Ἄκουσε σὺ ὅπου περνᾶς,
μ᾿ ἀγέρωχο τὸ βῆμα
καὶ γράψε ὅ,τι θὰ σοῦ πεῖ
φωνὴ ἀπὸ τὸ μνῆμα.
Ἡ θύρα ποὺ ἀντικρύζομεν
Ἐκεῖ θὰ μποῦνε βασιλεῖς,
ἄρχοντες, μεγιστᾶνες,
ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς,
Λόγο διὰ νὰ δώσουμε
διὰ τὰ πεπραγμένα
ὅσα δὲν ἔλυσαν στὴ γῆ
κατὰ τὰ γεγραμμένα.
Ὅσο γιὰ κεῖ τὸ ξεύρομεν
τὸ τί μᾶς περιμένει
ἐὰν κατάλληλον στολὴν
δὲν εἴμαστε ντυμένοι.
Δῶ μέσα γύρισε νὰ ῾δῇς
καὶ πὲς ὅτι γνωρίζεις
τὸν πλούσιο ἀπ᾿ τὸν φτωχό,
ἐὰν τοὺς ξεχωρίζεις.
Χῶμα ὅλοι θὰ γίνωμεν
καὶ τῶν σκωλήκων βρῶμα
ἡ γῆ ὅπου πατούσαμεν
μᾶς εἶναι τώρα στρῶμα.
Ὅλους μᾶς πῆρε ὁ θάνατος
πρίγκηπες, βασιλιᾶδες
ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς
ὡς καὶ Πατριαρχᾶδες.
Δι᾿ ὅλου μὴν ὀλιγορεῖς
ἐκεῖ θὰ καταντήσεις
καὶ λάβε το ὑπ᾿ ὄψιν σου
προτοῦ μετανοήσῃς.
Ὡς εἶσαι, ἤμουνα καὶ γὼ
καὶ ὡς εἶμ᾿ ἐγὼ θὰ γίνεις
χωρὶς ποτὲ νὰ δυνηθεῖς
ὅπως τὸ ἀποφύγεις.
Ὅπως ὅλους, θὰ σὲ φέρουνε
ἄψυχο τὰ παιδιά σου
καὶ ἀπ᾿ τὴν γῆ θὰ βγάλουνε
μόνον τὰ κόκκαλά σου.
Τὸ σῶμα μας εἶναι φθαρτὸ
στὸ χῶμα θὲ νὰ λειώσει,
μὰ τὴν ψυχὴ πού ᾿ναι ἄφθαρτη
ποῦ θὰ τὴν παραδώσεις;
Δὲν τελειώνουν ὡς ἐδῶ
ὡς οἱ μωροὶ δοκοῦνε,
εἰς τὴν αἰωνιότητα
θὲ νὰ συνεχισθοῦνε.
Ἀπὸ ἐτούτη τὴ ζωὴ
στὴν ἄλλη θὰ περάσεις,
οὐαὶ καὶ ἀλλοίμονο σὲ σὲ
ἂν δεὲν μετανοήσεις.
Ἂν πᾶς ἐκεῖ χωρὶς στολή,
οὐαὶ κι ἀλλοίμονό σου
μὲ τὰ ἐρίφια θὰ ταχθεῖς
κι ἂς εἶν᾿ πρὸ ὀφθαλμόν σου.
Ἄνθρωπε ματαιόδοξε
τὴν ματαιοδοξία
μαζὶ τὴν ἐκουβάλησες,
ἀκόμα καὶ στὸ μνῆμα.
Ἔστησες ἀπὸ πάνω σου
βουνὰ πελεκημένα
μάρμαρα τοῦ Πεντελικοῦ
στὸν τόρνο περασμένα.
Ἐνῶ ὑπάρχουνε φτωχοὶ
ὑπάρχουν πεινασμένοι,
κατάδικοι καὶ ἄρρωστοι
τόσο δυστυχισμένοι.
ποὺ μὲ τὰ χρήματα αὐτὰ
θὰ ἦσαν χορτασμένοι.
Ἐὰν ὁ δίκαιος κριτὴς
σ᾿ αὐτὰ σὲ ἐρωτήσει
εσὺ ὁ ἀπερίγραπτος
τί θὰ τοῦ ἀπαντήσεις;
Οἱ πύργοι τ᾿ ἀγροκτήματα
οἱ πολυκατοικίες
ἐὰν δὲν χαρισθοῦν καλῶς
γεμίζουνε κακίες.
Οἱ λίρες τὰ δολλάρια
ἀντάλλαγμα δὲν εἶναι,
γιὰ τὴν ψυχὴν τοῦ χριστιανοῦ
ἀντάλαγμα δὲν εἶναι.
Μὲ λίρες καὶ δολλάρια
ψυχὴ δὲν ξαγοράζεις
καὶ εἰς τὴν ἄλλη τὴν ζωὴν
μάταια θὰ φωνάζεις.
Στὴν κόλαση θὰ βρίσκεσαι
χωρὶς καμμίαν ἐλπίδαν
ἡ γλῶσσα σου νὰ δροσισθεῖ
ἔστω καὶ μὲ ρανίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου