Ὁ
στάρετς Λέων
Ἄν
τό
Μοναστήρι
τῆς
Ὄπτινα
ἐγνώρισε
τόν
19ο
αἰῶνα
τό
πνευματικό
του
μεσουράνημα,
τό
ὀφείλει
κυρίως
σέ
ὡρισμένα
πρόσωπα
πού
ἀνεδείχθησαν
ἐμπνευσμένοι
στάρετς,
καί
πού
σάν
ἐκλεκτά
δοχεῖα
τῆς
Χάριτος
ἐσκόρπισαν
γύρω
τους
τίς
εὐλογίες
τοῦ
Οὐρανοῦ.
Ἐκεῖνος
δέ
πού
ἐγκαινίασε
ἐκεῖ
ἐπίσημα
τό
στάρτσεστβο1
ὑπῆρξε
ὁ
Μεγαλόσχημος
Ἱερεύς
Λέων2
(1768-1841).
Μία
σύντομη γνωριμία μαζί του ἐπιβάλλεται,
ἀφοῦ ἄλλωστε ὑπῆρξε ὁ πρῶτος ὑπεύθυνος
καθοδηγητής τοῦ στάρετς Ἀμβροσίου.
«ἐν
λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει Θεοῦ,
διά
τῶν ὅπλων τῆς δικαιοσύνης
τῶν
δεξιῶν καί ἀριστερῶν.»
Β΄
Κορ. στ΄: 7
Μεταξύ
τῶν ἀρετῶν του ξεχωριστή θέσι κατεῖχε
ἡ ταπεινοφροσύνη καί ἡ ὑπομονή στούς
πειρασμούς. Ἡ ἀρετή του καί ἡ φήμη του
συνέβη νά ἐρεθίση μερικούς – φαινόμενο
ὄχι καί τόσο ἀσυνήθιστο – μέ συνέπεια
νά ὑβρισθῆ, νά συκοφαντηθῆ καί νά
διωχθῆ. Ἀγωνιζόμενος ὅμως «διά τῶν
ὅπλων τῆς δικαιοσίνης τῶν δεξιῶν καί
ἀριστερῶν» (Β΄ Κορ. στ΄: 7) ἔγινε κάτοχος
μεγάλης πνευματικῆς πείρας καί ἀνεδείχθη
χαρισματοῦχος ὁδηγός τοῦ λαοῦ.
Ὥς
τήν ἡλικία τῶν ἑξηνταοκτώ ἐτῶν
ἀσκήτευε στήν Σκήτη, καί τότε κατόπιν
ἐντολῆς τοῦ Ἐπισκόπου μετεφέρθη στό
Μοναστήρι. Τά τελευταῖα χρόνια τῆς
ζωῆς του δέν ἦταν παρά μία συνεχής
προσφορά στόν κόσμο πού ζητοῦσε τήν
καθοδήγησί του καί τήν εὐλογία του.
Ἡ
πρώτη γνωριμία μαζί του ἦταν ὁπωσδήποτε
ἐντυπωσιακή. Ἡ ἐξωτερική του ἐμφάνισις
δέν προδιέθετε εὐμενῶς νά τόν θεωρήσης
πρόσωπο σπουδαίας πνευματικότητος. Ἀπό
πλευρᾶς σωματικῆς διαπλάσεως τύχαινε
νά εἶναι ὑπερβολικά παχύσαρκος, πρᾶγμα
πού χτυποῦσε ἄσχημα. Ἔπειτα ἀπέφευγε
τήν ἐπιτηδευμένη εὐλάβεια καί εὐγένεια
– πολλές φορές ἔκανε τόν ἀστεῖο ἤ τόν
ὠργισμένο – καί ἀποροῦσες ἄν ἔχης
μπροστά σου ἕναν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν
ὅμως ἄνοιγες μαζί του σοβαρή συζήτησι
ἤ τοῦ ἐξωμολογεῖσο, ἐθαύμαζες τόν
θεϊκό φωτισμό του. Γιατί ἐκτός τῶν
ἄλλων εἶχε εἰδικό χάρισμα νά ὑπενθυμίζη
σ᾿ ὅσους ἔκαναν ἐξομολόγησι παλαιές
ἁμαρτίες τους. Ἡ διαπίστωσις αὐτή
ἔδινε καί ἕνα καλό μάθημα, νά μή κρίνεται
ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἐξωτερική
του ἐμφάνισι.
Ἡ
ἄφιξις τοῦ Ἀλεξάνδρου στήν Ὄπτινα
βρῆκε τόν στάρετς στό 71ο ἔτος. Ἄν
ἀργοῦσε περισσότερο δέν θά τόν συναντοῦσε
καθόλου – κοιμήθηκε στό 73ο ἔτος – καί
ἡ ἀπώλεια θά ἦταν σημαντική. Νά γιατί
τόν παρακινοῦσε ὁ πειρασμός νά ἀναβάλλη
συνεχῶς τήν φυγή του ἀπό τόν κόσμο!
Τήν
πρώτη φορά πού τόν ἀντίκρυσε ὁ Ἀλέξανδρος
φθάνοντας στό Μοναστήρι, κάθε ἄλλο παρά
ἐνθουσιάσθηκε, ὅπως ὁ ἴδιος τό
περιγράφει:
- Πηγαίνοντας στόν στάρετς Λέοντα τόν βλέπω παχύ, εὔσωμο, καθισμένο στό κρεββάτι του. Ἦταν περιτριγυρισμένος ἀπό κόσμο, καί ἐκείνη τήν ὥρα ἔλεγε κάποιο ἀστεῖο καί γελοῦσε. Δέν ἔμεινα καθόλου εὐχαριστημένος. Σέ λίγο ἐπισκέφθηκα τόν Ἡγούμενο Μωϋσῆ. Στήν ἐρώτησί του, «Πῶς σοῦ φάνηκε ὁ στάρετς; Σοῦ ἄρεσε;» τοῦ εἶπα πώς εἶχε γύρω του πολύ κόσμο. Ἀπέφυγα νά τοῦ πῶ πώς δέν μοῦ ἄρεσε.
Ἔπειτα
ὅμως ἀπό λίγο πρακολουθῶντας ὁ
Ἀλέξανδρος μία ἄλλη σκηνή σχημάτισε
διαφορετική ἐντύπωσι γιά τό πρόσωπο
τοῦ στάρετς. Θά ἀφήσουμε τόν ἴδιο νά
μᾶς τήν περιγράψη:
- Βλέπω κάποιον σκητιώτη Ἱερομόναχο ὀνόματι Ἰωάννη νά φορῆ τό Μεγάλο Σχῆμα – μόλις εἶχε γίνει ἡ κουρά του – καί νά βαδίζη πρός τό κελλί τοῦ στάρετς. Μόλις τόν ἀντίκρυσα θαμπώθηκα. Εἶχε ὄψι πραγματικά ἀγγελική. Δέν ἤθελα νά μοῦ φύγη ἀπό τά μάτια. Πλησιάζοντας στόν στάρετς τόν βλέπω νά βαζη μία πολύ βαθειά μετάνοια, νά ἀσπάζεται τό χέρι του καί νά λέη: «Νά, μπάτουσκα3 ἔρραψα τό καινούργιο μου ζωστικό – δηλαδή τό ἐσωτερικό ρᾶσο – καί τό ἔφερα νά τό εὐλογήσης προκειμένου νά τό φορέσω». «Ἔτσι κάνουμε;» ἀπαντᾶ ἐκεῖνος. «Πρῶτα ζητοῦν εὐλογία νά τό ράψουν καί μετά γιά νά τό φορέσουν. Τώρα ὅμως τό ἔρραψες. Φόρεσέ το. Δέν μποροῦμε νά τό χαλάσουμε». Παρακολουθῶντας τά λόγια τοῦ στάρετς ἀντιλήφθηκα τό βαθύτερο νόημά τους καί ἄρχισα νά τόν ἀγαπῶ.
Τί
ἦταν ἐκεῖνο πού ἀντιλήφθηκε ὁ
Ἀλέξανδρος; Ἦταν ὅτι ἡ ἄσκησις τοῦ
μοναχοῦ συνίσταται κυρίως στήν «ἐκκοπή
τοῦ ἰδίου θελήματος». Ὁ μοναχός δέν
πρέπει νά ἐνεργῆ ἀνεξέλεγκτα, ἀλλά
τίς ἐπιθυμίες του καί τίς ἐνέργειές
του νά τίς ὑποβάλλη στήν κρίσι τοῦ
πνευματικοῦ του ὁδηγοῦ. Ὅλα πρέπει
νά γίνωνται μέ τήν εὐλογία τοῦ Πατρός.
«καιρῷ
δεκτῷ ἐπήκουσά σου καί ἐν
ἡμέρᾳ
σωτηρίας ἐβοήθησά σοι·
ἰδού
νῦν καιρός εὐπρόσδεκτος,
ἰδοῦ
νῦν ἡμέρα σωτηρίας.»
Β΄
Κορ. στ΄: 2
Μέ
διαφορετική τώρα γνώμη καί διάθεσι
πλησίασε ὁ ὑποψήφιος μοναχός τόν
στάρετς, τοῦ διηγήθηκε τήν ἱστορία του
καί τίς προοπτικές του, ζητῶντας εὐλογία
νά παραμείνη στήν Ὄπτινα. Ὁ Γέροντας
ἀπό τήν πρώτη στιγμή τόν ἐξετίμησε.
Τόν περιέβαλε μέ περισσή ἀγάπη καί τόν
ἐνεθάρρυνε στήν ἐπιθυμία του γιά μιά
ζωή ἀφιερωμένη.
Στό
κελλί τοῦ στάρετς χρειαζόταν πάντοτε
ἕνα πρόσωπο νά τόν ἐξυπηρετῆ σέ διάφορες
ἀνάγκες, ἀφοῦ ἦταν ἡλικιωμένος καί
δυσκίνητος, καί μάλιστα νά τοῦ διαβάζη
τίς Ἀκολουθίες, ἐφ᾿ ὅσον ἦταν ἀδύνατο
νά τίς παρακολουθῆ στόν Ναό. Κάποια
ἐσωτερική φωνή παρακινοῦσε τόν στάρετς
νά προσλάβη τόν Ἀλέξανδρο σ᾿ αὐτή τήν
ὑπηρεσία. Ἔτσι καί ἔγινε.
Μεγάλη
εὐλογία γιά τόν Ἀλέξανδρο νά βρίσκεται
κοντά στόν ἄνρωπο, πού ἔκρυβε μέσα του
ἀνεκτίμητο πνευματικό πλοῦτο. Μεταξύ
τους ἀνεπτύχθησαν ἀκατάλυτοι ἱεροί
δεσμοί. Ὁ Γέροντας ἀντιμετώπιζε τόν
δόκιμο μοναχό μέ ξεχωριστή λεπτότητα
καί πατρική στοργή. Τόν εὐχαριστοῦσε
μάλιστα νά τόν ἀποκαλή, χαϊδευτικά
«Ἀλεκάκο».
Σ᾿
αὐτή τήν θέσι παρέμεινε ὁ Ἀλέξανδρος
ἀρκετούς μῆνες. Θά ἔπρεπε ὅμως νά γίνη
κάποια ἀλλαγή, πού ὑπαγορευόταν ἀπό
τήν ἀγάπη τοῦ στάρετς Λέοντος. Οἱ
γονεῖς δέν ἐνδιαφέρονται μόνο γιά τό
παρόν, ἀλλά καί γιά τό μέλλον τῶν παιδιῶν
τους. Αὐτός στήν ἡλικία καί στήν
κατάστασι πού βρισκόταν, δέν θά ζοῦσε
πολύ καιρό ἀκόμη. Καί ὁ μαθητής του τί
θά γινόταν; Αὐτές οἱ σκέψεις ἔφεραν
τόν Ἀλέξανδρο στήν Σκήτη. Τόν παρέδωσε
ὁ στάρετς Λέων στόν ἐκλεκτό Ἱερομόναχο
Μακάριο, ἄριστο καθοδηγητή ψυχῶν. Ἡ
ἐγκατάστασίς του στήν Σκήτη ἔγινε ἕνα
χρόνο μετά τόν ἐρχομό του στήν Ὄπτινα.
Τώρα,
στήν νέα του διαμονή θά μποροῦσε νά
ἀνεβῆ ψηλά, γιατί τοῦ προσφερόταν
περιβάλλον ἡσυχαστικό. «Ἡσυχία, ἀρχή
καθάρσεως». Μέ τήν ἡσυχία, τήν σιωπή,
τήν περισυλλογή, ἡ ψυχή του θά ἔπαιρνε
φτερά γιά νά πετάξη στά ὕψη.
Τόν
σεβαστό του στάρετς Λέοντα, πού μόνο
ἕνα χρόνο παρέμεινε ἀκόμη στήν ζωή,
δέν τόν λησμόνησε. Τοῦ ἔτρεφε ἀπέραντη
ἀφοσίωσι καί ἀγάπη. Γι᾿ αὐτό κατά
διαστήματα τόν ἐπισκεπτόταν· καί γιά
νά τόν βλέπη, ἀλλά καί γιά νά ὠφελῆται
πνευματικά.
Ἀνάμεσα
στίς σχέσεις τοῦ στάρετς καί τοῦ
Ἀλεξάνδρου ὑπάρχουν καί ὡρισμένα
περιστατικά, κάπως περίεργα γιά ἕναν
πού ἀγνοεῖ τήν ἰδιοτυπία τῆς μοναχικῆς
ζωῆς. Προκειμένου νά καλλιεργηθῆ στόν
μοναχό πνεῦμα ταπεινοφροσύνης οἱ
Γέροντες μερικές φορές τόν ἀντιμετωπίζουν
μέ κάποια ἐξωτερική σκληρότητα.
Πολλές
φορές ὁ στάρετς ἔδειχνε πώς περιφρονεῖ
τόν ὑποτακτικό του καί δέν καταδέχεται
κἄν νά τόν ἀποκαλέση μέ τό ὄνομα του.
- «Χίμαιρα» , τοῦ ἔλεγε, πάλι ἀπροσεξίες ἔκανες!
Ἄντί
Ἀλέξανδρο τόν φώναζε «χίμαιρα». ( Ἡ
λέξις προέρχεται ἀπό τήν ἀρχαία ἑλληνική
μυθολογία καί ἀναφέρεται σέ κάποιο
φανταστικό θηρίο. Μεταφορικά ἀναφέρεται
καί σέ πράγματα ἀνύπαρκτα, σέ
ὀνειροπολήματα, σέ οὐτοπίες). Μέ τήν
ὀνομασία αὐτή ἤθελε νά τοῦ πῆ,
«φαντάζεσαι πώς εἶσαι σπουδαῖος, ἐνῶ
στήν οὐσία δέν εἶσαι τίποτε».
Ἐρώτησαν
κάποιοι τόν στάρετς νά τούς διασαφήση
τήν ἔννοια τῆς λέξεως «χίμαιρα», καί
τούς ἔφερε ἕνα ἐπιτυχημένο παράδειγμα
ἀπό τήν φυτολογία.
- Παρατηρῆστε, τούς εἶπε, τίς ἀγγουριές. Ἀπό ὡρισμένα ἄνθη παράγονται ἀγγούρια, ἀπό ἄλλα ὅμως ὄχι. Ἐμφάνισι μόνο ἔχουν· δημιουργοῦν κάποια ἐξωτερική ἐντύπωσι, ἀλλά ἀπό καρπό μηδέν. Τά ἄνθη αὐτά δίνουν μία ἰδέα τί ἐννοῶ μέ τήν λέξι «χίμαιρα».
Δέν
ἦταν μόνο ὁ Ἀλέξανδρος πού ὑφίστατο
τέτοιες «περιποιήσεις» ἀπό τόν στάρετς.
Καί ἄλλοι ὑποτακτικοί εἶχαν νά
διηγοῦνται παρόμοιες ἀντιμετωπίσεις
του.
Γύρω
στόν στάρετς πού ζοῦσε μέ ἁπλότητα καί
εἶχε ἀποκτήσει τήν μοναχική «ἀπάθεια»,
μαζευόταν διάφορος κόσμος: Ἄνδρες,
γυναῖκες, νέοι, γέροι, μοναχοί, μοναχές.
Κάποτε πού τόν ἐπισκέφθηκαν μερικές
μοναχές ὁ Ἀλέξανδρος ὑπέστη μία
ἀπροσδόκητη καί κάπως ὑποτιμητική
μεταχείρησι. Τί συνέβη; Δίπλα στόν
στάρετς καθόταν μία μοναχή. (Ὡς γνωστόν
οἱ ρωσίδες μοναχές φοροῦν καί μικρό
καλογερικό σκοῦφο). Παίρνει λοιπόν τόν
σκοῦφο ἀπό τήν μοναχή καί τόν τοποθετεῖ
στό κεφάλι τοῦ ὑποτακτικοῦ του. Ἐκεῖνος
σάστισε. Δέν ἤξερε τί νά κάνη. Τί ντροπή!
Νά βρίσκεται ἀνάμεσα σέ τόσους ἀνρώπους
καί νά φορῆ γυναικεῖο σκοῦφο!
Ὑπελόγισε
πώς τοῦ τό ἔκανε αὐτό ὁ στάρετς γιά
ταπείνωσι. Ἔπειτα ὅμως ἀπό πολλά χρόνια
ἀντιλήφθηκε πώς ἡ ἐνέργεια αὐτή εἶχε
προφητικό νόημα. Τοῦ προέλεγε γιά τίς
πολλές φροντίδες καί ἔννοιες πού θά
ἔβαζε στό κεφάλι του χτίζοντας ἔνα
γυναικεῖο Μοναστήρι καί καθοδηγῶντας
πλῆθος μοναχές.
Ἀλλά
ἡ πιό ἀλησμόνητη δοκιμασία πού ὑπέστη
ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν αὐτή πού τώρα θά
ἐξιστορήσουμε, στήν ὁποία, ὡς μή ὤφελεν,
παρευρισκόταν καί ὁ φίλος του διδάσκαλος
Παῦλος Ποκρόφσκι.
Ὁ
Παῦλος ἐπείσθη νά ἐπισκεφθῆ τόν δόκιμο
τῆς Ὄπτινα ἀπό τίς ἐπιστολές πού
ἐλάμβανε. Τό καλοκαίρι τοῦ 1841 μέ τήν
εὐκαιρία τῶν θερινῶν διακοπῶν, οἱ
δύο φίλοι ἔπειτα ἀπό δύο χρόνια
συναντήθηκαν. Τότε ὁ Ἀλέξανδρος εἶχε
καρῆ ρασοφόρος στήν Σκήτη καί διακονοῦσε
στό μαγειρεῖο. Φύσις λεπτή ὁ Παῦλος
καί συνηθισμένος κάπως στήν καλοπέρασι,
ἔνιωσε μεγάλη δυσαρέσκεια σάν ἐπισκέφθηκε
τό φτωχικό καί ἀπέριττο κελλί τοῦ πρώην
συναδέλφου του. Τόν φαντάσθηκε ἀποτυχημένο
καί ἄρχισε νά κλαίη ἀπό συμπόνια. Ἔβλεπε
ἀκόμη τά πράγματα μέ μάτι κοσμικοῦ
ἀνθρώπου.
Σέ
λίγο ἦρθε ἡ σειρά νά ἐπισκεφθοῦν τόν
στάρετς Λέοντα. Ὁ Ἀλέξανδρος ὑπελόγιζε
πολλά σ᾿ αὐτή τήν ἐπίσκεψι. Ἤλπιζε νά
τοῦ θερμανθῆ ὁ ζῆλος γιά τήν μοναχική
ζωή. Ἀλλά γιά τόν Παῦλο δέν εἶχε ἔρθει
ἡ ὥρα τῆς χάριτος, ἡ δέ συνάντησις μέ
τόν στάρετς κάθε ἄλλο παρά τόν ἐγοήτευσε.
Καί κατ᾿ αρχήν ἔχασε κάθε ἰδέα, γιατί
τόν εἶδε τόσο παχύσαρκο. Ἔπειτα ἀπό
ὅσα ἔλαβαν χώραν ἄρχισε καί νά τόν
φοβᾶται.
Λίγη
ὤρα μετά τήν ἐπίσκεψί τους ἐσήμανε ἡ
καμπάνα γιά Ἑσπερινό. Ἀμέσως ὁ στάρετς
πῆρε στάσι ἀνάλογη καί ἔβαλε «Εὐλογητός».
Ὀ Ἀλέξανδρος, ὅπως καί παλαιότερα,
ἄρχισε τήν ἀνάγνωσι τῆς Ἀκολουθίας,
ὁπότε ξαφνικά τόν διακόπτει ὁ Γέροντας
μέ ἄγριες φωνές:
- Ποιός σοῦ ἔδωσε τήν ἄδεια νά διαβάσης τήν Ἀκολουθία; Παλαιά ἤσουνα ἀναγνώστης. Τώρα δέν εἶσαι.
Σαστισμένος
λίγο ὁ Ἀλέξανδρος γονάτισε μπροστά
του ζητῶντας συγχώρησι.
- Ἄχ, ἐσύ ὁ ἀπρόκοφτος! συνεχίζει ὁ στάρετς μέ ὕφός ὠργισμένο. Ἄχ, ἐσύ ὁ θεληματάρης. Πῶς τό ἔκανες αὐτό; Πῶς τόλμησες νά διαβάσης χωρίς νά πάρης εὐλογία;
Τό
θέαμα ἦτανφοβερό. Καθώς φώναζε ὁ
Γέροντας μέ τήν βαρειά μπάσα φωνή του,
καί κούναγε τά χέρια στόν ἀέρα καί
χτυποῦσε κάτω τά πόδια, ἐνῶ τό μυῶδες
παχύ πρόσωπό του ἔκανε φοβερές συσπάσεις
καί τά μαλλιά του τά ριγμένα στήν πλάτη
τινάσσονταν σάν λιονταρίσια χαίτη,
νόμιζες πώς εἶχες νά κάνης μέ πραγματικό
λέοντα.
- Πῶς τόλμησες νά τό κάνης ἐσύ αὐτό χωρίς νά πάρης εὐλογία;
Τόν
Παῦλο, πού ἦταν καί εὐαίσθητος, τόν
περιέλουσε κρύος ἱδρώτας. Ἔμεινε
ἄναυδος ἀπό ὅσα ἔβλεπε καί ἄκουγε.
«Αὐτός εἶναι ὁ ἅγιος πού μοῦ διαφήμιζε
ὁ Ἀλέξανδρος!» ἔλεγε μέ τόν νοῦ του
ἀπογοητευμένος. Ἄν εἶχε πρόθεσι νά
παρατείνη λίγο τήν ἐπίσκεψί του στήν
Ὄπτινα, δέν τό πραγματοποίησε. Τό κλῖμα
τοῦ φαινόταν ἀρκετά βαρύ.
Ὁ
Ἀλέξανδρος, μυημένος στά μυστήρια τῆς
καλογερικῆς, κατάλαβε τήν σημασία πού
εἶχαν οἱ αὐστηρές ἐπιπλήξεις τοῦ
Γέροντος. Κατάλαβε πώς μέ τήν προσποιητή
αὐτή ὀργή του τόν βοηθοῦσε στήν
πνευματική του καλλιέργεια. Ἤρεμος
ἐσωτερικά πῆρε συγχώρησι καί
ἀπομακρύνθηκε. Δέν εἶχε προχωρήσει
πολύ, ὁπότε ὁ στάρετς χαμογελαστός καί
ἱκανοποιημένος γιά τήν ταπεινοφροσύνη
καί ὑπομονή τοῦ ὑποτακτικοῦ του λέει
στούς γύρω του, δείχνοντάς τον:
- Τόν βλέπετε; Θά γίνη μεγάλος ἄνθρωπος.
Ἄλλη
φορά εἶχε πεῖ στόν Ἱερομόναχο τῆς
Σκήτης Μακάριο, στόν ὁποῖον καί τόν
παρέδωσε:
- Νά τόν προσέχης. Θά σοῦ φανῆ χρήσιμος.
Στίς
11 Ὀκτωβρίου τοῦ 1841, ὁ στάρετς Λέων
ἐτερμάτισε τήν γήϊνη περιπλάνησί του
καί μετέστη στήν αἰωνία ἀνάπαυσι.
Ἀργότερα τά πνευματικά του τέκνα
ἐξέδωσαν ἕνα βιβλίο μέ τόν βίο του. Σέ
κάποια σελίδα του ἀναφέρονται οἱ
ἑπόμενες σπουδαῖες συμβουλές σ᾿ ἕναν
ὑποψήφιο μοναχό πού δειλίαζε νά προχωρήση
ἐμπρός.
- Παιδί μου, οἱ πειρασμοί δέν εἶναι δυνατώτεροι ἀπό τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν δύναμι τοῦ ὀνόματος τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐνισχύει, ὅλα εἶναι κατορθωτά. Γιά τόν πιστό ἰσχύει πάντοτε ἡ ἀκόλουθη ἀλήθεια: Ἄν ἔχης ἀρρωστημένη πίστι, καί ἕνα μόριο σκόνης σοῦ φαίνεται βουνό. Ἄν ἔχης δυνατή πίστι, μπορεῖς νά σηκώσης καί νά μετακινήσης ὄλα τά βουνά τῶν πειρασμῶν.
«παιδεύουσα
ἡμᾶς ἴνα ἀρνησάμενοι τήν ἀσέβειαν
καί
τάς κοσμικάς ἐπιθυμίας σωφρόνως καί
δικαίως
καί εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰῶνι,
προσδεχόμενοι
τήν μακαρίαν ἐλπίδα καί ἐπιφάνειαν
τῆς
δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί σωτήρος
ἡμῶν
Ἰησοῦ
Χριστοῦ.
Πρός
Τίτον β΄: 12-13
Αὐτός
ἦταν ὁ μεγάλος στάρετς Λέων, ὁ θεμελιωτής
τοῦ στάρτσεστβο στήν Ὄπτινα καί ὁ
πρῶτος πνευματικός λαξευτής τοῦ ἱεροῦ
ἀγάλματος πού ὀνομάζεται στάρετς
Ἀμβρόσιος.
Τῷ
Θεῷ δόξα!
Ἀμήν!
Συνεχίζεται...
Ἀπό
τό
βιβλίο:
“Ο
ΟΣΙΟΣ
ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ
ΤΗΣ
ΟΠΤΙΝΑ”
ΙΕΡΑ
ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ.
2Εἶναι γνωστός καί μέ τό ὄνομα Λεωνίδας, γιατί ἔτσι ὠνομαζόταν, πρίν τόν κείρουν Μεγαλόσχημο.
3Τό «μπάτουσκα» ἀποδίδεται σέ σεβάσμια καί προσφιλῆ συγχρόνως πρόσωπα, κατά κανόνα σέ κληρικούς καί μοναχούς, καί ἀντιστοιχεῖ μέ τήν ἔκφρασι, «πατερούλη μου», «καλέ μου πατερούλη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου