Τό δεύτερο ταξίδι στὴν Πετρούπολη.
Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος
Ἔφτασε λοιπόν ὁ καιρός τοῦ δευτέρου ταξιδιοῦ μου στήν Πετρούπολη, γιά τήν ἐπίσημη ἀνάληψη ἀπό τόν διάδοχο Ἀλέξιο τῆς προστασίας τῆς ἀδελφότητος. Τώρα εἶχα δωρεάν εἰσιστήριο πρώτης θέσεως γιά ὅλες τίς σιδηροδορμικές γραμμές τῆς χώρας.
Στήν πρωτεύουσα κατέλυσα πάλι στή Λαύρα τοῦ ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκυ.
Μόλις τακτοποίησα τά πράγματά μου, παρουσιάστηκα στό μητροπολίτη Ἀντώνιο. Ἐκεῖνος μέ πληροφόρησε ὅτι ὁ κυβερνητικός ἐπίτροπος στή Σύνοδο εἶχε ἀλλάξει. Τή θέση του Ι.Σ. Λουκιάνωφ εἶχε καταλάβει ὁ Β.Κ. Σάμπλερ. Ὁ δεσπότης μοῦ συνέστησε νά τόν ἐπισκεφθῶ στό γραφεῖο του, στή Σύνοδο, ἤ στό σπίτι του, στή λεωφόρο Αἰκατερίνοφσκυ, ἐνθαρρύνοντας με μέ τίς θετικές πληροφορίες γιά τό πρόσωπό του.
Πρωί-πρωί τήν ἄλλη μέρα ἀνέβαινα τίς σκάλες τῆς ἀρχοντικῆς κατοικίας τοῦ Σάμπλερ. Ἤθελα νά τόν προλάβω πρίν φύγει γιά τή Σύνοδο. Τήν ὥρα ἐκείνη κατέβαινε κάποιος ἡλικιωμένος κύριος, μέ ἱλαρό πρόσωπο καί λευκά γένια. Ἔμοιαζε νά εἶναι ἀξιωματοῦχος, γιατί φοροῦσε χρυσοκέντητη στολή, φορτωμένη μέ ἄστρα καί παράσημα.
-Πού πηγαίνετε, πάτερ; μέ ρώτησε εὐγενικά.
-Ζητῶ τόν ἐξοχώτατο κυβερνητικό ἐπίτροπο στήν Ἱερά Σύνοδο, τόν κύριο Σάμπλερ.
-Ποιός εἶστε; ἐνδιαφέρθηκε νά μάθει ὁ ἄγνωστος ἀριστοκράτης.
Συστήθηκα, καί ἐξήγησα μέ δύο λόγια τό λόγο τῆς ἐπισκέψεώς μου.
-Ὤ, χαίρομαι πού σᾶς γνωρίζω, π. Νέστορ. Ἔχω ἀκούσει πολλά γιά σᾶς καί τήν ἱεραποστολή σας στήν Καμτσάτκα. Μόνο πού ἤρθατε σέ ὥρα ἀκατάλληλη. Φεύγω γιά τά ἀνάκτορα... Ξέρετε, εἶμαι ὁ κυβερνητικός ἐπίτροπος Σάμπλερ!
Μέ ἀγκάλιασε ἐγκάρδια καί μέ ἀσπάστηκε τρεῖς φορές.
-Σᾶς ζητῶ συγνώμη, συνέχισε. Ἔχω συνάντηση μέ τόν τσάρο. Μέ τήν εὐκαιρία, θά τοῦ ἀναγγείλω καί τήν ἄφιξή σας στήν Πετρούπολη. Μοῦ εἶχε πεῖ ὅτι σᾶς περίμενε αὐτές τίς ἡμέρες. Ἀλλά, σᾶς παρακαλῶ, νά ἔρθετε νά μέ βρεῖτε σήμερα τό βράδυ... –κοντοστάθηκε, διστάζοντας νά συνεχίζει-... στίς δώδεκα τά μεσάνυχτα!..... Δυστυχῶς δέν θά εὐκαιρήσω νωρίτερα. Τό πρόγραμμά μου εἶναι γεμάτο... Λοιπόν, τί λέτε; Μπορεῖτε;
Καί βέβαια μποροῦσα. Ἡ ἀγάπη καί ἡ ἐγκαρδιότητά του μέ εἶχαν συγκινήσει.
Στίς δώδεκα τήν ἴδια νύχτα τόν περίμενα στήν αἴθουσα ὑποδοχῆς τοῦ μεγάρου του. Βρισκόταν ἐκεῖ καί τρεῖς ἄγνωστοί μου κληρικοί -ἕνας ἐπίσκοπος, ἕνας ἡγούμενος κι ἕνας πρωτοπρεσβύτερος- γιά δικές τους ὑποθέσεις.
Στίς μία ἡ ὥρα κατέφθασε. Σχεδόν ἀμέσως μέ κάλεσε στό γραφεῖο του. Μοῦ φέρθηκε μέ περισσή φιλοφροσύνη. Ἔδειξε ἀπεριόριστο ἐνδιαφέρον γιά τήν ἱεραποστολή τῆς Καμτσάτκας, ἐνῶ μέ διαβεβαίωσε καί γιά τή θετική στάση τοῦ τσάρου.
-Αὐτές τίς ἡμέρες, εἶπε, ὁ αὐτοκράτορας θά σᾶς δεχθεῖ καί θά θέσει τήν ἀδελφότητά σας ὑπό τήν αἰγίδα τοῦ διαδόχου.
Πράγματι, μετά ἀπό δύο μόλις ἡμέρες, στίς 20 Αὐγούστου τοῦ 1911, ἔλαβα μιά πρόσκληση γιά τά ἀνάκτορα. Πρίν ξεκινήσω, πῆρα μαζί μου παράσημα α΄ τάξεως, γιά νά τά προσφέρω τιμητικά στά μέλη τῆς βασιλικῆς οἰκογένειας, καθώς κι ἕνα ὡραῖο λεύκωμα μέ φωτογραφίες τῆς Καμτσάτκας, πού θά τό πρόσφερα σάν δῶρο στό προστάτη διάδοχο Ἀλέξιο.
Στήν πύλη τῶν ἀνακτόρων μέ ὑποδέχθηκε ἕνας ἀξιωματικός τῆς αὐτοκρατορικῆς φρουρᾶς. Μέ ὁδήγησε σέ μιά μεγάλη αἴθουσα, κομψά ἐπιπλωμένη.
-Μπορεῖτε νά περιμένετε ἐδῶ, εἶπε μ’ ἐπιτηδευμένη εὐγένεια, μέχρι νά σᾶς καλέσει ἡ Αὐτοῦ Μεγαλειότης. Ὥς τότε μπορεῖτε, ἄν θέλετε, νά πάρετε ἕνα τσάι.
Δέν ἀρνήθηκα νά δοκιμάσω τό βασιλικό τσάι, πού ἦταν πράγματι ἐκλεκτό.
Εἶχα μόλις ἀδειάσει τό φλυτζάνι μου, ὅταν ὁ ἀξιωματικός μέ κάλεσε νά τόν ἀκολουθήσω. Ὁ τσάρος θά μέ δεχόταν στόν Ἀλεξανδρινό Παλάτι.
Διασχίσαμε τό ὑπέροχο πάρκο τῶν ἀνακτόρων, ὅπου σεργιάνιζαν οἱ πριγκίπισσες καί οἱ κυρίες τῶν τιμῶν μέ τά χαρακτηριστικά γαλάζια φορέματά τους.
Στήν πύλη τοῦ μεγάρου μέ παρέλαβε ὁ πρίγκηπας Ἰωάννης Κωνσταντίνοβιτς Ρωμανώφ, ψηλός καί λυγερόκορμος, μέ ἐπίσημη στολή ἀξιωματικοῦ τῆς φρουρᾶς. Ζήτησε εὐχή καί μέ ὁδήγήσε σ’ ἕνα πολυτελή προθάλαμο.
Σέ βαρειές πολυθρόνες κάθονταν καί συζητοῦσαν μερικοί πρίγκιπες, ὑπουργοί καί ἀνώτεροι στρατιωτικοί. Ἀνάμεσά τους ἀναγνώρισα καί δυό ξένους μονάρχες, τόν βασιλιά τῆς Σερβίας Πέτρο22 καί τό βασιλιά τοῦ Μαυροβουνίου Νικόλαο23. Τούς ἤξερα ἀπό φωτογραφίες στίς ἐφημερίδες καί τά περιοδικά, πού τότε ἔγραφαν καθημερινά γι’ αὐτούς ἐξαιτίας τῶν βαλκανικῶν πολέμων.
Κάθησα παράμερα, νιώθοντας παρείσακτος μέσα σ’ ἐκεῖνο τό περιβάλλον.
Σέ λίγο μέ κάλεσε ὁ τσάρος. Μέ δέχθηκε σέ μιά ἄνετη, ἁπλά διακοσμημένη αἴθουσα. Δίπλα του στεκόταν ἡ τσαρίνα. Ἀνάμεσά τους διέκρινα ἕνα ὄμορφο ἀγοράκι μέ ναυτικό κουστούμι. Ἦταν ὁ τσάρεβιτς Ἀλέξιος.
Μετά τίς χαιρετιστήριες προσφωνήσεις, τό λόγο πῆρε ὁ τσάρος.
-Νά ὁ προστάτης τῆς Καμτσατκικῆς Ἀδελφότητός σας, π. Νέστορ, εἶπε μ’ ἕνα συγκρατημένο χαμόγελο, δείχοντας τό γιό του.
Εὐχαρίστησα μέ θερμά λόγια τούς βασιλεῖς γιά τήν εὔνοια καί τή συμπαράστασή τους στό ἔργο μου, καί κατόπιν ἀπηύθηνα μιά σύντομη προσλαλιά στό διάδοχο. Ὅταν ὁ Νικόλαος ἄρχισε νά μέ ρωτάει γιά τήν ἱεραποστολή στήν Καμτσάτκα, βρῆκα τήν εὐκαιρία νά παρουσιάσω τό λεύκωμα μέ τίς φωτογραφίες καί νά τό προσφέρω στόν Ἀλέξιο. Τελειώνοντας τή σύντομη διήγησή μου γιά τήν ἱεραποστολή, πρόσφερα καί στούς τρεῖς ἀπό ἕνα παράσημο τῆς ἀδελφότητος.
-Τώρα πᾶνε ὅλα καλά; Ρώτησε ὁ τσάρος, παίρνοντας στά χέρια τό παράσημό του.
-Μάλιστα, Μεγαλειότατε. Ἡ δημοσιότητα πού δόθηκε στήν ἵδρυση τῆς ἀδελφότητος, βοήθησε πολύ στήν αὐθόρμητη κινητοποίηση ἐθελοντῶν σ’ ὅλη τή χώρα. Σύντομα δημιουργοῦνται παραρτήματα στήν Πετρούπολη, στή Μόσχα, τό Κίεβο καί ἄλλες μεγάλες πόλεις. Θά περιοδεύσω σέ ὅλες, μετά ἀπό πρόσκληση τοπικῶν παραγόντων, γιά νά συντονίσω τίς ἐνέργειες ἱδρύσεως τῶν παραρτημάτων. Ἀποτολμῶ ὅμως νά ζητήσω ἄλλη μιά ἐξυπηρέτηση ἀπό τήν ἀγάπη σας. Νά παραχωρεῖτε κάθε χρόνο δωρεάν ἕνα βαγόνι-φορτηγό τοῦ τραίνου, πού θά κάνει τή διαδρομή Μόσχα- Βλαντιβοστόκ. Στή Μόσχα θά συγκεντρώνονται ὅλα τά πράγματα ἀπό τά τοπικά παραρτήματα –σχολικά εἴδη, τρόφιμα, ρουχισμός, ἐξοπλισμός ἐκκλησιῶν, φάρμακα, οἰκοδομικά ὑλικά- καί ἀπό κεῖ θά μεταφέρονται στό Βλαντιβοστόκ μ’ αὐτό τό βαγόνι, ἀπ’ ὅπου θά προωθοῦνται στήν Καμτσάτκα μέ πλοῖα.
-Τό αἴτημά σας θά ἱκανοποιηθεῖ, ἀποκρίθηκε συγκαταβατικά ὁ τσάρος. Καί κάτι ἀκόμα: Ἡ οἰκογένειά μας θέλει νά σᾶς προσφέρει ἕνα προκατασκευασμένο ναό. Νά περάσετε ἀπό τά χειμερινά ἀνάκτορα καί νά ζητήσετε τόν κόμητα Ροστόφτσεφ. Ἐκεῖνος θά σᾶς παραδώσει συσκευασμένα τά κομμάτια τοῦ ναοῦ. Ἐπιπλέον, ἡ βασίλισσα κι ἐγώ σᾶς δωρίζουμε μιά εἰκόνα τοῦ ὁσίου Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ.
-Ἄν θέλετε, πρόσθεσε ἡ βασίλισσα, μποροῦμε νά σᾶς δώσουμε μάλλινα ροῦχα, πού πλέκουν οἱ κόρες μου, γιά τούς γέροντες καί τά παιδιά τῆς Καμτσάτκας.
Τούς εὐχαρρίστησα καί τούς δύο γιά τά δῶρα τους, καί πρότεινα, ἡ ἐκκλησία πού πρόσφεραν, ν’ ἀναγερθεῖ στό πιό ἀπόκεντρο σημεῖο τῆς Χερσονήσου τῆς Καμτσάτκας καί ν’ ἀφιερωθεῖ στό νέο ἱεράρχη Ἱωάσαφ τοῦ Μπέλγκοροντ24, πού ὁ ἑορτασμός τῆς ἐπίσημης ἀνακηρύξεώς του θά γινόταν πανηγυρικά μετά ἀπό δεκαπέντε μέρες. Ἡ πρόταση ἐνθουσίασε τό μονάρχη.
-Θά παρευρεθεῖτε κι ἐσεῖς στίς ἑορτές; μέ ρώτησε.
-Ἐγώ; Θά εἶναι τόσος κόσμος ἐκεῖ, ὥστε, ἔτσι μικρόσωμος πού εἶμαι, φοβᾶμαι μή μέ ποδοπατήσουν! εἶπα χαριτολογώντας.
-Μήν ἀνησυχεῖτε, χαμογέλασε ὁ τσάρος. Θά βρίσκεστε ἀνάμεσα στούς ἐπισήμους. Λοιπόν, ὅλες τίς λεπτομέρειες γιά τή συμμετοχή σας θά τίς πληροφορηθεῖτε ἀπό τή μεγάλη πριγκίπισσα Ἐλισάβετ Φεοντόροβνα. Νά τήν ἐπισκεφθεῖτε στή Μόσχα. Θά σᾶς προσφέρει καί μιά ἱερατική στολή, δῶρο τῆς οἰκογένειάς μας σέ ὅλους τούς ἀρχιερεῖς καί ἱερεῖς, πού θά λάβουν μέρος στόν ἑορτασμό.
Εὐχαρίστησα μέ ἐγκαρδιότητα τό μονάρχη καί τοῦ ὑπέβαλα ἕνα τελευταῖο αἴτημα, πού ἀφοροῦσε τά παράσημα τῆς ἀδελφότητος. Τοῦ ζήτησα, καί ἀποδέχθηκε, νά ἐκδώσει διάταγμα, μέ τό ὁποῖο νά ἐπιτρέπεται στούς στρατιωτικούς νά φέρουν στό στῆθος τά παράσημα αὐτά. Πράγματι, τό διάταγμα, πού ἐκόδθηκε λίγο ἀργότερα, ὅριζε νά φέρονται τά παράσημά μας μετά ἀπό ἐκεῖνα τοῦ ἁγίου Στανισλάβ, πάνω σέ ταινία μέ τά χρώματα τῆς ρωσικῆς σημαίας (ἄσπρο, μπλέ καί κόκκινο).
Μόλις τελείωσσε ἡ ἀκρόαση, πῆγα στά χειμερνά ἀνάκτορα. Ἐκεῖ μοῦ ἔδειξαν μιά πλήρη σειρά ἐκκλησιαστικῶν εἰδῶν καί μερικά τεράστια ξύλινα κιβώτια, ὅπου εἶχαν συσκευάσει τά τμήματα τῆς ἐκκλησίας. Μοῦ ἔδωσαν ἐπίσης τήν προσφορά τῆς βασίλισσας, μερικές ἑκατοντάδες μάλλινων ἐνδυμάτων, καθώς καί χίλια ρούβλια ἀπό τόν τσάρο γιά τά ἔξοδα τοῦ ταξιδιοῦ μου.
Μετά ἀπό δύο μέρες, ἡ χήρα αὐτοκράτειρα Μαρία Φεοντόροβνα μέ προσκάλεσε στό ἀνάκτορο Ἀνίτσκιν. Ἦταν πάντα τό ἴδιο προσηνής καί καλωσυνάτη. Ἡ πρώτη της ἐρώτηση, μετά τήν ἀνταλλαγή τῶν συνηθισμένων χαιρετισμῶν ἦταν:
-Σέ τί μπορῶ νά σᾶς φανῶ χρήσιμη, π. Νέστορ;
Τῆς ζήτησα νά φροντίσει γιά τήν ἀποστολή στήν Καμτσάτκα δέκα ἐθελοντριῶν ἀδελφῶν νοσοκόμων, γιά τή στοχειώδη ἔστω ἐξυπηρέτηση τῶν ἀσθενῶν ἰθαγενῶν. Εἰσηγήθηκα μάλιστα, οἱ νοσοκόμες αὐτές νά προέρχονται ἀπό τή σιβηριανή ὁμάδα τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ, γιατί θά προσαρμόζονταν εὔκολα στίς κλιματολογικές συνθῆκες τῆς Καμτσάτκας, παρόμοιες μ’ ἐκεῖνες τῆς Σιβηρίας.
Ἡ χήρα αὐτοκράτειρα ἀποδέχθηκε πρόθυμα τήν παράκλησή μου. Οἱ εὐλογίες τοῦ Θεοῦ διαδέχονταν ἡ μία τήν ἄλλη....
Πρίν ἐπιστρέψω στήν Καμτσάτκα, ἀσχολήθηκα γιά ἀρκετό καιρό μέ τήν ἵδρυση τῶν παραρτημάτων τῆς ἀδελφότητος σέ μεγάλες πόλεις.
Στήν Πετρούπολη, πρόεδρος τοῦ τοπικοῦ παραρτήματος ἀναδείχθηκε ὁ γνωστός εὐγενής Σβάρτς, καί ἀντιπρόεδρος ὁ πρωτοπρεσβύτερος π. Ἀλέξανδρος Ντερνώφ, προϊστάμενος τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῶν ἁγίων Πέτρου καί Παύλου. Μέλη τοῦ διοικητικοῦ συμβουλίου ἦταν πολλά ἐπιφανή πρόσωπα τῆς πρωτεύουσας.
Μετά τήν Πετρούπολη πῆγα στή Μόσχα. Στό Κρεμλίνο, στή μονή Τσούντωφ, ἦταν ἀποθηκευμένα ἤδη πολλά πράγματα, πού θά στέλνονταν στό Βλαντιβοστόκ μέ προορισμό τήν Καμτσάτκα. Πρόεδρος τοῦ μσοχοβίτικου παραρτήματος τῆς ἀδελφότητος ἀνέλαβε ὁ βοηθός ἐπίσκοπος τοῦ μητροπολίτη Μόσχας καί ἡγούμενος τῆς μονῆς Τσούντωφ Ἀρσένιος.
Στό Κίεβο, μετά ἀπό διάλεξη πού ἔκανα στήν ἐκκλησιαστική ἀκαδημία τῆς πόλεως γιά τούς σκοπούς τῆς ἀδελφότητος, πρόεδρος τοῦ τοπικοῦ παραρτήματος ἀνέλαβε ὁ ἐπίσκοπος Ἰννοκέντιος, πρύτανις τῆς σχολῆς.
Ὅλα τά παραρτήματα διενεργοῦσαν συστηματικούς ἐράνους γιά τήν ἐνίσχυση τῆς ἀδελφότητος, ἀπονέμοντας στούς δωρητές παράσημα ἀνάλογα μέ τήν εἰσφορά τους. Τό παράσημο τῆς α΄ τάξεως δινόταν σέ δωρητή ποσοῦ 300 ρουβλίων καί πάνω, τῆς β΄ τάξεως 75 ρουβλίων, τῆς γ΄ τάξεως 50 ρουβλίων καί τῆς δ΄ τάξεως 25 ρουβλίων καί πάνω.
Παράλληλα συγκέντρωναν σχολικά εἴδη,ἐκκλησιαστικά ἀντικείμενα καί σκεύη, φάρμακα, ρουχισμό, κ.ἄ. Ὅλ’ αὐτά στέλνονταν κάθε χρόνο μέ εἰδικό ἐμπορικό βαγόνι στό Βλαντιβοστόκ καί ἀπό κεῖ μεταφέρονταν ἀτμοπλοϊκά στήν Καμτσάτκα.
Τό πιό θαυμαστό εἶναι ὅτι ἔφταναν ὥς ἐκεῖ καί ἀρκετά προκατασκευασμένα οἰκήματα σέ τεμάχια. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Εὐσέβιος ἐπιστατοῦσε προσωπικά στήν ταξινόμηση καί τήν προώθηση τους μέ πλοῖα στήν Καμτσάτκα, ὅπου συναρμολογοῦνταν σέ ἐκκλήσίες, σχολεῖα, νοσοκομεία, ἄσυλα κ.λπ.
Ἔρχεται τώρα στή μνήμη μου κι ἕνα περιστατικό, πού συνέβη μέ κάποιο ἀπό τά πλοῖα τῆς γραμμῆς. Περιστατικό δυσάρεστο, πού τελικά ὅμως βγῆκε σε καλό τῆς ἱεραποστολῆς.
Τό καλοκαίρι τοῦ 1910 τό πλοῖο «Κοστρόμα», γεμάτο τουρίστες, ἐκτελοῦσε τή διάδρομή Πετροπαυλόφσκ-Τσουκότσκ, πιάνοντας σ’ ὅλα τά ἐνδιάμεσα λιμάνια. Πλήρωμα καί ἐπιβάτες γλεντοῦσαν, χόρευαν, μεθοῦσαν, ἀσώτευαν....
Μιά νύχτα, ἀπό ἀπροσεξία τοῦ καπετάνιου, ἐξόκειλε στό ἀκρωτήριο Καραγίνσκ. Ἔπεσε σέ ξέρα, στά ρηχά, ἔγειρε στό πλάι καί χώθηκε βαθιά μέσα στήν ἄμμο τῆς παραλίας.
Στόν πανικό πού δημιουργήθηκε καί στήν προσπάθεια ἀποκολλήσεως τοῦ πλοίου, σκοτώθηκε, δέν ξέρω πῶς ἕνας ναύτης. Τόν ἔθαψαν στήν ἀκτή. Τό πλήρωμα καί οἱ ἐπιβάτες δέν μποροῦσαν νά κάνουν τίποτα. Τά τεχνητά τους μέσα ἦταν ἀνεπαρκή, καί βοήθεια ἀπό τό Βλαντιβοστόκ δέν μποροῦσαν νά περιμένουν σύντομα.
Ὁ χρόνος κυλοῦσε βασανιστικά, χωρίς ἀποτέλεσμα καί χωρίς ἐλπίδα, ὅταν ξαφνικά φάνηκε κάποιο γιαπωνέζικο πλοῖο. Σύμφωνα μέ τούς διεθνεῖς ναυτικούς κανονισμούς, ὄφειλε νά συνδράμει τό πλοῖο καί τούς ἐπιβάτες του. Ἀλλοίμονο ὅμως.... Οἱ ἰάπωνες, μέ δεξιοτεχνία ἔμπειρων πειρατῶν, λεηλάτησαν τόν «Κοστρόμα» κι ἔφυγαν σάν κύριοι, ἀποκομίζοντας ὅ,τι μποροῦσαν ν’ ἁρπάξουν -ἀκόμα καί τά τριμμένα βελούδινα καλύμματα τῶν ἐπίπλων- κι ἀφήνοντας ἀβοήθητους καί ἄναυδους τούς τρομοκρατημένους ναυαγούς.
Ὅταν κάποτε κατέφθασε ἕνα ρωσικό ναυαγοσωστικό ἀπό τό Βλαντιβοστόκ, ἀπό τό ἄτυχο πλοῖο δέν εἶχε ἀπομείνει παρά μόνο τό γυμνό σκαρί του. Ἔτσι, παρέλαβε μόνο τούς ταλαιπωρημένους ἐπιβάτες τους κι ἔφυγε.
Μετά ἀπό λίγο καιρό πῆρα ἕνα τηλεγράφημα ἀπό τό διευθυντή τῆς ναυτιλιακῆς ἑταιρείας, στήν ὁποία ἀνῆκε τό «Κοστρόμα». Μέ παρακαλοῦσε νά πάω, κατά τή χειμερινή ἱεραποστολική περιοδεία μου, μέχρι τό ἀκρωτήριο Καραγίνσκ, νά ἐξετάσω σέ τί κατάσταση βρισκόταν τό πλοῖο καί νά τοῦ ὑποβάλω σχετική ἔκθεση.
Πράγματι, ἱκανοποιώντας τήν παράκλησή του, ἔφτασα ὥς ἔκεῖ μέ ἕλκηθρο,
πού τό ἔσερναν σκυλιά. Οἱ συνοδοιπόροι μου κι ἐγώ ἀντικρύσαμε ἕνα
θλιβερόν θέαμα.
Μέσα στό γκρίζο, μελαγχολικό, χειμωνιάτικο τοπίο, μέσ’ ἀπό τ’ ἀφρισμένα θεόρατα κύματα μιᾶς λυσσασμένης θάλασσας, ξεπρόβαλε ὁ σκοῦρος ὄγκος τοῦ πλαγιασμένου πλοίου. Λές κι ἦταν τό νεκρό σῶμα μιᾶς τεράστιας φάλαινας, πού ἡ ἀγριεμένη θάλασσα εἶχε ξεβράσει στήν παραλία, σαβανωμένο, ἀπό τό μέρος τῆς στεριᾶς, μ’ ἕνα στρῶμα πάγου.
Λίγο πιό πέρα διακρίναμε ἕνα πρόχειρο σταυρό. Ἦταν ὁ τάφος τοῦ νεκροῦ ναύτη. Ἡ μιά πλευρά τοῦ «Κοστρόμα» ἦταν βυθισμένη μέσα στό νερό, ἐνῶ ἡ ἄλλη, σηκωμένη ψηλά, ἀρνιόταν νά ὑποκύψει στό ἀλύπητο μαστίγωμα τῶν κυμάτων. Ὁ παγωμένος ἀέρας, πού τρυποῦσε κι ἔκαιγε τά πρόσωπά μας, εἶχε ξεσκίσει τά πανιά τοῦ πλοίου. Τά τελευταῖα κουρέλια τους κρέμονταν ἐλεεινά ἀπό τά ὁριζοντιωμένα κατάρτια.
Μέ τή βοήθεια ἑνός καμτσαντάλου σκαρφάλωσα καί χώθηκα στό ἐσωτερικό τοῦ πλοίου. Μέ ἀκολούθησαν κι ἄλλοι συνοδοιπόροι μου. Μέ πολύ κόπο, μέ μιά ἀναμμένη δάδα στό χέρι, σκύβοντας ἤ καί ἕρποντας κάπου-κάπου, ἐρευνήσαμε ὅλα τά τμήματα τοῦ σκοτεινοῦ ἐσωτερικοῦ τοῦ «Κοστρόμα». Παντοῦ ἦταν φανερά τά ἴχνη τῆς ἄγριας λεηλασίας πού εἶχε ὑποστεῖ ἀπό τούς ἰάπωνες. Δέν εἶχε ἀπομείνει τίποτα...
Ὅταν ἐπέστρεψα στό Πετροπαυλόφσκ, ὑπέβαλα μιά ἀναφορά στό διευθυντή τῆς ἑταιρείας. Ἀπάντησε μέ εὐχαριστήρια ἐπιστολή γιά τήν ἐπιτόπια ἔρευνά μου, καί μοῦ γνωστοποιοῦσε ὅτι, ἐπειδή τό «Κοστρόμα» ἦταν ἀχρηστευμένο πιά καί ἀσύμφορο γιά ὁποιαδήποτε θαλάσσια ἐκμετάλλευση, παραδινόταν σάν δῶρο στήν Καμτσατκική Ἀδελφότητα, πού μποροῦσε νά τό χρησιμοποιήσει γιά τούς σκοπούς της.
Τό ἴδιο καλοκαίρι, μέ τή βοήθεια συνεργείου ἰθαγενῶν, διαλύσαμε τό πλοῖο. Μέ τήν ξυλεία του κατασκευάσαμε στό κοντινό χωριό Καραγκά ἕναν ἱεραποστολικό σταθμό μέ σχολεῖο. Ὅση ἀπόμεινε, τή χάρισα στό ντόπιο πληθυσμό, γιά νά τή χρησιμοποιήσει σέ διάφορες κατασκευές.
Μέσα στό γκρίζο, μελαγχολικό, χειμωνιάτικο τοπίο, μέσ’ ἀπό τ’ ἀφρισμένα θεόρατα κύματα μιᾶς λυσσασμένης θάλασσας, ξεπρόβαλε ὁ σκοῦρος ὄγκος τοῦ πλαγιασμένου πλοίου. Λές κι ἦταν τό νεκρό σῶμα μιᾶς τεράστιας φάλαινας, πού ἡ ἀγριεμένη θάλασσα εἶχε ξεβράσει στήν παραλία, σαβανωμένο, ἀπό τό μέρος τῆς στεριᾶς, μ’ ἕνα στρῶμα πάγου.
Λίγο πιό πέρα διακρίναμε ἕνα πρόχειρο σταυρό. Ἦταν ὁ τάφος τοῦ νεκροῦ ναύτη. Ἡ μιά πλευρά τοῦ «Κοστρόμα» ἦταν βυθισμένη μέσα στό νερό, ἐνῶ ἡ ἄλλη, σηκωμένη ψηλά, ἀρνιόταν νά ὑποκύψει στό ἀλύπητο μαστίγωμα τῶν κυμάτων. Ὁ παγωμένος ἀέρας, πού τρυποῦσε κι ἔκαιγε τά πρόσωπά μας, εἶχε ξεσκίσει τά πανιά τοῦ πλοίου. Τά τελευταῖα κουρέλια τους κρέμονταν ἐλεεινά ἀπό τά ὁριζοντιωμένα κατάρτια.
Μέ τή βοήθεια ἑνός καμτσαντάλου σκαρφάλωσα καί χώθηκα στό ἐσωτερικό τοῦ πλοίου. Μέ ἀκολούθησαν κι ἄλλοι συνοδοιπόροι μου. Μέ πολύ κόπο, μέ μιά ἀναμμένη δάδα στό χέρι, σκύβοντας ἤ καί ἕρποντας κάπου-κάπου, ἐρευνήσαμε ὅλα τά τμήματα τοῦ σκοτεινοῦ ἐσωτερικοῦ τοῦ «Κοστρόμα». Παντοῦ ἦταν φανερά τά ἴχνη τῆς ἄγριας λεηλασίας πού εἶχε ὑποστεῖ ἀπό τούς ἰάπωνες. Δέν εἶχε ἀπομείνει τίποτα...
Ὅταν ἐπέστρεψα στό Πετροπαυλόφσκ, ὑπέβαλα μιά ἀναφορά στό διευθυντή τῆς ἑταιρείας. Ἀπάντησε μέ εὐχαριστήρια ἐπιστολή γιά τήν ἐπιτόπια ἔρευνά μου, καί μοῦ γνωστοποιοῦσε ὅτι, ἐπειδή τό «Κοστρόμα» ἦταν ἀχρηστευμένο πιά καί ἀσύμφορο γιά ὁποιαδήποτε θαλάσσια ἐκμετάλλευση, παραδινόταν σάν δῶρο στήν Καμτσατκική Ἀδελφότητα, πού μποροῦσε νά τό χρησιμοποιήσει γιά τούς σκοπούς της.
Τό ἴδιο καλοκαίρι, μέ τή βοήθεια συνεργείου ἰθαγενῶν, διαλύσαμε τό πλοῖο. Μέ τήν ξυλεία του κατασκευάσαμε στό κοντινό χωριό Καραγκά ἕναν ἱεραποστολικό σταθμό μέ σχολεῖο. Ὅση ἀπόμεινε, τή χάρισα στό ντόπιο πληθυσμό, γιά νά τή χρησιμοποιήσει σέ διάφορες κατασκευές.
Κατά τήν παραμονή μου στήν Πετρούπολη, κοντά στά τρεχάματα, τίς ἀγωνίες, τίς λύπες καί τίς ἐκπλήξεις, πού ὁδήγησαν τελικά στήν ἵδρυση τῆς ἀδελφότητος, ὑπῆρξαν καί περιστάσεις κωμικές ἤ μᾶλλον κωμικοτραγικές. Ὀφείλονταν στήν ἄγνοια καί τήν ἀπαιδευσία τόσο τῆς πρωτευουσιάνικης ἀριστοκρατίας, τῶν τότε κοινωνικῶν καί πολιτικῶν παραγόντων, ὅσο καί τοῦ δημοσιογραφικοῦ κόσμου.
Βρισκόμουν στό κελλί μου, στήν Λαύρα τοῦ ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκυ, σέ κατάσταση ψυχικῆς εὐφορίας καί ἱκανοποιήσεως γιά τήν καλή πορεία τῆς ἀδελφότητος.
Ἀπροσδόκητα ἦρθε νά μέ βρεῖ ὁ θεοφιλέστατος Γιαμπούρσκ Νίκανδρος, βοηθός ἐπίσκοπος τοῦ μητροπολίτη Ἀντωνίου. Μοῦ μετέφερε εὐλογία καί συνάμα ἐντολή τοῦ προϊσταμένου του, νά ἀνεβῶ στό βῆμα τῆς μεγάλης αἴθουσας διαλέξεων τοῦ μητροπολιτικοῦ μεγάρου τῆς Πετρουπόλεως, καί νά μιλήσω μέ θέμα –τί ἄλλο- τήν Καμτσάτκα καί τήν ἐκεῖ ἱεραποστολική μου δραστηριότητα.
Ἡ εἴδηση μέ τάραξε λίγο, γιατί γνώριζα ὅτι σ’ ἐκείνη τήν αἴθουσα, τή μεγαλύτερη καί ἐπισημότερη τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, μιλοῦσαν συνήθως οἱ διαπρεπέστερες ἐκκλησιαστικές, ἐπιστημονικές καί πνευματικές προσωπικότητες, καί μάλιστα μπροστά σέ πολυπληθές καί ἀπαιτητικό ἀκροατήριο. Προσπάθησα λοιπόν νά βρῶ κάποια δικαιολογία γιά ν’ ἀρνηθῶ, ἀλλά ὁ ἐπίσκοπος Νίκανδρος ἦταν ἀνυποχώρητος.
-Οἱ ἐντολές πού ἔχω εἶναι σαφεῖς, εἶπε. Ἡ διάλεξη θά γίνει τήν ἑπόμενη Κυριακή. Θά σᾶς τιμήσουν μάλιστα μέ τήν παρουσία τους ὅλα τά μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου!
Ἡ τελευταία πληροφορία ἔκανε τήν ταραχή μου ἀκόμα ἐντονότερη. Τί νά ἔκανα ὅμως;
Ἡ δημοσιότητα πού δόθηκε ἦταν μεγαλύτερη ἀπ’ ὅσο περίμενα. Προσκλήσεις τυπώθηκαν καί μοιράστηκαν μέ ἐντολή του κ. Σάμπλερ. Οἱ πρωτευουσιάνικες ἐφημερίδες πληροφόρησαν τό πλατύ κοινό γιά τήν ὁμιλία μου. Κι ἐγώ, μέ ἐνδόμυχο φόβο, ἄρχισα νά ἑτοιμάζομαι. Εἶχα μαζί γύρω στίς διακόσιες φωτογραφικές πλάκες ἀπό τή ζωή τῆς Καμτσάτκα. Πῆγα σ’ ἕνα εἰδικό ἐργαστήριο καί παρήγγελα ἰσάριθμες ἔγχρωμες διαφάνειες.
Τό πρωί τῆς 4ης Δεκεμβρίου, ἡμέρας τῆς πρώτης μου δημοσίας ἐμφανίσεως, μέ κυρίεψε νευρικότητα καί ἀνασφάλεια.
Ἡ κακοδιαθεσία μου χειροτέρεψε μ’ ἕνα ἐπιπόλαιο δημοσίευμα τῆς «Πετρουπολίτικης Ἐφημερίδας». Ἔπεσε στά χέρια μου τό ἡμερήσιο φύλλο τῆς πρωτευουσιάνικης αὐτῆς ἐφημερίδας, καί τί νά δῶ! Σέ μιά ἐσωτερική σελίδα ὑπῆρχε ἡ φωτογραφία ἑνός νέγρου μοναχοῦ. Φοροῦσε ράσο καί καλυμμαύχι ἑλληνικοῦ σχήματος. Ἦταν μαῦρος, κατάμαυρος! Μόνο τό ἀσπράδι τῶν ματιῶν του ξεχώριζε, καθώς καί τά κάτασπρα δόντια του, πού ἀποκαλύπτονταν πίσω ἀπό τά χαμογελαστά σαρκώδη χείλη του. Πάνω ἀπό τή φωτογραφία ἔγραφε μέ παχιά μαῦρα γράμματα: ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΝΕΣΤΡΩΡ, ΚΑΜΤΣΑΤΚΙΚΟΣ ΝΕΓΡΟΣ.
Ὦ Θεέ μου! Τί ἦταν αὐτό πάλι!
Ἀλλά καί ἡ ἐπεξήγηση τῆς λεζάντας, κάτω ἀπό τή φωτογραφία, δέν ἦταν λιγότερο... ἔξυπνη:
«Ὁ νέγρος ἱερομόναχος Νέστωρ ἀπό τή Καμτσάτκα, θά μιλήσει σήμερα τό βράδυ στό μητροπολιτικό μέγαρο τῆς ὁδοῦ Στρεμιάναγια γιά τό μακρινό τόπο, ὅπου ὑπηρετεῖ, πηγαίνοντας μέ βάρκα ἀπό κεῖ μέχρι τή Τζαμάικα γιά νά τελέσει ἱεροπραξίες. Δέν γνωρίζει καλά τή ρωσική γλώσσα, κατέχει ὅμως ἄριστα τήν ἀγγλική. Ἡ εἴσοδος θά εἶναι ἐλεύθερη». Μετά ἀπό κάμποση σκέψη, πλησίασα τό τηλέφωνο καί σχημάτισα τόν ἀριθμό τῆς ἐφημερίδας. Μέ φωνή φανερά ταραγμένη ζήτησα τόν διευθυντή.
Δέν περίμενα πολύ.
-Παρακαλῶ;
-Ὁ κύριος διευθυντής;
-Μάλιστα. Μέ ποιόν ἔχω τήν τιμή νά μιλῶ;
-Ἀκοῦστε, κύριε διευθυντά. Μαζί σας μιλάει σέ ἄπταιστη ρωσική γλώσσα ὁ νέγρος ἱερομόναχος Νέστωρ, πού εἶναι τόσο νέγρος, ὅσο κι ἐσεῖς αἰθίοπας!
-Μά ... τί συμβαίνει; Πῶς μιλᾶτε ἔτσι; διαμαρτυρήθηκε μέ ἀγανάκτηση ὁ διευθυντής.
-Πάρτε στά χέρια σας τό σημερινό φύλλο τῆς ἐφημερίδας πού διευθύνετε, καί δεῖτε ἐκεῖ πῶς μέ παρουσιάζετε. Παρακαλῶ νά ἐρευνήσετε τήν ὑπόθεση καί νά μ’ ἐνημερώσετε γιά τήν αἰτία αὐτῆς τῆς φάρσας!
Μέ πολύ κόπο συγκρατοῦσα τά γέλια. Τοῦ ἔδωσα τόν ἀριθμό τοῦ τηλεφώνου μου, μαζί μέ μερικές πρόσθετες διευκρινίσεις, καί περίμενα δίπλα στή συσκευή. Μέ διαβεβαίωσε ὅτι σέ λίγο θά μοῦ τηλεφωνοῦσε. Πράγματι, δέν πέρασε μιά ὥρα, καί στό αὐτί μου ἠχοῦσε πάλι ἡ ἴδια φωνή. Ὁ διευθυντής φαινόταν τώρα λυπημένος.
-Σᾶς ζητῶ εἰλικρινά συγγνώμη, π. Νέστορ. Ὅλο τό κακό ὀφείλεται σέ μιά μεγάλη, σέ μιά τραγική παρεξήγηση. Τό ξέρω, βέβαια, ὅτι τώρα εἶναι πολύ ἀργά, ἀλλά τί νά κάνουμε; Νά, φταίει ἡ... ἡ ... πῶς νά τήν πῶ.... ἡ ἀπίστευτη ἀμάθεια καί ἐπιπολαιότητα ἑνός δημοσιογράφου μας. Ἐμεῖς τόν στείλαμε στή Λαύρα γιά νά βρεῖ τόν ἱεραπόστολο τῆς Καμτσάτκας Νέστορα -ἐσᾶς δηλαδή- καί νά τοῦ πάρει συνέντευξη. Ἀλλ’ αὐτός ὁ ἀστοιχείωτος, μήν ἔχοντας ἰδέα πού βρίσκεται αὐτή ἡ παράξενη Καμτσάτκα, ἀνταμώθηκε στήν πύλη τῆς Λαύρας μ’ ἕνα νέγρο μοναχό, καί φαντάστηκε πώς εἶστε ἐσεῖς. Τόν σταμάτησε καί τόν ρώτησε: «Καμτσάτκα;». Ὁ νέγρος βρέθηκε σέ ἀμηχανία καί ἀποκρίθηκε μισογελώντας: «Τζαμάικα!». Στή σύντομη «συζήτηση» πού ἀκολούθησε, οὔτε ὁ δημοσιογράφος καταλάβαινε τόν νέγρο οὔτε ὁ νέγρος τό δημοσιογράφο, γιατί μιλοῦσαν σέ διαφορετικές γλῶσσες. Ὁ ἕνας στά ρωσικά καί ὁ ἄλλος ἀγγλικά. Αὐτό βέβαια δέν ἐμπόδισε τό χαρισματοῦχο δημοσιογράφο μας μέ τήν ἀχαλίνωτη φαντασία, νά συντάξει τό μικρό πληροφοριακό κείμενο, πού εἴδατε σήμερα στήν ἐφημερίδα μας.
Ὁ διευθυντής ἀναστέναξε βαθιά ἀπό τό τηλέφωνο.
-Τί νά σᾶς πῶ, π. Νέστωρ; Δέν ἔχω λόγια ν’ ἀπολογηθῶ.
Διαπιστώνοντας τήν εἰλικρινή λύπη του, ἔνιωσα τώρα κάπως ἔνοχος πού τόν μάλωσα στήν ἀρχή. Ἀλλά πῶς νά τό κάνουμε; Τέτοια λάθη εἶναι ἀδικαιολόγητα γιά μιά σοβαρή ἐφημερίδα.
Ὅπως ἀποδείχθηκε ἀργότερα, τίς ἡμέρες ἐκεῖνες ἔμενε στή Λαύρα κι ἕνας νέγρος μοναχός ἀπό τό νησί Τζαμάικα, πού λεγόταν Ραφήλ. Αὐτόν εἶδε ὁ τετραπέρατος δημοσιογράφος τῆς «Πετρουπολίτικης Ἐφημερίδας», καί τόν πέρασε γιά τόν ἱερομόναχο Νέστορα ἀπό τή Καμτσάτκα!
Πολλές δεκάδες μέτρα πρίν ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ μητροπολιτικοῦ μεγάρου ἡ ἅμαξα ἀκινητοποιήθηκε. Ὁ ἁμαξάς δήλωσε πώς ἀδυνατοῦσε νά προχωρήσει. Γιατί;...... Ἁπλούστατα, ἐπειδή ὁ φαντασιόπληκτος ἐκεῖνος δημοσιογράφος τῆς «Πετρουπολίτικης Ἐφημερίδας» εἶχα κατορθώσει μέ τό ἀπίθανο δημοσίευμά του νά μαζέψει τόσο κόσμο, πού ποτέ πρίν δέν εἶχε συγκεντρωθεῖ σέ παρόμοια ἐκδήλωση. Ἕνα πλῆθος ἑκατοντάδων ἀτόμων συνωστίζονταν στό δρόμο καί πάσχιζε νά εἰσχωρήσει στήν αἴθουσα διαλέξεων, πράγμα ἀδύνατο ὅμως, ἀφοῦ ἦταν ἤδη ἀσφυκτικά γεμάτη.
Κατέβηκα ἀναγκαστικά ἀπό τήν ἅμαξα, ἀλλά καί πεζός δέν μποροῦσα ν’ ἀνοίξω τό δρόμο μέσα στό πλῆθος. Ὅσο ἔσπρωχνα, τόσο μέ ἀπωθοῦσαν πάλι πρός τά πίσω. Καί δέν φαινόταν πρόθυμοι ν’ ἀκούσουν τίς παρακλήσεις καί τίς ἐξηγήσεις μου.
-Μά δέν βλέπετε, μπάτουσκα, διαμαρτυρήθηκε εὐγενικά ἕνας μεσόκοπος ἄντρας, πού οὔτε κι ἐμεῖς, ἐνῶ περιμένουμε τόσην ὥρα πρίν ἀπό σᾶς, δέν μποροῦμε νά μποῦμε στήν αἴθουσα γιά νἀ ἀκούσουμε τό νέγρο μοναχό;
Ἦταν φανερό πώς κάθε ἀπάντηση ἤ διευκρίνιση δική μου δέν θά ἔπιανε τόπο.
Ὡστόσο ἔπρεπε νά μπῶ μέσα. Ἔπρεπε, ἀφοῦ ἐγώ ἤμουν ὁ ... νέγρος πού θά μιλοῦσε!
Ἄρχισα νά σπρώχνω καί νά στριμώχνομαι, ὥσπου μέ πολλή ταλαιπωρία, κατόρθωσα νά βρεθῶ στό προθάλαμο τῆς αἴθουσας διαλέξεων. Ἀλλά καί ἐδῶ ὑπῆρχε τό ἀδιαχώρητο. Χαλασμός γινόταν γύρω μου. Φωνές, παράπονα, διαπληκτισμοί.
Σφηνώθηκα στήν πόρτα. Ἐκεῖ συνειδητοποίησα πώς ἦταν ἐντελῶς ἀδύνατο νά προχωρήσω περισσότερο. Εὐτυχῶς ὅμως, μ’ ἔπιασε τό ἀεικίνητο βλέμμα τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Ντερνώφ, πού πρόσφατα εἶχε ἐκλεγεῖ πρόεδρος τοῦ παραρτήματος τῆς ἀδελφότητος στήν Πετρούπολη. Ὁ π. Ἀλέξανδρος ἀνέβηκε ἀμέσως στό βῆμα, καί ἀπό κεῖ φώναξε στό συγκεντρωμένο πλῆθος ν’ ἀνοίξει δρόμο γιά νά περάσω. Κατόπιν τούς ἐξήγησε μέ συντομία πῶς εἶχε ἡ ἀλήθεια σχετικά μέ τόν δῆθεν νέγρο μοναχό.
Ἡ ὀχλαγωγία καί οἱ συζητήσεις ἔπαψαν, καθώς ἄρχισαν νά μπαίνουν στήν αἴθουσα οἱ συνοδικοί μητροπολίτες, ἀρχιεπίσκοποι καί ἐπίσκοποι, πού κάθησαν στήν πρώτη σειρά, πίσω ἀπό ἕνα μεγάλο τραπέζι. Ἀνάμεσά τους, στήν κεντρική πολυθρόνα, κάθησε ὁ μητροπολίτης Πετρουπόλεως Ἀντώνιος. Ἀμέσως ἔβγαλε ἀπό τό χαρτοφύλακά του τήν «Πετρουπολίτικη Ἐφημερίδα» καί μέ φώναξε κοντά του.
-Τί εἶν’ αὐτό; ρώτησε μισοαστεῖα-μισοσοβαρά, δείχνοντας τή φωτογραφία τοῦ νέγρου.
Τοῦ διηγήθηκα ὅ,τι μοῦ εἶχε πεῖ ὁ διευθυντής τῆς ἐφημερίδας. Οἱ συνοδικοί ἀρχιερεῖς εἶχαν σκύψει καί μ’ ἄκουγαν μέ συγκρατημένα χαμόγελα. Ὅταν ὅμως τελείωσα, ὅλοι τους, μή μπορώντας πιά νά κρατηθοῦν, ξεκαρδίστηκαν στά γέλια.
Σηκωθήκαμε καί κάναμε προσευχή. Μετά ἀπό σύντομη εἰσήγηση τοῦ π. Ἀλεξάνδρου Ντερνώφ, ἀνέβηκα στό βῆμα. Περίεργα, κάθε φόβος εἶχε ἐξατμισθεῖ. Ἡ ταραχή τῶν περασμένων ἡμερῶν εἶχε δώσει τή θέση της σέ μιά σταθερή ἠρεμία καί σιγουριά.
Πρῶτα-πρῶτα ἐξήγησα χαμογελώντας στό ἀκροατήριο, ὅτι στήν Καμτσάτκα δέν ὑπάρχουν νέγροι. Ὁ νέγρος μοναχός Νέστωρ, πού πήγαινε κωπηλατώντας μέ βάρκα ἀπό τή βόρεια παγωμένη Καμτσάτκα στήν τροπική καυτή Τζαμάικα (!), δέν ἦταν παρά δημιούργημα τῆς φαντασίας ἑνός ἀνεύθυνου δημοσιογράφου.
Ἅρπαξα ὅμως αὐτήν τήν εὐκαιρία γιά νά ὑπογραμίσω, ὅτι ἡ χτυπητή ἄγνοια τοῦ δημοσιογράφου δέν ἦταν φαινόμενο μοναδικό. Ἀποκάλυπτε καί πιστοποιοῦσε τό μέγεθος τῆς ἄγνοιας ὁλοκλήρου τοῦ λαοῦ μας γιά τό μακρινό αὐτό κομμάτι τῆς πατρίδας μας.
Γι’ αὐτό τό λόγο ἀναφέρθηκα μέ λεπτομέρειες στήν περιοχή τῆς Καμτσάτκας, τούς κατοίκους της, τή ζωή τους, τά ἤθη καί ἔθιμά τους, τίς συνήθειες καί τίς ἀσχολίες τους. Μετά μίλησα γιά τήν ἱεραποστολή, τά προβλήματα καί τίς δυσκολίες της, τίς ἐλλείψεις καί τίς ἀνάγκες της, τίς ἐπιτεύξεις καί τούς στόχους της.
-Στό τέλος τῆς ὁμιλίας πρόβαλα καί τίς διαφάνειες ἀπό τή ζωή τῆς Καμτσάτκα. Καθεμιά εἰκόνα γινόταν δεκτή μ’ ἐπιφωνήματα θαυμασμοῦ καί ἐκπλήξεως, πού κατασίγαζαν μόνο ὅταν ἐξηγοῦσα τί παρίσταναν.
Μετά τό τέλος τῆς προβολῆς, ὁ μητροπολίτης Ἀντώνιος ἀνέβηκε στό βῆμα καί ἀνακοίνωσε τήν περιφορά δίσκου γιά τίς ἀνάγκες τῆς ἀδελφότητος. Τεράστιο ποσό χρημάτων συγκεντρώθηκε. Καί ἐπιπλέον δαχτυλίδια, βραχιόλια, περιδέραια μέ διαμαντόπετρες, χρυσοί σταυροί καί πολλά ἄλλα μικροπράγματα ἀξίας. Ἀμέσως μετά τήν περιφορά τοῦ δίσκου, συστήθηκε μιά πρόχειρη ἐπιτροπή, καταμέτρησε τά χρήματα καί τά ἀντικείμενα, συνέταξε πρακτικό καί μοῦ τά παρέδωσε γιά τήν ἱεραποστολή.
Ἡ βραδιά ἔκλεισε μέ μιά πνευματική πανδαισία: τήν ἀριστοτεχνική ἐκτέλεση ἐκκλησιαστικῶν ὕμων ἀπό τή χορωδία τοῦ συλλόγου τῶν Φίλων τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς.
Ἡ ἐπιτυχία τῆς ἐκδηλώσεως ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Συγκινημένος καί χαρούμενος, δέν εἶχα παρά νά δοξάζω τό Θεό, «τόν ποιοῦντα θαυμάσια».
Μερικές μέρες ἀργότερα, μέ προσκάλεσε στό σπίτι της ἡ ἡλικιωμένη ἀριστοκράτισσα Ἀλεξάνδρα Ἀλεξέγιεβνα Κουράκινα, χήρα τοῦ στρατηγοῦ Κουράκιν. Ἦταν ἀγαθότατη καί ἁπλοϊκότατη, σάν παιδάκι. Μέ προτροπή τῆς χήρας αὐτοκράτειρας Μαρίας Φεοντόροβνας, εἶχε ὑπογράψει πρόθυμα σάν ἱδρυτικό μέλος τοῦ παραρτήματος Πετρουπόλεως τῆς ἀδελφότητος. Ὁ ζῆλος της γιά τήν ἱεραποστολή ἦταν πολύ μεγάλος, ἰδιαίτερα μάλιστα μετά τήν ἐκλογή της στή θέση τοῦ ἀντιπροέδρου τοῦ τοπικοῦ παραρτήματος.
Ἡ γηραία κυρία μοῦ δήλωσε ὅτι ἤθελε νά βοηθήσει μέ ὅλες της τίς δυνάμεις τό ἔργο μας, καί ἔδειξε ἀπροσδόκητα ζωηρό ἐνδιαφέρον γιά τό μεγάλο μου ὄνειρο, τή δημιουργία μιᾶς ἀνδρικῆς μοναστικῆς ἀδελφότητος στήν Καμτσάτκα. Ἀπόρησα, πῶς αὐτή, μιά κοσμική γυναίκα, εἶχε κατανοήσει τή σπουδαιότητα τῆς ὑπάρξεως μᾶς ζωντανῆς μονῆς σ’ ἕναν ἱεραποστολικό χῶρο, καί τό σοβαρότατο ρόλο πού θά ἔπαιζε στήν ἑδραίωση τῆς Ὀρθοδοξίας στά νεοφώτιστα μέρη.
Πρίν φύγω, ἔβγαλε ἀπό τό λαιμό της καί μοῦ πρόσφερε μιά βαρύτιμη χρυσή ἁλυσίδα, στολισμένη μέ πολύτιμες πέτρες.
-Ἐπιτρέψτε μου, π. Νέστορ, νά δωρίσω αὐτή τήν ἁλυσίδα στήν ἀδελφότητά μας. Μοῦ τή χάρισε στά νεανικά μου χρόνια ἡ αὐτοκράτειρα Μαρία Φεοντόροβνα.
Σέ κάθε κατοπινό ταξίδι μου στήν Πετρούπολη, ἐπισκεπτόμουν τήν Ἀλεξάνδρα Κουράκινα. Κάθε φορά μοῦ ἔδινε κάτι γιά τήν ἀδελφότητα. Καί κάθε φορά μέ ρωτοῦσε:
-Βρήκατε, πάτερ, καμιά καλή μοναστική ἀδελφότητα γιά τήν Καμτσάτκα;
Τῆς ἀπαντοῦσα ὅτι αὐτό δέν ἦταν καθόλου εὔκολο. Γιά ἕνα τόσο σοβαρό θέμα δέν ἔπρεπε νά βιαστῶ. Εἶχα σκοπό νά ἐπισκεφθῶ ὁρισμένα ἐπαρχιακά μοναστήρια μέ αὐστηρή ζωή καί τάξη, καί νά βρῶ καλούς, ἀσκητικούς καί φιλόπονους μοναχούς. Ὅμως ἡ καλοπροαίρετη, ἀλλά βιαστική καί ἄσχετη, γρια-Κουράκινα δέν συμφωνοῦσε μαζί μου. -Ἄχ! Δέν καταλαβαίνετε! Δέν καταλαβαίνετε, π. Νέστορ, ὅτι μ’ αὐτό τόν τρόπο ἀναστέλλετε τήν πρόοδο τοῦ καλοῦ σας ἔργου.... Κοιτάξτε τί θά κάνετε. Εἶναι πολύ ἁπλό. Θά πᾶτε στή Λαύρα τοῦ ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκυ. Ἐκεῖ ὑπάρχουν πολλοί μοναχοί, καί δέν χρειάζονται ὅλοι. Θά κάνετε ἕνα γύρο στό μοναστήρι καί θά σταματᾶτε ὅποιον μοναχό συναντᾶτε. «Στάσου μοναχέ! –θά τοῦ λέτε. Ἐσύ χρειάζεσαι γιά τό μοναστήρι τῆς Καμτσάτκας. Ἔλα μαζί μου!». Ἔτσι θά μαζέψετε ὅσους μοναχούς θέλετε. Εἴδατε πόσο ἁπλό εἶναι;
Ἦταν τόση ἡ σιγουριά τῆς ἀγαθῆς γερόντισσας, πού μέ ἀφόπλιζε. Σέ ἄλλη περίπτωση θά γελοῦσα, τώρα ὅμως δέν μποροῦσα. Ἦταν ἀδύνατο νά τήν πείσω ὅτι ἡ ἐπιλογή μοναχῶν μ’ ἕνα τόσο «ἁπλό» τρόπο δέν θ’ ἀπέδιδε καρπούς. Ἡ ζωή στήν Καμτσάτκα ἦταν σκληρή. Ἀπαιτοῦσε ἡρωισμό καί αὐταπάρνηση. Οἱ Ἁγιοαλεξανδρίτες μοναχοί, μαθημένοι στήν ἄνετη ζωή τῆς πολυάνθρωπης Λαύρας, δύσκολα θά προσαρμόζονταν στήν τραχειά ζωή τῆς παγωμένης Καμτσάτκας.
Ἐπειδή ὅμως τά ἐπιχειρήματά μου δέν ἔβρισκαν ἀνταπόκριση στή σκέψη τῆς γριᾶς στρατηγίνας, χωρίζαμε πάντοτε πικραμένοι. Παρ’ ὅλα αὐτά, στήν ἑπόμενη συνάντησή μας, μετά ἀπό μερικές ἡμέρες, μέ δεχόταν πρόσχαρα καί ἐγκάρδια. Ἔχοντας σκεφθεῖ καλύτερα, κουνοῦσε τό κεφάλι της μέ συγκατάβαση καί ἔλεγε:
-Ὤ, πόσο ἀφελής εἶμαι! Μόλις φύγατε, π. Νέστορ, συλλογίστηκα καλύτερα, καί διαπίστωσα πώς ἔχετε δίκιο. Ὄχι, νά μήν πάρετε στήν Καμτσάτκα τούς καλομαθημένους πρωτευουσιάνους μοναχούς!
Θυμᾶμαι κι ἕνα ἐπεισόδιο, πού συνέβη στή διάρκεια μιᾶς τέτοιας συναντήσεώς μου μέ τή γρια-Κουράκινα.
Συζητούσαμε στό σαλόνι, ὅταν ὁ οἰκονόμος της ἀνήγγειλε τήν ἐπίσκεψη τῆς πριγκίπισσας Μουσίνας-Πούσκινας. Ἡ Κουράκινα, χωρίς νά πολυσκεφθεῖ, σήκωσε τό χέρι της σέ μιά κίνηση δυσφορίας καί ἀποκρίθηκε:
-Πές της νά φύγει! Τώρα εἶμαι πολύ ἀπασχολημένη. Συζητῶ σοβαρά θέματα τῆς ἱεραποστολῆς μέ τόν π. Νέστορα ἀπό τήν Καμτσάτκα. Δέν δέχομαι κανένα. Ἄς ἔρθει ἄλλη φορά!
Κοκκίνισα ἀπό ἀμηχανία. Ἡ γριά στρατηγίνα ἔδιωχνε ὁλόκληρη πριγκίπισσα γιά χάρη μου! Καί τήν ἔδιωχνε τόσο ἀπότομα καί ἀνάγωγα, μέσα στήν ἀφέλειά της, πού ἐξευτέλιζε ὅλους τούς κανόνες καλῆς συμπεριφορᾶς τῆς πρωτευουσιάνικης ἀριστοκρατίας.
Κάτι πῆγα νά πῶ. Τό ἴδιο κι ὁ οἰκονόμος. Ἐκείνη ὅμως δέν ἔπαιρνε κουβέντα.
-Εἶπα νά φύγει.
Ὁ οἰκονόμος χάθηκε γιά λίγα λεπτά. Ὕστερα ἀκούστηκαν κάτι θόρυβοι καί πνιχτές φωνές ἀπό τά πλαϊνά δωμάτια. Ξαφνικά ἡ πόρτα τοῦ σαλονιοῦ ἄνοιξε διάπλατα, καί ἡ γριά πριγκίπισσα Μουσίνα- Πούσκινα ὅρμησε μέσα, ἐνῶ πίσω της ἔτρεχε μιά ἀλαφιασμένη καί τρομοκρατημένη ὑπήρετρια. Ἀλλοίμονο! Δυό γυναικεῖα πείσματα ἦρθαν ἀντιμέτωπα. Κι ὄχι μόνο γυναικεῖα. Ἀλλά καί γεροντικά. Καί ἐπιπλέον.... ἀριστοκρατικά!
-Ἦρθα γιά ἕνα λεπτό! Μόνο γιά ἕνα λεπτό! εἶπε βιαστικά ἡ πριγκίπισσα.
-Δέν μπορῶ τώρα νά σᾶς δεχθῶ! ἀπάντησε πεισμωμένη ἡ Κουράκινα. Οὔτε γιά ἕνα λεπτό! Νά φύγετε! Ἀφοῦ βλέπετε ἔχω τόν π. Νέστορα....
Ἡ πριγκίπισσα ὅμως δέν πτοήθηκε. Σά νά μήν εἶχε ἀκούσει τίποτα, προχώρησε χαμογελαστή καί μ’ ἀνοιχτή τήν ἀγκαλιά της πρός τήν Κουράκινα. Μά ἡ στρατηγίνα ἦταν ἀνυποχώρητη. Τήν ἀπώθησε μέ δύναμη καί φώναξε:
-Ἀφῆστε με! Ἐλᾶτε ἄλλη φορά! Ἀφοῦ σᾶς εἶπα, καί τό βλέπετε, ὅτι ἔχω μπροστά μου τόν π. Νέστορα!....
Ἡ στρατηγίνα νίκησε κατά κράτος τήν πριγκίπισσα! Ἡ τελευταία ἔφυγε ἄπρακτη καί χολωμένη, ἐνῶ ὁ οἰκονόμος, ἡ ὑπηρέτρια κι ἐγώ στεκόμασταν ἄφωνοι ἀπό τήν ταραχή καί τήν ντροπή μας....
Τήν περίοδο ἐκείνη, καί συγκεκριμένα στό τεῦχος 42/15-10-1911 τοῦ ἑβδομαδιαίου περιοδικοῦ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου «Ἐκκλησιαστικά Χρονικά» δημοσιεύθηκε ἄρθρο του Π. Μουντρολιούμπωφ σχετικό μέ τή ζωή καί τήν ἱεραποστολή τῆς Καμτσάτκας. Ἀπ’ αὐτό μεταφέρονται ἐδῶ μερικά ἐκτενή ἀποσπάσματα* (*Σ.τ.Ε.: Τό δημοσίευμα αὐτό δέν ἔχει περιληφθεῖ ἀπό τό συγγραφέα στίς σημειώσεις του. Τό παραθέτουμε γιά πληρέστερη ἐνημέρωση τοῦ ἀναγνώστη) :
«Στό πιό μακρινό ἀνατολικό ἄκρο τῆς πατρίδας μας, στήν περιοχή τῆς Καμτσάτκας, ζοῦν κάτω ἀπό τίς σκληρές συνθῆκες τῆς ἄγριας φύσεως τοῦ βορρᾶ οἱ ἀξιολύπητοι ντόπιοι ἰθαγενεῖς καμτσαντάλοι, τουγγοῦσοι, κοριάκοι, τσοῦκτσοι κ. ἄ. Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς ἔχουν ἤδη φωτιστεῖ μέ τό φῶς τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας καί ἔχουν γίνει τέκνα τῆς ἁγίας Ὁρθοδόξου Ἐκκλησίας, χάρη σήν αὐτοθυσία τῶν ἱεραποστόλων μας. Ὅλοι δέχονται μέ φυσικότητα τή χριστιανική πίστη. Σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τοῦ ἱερομονάχου π. Νέστορος πού ἐργάζεται σήμερα μέ αὐταπάρνηση στήν περιοχή αὐτή, ὅλοι οἱ ἰθαγενεῖς, ἐκτός ἀπό ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις, ξεχωρίζουν γιά τήν τιμιότητα, τήν παιδιάστικη ἀθωότητα καί ἁπλότητα, τήν ἀσυνήθιστη καλωσύνη καί τόν εὔπλαστο χαρακτήρα, παρ’ ὅλη τή φτώχεια τους καί παρ’ ὅλες τίς τρομακτικά ἀντίξοοες συνθῆκες τῆς ζωῆς τους.
Ὅταν ὁ ἱερέας-ἱεραπόστολος ἐμφανίζεται, φθάνοντας μέ σκυλιά ἤ ταράνδους στίς μακρινές τρῶγλες, στή χιονισμένη τούντρα ἤ στά βάθη τῶν ἄγριων δασῶν, τότε ὅλοι οἱ ἰθαγενεῖς τρέχουν νά τόν προϋπαντήσουν μέ χαρά μεγάλη, γονατίζοντας πάνω στό χιόνι καί ἀναφωνώντας: «Χριστός Ἀνέστη!»
Πολύ σπάνια ὅμως δοκιμάζουν αὐτή τήν πνευματική χαρά, νά δοῦν ἱερέα, ν’ ἀκούσουν λόγου Θεοῦ, νά λειτουργηθοῦν.
Σ’ ὁλόκληρη τήν ἀπέραντη Καμτσάτκα ὑπάρχουν πολύ λίγοι φτωχικοί ναοί. Στό βόρειο τμῆμα της, σέ ἔκταση πού ξεπερνᾶ τά 600.000 τετραγωνικά βέρστια, ὑπάρχουν μόνο δυό ἐκκλησιές! Δυό ξύλινες παλιαποθῆκες ἀπό ἀκατέργαστους κορμούς δέντρων, πού ἔχουν στή στέγη τόν τίμιο σταυρό –μοναδικό σημεῖο πώς ἀποτελοῦν τόπους λατρείας. Καμπάνες δέν ὑπάρχουν. Τίς ἀντικαθιστᾶ ἕνα κουδανάκι.
Στή διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας τά Τίμια Δῶρα συχνά παγώνουν, καί τότε ὁ ἱερουργός ἀγωνίζεται νά τά λιώσει μέ τήν ἀνάσα του. Γιά ν’ ἀντέξει στό κρύο φοράει ἄμφια ἀπό γούνα. Ἀκόμα καί ἡ πιό φτωχική χωριάτική καλύβα φαίνεται παλάτι μπροστά σέ μιά ἐκκλησία τῆς Καμτσάτκας. [...]
Σήμερα σ’ ὁλόκληρη τή ἀπέραντη περιοχή τῆς Καμτσάτκας κοπιάζει στό ἔργο τοῦ φωτισμοῦ τῶν ἰθαγενῶν μόνο ἕνας ἱεραπόστολος, ὁ ἱερομόναχος Νέστωρ, μέ βάστη τή πόλη Γιζίγ. Ἀπό κεῖ ξεκινάει γιά τίς μακρινές ἐξορμήσεις του στίς ἀχανεῖς χιονισμένες ἐρήμους.
Ἀναγκάζεται νά ταξιδεύει χιλιάδες βέρσια μέ ταράνδους καί σκυλία, ἀναζητώντας τό ἀποκλεισμένο ἀπό τά χιόνα ποίμνιό του. Κάποτε, μόνο τά ὐπερυψωμένα σιδερένια στεφάνια (κάτι σάν φουγάρα) πάνω ἀπό τή χιονισμένη τούντρα μαρτυροῦν τήν ὕπαρξη ἀνθρώπων κάτω ἀπό τή γῆ.
Γιά νά μπεῖς στίς ὑπόγειες τρῶγλες ἀναγκάζεσαι νά κατέβεις ἀπό τό ἄνοιγμα μέ τό σιδερένιο στεφάνι, πού χρησιμεύει καί σάν καπνοδόχος. Στή μέση τῆς τρώγλης ἀνάβει πάντα ἡ φωτιά, πού σέ πνίγει μέ τόν καπνό της. Σέ τέτοιους χώρους εἶναι ὑποχρεωμένος ὁ ἱεραπόστολος νά κάνει ὅλες τίς κατηχήσεις, τά μυστήρια καί τίς τελετές. Πολλοὶ ἰθαγενεῖς δέ βλέπουν ἱερέα γιά δέκα ἤ καί δεκαπέντε χρόνια. Σ’ ὅλο αὐτό τό διάστημα οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ζοῦν χωρίς πνευματική τροφή καί χωρίς μυστηριακή ζωή.
Οἱ διερχόμενοι ἱεραπόστολοι τελοῦν συχνά γάμους σέ ἀντρόγυνα συζευγμένα χωρίς τή μυστηριακή εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας πολλά χρόνια πρίν, καί ἐνῶ ἤδη ἔχουν ἀποκτήσει παιδιά.
Φρικτές ἀλλά καί συγκινητικές εἶναι οἱ διηγήσεις τοῦ ἱεραποστόλου γιά τή δύσκολη ζωή αὐτῶν τῶν ἁπλοϊκῶν καί καλοκάγαθων παιδιῶν τῆς ἄγριας βόρειας φύσεως. Ξεχασμένοι στά βάθη τῆς χιονισμένης ταϊγκά, μακριά ἀπό τόν πολιτισμό, οἱ καμτσαντάλοι στεροῦνται τό κάθε τι, κάθε βοήθεια σέ ὥρα ἀνάγκης, κάθε μέσο γιά τό σκληρό βιοτικό ἀγώνα.
Κάτω ἀπό σκληρές καί ἀνθυγιεινές συνθῆκες διαβιώσεως, παλεύοντας ἐξοντωτικά γιά τήν ἐξασφάλιση τῆς καθημερινῆς πενιχρῆς τροφῆς, ἀρρωσταίνουν συχνά ἀπό βαρειές μολυσματικές ἀσθένειες καί ἀβιταμίνωση, ἤ τραυματίζονται στό κυνήγι ἀπό τά ἄγρια ζῶα. Ἰατρική βοήθεια ἀνύπαρκτη.
Σ’ ὁλόκληρη τήν Καμτσάτκα μόνο ἕνας γιατρός! Κι αὐτός δέν ἔχει τά μέσα καί τίς δυνατότητες νά ἐπισκέπτεται τούς σκορπισμένους στήν τεράστια χιονισμένη ἔκταση καμτσαντάλους. Ἔτσι ὁ ἱεραπόστολος, θέλοντας καί μή, ἀναγκάζεται νά γίνεται γιατρός ὄχι μόνο τῶν ψυχῶν ἀλλά καί τῶν σωμάτων.
Μέ τό μικρό του φαρμακεῖο ἐκστρατείς βοηθάει ὅσο μπορεῖ τούς δυστυχισμένους ἄρρωστους ἰθαγενεῖς. Νά γιατί τόν ὑποδέχονται παντοῦ μέ τόση συγκίνηση καί θλίψη. Ὅταν φεύγει πέφτουν γονατιστοί στά πόδια οτυ, ἁρπάζονται ἀπό τά ροῦχα του, κλαῖνε καί τόν ἱεκετεύουν νά μείνει ἔστω καί μιά μέρα ἀκόμα κοντά τους, γνωρίζοντας ὅτι θά τόν ξαναδοῦν ἴσως μετά ἀπό δέκα χρόνια!
Ἡ Καμτσάτκα, πού διοικητικά καί ἐκκλησιαστικά ἀνήκει στήν ἐπαρχία τοῦ Βλαντιβοστόκ, εἶναι ἐντελῶς ἀποκομμένη ἀπό τό ὁμώνυμο κέντρο. Τηλεγραφική σύνδεση δέν ὑπάρχει. Τό χειμώνα δέν ὑπάρχει συγκοινωνία, καί τό ταχυδρομεῖο φτάνει ὥς τό Γιακούτσκ, πράγμα πού μεγαλώνει τήν ἀπόσταση μιάμιση φορά.
Τό καλοκαίρι τοῦ 1909 τά πλοῖα πού συνδέουν τό Βλαντιβοστόκ μέ τά παράλια τῆς Καμτσάτκας κατόρθωσαν νά κάνουν ἕνα μόνο δρομολόγιο. Ἔτσι, ἡ ἀλληλογραφία πού στέλνεται τόν ἕναν χρόνο μπορεῖ ν’ ἀπαντηθεῖ τό συντομότερο... τόν ἑπόμενο χρόνο!
Μέ βαθυτάτη λύπη ἀναφέρω ὅτι σήμερα σ’ αὐτά τά μακρινά μέρη, σ’ αὐτούς τούς ἐγκαταλειμμένους τόπους, ἄρχισαν νά εἰσχωροῦν ξένοι ἄνθρωποι μέ πονηρούς σκοπούς. Ἄπληστοι ἰάπωνες καί ἀμερικάνοι ἔμποροι, πού ἐκμεταλλεύονται τήν εὐπιστία καί τήν παιδική ἀθωότητα τῶν ἰθαγενῶν, κατόρθωσαν, παρ’ ὅλες τίς ἀντιξοότητες, νά φτάνουν μέχρι τίς τρῶγλες αὐτῶν τῶν παιδιῶν τῆς φύσεως καί νά κάνουν μαζί τους αἰσχροκερδεῖς συναλλαγές. Δίνουν εὐτελέστερα ἀντικείμενα, φανταχτερά στολίδια καί «ὑγρή φωτιά» -δηλαδή ἄθλιας ποιότητος ἀλκοόλ- καί παίρνουν ἀπό τούς ἀνύποπτους καμτσαντάλους μεγάλες ποσότητες ψαριῶν ἤ γουναρικῶν σαμουριῶν καί καστόρων –τούς κόπους καί τούς μόχθους ἑνός ὁλόκληρου χρόνου.
Ὁ ἱερέας-ἱεραπόστολος ἔγινε πολλές φορές μάρτυρας ἀπίστευτων περιστατικῶν ἐμπορικῆς ἐξαπατήσεως τῶν ἁπλοϊκῶν ἰθαγενῶν ἀπό τούς ξένους μεταπράτες. Νά ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Κάποιος ἀσυνείδητος ἔμπορος διέδωσε ὅτι κάηκε τό μοναδικό στόν κόσμο ἐργαστήριο πού ἔφτιαχνε βελόνες ραψίματος, καί μαζί του ἀπανθρακώθηκε καί ὁ μοναδικός τεχνίτης. Ἔλεγε λοιπόν ὅτι βελόνες δέν πρόκειται νά ξαναβρεθοῦν ποτέ, ἐκτός ἀπό τό ἀπόθεμα πού εἶχε ὁ ἴδιος. Μ’ αὐτό τό τέχνασμα ὁ ἔμπορος πούλησε τήν κάθε βελόνα ἀντί μιᾶς γούνας σαμουριοῦ, πού ἡ τιμή της στήν Καμτσάτκα εἶναι ἑκατό ὥς ἑκατόν πενήντα ρούβλια. [...]
Ὁ φιλοξενούμενος αὐτές τίς ἡμέρες στήν Πετρούπολη ἱερομόναχος Νέστωρ κοπιάζει μέ ἀποστολικό ζῆλο στήν Καμτσάτκα καί μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς του τή διασχίζει ἀδιάκοπα, ὁριζόντια καί κάθετα, ἀντιμετωπίζοντας συχνά κι αὐτό τό θάνατο.
Τόν περασμένο χρόνο ἵδρυσε τήν Καμτσατκική Φιλανθρωπική Ἀδελφότητα, μέ ἕδρα τό Βλαντιβοστόκ καί σκοπό τήν ὑλική καί πνευματική ἐνίσχυση τῆς ἱεραποστολῆς σ’ αὐτή τή μακρινή περιοχή. Ὁ κανονισμός τῆς ἀδελφότητος ἐγκρίθηκε ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο στίς συνεδριάσεις 8-21 Ἀπριλίου 1910.
Ἡ ἀδελφότητα ἀποσκοπεῖ, μέ δικά της μέσα καί μέ τήν ἐνεργοποίηση καί τούς κόπους τῶν μελῶν της, νά προσφέρει ἔμπρακτη βοήθεια στό ἔργο τῆς διαδόσεως τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ἀνάμεσα στίς εἰδωλολατρικές φυλές τῆς Καμτσάτκας (τουγούσους, κοριάκους, τσούκτσους κ.ἄ.), τῆς περιφρουρήσεώς της ἀπό ἀντορθόδοξες ἐπιρροές καί ἀπό τήν ἐκμετάλλευση τῶν ξένων, καθώς καί τῆς γενικότερης ἀναπτύξεως τῆς περιοχῆς, μέ τήν πρωτοβουλία, τήν εὐθύνη καί τήν καθοδήγηση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Γιά τήν ὑλοποίηση τῶν σκοπῶν της ἡ ἀδελφότητα ἀναλαμβάνει τήν ὑποχρέωση:
1)Νά ἐνισχύσει τά ἱεραποστολικά κλιμάκια τῆς Καμτσάτκας παρέχοντάς τους σταθερά εἰσοδήματα, καί νά μεριμνᾶ γιά τή δημιουργία νέων ἱεραποστολικῶν σταθμῶν καί ἐνοριῶν.
2)Νά προμηθεύεται καί νά στέλνει τά ἀπαραίτητα γιά τόν ἐξοπλισμό τῶν ἐκκλησιῶν εἴδη (εἰκόνες, ἱερά σκεύη, ἄμφια, λειτουργικά βιβλία κ.ἄ.), καθώς καί δῶρα γιά τούς ἰθαγενεῖς (εἰκόνες, σταυρούς, φυλλάδια κ.ἄ.).
3)Νά ἀναλαμβάνει τά ἔξοδα ἀνεγέρσεως νέων ναῶν, ἱεαραποστολικῶν σταθμῶν καί ἄλλων συναφῶν οἰκοδομημάτων.
4)Νά ἐφοδιάζει τούς ἱεραποστόλους καί τούς σταθμούς μέ ἰατροφαρμακευτικό ὑλικό καί ἐνημερωτικά βιβλία γιά τίς συνήθεις στήν περιοχή ἀσθένειες ἀνθρώπων καί ζώων.
5)Νά βοηθάει στή δημιουργία ἰατρικῶν μονάδων καί νά μεριμνᾶ γιά τήν ἐπάνδρωση καί τόν ἐξοπλισμό τους μέ τά ἀπαραίτητα ἰατρικά μέσα.
6)Νά φροντίζει γιά τήν ἵδρυση καί τή λειτουργία διαφόρων σχολῶν (ἐκκλησιαστικῶν, κατηχητικῶν, τεχνικῶν, ἐπαγγελματικῶν κ.ἄ.).
7)Νά θεσπίζει ὑποτροφίες γιά τή μόρφωση τῶν ἱκανῶν νεαρῶν ἰθαγενῶν στίς ἀνώτατες σχολές τῆς χώρας.
8)Νά ἐκδίδει στίς διαλέκτους τῶν ἰθαγενῶν θρησκευτικά κείμενα καί πληροφοριακά ἐγχειρίδια πάνω σέ διάφορους τομεῖς γνώσεων.
9)Νά πληροφορεῖ τό κοινό, μέσω τοῦ τύπου καί τῆς εἰδικῆς ἐκδόσεως «Χρονικά τῆς Ἀδελφότητος», γιά τή πρόοδο τοῦ ἔργου πού ἐπιτελεῖται στήν Καμτσάτκα[...].
Ἡ ἀδελφότητα δέχεται εἰσφορές καί δωρεές ἀπό τό δημόσιο καί ἀπό ἰδιῶτες σέ χρήματα καί ἀκίνητα.
Τά μέλη τῆς ἀδελφότητος διακρίνονται σέ ἔφορα, ἱδρυτικά, ἐπίτιμα καί ἐνεργά.
Ἔφορα μέλη ὀνομάζονται, μετά ἀπό εἰσήγηση τοῦ κεντρικοῦ συμβουλίου τῆς ἀδελφότητος καί ἔγκριση τοῦ ἀρχιεπισκόπου τοῦ Βλαντιβοστόκ, τά πρόσωπα πού συνέβαλαν στή διάδοση τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας στήν περιοχή τῆς Καμτσάτκας, καθώς ἐπίσης καί ὅσοι πρόσφεραν ἐφάπαξ ποσό ὄχι μικρότερο ἀπό 300 ρούβλια.
Στά πρόσωπα αὐτά ἀπονέμεται τιμητικό δίπλωμα ἀπό τόν ἀρχιεπίσκοπο Βλαντιβοστόκ, καθώς καί ὁ σταυρός (παράσημο) α΄ τάξεως τῆς ἀδελφότητος.
Ἱδρυτικά μέλη ὀνομάζονται αὐτοδικαίως τά πρόσωπα πού ὑπέγραψαν τόν κανονισμό κατά τήν ἵδρυση τῆς ἀδελφότητος, καθώς ἐπίσης, μετά ἀπό εἰσήγηση τοῦ συμβουλίου καί ἔγκριση τοῦ ἀρχιεπισκόπου Βλαντιβοστόκ, καί α) γνωστοί ἱεραποστολικοί παράγοντες τῆς Ρωσίας, β) ἀκαδημαϊκοί διδάσκαλοι τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, γ) παράγοντες συλλόγων καί σωματείων τῶν παραμεθορίων περιοχῶν, δ) γνωστά ὀνοματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς δημοσιογραφίας καί ε) ὅσοι πρόσφεραν ἐφάπαξ ποσό ὄχι μικρότερο ἀπό 75 ρούβλια. Στά πρόσωπα αὐτά ἀπονέμεται τιμητικό δίπλωμα καί ὁ σταυρός β΄ τάξεως τῆς ἀδελφότητος.
Ἐπίτιμα μέλη ὀνομάζονται ἀπό τό συμβούλιο τά πρόσωπα πού συνέβαλαν μέ ὁποιοδήποτε τρόπο στήν πραγμάτωση τῶν σκοπῶν τῆς ἀδελφότητος ἤ πρόσφεραν ἐφάπαξ ποσό ὄχι μικρότερο ἀπό 50 ρούβλια. Ἀπονέμεται καί σ’ αὐτούς τιμητικό δίπλωμα καί ὁ σταυρός γ΄ τάξεως.
Ἐνεργά μέλη ὀνομάζονται ἀπό τό συμβούλιο τά πρόσωπα πού πρόσφεραν ἐφάπαξ ποσό ὄχι μικρότερο ἀπό 25 ρούβλια. Σ’ αὐτά, μαζί μέ τό δίπλωμα, ἀπονέμεται ὁ σταυρός δ΄ τάξεως.
Πέρα ἀπό τίς ἐφάπαξ εἰσφορές τους, ὅλα τά μέλη εἶναι ὑποχρεωμένα νά προσφέρουν στήν ἀδελφότητα ἐτήσια συνδρομή ἀπό δύο τουλάχιστον ρούβλια.
Τά ὀνόματα ὅλων τῶν μελῶν εἶναι καταχωρισμένα σέ εἰδικό βιβλίο καί μνημονεύονται κατά τήν πανηγυρική θεία λειτουργία τῆς 16ης Αὐγούστου, ἡμέρας τῆς ἑορτῆς τῆς ἀδελφότητος.
Μετά ἀπό ἀπόφαση τοῦ κεντρικοῦ συμβουλίου, πού ἑδρεύει στό Βλαντιβοστόκ, εἶναι δυνατή ἵδρυση παραρτημάτων τῆς ἀδελφότητος καί σέ ἄλλα μέρη τῆς ρωσικῆς ἐπικράτειας, πού θά διαθέτουν δικά τους τοπικά συμβούλια, ἀποτελούμενα ἀπό τρία τουλάχιστον μέλη, ἐκλεγμένα ἀπό τό κεντρικό συμβούλιο.
Ἔμβλημα τῆς ἀδελφότητος εἶναι ἡ Ἀχειροποίητη Εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος [...] καί ἐπίγειος προστάτης της ἡ Α.Α.Υ. ὁ διάδοχος Ἀλέξιος Νικολάγιεβιτς.
Ὁ φιλοξενούμενος αὐτές τίς ἡμέρες στήν πρωτεύουσα ἱεραπόστολος καί ἐμπνευστής τῆς ἀδελφότητος ἱερομόναχος Νέστωρ, ἵδρυσε καί στήν Πετρούπολη παράρτημα της. Μέ τήν εὐθύνη τοῦ παραρτήματος καί μετά ἀπό ἄδεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς, θά περιφερθεῖ δίσκος σ’ ὅλες τίς ἐκκλησίες τῆς Πετρουπόλεως τήν Κυριακή 16 Ὀκτωβρίου ἔ.ἔ., γιά τήν ἐνίσχυση τῆς ἀδελφότητος καί εἰδικότερα γιά τήν ἀνέγερση ὀρθοδόξων ναῶν στήνΚαμτσάτκα. Ἡ ὥρα ἡ καλή! [...]]
22. Πέτρος Α΄ Καραγεώργιεβιτς (1844-1921). Βασιλάς τῆς Σερβίας ἀπό τό 1903 ὥς τό 1918. Ἐγκαθίδρυσε κοινοβουλευτικό καθεστώς στή χώρα, καί πῆρε μέρος μέ ἐπιτυχία στούς δύο βαλκανικούς πολέμους. Τό 1918 ἀνακηρύχθηκε βασιλιάς τῶν Σέρβων, Κροατῶν καί Σλοβένων.
23.Νικόλαος Α΄ ἤ Νικήτας Πέτροβιτς (1841-1921). Ἡγεμόνας (1860-1910) καί πρῶτος βασιλιάς (1910-1918) τοῦ Μαυροβουνίου, μετά τήν ἀνακήρυξή του σέ βασίλειο (1910). Πῆρε μέρος στούς βαλκανικούς πολέμους, στό πλευρό τῆς Σερβίας. Στόν πρῶτο παγκόσμιο πόλεμο ὅμως συντάχθηκε μέ τήν Αὐστρία, πράγμα πού τόν ἔφερε σέ ἀντίθεση μέ τή Βουλή τῆς χώρας του. Μετά τήν εἰσβολή τῶν αὐστριακῶν (1916), ὁ Νικόλαος κατέφυγε στή Γαλλία, ὅπου πέθανε, ἔκπτωτος ἤδη ἀπό τό 1918.
24.Ἅγιος Ἰωάσαφ (Γκορλένκο), ἐπίσκοπος Μπέλγκοροντ καί Χάρκωφ ἀπό τό 1748 μέχρι τήν ὀσιακή κοίμησή του, στίς 4-9-1754. Ἡ λαμπρή ποιμαντορική του δράση, οἱ ἀντιοουνιτικοί του ἀγῶνες, τό σημαντικό συγγραφικό του ἔργο καί ἡ ἁγία βιοτή του, τόν ἀνέδειξαν σέ μιά ἀπό τίς μεγάλες ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες τῆς Ρωσίας κατά τόν 18ο αἰώνα. Ἀμέσως μετά τήν κοίμησή του τιμήθηκε ἀπό τό ποίμνιό του σάν ἅγιος. Ἡ ἐπίσημη ἀνακήρυξή του ἔγινε στίς 4-9-1911.
Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Ἀπόδοση ἀπό τά ρωσικά
Ἔκδοση Τρίτη
Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Ἀττικῆς 2001
σελ.223-252
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου