Περιπέτειες στά βάθη τῆς Καμτσάτκας Μέρος Δ'
Ὅταν ταξίδευα, ἐμπιστευόμουν περισσότερο στό ἔνστικτο καί τήν ὄσφρηση τῶν σκυλιῶν, παρά στήν πείρα καί τήν ἱκανότητα τοῦ ἀγωγιάτη. Αὐτό μέ δίδαξαν δυό περιστατικά, πού ἔγαλαν σέ κίνδυνο τή ζωή μου.
Κάποια φορά -ἦταν νομίζω χειμώνας τοῦ 1911 - ἀπό πείσμα τοῦ ὁδηγοῦ, πού δέν θέλησε νά ἐμπιστευθεῖ τό ἔνστικτο τῶν ζώων, πέσαμε μέσα σέ μιά βαθειά κι ἀπότομο χαράδρα. Εὐτυχῶς τραυματιστήκαμε ἐλαφρά. Τό ἕλκηθρο ὅμως ἔπαθε μεγάλη ζημιά. Ἕτσι ὁ ἀγωγιάτης πῆρε ἕνα καλό μάθημα.
Μιάν ἄλλην φορά πάλι, πού ταξίδευα πάνω σ’ ἕνα παγωμένο ποτάμι, τά σκυλιά λοξοδρόμησαν. Ὁ ὁδηγός προσπάθησε νά τά φέρει στόν ἴσιο δρόμο. Ἐκεῖνα δέν ὑπάκουσαν, καί ὁ ὁδηγός ἀγρίεψε καί τά χτύπησε. Τρομαγμένα τά ζῶα τότε, ἦρθαν πάλι στήν προηγούμενη πορεία.
Ἀμέσως ὅμως ὁ πάγος, πού εἶχε γίνει πολύ λεπτός ἐξαιτίας τῶν ἀνοιξιάτικων ἀνέμων, ράγισε κι ἔσπασε. Μέσα σέ δευτερόλεπτα τό ἕλκηθρο, μαζί μέ τά σκυλιά καί τούς ἐπιβάτες του, βρέθηκε μέσα στό παγωμένο ποτάμι.
Εὐτυχῶς στό μέρος ἐκεῖνο τό νερό δέν ἦταν βαθύ. Μπόρεσα νά πατήσω στόν πυθμένα. Τά σκυλιά καί ὁ ὁδηγός βγῆκαν εὔκολα ἔξω καί πάτησαν σέ στέρεο στρῶμα πάγου. Ἐγώ ὅμως ξύλιασα, μελάνιασα καί, στήν προσπάθειά μου νά βγῶ ἔξω, ἔχασα τίς αἰσθήσεις μου. Μέ πολύ κόπο μέ τράβηξε καί μ’ ἔσωσε ὁ ἀγωγιάτης. Και καθώς πέρασε ἕνα ὁλόκληρο εἰκοσιτετράωρο μέχρι νά φτάσουμε σέ κατοικημένο μέρος καί ν’ ἀλλάξω ροῦχα, ἀρρώστησα μέ βαρειά πνευμονία, πού μέ ταλαιπώρησε γιά πολύ καιρό.
Τόν Αὔγουστο τοῦ 1909 ταξίδευα μέ πλοῖο κατά μῆκος τῶν δυτικῶν παραλίων τῆς Ὀχοτσκικῆς θάλασσας. Φτάσαμε στήν περιοχή Οὔντσκυ, πίσω ἀπό τά νησιά Σαντάρσκυ. Ἐκεῖ, στίς ἐκβολές τοῦ ποταμοῦ Οὔντα, βρίσκεται τό χωριό Τσουμικάν.
Ὁλόκληρη αὐτή ἡ περιοχή εἶναι ἑλώδης. Τό ἔδαφος εἶναι λασπερό ὅλο τό χρόνο, ἀκόμα καί στήν περίοδο τῆς ξηρασίας. Γι’ αὐτό τό χωριό εἶναι ἀπρόσιτο ἀπό τήν ξηρά. Σέ ἀπέραντη ἔκταση γύρω του δέν ὑπάρχουν βοσκοτόπια γιά ζῶα οὔτε γῆ κατάλληλη γιά καλλιέργειες. Καί τό κλίμα δέν μποροῦσε νά εἶναι χειρότερο γιά τούς ἀνθρώπους: τήν ἄνοιξη πυκνές ὁμίχλες καί διαπεραστική ὑγρασία· τό καλοκαίρι ραγδαῖες βροχές· τό φθινόπωρο σφοδροί καί παγωμένοι δυτικοί ἄνεμοι· καί τό χειμώνα ὅλ’ αὐτά μαζί, κι ἐπιπλέον σαρωτικές χιονοθύελλες. Αὐτές μάλιστα εἶναι τόσο ἄγριες, ὥστε καλύπτουν μέ χιόνι τά σπίτια μέχρι πάνω ἀπό τή στέγη, ἐγλωβίζοντας μέσα τούς κατοίκους.
Καμιά εἰκοσαριά εἶναι τά πετρόχτιστα κτίσματα σέ κάπως καλή κατάσταση. Ἀνάμεσά τους μιά μισοσαπισμένη δημόσια ἀποθήκη τροφίμων καί μιά μικρή ἐκκλησία μέ ἀξιοθρήνητη ἐσωτερική διακόσμηση. Οἱ κοζάκοι μένουν σέ κάτι βρώμικα σπιτάκια, ἐνῶ οἱ τουγγοῦσοι σέ φτωχικές ξύλινες καλύβες. Τρέφονται ἀποκλειστικά μέ ψάρια καί κρέας φώκιας, ταράνδου καί ἀρκούδας. Τά κηπουρικά τούς εἶναι ἄγνωστα.
Ἄν καί τό Τσουμικάν ἀνήκει στήν ἐπαρχία τοῦ Βλαντιβοστόκ, σπάνια δέχεται τήν ἐπίσκεψη ἱερέα, ἔτσι ὅπως εἶναι μακρινό, ἀπρόσιτο καί ὁλιγάνθρωπο.
Ὅταν λοιπόν τό πλοῖο, μέ τό ὁποῖο ταξίδευα, ἄραξε στ’ ἀνοιχτά τοῦ κόλπου Οὔντσκυ, ἔστειλαν πλοιάριο μέ ἀντιπροσωπεία, καί μέ παρακάλεσαν νά τούς ἐπισκεφθῶ ἔστω καί γιά λίγες ὧρες γιά νά τελέσω μερικές ἱεροπραξίες. Εἶχαν πολλά χρόνια νά δοῦν παπά. Γιά τή δική μου παρουσία εἶχαν πληροφορηθεῖ ἀπό μερικούς ψαράδες, πού ψάρευαν ἐκεῖ κοντά. Μέ εἶχαν δεῖ ἀνάμεσα στούς ἐπιβάτες κι εἶχαν τρέξει νά τούς τό ποῦν.
Ὁ καιρός ἦταν εὐνοϊκός. Δέχθηκα μέ χαρά τήν πρόσκλησή τους καί κατέβηκα στό καΐκι, παίρνοντας μαζί μου μιά βαλίτσα μέ τ’ ἀπαραίτητα ἄμφια καί ἱερά σκεύη. Μιά μεγάλη ὁμάδα ἐπιβατῶν θέλησαν νά μέ ἀκολουθήσουν. Τό πλοιάριο γέμισε χαρούμενους ἐκδρομεῖς.
Σέ μισή ὥρα πιάσαμε στό χωριό. Ὅλος ὁ ντόπιος πληθυσμός μᾶς περίμενε στήν παραλία. Μᾶς ἔκαναν ἐνθουσιώδη καί συγκινητική ὑποδοχή.
Χωρίς καθυστέρηση ἔψαλα μιά παράκληση κι ἔπειτα τέλεσα μερικά μυστήρια καί ἀκολουθίες: βαπτίσεις, γάμους, κηδεῖες, μνημόσυνα. Ὅλα ὁμαδικά -ὁ χρόνος δέν μᾶς ἔπαιρνε- καί ἐκεῖ ἔξω, στήν ἀκτή, δίπλα στόν παφλασμό τῶν κυμάτων. Ἡ ἐκκλησίας τους ἦταν τόσο μικρή, ὑγρή καί ἐρειπωμένη, πού δέν μπροῦσε νά χρησιμοποιηθεῖ.
Ὅταν τελείωσα τίς ἀκολουθίες δέν μ’ ἄφηναν νά φύγω. Μέ παρακαλοῦσαν νά τούς μιλήσω, νά τούς πῶς δυό λόγια παραινετικά, συμβουλευτικά, παρηγορητικά. Γιά ν’ ἀνακουφίσω τήν πνευματική τους πείνα, ἔκανα μιά σύντομη διδασκαλία γιά τό μυστήριο τῆς πίστεως καί τή θεϊκή οἰκονομία τῆς σωτηρίας μας. Ὅταν τελείωσα, τά δακρυσμένα τους μάτια μ’ ἔπεισαν πώς ὁ σπόρος εἶχε πέσει σέ καλή γῆ.
Μ’ ὅλα αὐτά ὅμως πέρασαν πολλές ὧρες. Ἡ θάλασσα ἄρχισε νά φουσκώνει. Ἐρχόταν παλίρροια. Ἔπρεπε νά βγοῦμε τό συντομότερο ἀπό τίς ἐκβολές τοῦ ποταμοῦ στήν ἀνοιχτή θάλασσα.
Μέ βαθειά συγκίνηση ἀποχαιρέτησα τούς τσουμικάνους.
Κοζάκοι, γκουλιάκοι καί τουγγοῦσοι εἶναι οἱ κάτοικοι τοῦ Τσουμικάν. Ὅλοι κι ὅλοι γύρω στά ἑκατό ἄτομα.
Καμιά εἰκοσαριά εἶναι τά πετρόχτιστα κτίσματα σέ κάπως καλή κατάσταση. Ἀνάμεσά τους μιά μισοσαπισμένη δημόσια ἀποθήκη τροφίμων καί μιά μικρή ἐκκλησία μέ ἀξιοθρήνητη ἐσωτερική διακόσμηση. Οἱ κοζάκοι μένουν σέ κάτι βρώμικα σπιτάκια, ἐνῶ οἱ τουγγοῦσοι σέ φτωχικές ξύλινες καλύβες. Τρέφονται ἀποκλειστικά μέ ψάρια καί κρέας φώκιας, ταράνδου καί ἀρκούδας. Τά κηπουρικά τούς εἶναι ἄγνωστα.
Ἄν καί τό Τσουμικάν ἀνήκει στήν ἐπαρχία τοῦ Βλαντιβοστόκ, σπάνια δέχεται τήν ἐπίσκεψη ἱερέα, ἔτσι ὅπως εἶναι μακρινό, ἀπρόσιτο καί ὁλιγάνθρωπο.
Ὅταν λοιπόν τό πλοῖο, μέ τό ὁποῖο ταξίδευα, ἄραξε στ’ ἀνοιχτά τοῦ κόλπου Οὔντσκυ, ἔστειλαν πλοιάριο μέ ἀντιπροσωπεία, καί μέ παρακάλεσαν νά τούς ἐπισκεφθῶ ἔστω καί γιά λίγες ὧρες γιά νά τελέσω μερικές ἱεροπραξίες. Εἶχαν πολλά χρόνια νά δοῦν παπά. Γιά τή δική μου παρουσία εἶχαν πληροφορηθεῖ ἀπό μερικούς ψαράδες, πού ψάρευαν ἐκεῖ κοντά. Μέ εἶχαν δεῖ ἀνάμεσα στούς ἐπιβάτες κι εἶχαν τρέξει νά τούς τό ποῦν.
Ὁ καιρός ἦταν εὐνοϊκός. Δέχθηκα μέ χαρά τήν πρόσκλησή τους καί κατέβηκα στό καΐκι, παίρνοντας μαζί μου μιά βαλίτσα μέ τ’ ἀπαραίτητα ἄμφια καί ἱερά σκεύη. Μιά μεγάλη ὁμάδα ἐπιβατῶν θέλησαν νά μέ ἀκολουθήσουν. Τό πλοιάριο γέμισε χαρούμενους ἐκδρομεῖς.
Σέ μισή ὥρα πιάσαμε στό χωριό. Ὅλος ὁ ντόπιος πληθυσμός μᾶς περίμενε στήν παραλία. Μᾶς ἔκαναν ἐνθουσιώδη καί συγκινητική ὑποδοχή.
Χωρίς καθυστέρηση ἔψαλα μιά παράκληση κι ἔπειτα τέλεσα μερικά μυστήρια καί ἀκολουθίες: βαπτίσεις, γάμους, κηδεῖες, μνημόσυνα. Ὅλα ὁμαδικά -ὁ χρόνος δέν μᾶς ἔπαιρνε- καί ἐκεῖ ἔξω, στήν ἀκτή, δίπλα στόν παφλασμό τῶν κυμάτων. Ἡ ἐκκλησίας τους ἦταν τόσο μικρή, ὑγρή καί ἐρειπωμένη, πού δέν μπροῦσε νά χρησιμοποιηθεῖ.
Ὅταν τελείωσα τίς ἀκολουθίες δέν μ’ ἄφηναν νά φύγω. Μέ παρακαλοῦσαν νά τούς μιλήσω, νά τούς πῶς δυό λόγια παραινετικά, συμβουλευτικά, παρηγορητικά. Γιά ν’ ἀνακουφίσω τήν πνευματική τους πείνα, ἔκανα μιά σύντομη διδασκαλία γιά τό μυστήριο τῆς πίστεως καί τή θεϊκή οἰκονομία τῆς σωτηρίας μας. Ὅταν τελείωσα, τά δακρυσμένα τους μάτια μ’ ἔπεισαν πώς ὁ σπόρος εἶχε πέσει σέ καλή γῆ.
Μ’ ὅλα αὐτά ὅμως πέρασαν πολλές ὧρες. Ἡ θάλασσα ἄρχισε νά φουσκώνει. Ἐρχόταν παλίρροια. Ἔπρεπε νά βγοῦμε τό συντομότερο ἀπό τίς ἐκβολές τοῦ ποταμοῦ στήν ἀνοιχτή θάλασσα.
Μέ βαθειά συγκίνηση ἀποχαιρέτησα τούς τσουμικάνους. Μπῆκα στό καΐκι, ὅπου εἶχαν ἤδη ἐπιβιβαστεῖ οἱ ἄλλοι ταξιδιῶτες. Ξεκινήσαμε γιά τό πλοῖο, πού μᾶς περίμενε στ’ ἀνοιχτά, ἀνύποπτοι γιά τή συμφορά πού θά μᾶς εὕρισκε σέ δέκα λεπτά.
Δέν εἴχαμε καλύψει οὔτε τή μισή ἀπόσταση, ὅταν σηκώθηκε ξαφνικά ἕνα δυνατό μπουρίνι. Μέσα σέ λίγα λεπτά ὁ δαιμονισμένος ἀέρας, τά θεόρατα κύματα, ἡ καταρρακτώδης βροχή καί ἡ πυκνή ὁμίχλη μετέβαλαν τή θάλασσα σέ ὑγρή κόλαση. Πέσαμε ὅλοι στό κατάστρωμα, βογγώντας καί κάνοτας ἐμετό ἀπό τή ναυτία. Ἔφτασα στό σημεῖο νά βγάζω ἀκόμα καί αἷμα ἀπό τό στόμα.
Τό καΐκι παράδερνε σάν καρυδότσουφλο μέσα στή λυσσασμένη θάλασσα, πού μιά τό σήκωνε στά ὕψη καί μιά τό βύθιζε στά ὑγρά της σπλάχνα. Εἴχαμε γαντζωθεῖ μ’ ὅλη μας τή δύναμη σέ ὅ,τι στέρεο ὑπῆρχε, γιά νά μή μᾶς ἁρπάξουν τ’ ἀφρισμένα κύματα, πού ἔλουζαν τό κατάστρωμα καί τή μηχανή. Δέν μπόρεσαν ὅμως νά γλυτώσουν τά σκυλιά μερικῶν ἰθαγενῶν ταξιδιωτῶν, πού χάθηκαν μέσα στόν ἀπέραντο ὑγρό τάφο.
Γιά πολλές ὧρες οἱ ἄντρες τοῦ πληρώματος ἔδιναν σκληρή μαχη μέ τή θάλασσα. Ἔπειτα ὅμως κι ἐκεῖνοι κουράστηκαν κι ἐγκατάλειψαν κάθε προσπάθεια. Εἶχε πιά νυχτώσει. Τό κάρβουνο ἐξαντλήθηκε καὶ τά τελευταῖα σπίρτα τ’ ἀνάψαμε γιά νά κάψουμε τά μαντήλια καί τά πουκάμισά μας, μέ τήν ἐλπίδα ὅτι θά ἔλβεπαν τή φωτιά ἀπό τό πλοῖο καί θά μᾶς παρεῖχαν βοήθεια. Τίποτα ὅμως δέν ἔφερε ἀποτέλεσμα. Τό πλοῖο εἶχε ἀνοιχθεῖ στό πέλαγος, γιατί ὁ καπετάνιος φοβήθηκε μή βρεῖ σέ καμιά ξέρα.
Ἡ σκοτεινή νύχτα, ἡ πυκνή ὁμίχλη, τό τσουχτερό κρύο, ἡ ἀσταμάτητη βροχή καί τά γιγάντια κύματα μᾶς βασάνιζαν μέχρι θανάτου. Ἀκόμα καί ἄνθρωποι χωρίς πίστη στό Θεό, ἄνθρωποι πού εἶχαν ξεχάσει τί εἶναι ἡ προσευχή, ἄρχισαν τώρα νά προσεύχονται μέ δάκρυα καί νά κάνουν τάματα. Ἀρκεῖ νά ἔβγαιναν ζωντανοί ἀπό κείνη τή θεομηνία.
Δεκαεννιά ὁλόκληρες ὧρες βασανιστήκαμε. Ἦταν θαῦμα πού ἄντεξε τόσες ὧρες τό μικρό καΐκι. Ὁ καιρός ἔπειτα καθάρισε κι ἔγινε γαλήνιος, ὅπως πρίν.
Στό πλοῖο μᾶς ὑποδέχθηκαν μέ χαρούμενες ἰαχές.
-Οὐρά! Σπασενί! (Ζήτω! Σώθηκαν!)
Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Ἀπόδοση ἀπό τά ρωσικά
Ἔκδοση Τρίτη
Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Ἀττικῆς 2001
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου