Γέρων Εμμανουήλ Γρηγοριάτης. Μέρος Γ'
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
-Ἀκολούθησαν τήν ἀσκητική ζωή, χωρίς νά φορέσουν τό μοναχικό Σχῆμα, δύο ἀδελφές μου, ἡ Βασιλική καί ἡ Περσεφώνη.
Τώρα θά σοῦ εἶπῶ, ὅ,τι θυμᾶμαι ἀπό τήν ζωή καί τό ὁσιακό τέλος τῆς Βασιλικῆς.
Ἐνῶ ὅπως εἶπα, δέν ἦτο διαβασμένη Μοναχή, φοροῦσε μαῦρα ροῦχα καί ἀγωνιζόταν ν᾿ ἀποκτήσῃ τά μοναχικά βιώματα. ῏Ητο ἀγωνίστρια τοῦ Χριστοῦ ἀσυνήθους ἀσκητικότητος. ῎Εκρυβε τήν ἀρετή της καί σχεδόν ποτέ δέν μᾶς εἶπε τίποτε γιά τόν ἀγῶνα καί τίς ἐμπειρίες της. Συχνά, τήν περίοδον τῶν ἐμφανειῶν τῶν νεοφανῶν ῾Αγίων τῆς Μυτιλήνης, ἐπήγαινε στόν λόφον τῶν Καρυῶν καί συνωμιλοῦσε μέ τόν ῞Αγιο Ραφαήλ. Μία φορά ἐρώτησε ὁ ῞Αγιος Ραφαήλ τήν Βασιλική. Θέλεις νά βγάλωμε τό Λείψανο τῆς ῾Αγίας 'Ολυμπίας;
-Καί τό ρωτᾶς, ῞Αγιε Ραφαήλ;
-Εἰδοποίησε τόν Δούκα, νά ἔλθῃ μέ τά ἐργαλεῖα του τό ἀπόγευμα νά σκάψῃ στό
σημεῖον ὅπου θά δείξω.
῞Αγιέ μου, ἄν γίνεται αὔριο τό πρωῒ, διότι τό ἀπόγευμα εἶναι ἀργά.
-- ῎Οχι νά τοῦ εἰπῇς νά ἔλθῃ σήμερα, διότι σ᾿ ἐκεῖνο τό σημεῖο ἀπό αὔριο θ᾿ ἀρχίσουν ἄλλοι ἐργάτες νά ρίχνουν μπετά.
Πράγματι ἐπῆγαν ἐκεῖνο τό ἀπόγευμα. ῎Εσκαψε ὁ Δούκας στό ὑποδειχθέν σημεῖο καί μέ τό πρῶτο κτύπημα τοῦ κασμᾶ, ἀκούσθηκε ἕνας γδοῦπος. ῏Ητο ὁ τάφος τῆς Μάρτυρος Ὀλυμπίας. Τά ἔβγαλαν τά λείψανα καί ἡ Βασιλική τά μετέφερε στό σπίτι μας. ῾Η κάρα τῆς ῾Αγίας αὐτῆς εὐωδιάζει συνεχῶς μέχρι τώρα.
Τότε, μαζί μέ τόν Δούκα τόν ἐργάτη, εἶχον ἔλθει καί ἄλλοι δύο νά τόν βοηθήσουν. Δυσπιστοῦσαν ὅμως στίς ἐμφάνειες τοῦ ῾Αγίου Ραφαήλ, καί ἔλεγον δέν εἶναι ῞Αγιος, ἀλλά εἶναι ὁ νεωκόρος τῆς ἐκκλησίας τῆς Μηροπόλεως, ὁ Παναγιώτης.
Τό ἴδιο βράδυ, συννενοήθηκαν ἀπό κοινοῦ νά παραφυλάξουν τίς διόδους ἀπ᾿ ὅπου θά μποροῦσε νά περάσῃ ὁ Παναγιώτης, γιά νά τόν συλλάβουν. ῾Ο ἕνας ὀχυρώθηκε στό ἀπέναντι χαντάκι, καί ὁ ἄλλος στόν ἀπέναντι λόφο, ἀπ᾿ ὅπου κατά πᾶσαν πιθανότητα θά περνοῦσε ὁ ὑποτιθέμενος νεωκόρος. Τήν νύκτα ξαφνικά ἦλθε ἀνάμεσά τους ὁ ῞Αγιος Ραφαήλ. Τούς ἐκάλεσε κοντά του καί τούς εἶπε: «῞Ωστε ἐγώ εἶμαι ὁ νεωκόρος ὁ Παναγιώτης ἔε; Δέν εἶμαι ὁ ῞Αγιος Ραφαήλ; Πάτ! στόν ἕνα, πάτ! στόν ἄλλον τούς ἔδωσε ἕνα γερό χαστούκι, πού οἱ ἄνθρωποι μετά δακρύων ζητοῦσαν συγχώρησι λέγοντας: «Συγχώρησέ μας ῞Αγιε Ραφαήλ. Σέ πιστεύουμε δέν εἶσαι ὁ Παναγιώτης, εἶσαι ὁ ῞Αγιος Ραφαήλ». Ἀπό τότε, τόσο πολύ καί οἱ δύο τους πείσθηκαν στίς ἀληθινές ἐμφάνειες τοῦ ῾Αγίου, ὥστε κάθε πρωῒ καί βράδυ ἐπήγαιναν μία ὥρα πορεία σ᾿ ἐκεῖνο τό σημεῖον τῶν Καρυῶν, γιά νά ἀνάψουν τά κανδήλια, νά προσευχηθοῦν καί νά προσκυνήσουν τίς εἰκόνες τῶν ῾Αγίων.
Η ἀδελφή μου Βασιλική, ὅπως εἴπαμε, ζοῦσε αὐστηρή ἀσκητική ζωή. ῾Υπηρετοῦσε μέ τήν ἀδελφή της τόν πατέρα μας, τόν ἀδελφό μας, τόν Δεσπότη ἐναλλάξ ὡς οἰκιακή βοηθός. ῞Ολη σχεδόν τήν ἑβδομάδα ἐνήστευε καί ζοῦσε μέ τό ἀντίδωρο καί τόν ἁγιασμό.
Κάθε Σάββατο καί Κυριακή ἔτρωγε μαζί μέ τόν Δεσπότη. Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς της, ἐγώ εὑρισκόμουν στήν Ἀθήνα ὅταν πληροφορήθηκα τό γεγονός.
Ἐπῆγα ἀμέσως σ0τήν Μυτιλήνη καί ἐπί 4 ἡμέρες δέν ἔφυγα καθόλου ἀπό κοντά της.
Στίς 3 Ἰανουαρίου 1965, εἶχε πολύ ἐπιδεινωθῆ ἡ κατάστασίς της. Τότε εἶχαν συμπληρωθῆ 40 ἡμέρες ἀπό τότε πού ἡ Παναγία τήν εἶχε πληροφορήσει, ὅτι θά ἀναχωρήσῃ γιά τίς αἰώνιες Μονές. ῞Οταν ἡ ἴδια ἄκουσε τούς ἰατρούς νά προτείνουν ἐπίμονα τήν μεταφοράν της στό Νοσοκομεῖο, ἐκείνη ἀντέδρασε λέγοντας:
῎Οχι ὄχι στό Νοσοκομεῖο. ῾Η Παναγία θά μέ πάρῃ σέ λίγο. ῏Ηλθε ἡ ὥρα μου. Ἀπέναντι ἀπό τό κρεβάτι της, εἶχε τό εἰκονοστάσι πρός τό ὁποῖο συνεχῶς ἐνατένιζε. Ξαφνικά μέ συγκρατημένη ἀναπνοή, μέ ἐκστατικά τά μάτια της καί τό φαιδρό πρόσωπό της, ἔβλεπε τούς πολίτες τῆς Οὐρανίου Ἐκκλησίας νά κατέρχωνται κατά τάγματα καί ὁμίλους ἐνώπιόν της.
Πρῶτοι οἱ Προφῆται, μετά οἱ Ἀπόστολοι, Μάρτυρες, ῾Ιεράρχαι, ῞Οσιοι, ῎Αγγελοι μετά ἡ Θεοτόκος καί τέλος ὁ Χριστός, κατέβαινε μέ πολλή δόξα καί ἀνέκφραστη ὡραιότητα. Στό ἀντίκρυσμά Του, ἕνα δυνατό ἐπιφώνημα θαυμασμοῦ καί ἐκπλήξεως ἄφησε νά ξεφύγῃ ἀπό τά χείλη της: «Ρηνούλα Ρηνούλα (ἡ ἀνιψιά της) ἦλθε ὁ Χριστός νά μέ πάρῃ, ὅλα τά τάγματα τῶν ῾Αγίων Του....» Μέ τά λόγια αὐτά ὁ Χριστός, ἐπῆρε τήν ἁγία ψυχή της καί ἀνέβηκε στούς Οὐρανούς, ἐνῶ τό κεφάλι της ἔγειρε στά χέρια μου.
Ποτέ, ἀδελφέ μου, ἔλεγε ὁ Γέρο Ἐμμανουήλ, δέν ἐπερίμενα νά καταδεχόταν ὁ Χριστός νά κατέβῃ σ᾿ ἕνα τόσο μικρό καί ταπεινό κελλάκι νά παραλάβῃ τήν ψυχήν τῆς ἀοιδίμου ἀδελφῆς μου.
Ἐφώναξα ἀμέσως νά ἔλθουν μερικές εὐσεβεῖς γυναῖκες νά τήν ἐνδύσουν. Καθώς τίς ἄλλαζαν τά ροῦχα, εἶδαν ὅτι κατάσαρκα φοροῦσε ἡ εὐλογημένη, ἕνα κοντό σαμαροσκούτι, ἀπ᾿ αὐτό δηλαδή πού βάζουν στά σαμάρια τῶν ζώων. Ἀπ᾿ ἔξω ἀπ᾿ αὐτό φοροῦσε ἁλυσίδες σταυρωτά, πού τίς εἶχαν καταφάγει τίς σάρκες της. Ἐμεῖς κυττάζαμε ἔκθαμβοι, διότι δέν ἐγνωρίζαμε τί κρυφούς ἀγῶνας ἔκανε. Τίς νύκτες, κοιμόταν λίγο στό πάτωμα καί ἀντί γιά προσκέφαλο εἶχε ἕνα ξύλο, ἐνῶ τά τριήμερα καί πενθήμερα τῶν νηστειῶν της δέν τά παρέλειπε ποτέ.
῾Ο Θεός, θέλοντας νά δείξῃ τήν εὐαρέσκειά του γιά τήν ἁγιότητά της, ἐπέτρεψε καί ἔγιναν θαύματα στό κρεβάτι της καί μετά καί εἰς τόν τάφο της. ῾Ο ἀδελφός μου ὅμως ὁ Δεσπότης, μᾶς ἀπηγόρευσε νά δημοσιεύσωμε κάτι ἀπ᾿ αὐτά γιά νά μή παραξηγηθοῦμε, ὅτι τό κάνουμε γιά ἐκμετάλλευσι καί ἀπόκτησι αἰσχροῦ κέρδους, λόγῳ τοῦ ὅτι εἴμαστε ἀδέλφια.
Μά ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ δέν ἔπαυσε νά ἀντιδοξάζῃ τούς ῾Αγίους του. Ἐπάνω στό φέρετρό της, ἦλθε καί στάθηκε μία φωτεινή στήλη ἀΰλου πυρός, ἡ ὁποία πρός τό μέρος τοῦ στήθους της ἐκάμπτετο πρός τά ἄνω γιά νά μή σκεπάζῃ τό πρόσωπό της. Αὐτή ἡ στήλη ἐστέκετο μισό μέτρο ἐπάνω ἀπό τό σκήνωμά της, καί ἐστάθη ἐκεῖ μέχρι τήν ὥρα τοῦ ἐνταφιασμοῦ. Αὐτή ἡ στήλη φωτός φωταγωγοῦσε μέρα καί νύκτα ὅλο τό χῶρο.
Αὐτή ἡ ψυχή, ἡ ἀδελφή μου Βασιλική, ἁγίασε μέ τήν ὑπακοή της στόν Θεό στόν Πνευματικό της καί στόν Δεσπότη τόν ἀδελφό μας ταπεινώθηκε καί ἔφθασε στά μέτρα τῆς ἀπαθείας. Κοιμήθηκε σέ ἡλικία 55 ἐτῶν.
῾Η ἄλλη μου ἀδελφή ἡ Περσεφώνη, ἀγωνίσθηκε ἀσκητικά, ὅπως καί ἡ Βασιλική. ῞Οταν ἐκοιμήθη ἐγώ εἶχα γίνει Καλόγερος. Ἐπῆγα κοντά της καί μέ τά δύο ἀδέλφια μου, τόν Στρᾶτο καί τόν Γιῶργο, καθόμασταν κοντά της ἀπό ἕνα ὀκτάωρο.
Μία νύκτα πού ἐγώ τήν παρακολουθοῦσα, εἶδα τό ἑξῆς φαινόμενο. Εἶδα νά ἔρχεται ὁ θάνατος, μέ ἕνα δρεπάνι στό χέρι. ῏Ηταν ἕνας ἀνθρώπινος σκελετός. Τόν κύτταξα, μέ κύτταξε καί στάθηκε ἐπάνω στό σῶμα τῆς ἀδελφῆς μου.
Τότε μοῦ εἶπε: «Σέ τρεῖς ἡμέρες θά ἔλθω νά τήν πάρω». Ἐκείνη ἡ ἡμέρα ἦταν Τετάρτη. ῾Ο ἀδελφός μου ὁ Δεσπότης, ὅπως μοῦ εἶχε εἰπῇ, ἤθελε νά τήν κάνῃ Μεγαλόσχημη Μοναχή. Ἐγώ ὅμως δέν τοῦ εἶπα ἀπό ἀμέλεια ἤ ἀδιαφορία μου, ὅτι εἶδα ἐν ὁράματι τόν θάνατον καί ὅτι θά τήν πάρῃ τό Σάββατο τό πρωῒ. ῎Ετσι δέν ἔγινε Μοναχή. Πρίν πετάξῃ ἡ ψυχή της στούς Οὐρανούς, εἶπε τά ἑξῆς λόγια:
῾Ο Κύριος, ὁ Κύριος ὁ Χριστός μας μέ περιμένει....»
Αὐτή ἡ ἀδελφή μου ἐζοῦσε μέ πολλή φτώχεια, ἀλλά ἔτρεχε νά βοηθήσῃ τούς ἄλλους φτωχούς καί τά ὀρφανά τῆς πόλεως. Μιά φορά μοῦ εἶπε:
-Ἀδελφέ, δέν μπορῶ νά ἔχω κι ἐγώ ἕνα Σταυρέλη (Σταυρό);
-Πόσο κοστίζει, Περσεφώνη;
-Δύο χιλιάδες.
-Πάρτες.
Μέ τά χρήματα αὐτά ἐφρόντιζε γιά τήν τροφή καί τά ροῦχα δύο ὀρφανῶν παιδιῶν, ὅπου εἶχε ἀναλάβει τήν προστασίαν των.
Τήν ἑπομένη φορά, πάλι μοῦ ζητοῦσε χρήματα γιά Σταυρέλη ἤ δῆθεν γιά ἄλλες δικές της ἀνάγκες. Μ᾿ αὐτά ἀγόραζε καινούργια παράθυρα καί τζάμια καί ἔβαλε στό δωμάτιο τῶν ὀρφανῶν παιδιῶν. ῏Ηταν πονόψυχη καί ἐλεήμων. ῎Εβλεπε πολλά πράγματα, ἀλλά σπανίως μᾶς ἔλεγε.
-Πῶς θά αἰσθανθοῦμε τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στήν καρδιά μας, πάτερ Ἐμμανουήλ;
Χρειάζεται ἡ προσευχή, παιδί μου, γιά νά ζήσουμε τόν Θεό στήν καρδιά μας. Ἀτομική προσευχή στό κελλί. Ἀλλά θά ζητᾶμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ πρῶτα, γιά τά προβλήματα τῶν ἄλλων καί μετά γιά τά δικά μας. ῎Ετσι ἑλκύουμε τήν ἀγάπη καί συμπάθεια τοῦ Θεοῦ στήν ζωή μας. Νά ζητᾶμε τήν βοήθειά Του, ὅπως τό μικρό παιδάκι τρέχει νά βρῇ ἀγάπη, στοργή καί τροφή ἀπό τήν μητέρα του. Τό μεγαλύτερο ἐπίτευγμα τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νά πιστεύῃ ὅτι εἶναι ἀνάξιος γιά προσευχή. ῾Ο Χριστός, σταυρώθηκε καί ἔχυσε τό Αἷμα του γιά ὅλους μας. Δέν ξεχώρισε ἀξίους καί ἀναξίους. «Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ καλῶς ἔχοντες, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες». Ἐμεῖς ἀνήκουμε εἰς τούς κακῶς ἔχοντας. ῾Ο Κύριος ἀγρύπνως μᾶς περιμένει νά ζητήσωμε τό ἔλεός Του. ῾Η ἁγία Θεοπρομήτορ ῎Αννα, ἐθυσίασε ὁλόκληρη τήν ζωή της, παρακαλῶντας τόν Θόν νά τῆς δώσῃ καρπόν εὐτεκνίας. Λογικό πρᾶγμα ζητοῦσε. Καί ὁ Θεός τήν ἀξίωσε νά φέρῃ στόν κόσμο τήν Μητέρα τοῦ Λυτρωτοῦ, ἀλλά πότε; ῞Οταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου.
Δέν πρέπει νά ὀκνεύουμε στήν προσευχή ἤ νά ὀλιγοπιστοῦμε. ῾Ο Θεός δέν μᾶς δίνει ποτέ λιγότερο ἤ περισσότερο, παρά ὅσο πρέπει καί ὅσο μποροῦμε νά σηκώσουμε. Ἐμεῖς νά προσευχώμεθα ὄχι μόνο ὅπως πρέπει, ἀλλά καί ὅσο πρέπει. Δέν ζητᾶμε πατάτες καί κρεμμύδια, ἀλλά Παράδεισο. Στό χέρι μας εἶναι νά τόν κερδίσωμε, ἐάν κόψουμε ὅλα τά θελήματά μας.
-῞Ενας ἀδελφός ἐρώτησε τοῦ Παπποῦ: Γέροντα ὅταν ψάλλω κυριεύομαι ἀπό κενοδοξία, τί νά κάνω;
-῎Ακουσε, παιδί μου, νά εἶσαι ψάλτης, εἶναι μεγάλη εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ψάλλεις τόν Κύριον, τί ἄλλο θέλεις; Ἀλλά νά ἀντιλαμβάνεσαι τί λέγεις καί ἐάν μέ τήν καρδιά σου συμμετέχῃς στά ψαλλόμενα. ῾Η Χάρις τοῦ Θεοῦ, πρωτίστως εἶναι ταπείνωσις.
Μή ξεχνᾶς τί εὐεργεσίες μέχρι τώρα σοῦ προσέφερε ὁ Θεός. Σκέψου ποιός ἤσουν, ποῦ ἤσουν, ποῦ εὑρίσκεσαι καί τί ἔγινες. Εἶχε, ἀγαπητέ μου, ὁ Θεός καλλίτερους ἀπό ἐσένα καί ἀπό ἐμένα νά φέρῃ στόν κόσμο του, καί ὅμως δέν ἔφερε. Αὐτήν τήν στιγμή πού μιλᾶμε ἐδῶ, ἀμέτρητες Ψυχές φεύγουν ἀπ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, καί εἶναι ἀνέτοιμες πνευματικῶς.
῎Αλλοι βογγοῦν, ἄλλοι ὑποφέρουν καί λειώνουν στό κρεβάτι τοῦ πόνου. Ἐνῶ ἄλλοι Ἀδελφοί μας στόν κόσμο, μοχθοῦν νά βγάλουν ἕνα κομάτι ψωμί νά θρέψουν τά παιδιά τους, καί παραμελοῦν οἱ καϋμένοι τά πνευματικά τους καθήκοντα, γιατί τούς ἀναγκάζει ὁ τρόπος ζωῆς καί οἱ διάφορες ἀνάγκες τους.
Μέσα λοιπόν ἀπ᾿ αὐτές τίς ἀποκαρδιωτικές καί ἀπελπιστικές καταστάσεις, ἔρχεται τό χέρι τοῦ Θεοῦ καί σέ παίρνει ἐσένα καί ἐμένα. ῞Οταν σκέπτεσαι αὐτό, δέν γεμίζει ἡ ψυχή σου ἀπό εὐγνωμοσύνη πρός τόν Θεό, ὅσο πέτρινη καί ἄν εἶναι; Δέν ταπεινώνεται; Δέν δοξολογεῖ; Δέν ὑπομένει, ὅ,τι φουρτοῦνες καί νά ἐπιφέρῃ ὁ Πανάγαθος Θεός μας, ἀφοῦ ὅλα τά ἐπιτρέπει γιά τό καλό τῆς ψυχῆς μας;
῎Εχω περιπτώσεις πτωχῶν Ἀδελφῶν μας, πού ἄν δέν τούς βοηθήσῃς, δέν ἔχουν οὔτε ψωμί νά ἀγοράσουν.
῞Οταν συμμετέχῃς σ᾿ αὐτή τήν κατάστασι, πῶς νά μή πονέσῃ ἡ ψυχούλα σου; Πῶς νά μήν ἔλθουν τά δάκρυα; Αὐτά ζητᾶ ὁ Χριστός μας.(Αὐτή τήν στιγμή κλαίει ὁ Γέροντας).
Αὐτή εἶναι ἡ σωστή συμμετοχή μας στό θέμα τῆς προσευχῆς. Ὅταν ζῇς μέ τόν πόνο καί τό κλάμμα τῶν ἄλλων, δέν χρειάζεται νά εἰπῇς στόν Θεό: «Δός μου ἐκεῖνο ἤ τό ἄλλο, διότι ξέρει Ἐκεῖνος ἀπό τί σύ ἔχεις ἀνάγκη. Βέβαια θά ζητήσῃς γιατί αὐτό εἶναι ὑπόθεσις ταπεινώσεως καί ὑπακοῆς. Μά ἄν εἶσαι κουρασμένος, ξάπλωσε νά κοιμηθῇς, καί τό πρωῒ πάλι θά εἶσαι μέ τόν Θεό.
῞Οταν ζῇς ὅλα τά βάσανα, τήν κόλασι καί τούς πόνους τῶν ἐν τῷ κόσμῳ ἀδελφῶν μας, τότε θά ἰδῇς πόσο χαριτωμένα θά ἀντικρύζης τό κάθε πρᾶγμα. Μέσα στήν μνήμη τοῦ θανάτου πάντα νά ζοῦμε. Μέσα στήν κόλασι μέ τόν νοῦν μας νά «βόσκουμε», γιατί ἔτσι θά περιφρουρηθοῦμε ἀπό τήν ἁγία ταπείνωσι.
-Πέστε μας κάτι γιά τήν Παναγία, Γέροντα Ἐμμανουήλ;
-῾Η Παναγία, εἶναι ἡ στοργική Μητέρα ὅλων μας. Τήν ἔχω σέ πολλή εὐλάβεια. Κάθε ἡμέρα τῆς λέγω τούς Χαιρετισμούς της. Κάνω ὅμως τίποτα;῎Οχι, ἀλλά ἐπειδή εὐαρεστεῖται ἡ Παναγία μας, τό κάνω. Κάποια φορά, παρουσιάσθηκε ἡ Παναγία μας, σέ ἕνα Χριστιανό Ρῶσσο, καί τοῦ εἶπε: «Θέλω νά μοῦ λέγῃς 150 φορές τόν ῞Υμνο: «Θεοτόκε Παρθένε....πολύ μοῦ ἀρέσει καί χαίρομαι». Ἀπό τότε πού τό ἄκουσα αὐτό, κάνω κι ἐγώ τό ἴδιο. ῎Εφτιαξα ἕνα κομβοσχοίνι μέ 150 κόμπους καί κάθε ἡμέρα, λέγω τόν ῞Υμνον 150 φορές. Μνημονεύω καί μερικές ψυχοῦλες νά τίς παρηγορήσῃ ἡ Μαννούλα μας.
῞Αμα αἰσθανώμεθα τήν Παναγία μας σάν Μάννα, καί τόν Χριστό μας σάν Πατέρα, ἔε αὐτό εἶναι. Τό κελλί μας γίνεται μία φάτνη καί ἡ καρδιά μας μία φωλιά, ὅπου θά ἀναπαύεται ὁ Χριστός μας μέ τούς ῾Αγίους καί τούς Ἀγγέλους του.
Τώρα κάθε νύκτα, διαβάζω τήν Παράκλησι τῆς Παναγίας μας, καθώς καί τά γνωστά Μεγαλυνάριά της, πού τιμᾶται μέ διάφορες Εἰκόνες της σ᾿ ὅλη τήν ῾Ελλάδα. Τό τί αἰσθάνομαι, δέν μπορῶ νά σοῦ περιγράψω. Ζοῦμε τήν ἀγάπην της, ζοῦμε τήν παρουσίαν της, ἀλλά δέν ἠμποροῦμε νά ἐκφρασθοῦμε.
-Τί ἐννοοῦμε ὅταν λέγωμε, Γέροντα, Χάρις τοῦ Θεοῦ;
-Δέν μπορῶ νά τό περιγράψῳ. Νά, αἰσθάνομαι ἀνάλαφρος. Πῶς νά τό πῶ δέν ξέρω. (ὁ Παπποῦς ἐδῶ ἀναλύθηκε σέ κλάματα). Ποιός μπορεῖ νά μιλήσῃ γιά τήν Θεία Χάρι τοῦ Θεοῦ; Ποιά λόγια ἀνθρώπου μποροῦν νά ἐκφράσουν τό μεγαλεῖο της; Δέν ὑπάρχουν ἀνθρώπινα λόγια.
-῎Εχετε πληροφορία, ὅτι θά πᾶτε στόν Παράδεισο, Γέροντα;
Ἀδελφέ μου, προσπαθοῦμε. Μετά βεβαιότητος δέν ξέρω τίποτε νά μιλήσῳ, διότι δέν ξέρω πῶς θά μέ κρίνῃ ὁ Θεός. Στά χέρια τοῦ Θεοῦ εἴμαστε. Τελικά τόν λόγον τόν ἔχει ὁ Χριστός.
-Πῶς θά ἀποκτήσωμε τήν ταπείνωσι, Γέροντα;
Διά τῆς ὑπακοῆς καί ἐκκοπῆς τοῦ θελήματός μας. Τό θέλημα, εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός τοῦ Μοναχοῦ. ῾Ο ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς λέγε, ὅτι δέν ἦλθε νά κάνῃ τό θέλημά Του, ἀλλά τό θέλημα τοῦ Πατρός Του. ῾Ο μόνος δρόμος γιά τήν ἀπάθεια καί τήν ἁγιότητα εἶναι ἡ ὑπακοή καί ἡ ἐκκοπή τοῦ θελήματός μας, ἔστω καί ὅταν τό θέλημά μας ἐκφράζει κάτι τό σωστό καί λογικό. Τό πετᾶμε στήν ἄκρη γιά νά κάνουμε τό θέλημα τοῦ Γέροντά μας, γιά νά κερδίσουμε ταπείνωσι καί Χάρι Θεοῦ.
-Γιατί πολλές φορές μᾶς φεύγει ἡ Θεία Χάρις;
-Γιά νά γίνουμε καλλίτεροι. Θυμήσου τό παράδειγμα τοῦ Μ. Ἀντωνίου. Φαινομενικά τόν ἐγκατέλειψε ὁ Θεός, καί οἱ δαίμονες τόν ἄφησαν ἡμιθανῆ ἀπό τό ξύλο. ῞Οταν ἐρώτησε τόν Χριστό: «Κύριε ποῦ ἤσουν...» Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Κοντά σου ἤμουν, ἀλλά ἤθελα νά σέ δοκιμάσω».
Ν᾿ ἀγαπήσωμε τό κελλί μας. Νά, ἐγώ οὔτε στό μισό ῞Αγιο ῎Ορος δέν ἔχω πάει. ῾Η ἔξοδος διασπᾶ τήν προσοχή καί προσευχή τοῦ Μοναχοῦ. Μετά ἀκολουθοῦν τά σχόλια, οἱ κατακρίσεις κλπ. Ἐγώ δέν ἔχω ἐπαφές μέ κανέναν, ἐκτός ἀπό τόν Χριστό καί τούς ῾Αγίους καί τήν Θεοτόκο Μαρία.
Τά τελευταῖα χρόνια ὁ Γέρο Ἐμμανουήλ εὑρίσκεται κατάκοιτος στό νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς μας δεχόμενος καθημερινά ἐκ περιτροπῆς τίς περιποιήσεις ὅλων τῶν Πατέρων. Περιμένει μέ χαρά τό μεγάλο ἄγγελμα τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς ψυχῆς του ἀπό τά δεσμά τοῦ σώματος καί τήν ἔνταξί τους στούς κόλπους τοῦ Παραδείσου.
Εἶναι εἰρηνικώτατος καί χαρούμενος διότι πλησιάζει ὁ καιρός τῆς σωματικῆς του τελευτῆς.
Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου
Ἅγιον
Ὅρος Ἄθω
2005
Ἀναβάσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου