή, τήν ὁποίαν πολύ εὐλαβεῖτο καί τῆς εἶχε εἰκόνα στό κελλί του.Ἐκείνη τοῦ ἐπεβεβαίωσε, ὅτι θά φύγῃ τήν ἡμέρα πού τοῦ εἶχαν ὁρίσει οἱ ῞Αγιοι Πραστάτες μας.
Τήν τετάρτη ἡμέρα, εἶδε ὅλους τούς Πατέρες τῆς Μονῆς μέσα στό κελλί του καί μέ ἐρώτησε· «ποῖοι εἶναι ὅλοι αὐτοί οἱ ἀσκητάδες;».
Τήν πέμπτη ἡμέρα μοῦ ἀνεκοίνωσε ὅτι πλησιάζῃ τό τέλος του, καί "τήν τάδε ἡμέρα καί ὥρα θά ἀναχωρήσω ἀπό τά ἐπίγεια γιά τά ἐπουράνια". Πράγματι στό πρῶτο τάλαντο, ὅταν εὐθύς ἀμέσως ἄρχιζε νά κτυπᾷ γιά τό ῾Εσπερινό, παρέδωσε εἰρηνικά τήν ψυχήν του στά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ της. ῏Ηταν ἡ 24 Αὐγούστου 1935.
Δέν θά ξεχάσω τόν ἀσκητικό καί βιαστή Γέρο Βαρθολομαῖο. Γεννήθηκε στό χωριό Ζευγολατιό Ἀρκαδίας τό 1874, καί στό βάπτισμά του ἔλαβε τό ὄνομα Βασίλειος. Τό 1904 σέ ἡλικία 30 ἐτῶν ἦλθε γιά Μοναχός στήν Μοναστήρι μας. Ἀπό ἐδῶ ἀρχίζει ὁ ἀγῶνας γιά τἠν κάθαρσι τῶν παθῶν, τήν ἄσκησι τῶν ἀρετῶν, τήν νοερά κοινωνία καί ἕνωσι μέ τόν Νυμφίο τῆς ψυχῆς, τόν Ἰησοῦν Χριστό. ῞Οσες καί ὅποιες λέξεις νά μεταχειρισθῶ, δέν θά μπορέσω νά περιγράψω τήν ἀρετή, ἄκρα ταπείνωσι καί ὑπακοή τοῦ ἀειμνήστου αὐτοῦ ἀδελφοῦ μας.
῏Ηταν τό ζῶν παράδειγμα τῆς ὑπακοῆς καί φιλομοναχικῆς πολιτείας. Οὐδέποτε ἀπουσίασε ἀπό τίς Ἀκολουθίες καί Λειτουργίες, στίς ὁποῖες πρῶτος μετέβαινε καί τελευταῖος ἀναχωροῦσε. Γιά πολλά χρόνια ὑπηρέτησε στήν τράπεζα. ῏Ηταν ὑποδειγματικός στήν καθαριότητα καί ὁλοπρόθυμος στήν ἐξυπηρέτησι τῶν ἀδελφῶν. ῞Οταν ἤρχοντο λαϊκοί προσκυνητές καί ζητοῦσαν φαγητό, ὁ Γέρο Βαρθολομαῖος τούς ἐφρόντιζε γιά τά ἀπαραίτητα.
Δέν τούς περίμενε μέ ἀγωνία, πότε νά φᾶνε γιά νά πάῃ στό κελλί του, ἀλλά καθόταν κοντά τους καί τούς ἐδίδασκε. Τί τούς ἔλεγε; Κρατοῦσε στήν μνήμη του τό Συναξάρι τῶν ῾Αγίων τῆς ἡμέρας, πού εἶχε διαβάσει ὁ διαβαστής στήν πρωϊνή ἀνάγνωσι τοῦ ὄρθρου, καί παρακινοῦσε νά μιμηθοῦν τήν ζωή τῶν ῾Αγίων τῆς 'Εκκλησίας μας.
Κανείς ἀδελφός, ὅσο μπορῶ νά ξέρω, δέν παραπονέθηκε γιά κάποια ἄστοχη ἐνέργεια ἤ παρακοή τοῦ π. Βαρθολομαίου. Ποτέ δέν ἀρνήθηκε τήν βοήθειά του, μέχρι τά βαθειά γεράματά του στόν ὁποιδήποτε ἀδελφό τῆς Μονῆς μας, ἀπό τόν γεροντότερο μέχρι τόν τελευταῖο δόκιμο. ῾Υπηρέτησε γιά πολλά χρόνια στά Μετόχια, ὡς μάγειρος καί παροικονόμος. Στό δωμάτιό του προσευχόταν ἀκαταπαύστως στόν Κύριο γιά ὅλο τόν κόσμο.
Πολλές φορές τόν εἴδαμε νά ἔχῃ βουρκωμένα τά μάτια του, ὅταν ἔβγαινε ἀπό τό κελλί του, ἐνῶ τό πρόσωπό του φεγγοβολοῦσε ἀπό τήν δυνατή ἐπίσκεψι τῆς Θείας Χάριτος. Τό σπουδαιότερο ἀπό ὅλα εἶναι, ὅτι δέν κατέκρινε κανέναν, διότι ἀγωνιζόταν νά ἐφαρμόζῃ στήν ζωή του τόν λόγον τοῦ Κυρίου μας· « μή κρίνετε ἵνα μή κριθῆτε». Κρατοῦσε τήν παλαιά παράδοσι, κατά τήν ὁποίαν μετά τό ἀπόδειπνο, οἱ Πατέρες, δέν ἔτρωγαν οὔτε ἔπιναν τίποτε. ῞Οταν μία φορά εἶδε ἕνα ἀδελφό, τόν π. Ἐ. νά πίνῃ νερό μετά τό Ἀπόδειπνο, τοῦ συνέστησε νἀ ἀποφεύγῃ αὐτήν τήν συνήθεια, καί ἐάν δέν μπορῆ νά ἐγκρατεύεται, ἄς πίνῃ λίγο νερό, ἀλλά κατόπιν νά λέγῃ τόν 50ον Ψαλμό.
Ἐτελείωσε τήν ζωή του μέ τήν ἀσθένεια τῆς φυματιώσεως, περιφρονημένος ἀπό τούς πολλούς, διότι λίγοι ἀναγνωρίζουν τούς ῾Αγίους τοῦ Θεοῦ. Ἐκοιμήθη τόν ὕπνον τῶν δικαίων στό νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς μας, στίς 19 Ἀπριλίου 1954 σέ ἡλικία 80 ἐτῶν. Αἰωνία του ἡ μνήμη.
Δέν μπορῶ νά μή μνημονεύσω καί τόν Γέρο ῾Υπάτιο, γιά νά γνωρίσουν οἱ μεταγενέστεροι καί αὐτοῦ τήν μεγάλη προσωπικότητα.
Γεννήθηκε στό χωριό Κοσμᾶς τῆς Κυνουρίας τοῦ Νομοῦ Ἀρκαδίας τό 1892. Τό ὄνομά του ἦταν Γεώργιος Ρόρης τοῦ Δημητρίου. Στήν νεανική του ἡλικία ἔφυγε γιά τήν Ἀμερική νά εὕρῃ καλλίτερη ζωή. ῾Ο πόθος του ὅμως γιά μοναχική ἀφιέρωσι τοῦ κατέτρωγε τά στήθη καί τέσσαρες φορές πηγαινοερχόταν Ἀμερική-῾Ελλάδα. Τήν τελευταία φορά ἔμεινε στήν Ἀμερική μόνον 13 ἡμέρες.
Ἐκεῖ μέ κάποιο θεῖο του εἶχαν ζαχαροπλαστεῖο, καί ἔβγαζαν ἀρκετά χρήματα. ῞Οταν λοιπόν ἔμαθε ὁ θεῖος του, ὅτι ὁ Γιῶργος, θά φύγῃ καί πάλι γιά τήν ῾Ελλάδα, χωρίς νά ὑπάρχουν ἐλπίδες ὅτι θά ξαναγυρίσῃ, δέν τοῦ ἔδινε χρήματα γιά τό ταξείδι καί συνεχῶς τοῦ προκαλοῦσε ἐμπόδια. ῾Ο Γιώργης ὅμως δέν κάμπτετται εὔκολα, καί ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δέν τόν ἐγκαταλείπει. Πηγαίνει στό λιμάνι καί εὑρίσκει τόν πλοίαρχο ἑνός πλοίου πού ἔφευγε σέ λίγο γιά τήν ῾Ελλάδα. Τότε τά ταξείδια στό ἐξωτερικό ἦταν ἐλεύθερα καί δέν χρειαζόταν διαβατήρια καί ἄλλες διαδικασίες. Παρακαλεῖ τόν πλοίαρχον λοιπόν, νά τόν πάρη μαζί του καί σ᾿ ὅλο τό διάστημα μέχρι τήν ῾Ελλάδα, θά ἐργασθῇ μέσα στό πλοῖο του, ὡς μάγειρος καί ζαχαροπλάστης. ῾Ο πλοίαρχος, ὄχι μόνον μέ ἐνθουσιασμό τόν ἐπῆρε, ἀλλά καί τόν εὐγνωμονοῦσε γιά τά καλά φαγητά καί γλυκά πού παρασκεύαζε γιά τούς ταξειδιῶτες καί τό προσωπικό.
῞Ενα ἀπογευματάκι, κουρασμένος ὁ Γιώργης ἀπό τήν κουζίνα καί τούς καπνούς ὅπου ἐδούλευε μέσα στήν καμπίνα τοῦ πλοίου, βγῆκε γιά λίγο ἔξω νά πάρῃ τόν ἀέρα του. ῾Οπότε στήν πλώρη τοῦ πλοίου βλέπει ἕνα παράξενο φαινόμενο. Δύο κουτσουνούριδες δαίμονες νά παίζουν τραμπάλα καί νά γελοῦν σαρκαστικά. Τά πρόσωπά τους ἦταν κατάμαυρα καί προκαλοῦσαν ἀηδία στόν νεαρό Γιώργιο. Αὐτός ὅταν τούς εἶδε, κατάλαβε ὅτι ἤθελαν νά τοῦ προκαλέσουν τήν περιέργεια καί κάποιο κακό ἴσως νά τοῦ κάνουν. Ἀρχίζει τούς Χαιρετισμούς τῆς Θεοτόκου, διότι τούς ἤξερε ἀπό στήθους, καί οἱ φαινόμενοι τραμπαλίστες ἔγιναν ἄφαντοι.
῞Οταν ἔφθασε στόν Πειραιᾶ, χωρίς ἀργοπορία, ἔβαλε σέ ἐφαρμογή τό σχέδιό του, νά γίνῃ μοναχός καί μάλιστα ἀσκητής καί ἐρημίτης. Ἐπῆρε λοιπόν στό χέρι δύο καρβέλια ψωμί καί μιά κουβέρτα στήν πλάτη καί ἀνεχώρησε γιά τό βουνό ῾Υμηττός. Εὑρῆκε μιά σπηλιά καί ἐκεῖ ἀναπαύθηκε. ῎Αλλο πρόβλημα δέν εἶχε ἀπό τά ἐπίγεια, παρά τό πῶς θἀ ἐξοικονομῇ τό ψωμί του, γιατί ὁ τόπος ἐκεῖ ἦταν ἄνυδρος καί τελείως βραχώδης. Εἶδε ἀπό μακρυά ἕνα τσοπάνη, πού σέ ἐκεῖνα τά μέρη ἔβοσκε τά γιδοπρόβατά του. Πρόλαβε ἀπό μακρυά καί τοῦ μίλησε ὁ τσοπάνης.
-Τί κάνεις ἐδῶ βρέ καλόπαιδο;
-Τίποτε δέν κάνω.
-Πῶς δέν κάνεις τίποτε ἀφοῦ σέ βλέπω ἐδῶ, φαίνεται γιά κάποιο σκοπό ἦλθες. Μήπως θέλεις νά κλέψῃς καμμιά γίδα ἤ κρύβεσαι νά ἀποφύγῃς τήν ἀστυνομία, γιά κανένα κακό πού ἔκαμες;
-῎Οχι, τίποτε ἀπ᾿ ὅλα αὐτά πού λέγεις. ῏Ηλθα νά γίνω Καλόγερος.
-Μά ἐδῶ δέν ὑπάρχουν Μοναχοί καί Μοναστήρια. Τί θά κάνῃς ἐδῶ μόνος σου;
-Καί ποῦ πρέπει νά πάω γιά νά μονάσω;
-Θά πᾶς στό ῞Αγιο ῎Ορος. Ἐκεῖ ὑπάρχουν πολλοί Μοναχοί καί Μοναστήρια. Ἐκεῖ νά μείνῃς καί σέ κοινόβιο Μοναστήρι.
-Δέν ξέρω ποῦ εὑρίσκεται καί πῶς θά φθάσω ἐκεῖ;
-Ἐγώ θά σοῦ δείξω καί θά σέ διευκολύνω νά φθάσῃς ἐκεῖ.
Πράγματι ὁ δοῦλος τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ὁ ἀγαθός Γεώργιος, μέ τά τότε δύσκολα συγκοινωνιακά μέσα, ἔφθασε στό ῞Αγιο ῎Ορος. Στίς Καρυές τόν συνήντησε ὁ Γέρο Στέφανος, ἀντιπρόσωπος τῆς Μονῆς μας τότε στήν ῾Ιερά Κοινότητα, καί τόν ἔφερε στό Μοναστήρι.
῏Ηλθε σέ ἡλικία 28 ἐτῶν. Ἀπό τήν ἀρχή διακρίθηκε γιά δύο μεγάλα χαρίσματά του. Μάγειρος καλός καί καλλίφωνος Ψάλτης. Ἐγνώριζε τήν μαγειρική καί τήν Ψαλτική τέχνη ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά ἐδῶ τίς τελειοποίησε. Διακρίθηκε καί ὡς ἄριστος καλλιγράφος. Πολλές Ἀκολουθίες τῆς Μονῆς μας μέ τίς ὡραῖες εἰκόνες ἀπό τήν φύσι καί τήν μοναχική παράδοσι, εἶναι δικά του ἔργα, πού κυριολεκτικά ἀπαθανάτισαν τό ὄνομά του στήν μνήμη τῶν Πατέρων καί τήν ἱστορία τῆς Μονῆς μας. Ἐργάσθηκε μέ φιλότιμο σ᾿ ὅλα τά διακονήματα τῆς Μονῆς. Ἐξελέγη προϊστάμενος καί ὑπηρέτησε ὡς ἐπίτροπος, ἀντιπρόσωπος καί ἐπιστάτης πολλές φορές. ῾Ως πρός τόν χαρακτῆρα του, ἦταν μερικές φορές ἀπότομος, ἀλλά στά πνευματικά του καθήκοντα εὐλαβής καί φιλακόλουθος.
Στίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του, ἤμουν καί ἐγώ ἄρρωστος στό νοκομεῖο. ῾Ο γιατρός μέ εἶχε βάλει σέ ἄλλο δωμάτιο, νά εἶμαι μόνος μου, διότι μέ ἐνωχλοῦσαν τά βογγητά καί οἱ πόνοι τῶν ἄλλων ἀσθενῶν. Τήν τελευταία του νύκτα ὁ Γέρο ῾Υπάτιος μοῦ λέγε: «῎Ελα νά μείνῃς μαζί μου αὐτό τό βράδυ, πάτερ ῾Ησύχιε». Δέν μοῦ ἐπιτρέπει ὁ γιατρός, λόγῳ τῆς ἀσθενείας μου, Γέρο ῾Υπάτιε.
-῎Ελα καί ἔχω κάτι πολύ σπουδαῖο νά σοῦ πῶ.
Ἐγώ ὅμως δέν ἐπῆγα καί ἔτσι ποτέ δέν ἔμαθα τί ἤθελε νά μοῦ ἀποκαλύψη ὁ εὐλογημένος αὐτός ἀδελφός. Τήν ἄλλη ἡμέρα τό πρωῒ, εἶχε παραδώσει τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Κυρίου. Αἰωνία του ἡ μνήμη. Τήν εὐχή του νά ἔχουμε. Τελειώθηκε ἐν Κυρίῳ στό γηροκομεῖο τῆς Μονῆς μας στίς 5 Φεβρουαρίου 1965 σέ ἡλικλία 73 ἐτῶν.
῾Ο Γέρο ῾Υπάτιος μέ τίς θερμές πρός Κύριον προσευχές του, καί τίς ἑκάστοτε ἐπισκέψεις του στό οἰκογενειακό σπίτι, ἐνέπνευσε καί ἐχειραγώγησε πνευματικά τόν ἀνεψιό του, ὁ ὁποῖος ἀκολούθησε τόν δρόμο τοῦ θείου του, γενόμενος Μοναχός στήν τότε ἀνδρική Μονή ῾Ελώνης Κυνουρίας, πλησίον τῆς πατρίδος του. ῾Ο Μοναχός Σεραφείμ εἰσῆλθε στίς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου, φθάνοντας καί στό ὕψιστο βαθμό τῆς 'Αρχιερωσύνης. Εἶναι ὁ νῦν Μητροπολίτης Καρυστίας καί Σκύρου, ὁ ὁποῖος ὑπηρέτησε περίπου 15 χρόνια ὡς ἱεροκῆρυξ στήν Τρίπολι Ἀρκαδίας, καί τό 1967 ἐχειροτονήθη ἐπίσκοπος γιά τήν ἀνωτέρω Μητρόπολι.
Τό 1986, ἀξιώθηκε ὁ ἀνωτέρω Μητροπολίτης νά ἐπισκεφθῇ γιά πρώτη φορά τήν ῾Ιερά Μονή μας, γιά νά γνωρίσῃ τόν τόπον, τούς Πατέρες, τό κελλί καί τόν τάφο, ὅπου ἔζησε, ἠσκήθη καί εἰρηνικά ἀνεπαύθη ὁ μακαριστός θεῖος του. Καθώς μᾶς εἶπε στήν ἐκκλησία, μετά τήν ὑποδοχή πού τοῦ ἐκάναμε, ἦλθε γιά νά ἐκπληρώσῃ ἕνα μεγάλο χρέος εὐγνωμοσύνης πρός τό θεῖο του, ὁ ὁποῖος τόν ἐγαλούχησε στήν εὐσέβεια καί τήν πίστι ἀπό τά ἑπτά του χρόνια. Σ᾿ αὐτή τήν ἡλικία εἶχε τήν πρώτη γνωριμία μέ Μοναχό, τήν πρώτη ἐμπειρία μέ ἀγιορείτικο ἦθος ὁ ἀνεψιός του Μητροπολίτης Σεραφείμ, ὁ ὁποῖος καί μέ συγκίνησι τοῦ διάβασε Τρισάγιο στόν τάφο του καί μέ πολύ ἐνδιαφέρον ἄκουσε διηγήσεις ἀπό τούς γέροντες πατέρες γιά τόν ἀείμηνστο θεῖο του.
῎Αλλος ἀγωνιστής Μοναχός πού ἀξιώθηκε ὁσιακοῦ τέλους, ἦταν ὁ Γέρο Λάζαρος. Γεννήθηκε στό Ραυτόπουλο τῆς Εὐρυτανίας τό 1859, καί τό 1882 ἦλθε στό Μοναστήρι μας. Πρό τῆς κοιμήσεώς του πού συνέβη στίς 31 Δεκεμβρίου 1942, λίγες ὧρες πρίν ἀνατείλει τό νέο ἔτος 1943, εἶπε στό γηροκόμο του: «ἀπόψε θά φύγω καί θά ἔχω γλέντια». Πράγματι στό «Κύριε ἐκέκραξα» τῆς ἀγρυπνίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἄφησε τήν τελευταία του πνοή. Δέν ἐπεβάρυνε κανέναν. Δέν ἐλύπησε κανέναν. ῎Εζησε μέ πολλήν ἁπλότητα καί φόβο Θεοῦ σ᾿ ὅλη του τήν ζωή. Αἰωνία του ἡ μνήμη.
Θά ἦταν παράλειψι νά μή σᾶς εἴπω καί γιά τόν μακαριστό παπᾶ Δημήτρη, ὁ ὁποῖος ὑπηρέτησε καί ὡς ῾Ηγούμενος τῆς Μονῆς μόνο γιά ἕνα χρόνο. Γεννήθηκε στό χωριό Παραλογκούς τῆς Γορτυνίας τό 1881. Τό 1903 ἦλθε ἀπό τήν Ἀμερική, ὅπου εἶχε μεταβεῖ γιά ἀνεύρεσι καλλιτέρας τύχης, στό ῞Αγιο ῎Ορος. Κοινοβίασε στήν Μονή μας. Μαζί του ἔφερε καί ὅλες τίς οἰκονομίες του πού εἶχε συγκεντρώσει καί τίς κατέθεσε στό ταμεῖο τῆς Μονῆς. Διακρινόταν διά τήν ἀσκητικότητά του καί προπαντός γιά τίς συχνές ἀγρυπνίες του. Σχεδόν κάθε ἡμέρα λειτουργοῦσε, ἀλλά καί τούς ἄλλους ῾Ιερεῖς ἐξυπηρετοῦσε, ἐάν αὐτοί ἐξ αἰτίας κάποιας δυσκολίας τους, δέν μποροῦσαν νά τελέσουν τά ἐφημεριακά τους καθήκοντα.
῞Οσον ἀφορᾶ τά διακονήματα γιά πολλά χρόνια ὑπηρέτησε ὡς βηματάρης. Ἀλησμόνητη θά μοῦ μείνῃ ἡ προθυμία του νά μεταλαμβάνῃ τούς ἀσθενεῖς ἤ γέροντες Πατέρες τῆς Μονῆς, πού εὑρίσκοντο κατάκλιτοι στά δωμάτιά τους ἤ στό γηροκομεῖο. Ἀπό τήν
ὑπερκόπωσι, ἔπαθε ὀγκώδη κήλη, ἡ ὁποία θά ἐζύγιζε τέσσαρα κιλά. Ποτέ δέν δέχτηκε νά βγῇ ἔξω γιά νά χειρουργηθῇ. Θεωροῦσε τήν ἀσθένειά του θεία ἐπίσκεψι καί τήν ὑπέμεινε ἀγογγύστως. Μάλιστα ἐπειδή δυσκολευόταν νά περπατήσῃ, τήν εἶχε κρεμάσει μέ ἕνα ζωνάρι ἀπό τήν μέση του. Μέσα σ᾿ αὐτό τό ἑκούσιο μαρτύριο τελειώθηκε, ἀφοῦ προηγουμένως προεγνώρισε τόν θάνατόν του, πού συνέβη τό 1952. Στίς τελευταῖες στιγμές του ἔβλεπε σέ ὀπτασία τήν τέλεσιν τῆς Θείας Λειτουργίας ἀπό Ἀγγέλους-ἱερεῖς καί μαζί τους ἔψαλλε. ῞Οταν ἔφθασε ἡ Λειτουργία στό «Πρόσχωμεν, τά ῞Αγια τοῖς ῾Αγίοις», παρέδωσε τήν ψυχή του στούς Ἀγγέλους πού δοξολογικά καί λειτουργικά τήν συνώδευσαν μέχρι τοῦ θρόνου τοῦ Παντοκράτορος Θεοῦ. Νἄχουμε ὅλοι μας τήν εὐχή του.
῞Ενας ἄλλος μακαρίτης ἀδελφός μας, ἦταν ὁ Γέρο Γεδεών. ῏Ηλθε στό Μοναστήρι σέ ἡλικία 60 ἐτῶν, τρεῖς μῆνες πρίν ἀπό μένα. ῏Ηλθε μέ τήν καρδιά συντετριμμένη γιά νά ἐξιλεώσῃ τόν Κύριο γιά τίς ἁμαρτίες του, καί μέ τόν ἀσυγκράτητο πόθο νά ἐργασθῆ, ὅσα χρόνια τοῦ ἀπέμειναν ἀκόμη. ῾Υπηρέτησε ἐπί 20 χρόνια ὡς κοναξῆς τοῦ ἀντιπροσωπείου μας στίς Καρυές. Κατόπιν ἦλθε στήν Μονή καί ἦταν ὁ πορτάρης της.
῏Ηταν φιλακόλουθος μέχρι τίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του. Στίς ἀγρυπνίες καί ἀκολουθίες οὐδέποτε ἄφηνε τήν εὐχή μέ τό κομποσχοίνι. Στό νοσοκομεῖο ὅπου νοσηλεύθηκε λίγα χρόνια, ἐπειδή ἦταν καί τυφλός, οὐδέποτε ἔκλεινε τό στόμα μέ τό ὁποῖον ἔλεγε τήν εὐχή. Τελειώθηκε μέ ὁσιακό τέλος τό 1954 σέ ἡλικία 90 ἐτῶν.
῾Ο Γέρο Γεδεών εἶναι ἀπό ἐκείνους τούς Μοναχούς πού κλήθηκε τήν 11η ὥρα καί ἔλαβε τόν ἴδιο μισθό μέ τούς ἐργασθέντας ἀπό τήν πρώτη ὥρα. Αἰωνία ἡ μνήμη του.
῞Οταν ἐργαζόμουν στούς κήπους τῆς Μονῆς, εἶχα ὡς βοηθόν μου ἕνα νεώτερο ἀδελφό, τόν μοναχό Παῦλο. Θ᾿ ἀναφέρω ἕνα περιστατικό πού ἔχει σχέσι μέ αὐτόν τόν ἀδελφό, γιά νά φανῇ πόση σημασία ἔχει στήν ζωή μας ἡ ἑνότης μέ τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ἡ Κοινωνία μαζί του.
Τήν κάθε καλοκαιρινή περίοδο, διανυκτερεύαμε στό σπίτι τοῦ κήπου. Μιά Κυριακή πρωῒ, ἐκάλεσα τόν ἀδελφό Παῦλο νά μεταβοῦμε στήν Μονή γιά τήν ἀκολουθία τῆς Κυριακῆς, ἀλλά ἐκεῖνος ἀρνήθηκε. ῎Εμεινε ἀλειτούργητος. Τήν δεύτερη Κυριακή πάλι τόν ἐκάλεσα. Ἀρνήθηκε. Τό ἴδιο ἔκανε καί τίς ἄλλες Κυριακές. Μιά νύκτα ἄκουσε ὁ μοναχός Παῦλος φωνές πάνω ἀπό τήν στέγη τοῦ σπιτιοῦ μας τοῦ κήπου. ῎Ελεγαν:
-Παῦλο, Παῦλοοο, ποιός εἶναι ὁ Παῦλος;
-Ἐγώ εἶμαι ἀπαντοῦσε ὁ Παῦλος.
-῎Α ἐδῶ εἶσαι; Δικός μας εἶσαι καί σύ. Δικός μας εἶσαι.
Τό ἀποτέλεσμα εἶναι αὐτονόητον. ῎Εγινε ὁ ἀδελφός ζηλωτής. Χωρίστηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί τελειώθηκε χωρίς ὑπακοή στήν ῾Αγία ῎Αννα. ῾Ο Θεός νά τόν συγχωρέσῃ.
-Τί θυμᾶσαι γιά τόν Γέρο Αὐξέντιο, πάτερ ῾Ησύχιε;
῾Ο Γέρο Αὐξέντιος γεννήθηκε στήν Μάνδρα Ἀττικῆς Ἐλευσῖνος τό 1892. ῏Ηταν ἅγιος ἐκ γενετῆς. Κανείς ἀπό ἐμᾶς δέν τόν ἔφθασε στήν ἀρετή. Τό καλοκαίρι δούλευε ξυπόλυτος γιά νά μή φθείρῃ τά παπούτσια του πού τοῦ εἶχε δώσει ἡ Μονή. Γι᾿ αὐτό σ' ὁλόκληρη τήν ζωή του, μόνο τρία ζεύγη παπούτσια ἐχάλασε. Συνεχῶς τά ἐμπάλωνε, τά ἐπιδιώρθωνε μέχρις ὅτου αὐτά διαλύθηκαν τελείως. Τά ράσα πού φοροῦσε, δέν ἦταν ράσα, ἀλλά μπαλωμένα κουρέλια, τά ὁποῖα οὔτε ὡς σκιάχτρα γιά τά πουλιά δέν ἔκαναν.
Κάποτε, ὁ Γέρο-Ἀνδρέας, θέλοντας ἀπό συμπάθεια νά τοῦ πετάξη τά κουρέλια αὐτά, τί νά κάνῃ; Ἐπῆρε τό βρεγμένο παντελόνι του πού εἶχε κρεμάσει ὁ Αὐξέντιος ἔξω ἀπό τό κελλί του καί στήν θέσι του ἔβαλε ἕνα ἄλλο δικό του καινούργιο. Σκέφθηκε ὅτι ἦταν ἀδύνατον νά τό ἀντιληφθῇ, ἐφ' ὅσον ἦταν γιά πολλά χρόνια τελείως τυφλός.
῾Ο Γέρο Αὐξέντιος μέ τήν ἀφή, κατάλαβε τό τέχνασμα, καί δέν πείραξε καθόλου τό καινούργιο παντελόνι. Στάθηκε κρεμασμένο στήν θέσι του ἕξι ἡμέρες.
Δέν εἶπε ἐν τῷ μεταξύ τίποτε σέ κανέναν, οὔτε ὁ ἕνας Μοναχός οὔτε ὁ ἄλλος. Κατόπιν ὁ Γέρο Ἀνδρέας, βλέποντας ὅτι ἀπέτυχε τό τέχνασμά του, ἔκανε τήν πρέπουσα ἀλλαγή. ῎Ετσι ἐπῆρε τὀ δικό του κουρελιασμένο παντελόνι ὁ Γέρο Αὐξέντιος καί συνέχισε ἀθόρυβα καί σιωπηλά τήν ἀσκητική του ζωή μέσα στό κοινόβιο.
Μιά ἄλλη φορά, τήν ὥρα πού πήγαινε στήν Ἐκκλησία, ἔπεσε κάτω στά σκαλιά. Τά αἵματα ἔτρεχαν ἀπό τά μοῦτρα του. Οἱ Πατέρες ἐπῆγαν νά τόν βοηθήσουν, καί ἐκεῖνος δέν ἐστάματησε νά λέγῃ τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ...». Οὔτε ἕνα ὤχ!.. δέν ἠκούσθη ἀπό τό στόμα του. Γιά πολλά χρόνια ὑπηρέτησε ὡς μάγειρος στά μετόχια τῆς Μονῆς. Ἐκεῖ τότε ἐπιτρεπόταν ἡ κατάλυσις κρέατος, ἐκεῖνος ὅμως οὐδέποτε τό γεύθηκε, οὔτε καί τό ζωμό του. Παρ᾿ ὅλα αὐτά μαγείρευε ἄριστα, χωρίς νά δοκιμάζῃ τά καταλύσιμα αὐτά φαγητά.
῞Οταν ἦταν νέος Μοναχός, ἔμαθε ὅτι τήν ἐπαύριον θά ἔλθη νά τόν ἐπισκεφθῇ ὁ κατά σάρκα ἀδελφός του. Ἐκεῖνος ἀπό τό πρωῒ τῆς ἄλλης ἡμέρας εἶχε πάρει τά βουνά, γιά νά κρατήσῃ τήν ἀρετή τῆς ξενητείας, καί νά διαφυλάξη στήν καρδιά του ἀμείωτο τόν πόθο τοῦ Θεοῦ καί τό ἄμισον μῖσος πρός τούς χοϊκούς συγγενεῖς.
Δέν εἶμαι ἄξιος ἐγώ νά μνημονεύω τόν Γέρο Αὐξέντιο. Βλάκας ἔζησα καί βλάκας θά πεθάνω, γιατί δέν ἄγωνίσθηκα σέ κάτι πού ἔκανε αὐτός. Πολλοί Πατέρες ἀγωνίσθηκαν, ἀλλά κανείς δέν κράτησε στό ἔπακρο τό τρίπτυχον τῶν ἑξῆς ἀρετῶν τοῦ Γέρο Αὐξεντίου: Ἐργατικότης, σιωπή, εὐχή.
Κατά τόν Αον Παγκόσμιο Πόλεμο, μαζί ἐπήγαμε αἰχμάλωτοι στήν Ρωσία, ἀλλά σέ διαφορετικό λόχο. Αὐτός πρῶτα ἐμόνασε σέ ἕνα Μοναστήρι τῆς πατρίδος του, καί μετά ἦλθε ἐδῶ ὡς ρασοφόρος Μοναχός.
῞Ολους μᾶς ἐδίδασκε πρῶτα μέ τό παράδειγμά του, καί ἐλάχιστες φορές μέ τό στόμα λέγοντας ρητά ἀπό τήν Φιλοκαλία, τήν ὁποίαν εἶχε διαβάσει ὁλοκληρη 10 φορές. Τελειώθηκε μέ ἅγιο τέλος στό γηροκομεῖο τῆς Μονῆς, τήν ὥρα πού οἱ Πατέρες ἔψαλλαν στήν Ἐκκλησία τό «Φῶς ῾Ιλαρόν...» στήν ἀγρυπνία τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας. ῏Ηταν ἡλικίας 89 ἐτῶν. Μαζί του εὑρίσκοντο δύο νέοι ἀδελφοί τῆς Μονῆς. ῾Ο ἕνας ἀξιώθηκε καί εἶδε νά βγαίνῃ ἡ ψυχή του ἀπό τό σῶμα σάν μία μικρή νύμφη καί νά περνάῃ τό νταβάνι πρός τούς Οὐρανούς. Σέ δέκα ἡμέρες τόν εἶδε πάλι ὁ ἴδιος ἀδελφός στόν ὕπνο του καί τόν ἐρώτησε. «Πάτερ Αὐξέντιε, πῶς περάσατε τά τελώνια;». Δέν εἶχα κανένα πρόβλημα, πάτερ. Μόνο ἕνα μικρό δαιμόνιο τῆς πορνείας τόλμησε νά πλησιάσῃ στά πόδια μου, ἀλλά ὅταν τό κοίταξα ἐξαφανίσθηκε». Εἴθε μέ τίς εὐχές του νά εὕρωμε καί ἐμεῖς λίγες σταγόνες τοῦ Θείου ἐλέους καί ἀξιωθοῦμε τῆς Οὐρανίου βασιλείας.
-Ἐπειδή Γέρο ῾Ησύχιε, εἶσθε ὁ παλαιότερος Μοναχός στήν Μονή μας, ἔχετε ἀκούσει ἱστορίες γιά ἄλλους παλαιοτέρους Πατέρες;
Ναί. Μοῦ εἶχαν διηγηθεῖ οἱ γεροντότεροι Πατέρες, ὅταν ἤμουν νέος Καλόγερος, γιά τόν ῾Ιερομόναχο Γρηγόριο. Αὐτός γεννήθηκε στίς Κολλῖνες Λακωνίας τό 1841, καί ἦλθε στό Μοναστήρι μας τό 1864.
῏Ηταν ἕνας ἀπό τούς ἀσκητικώτερους ἀδελφούς τῆς Μονῆς καί τό ζωντανό παράδειγμα τῆς ἀληθινῆς μοναχικῆς ζωῆς.
Ἀκτήμων Μοναχός, τό στήριγμα τῶν ἀδυνάτων ἀδελφῶν στά πνευματικά τους προβλήματα, ὁ σεβαστότερος ὅλων τῶν ἱερομονάχων, ἀκόμη καί τῶν ῾Ηγουμένων. Παρ᾿ ὅτι εἶχε ὀγκώδη κήλη, ἡ ὁποία τόν ἀνάγκαζε νά μένῃ νηστικός γιά μιά δύο ἡμέρες, οὐδέποτε ἔπαυσε γιά μιά δεκαετία. νά εἶναι ὁ μοναδικός ἐφημέριος τῆς Μονῆς. Σ' αὐτόν ἀνέθεταν καθήκοντα ἀναπληρωτοῦ οἱ ἡγούμενοι π. Συμεών καί π. Ἰάκωβος, ὁσάκις ἀπουσίαζαν ἀπό τήν Μονή. Ἀπεβίωσε στό γηροκομεῖο τῆς Μονῆς τό 1927 μέσα σέ πνευματική γαλήνη.
Μοῦ διηγήθηκαν ἀκόμη οἱ παλαιοί Πατέρες καί γιά τόν μοναχό ῾Ησαῒα. Αὐτός γεννήθηκε στή Πάτρα τό 1850, καί ἦλθε στήν Μονή τό 1880. ῏Ηταν Μοναχός μέ γενναῖο ἀγωνιστικό φρόνημα πού θύμιζε Πατέρες τοῦ Λαυσαϊκοῦ. Τό σπουδαιότερο ἀγώνισμά του, πού εἶχε βάλει στόν ἑαυτόν του μέχρι τά βαθειά του γεράματα, ἦταν ὅτι δέν ἐξάπλωνε ποτέ στό κρεβάτι.
Καθόταν τίς νύκτες σέ ἕνα σκαμνί καί προσευχόταν συνεχῶς. ῎Αν ἤθελε λίγο νά κοιμηθῇ, ἀκουμποῦσε τό κεφάλι του ἐπάνω σ' ἕνα τραπεζάκι πού εἶχε βάλει μπροστά του.
Ἀπέφευγε τελείως τήν κατάκρισι. ῞Οταν ὅλοι οἱ Πατέρες εἰργάζοντο σέ κοινές ἐργασίες τῆς Μονῆς, ὅπως π.χ. στό μάζεμα τῶν ἐλιῶν, ὁ π. ῾Ησαῒας ἐργαζόταν παράμερα γιά νά μήν ἀκούῃ τούς ἄλλους καί νά μή παρεκτρέπεται πρός τήν κατάκρισι.
Προαισθάνθηκε τον θάνατόν του πρίν 24 ὧρες, καί ἐκάλεσε ὅλους τούς Πατέρες γιά νά συγχωρηθοῦν. Ἀπῆλθε πρός τά οὐράνια σκηνώματα μέ χαρά καί ἀγαλλίασι τό 1920, σέ ἡλικία 70 ἐτῶν. Εἴθε μέ τίς προσευχές του καί ἐμεῖς νά μιηθοῦμε κάτι ἀπό τήν ἀσκητική του διαγωγή. Ἀμήν.
Μοῦ διηγήθηκαν ἀκόμη οἱ παλαιοί Πατέρες, καί γιά δύο θαύματα τοῦ Προστάτου μας ῾Αγίου Νικολάου τοῦ θαυματουργοῦ.
Τό πρῶτο ἔχει ὡς ἑξῆς: Κατά τό 1916, λόγῳ τοῦ πολέμου, ἐμαστίζετο ὁ κόσμος ἀπό τήν πεῖνα καί τήν φτώχεια. Τότε στό Μοναστήρι μας, ὑπῆρχε ἄλεσμα μόνο γιά μία παρασκευή ψωμιῶν. Γι᾿ αὐτό καί οἱ μοναχοί π. Χρύσανθος καί π. Μιχαήλ, κατέβηκαν στήν ἀποθήκη νά κοσκινίσουν τό τελευταῖο σιτάρι, νά τό ἀλέσουν καί νά ζυμώσουν τό τελευταῖο ψωμί. Ἐνῶ συζητοῦσαν μεταξύ τους γιά τήν δυστυχία πού γρήγορα θά τούς ταλαιπωροῦσε, παρουσιάσθηκε ξαφνικά μπροστά τους ἕνας ἀσπρογένης παπποῦς. Τούς εἶπε:
-Εὐλογεῖτε Πατέρες, τί κάνετε;
-῾Ο Κύριος, Πάτερ, καλῶς ὡρίσατε. Ἀπό ποῦ μᾶς ἔρχεσθε;
-Ἐγώ προέρχομαι ἀπό τά Μύρα τῆς Λυκίας.
-῎Α, ἀπ᾿ ἐκεῖ κατάγεται καί ὁ Παπποῦς μας, ὁ ῞Αγιος Νικόλαος προστάτης τῆς Μονῆς μας.
-Πῶς τά περνᾶτε ἐδῶ; ῎Εχετε σιτάρι νά ζήσετε καί αὐτή τήν χρονιά;
-Αὐτό πού βλέπεις, Πάτερ, εἶναι τό τελευταῖο. Μετά μόνο ὁ Θεός καί ὁ ῞Αγιος Νικόλαος γνωρίζουν τί θα κάνουμε.
῾Ο ῞Αγιος Νικόλαος ἐπῆρε λίγο σιτάρι στά χέρια του, τό εὐλόγησε καί χωρίς νά τούς εἰπῇ τίποτε, ἐξαφανίσθηκε. ῎Εκτοτε οἱ Πατέρες, παρά τίς δύσκολες συνθῆκες σέ παγκόσμια κλίμακα, δέν ἐπείνασαν, διότι ἐφρόντιζε γι᾿ αὐτούς ὁ ῞Αγιος Νικόλαος.
Τό δεύτερο θαῦμα πού ἔγινε τό 1911, σχετίζεται μέ τήν πανήγυρι τοῦ ῾Αγίου Νικολάου. Ἐκείνη τήν ἡμέρα, λόγῳ φουσκοθαλασσιᾶς, δέν πλησίασε κανένα ψαροκάϊκο γιά νά ἀγοράσουν ψάρια οἱ Πατέρες. Τότε εἴχαμε στήν Μονή ὡς παραμάγειρα τό Δόκιμο Μοναχό Γεώργιο, τόν μετέπειτα ξακουστόν γιά τήν ἀσκητικότητά του Χατζη-Γιώργη.
Αὐτός μέ τήν παρρησία πρός τόν Θεό καί τήν ἁγιότητα πού διέθετε ἀπό τά μικρά του χρόνια, προσευχήθηκε καί ἡ λύπη τῶν πατέρων μεταβλήθηκε σέ χαρά καί ἀγαλλίασι. Τήν νύκτα τῆς ἐν λόγῳ Πανηγύρεως, ἔβαλαν οἱ μάγειροι νά μαγειρεύσουν φασόλια.
Τό πρωῒ ὅμως κάποιος ἀδελφός πού κατέβηκε στήν παραλία, εἶδε παραδόξως πολλά καί μεγάλα ψάρια, βγαλμένα στήν ξηρά. Τί εἶχε συμβεῖ; Μέ τήν προσευχή τοῦ Δοκίμου Γεωργίου, ἡ θάλασσα φουρτούνιασε ἀκόμη περισσότερο καί ἔβγαλε στήν ξηρά τά ψάρια. Ἐπῆγαν οἱ Πατέρες, τά ἐπῆραν καί ἔγινε ἡ πανηγυρική τράπεζα μέ τό συνηθισμένο ἐπίσημο φαγητό.
Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου
Ἅγιον
Ὅρος Ἄθω
2005
Ἐπιμέλεια κειμένου Αναβάσεις
________________________________________________
Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου