Λίγα χρόνια μετὰ τὴν κοίμησή του, στὰ 1939, φέρανε στὸ μοναστήρι ἕνα δαιμονισμένο. Τὸν πῆγαν στὸν τάφο τοῦ Δεσπότη. Τότες δὲν ὑπῆρχε τὰ ἐκκλησάκι πάνω ἀπὸ τὸν τάφο. Κι ὁ τάφος ἤτανε χαμηλός.
Τὸ πεῦκο μόνο ἦταν κοντά. Οἱ παπάδες λοιπὸν μνημονεύανε τὸ δαιμονισμένο καὶ τόνε διαβάζανε πάνω στὸν τάφο. Τὸν κρατοῦσαν δεμένο μὲ ἁλυσίδες δυὸ χωροφύλακες καὶ δυὸ ναῦτες. Δὲν μπορούσανε νὰ τὸν κάνουνε καλά.
Μιὰ στιγμὴ λοιπόν, ὁ δαιμονισμένος ἄρχισε νὰ φωνάζει τόσο δυνατά, ποὺ φοβηθήκαμε ὅλοι: «Ἅγιε Νεκτάριε, μ᾿ ἔκαψες». Φώναζε τὸ δαιμόνιο ποὺ ταλαιπωριόταν ἀπὸ τὸν Ἅγιο.
Σὲ λίγο, ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε σὰ νεκρός. Αὐτὸ ἦταν. Θεραπεύτηκε!
Σηκώθηκε καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια προσκύνησε τὸν τάφο, λέγοντας καὶ ξαναλέγοντας: «Ἅγιε Νεκτάριε, μ᾿ ἔσωσες, σ᾿ εὐχαριστῶ»!
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Μανώλη Μελινοῦ «Μίλησα μὲ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο», Β´ Τόμος.
https://paraklisi.blogspot.gr/2017/06/blog-post_76.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου