μέρος β΄ (τελευταῖο)
ΣΤ΄ Διδασκαλία
ΓΙΑ ΤΟ ΟΤΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΡΙΝΟΥΜΕ
ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ ΜΑΣ
Ἀββᾶ Δωροθέου ἔργα ἀσκητικά
Πραγματικά, συμβαίνει νά κάνει κάποιος ἀδελφός μερικά πράγματα μέ ἁπλότητα1. Αὐτή ὅμως ἡ ἁπλότητα εὐαρεστεῖ στό Θεό περισσότερο ἀπό ὁλόκληρη τή δική σου ζωή. Καί σύ κάθεσαι καί τόν κατακρίνεις καί κολάζεις τήν ψυχή σου; Καί ἄν κάποτε ὑποκύψει στήν ἁμαρτία, πῶς μπορεῖς νά ξέρεις πόσο ἀγωνίστηκε καί πόσο αἷμα ἔσταξε, πρίν κάνει τό κακό, ὥστε νά φτάνει νά μοιάζει ἡ ἁμαρτία του σχεδόν σάν ἀρετή στά μάτια τοῦ Θεοῦ2; Γιατί ὁ Θεός βλέπει τόν κόπο του καί τή θλίψη πού δοκίμασε, ὅπως εἶπα, πρίν νά κάνει τό κακό, καί τόν ἐλεεῖ καί τόν συγχωρεῖ. Καί ὁ μέν Θεός τόν ἐλεεῖ, ἐσύ δέ τόν κατακρίνεις, καί χάνεις τήν ψυχή σου; Ποῦ ξέρεις ἀκόμα καί πόσα δάκρυα ἔχυσε γι᾿ αὐτό, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; Καί σύ μέν ἔμαθες τήν ἁμαρτία, δέν ξέρεις ὅμως καί τήν μετάνοια. Μερικές φορές μάλιστα δέν κατακρίνουμε μόνο, ἀλλά καί ἐξουδενώνουμε. Γιατί ἄλλο εἶναι, ὅπως εἶπα, ἡ κατάκριση καί ἄλλο ἡ ἐξουδένωση. Ἐξουδένωση εἶναι ὅταν, ὄχι μόνον κατακρίνει κανείς κάποιον, ἀλλά καί τόν ἐκμηδενίζει, σάν νά τόν ἀποστρέφεται καί τόν σιχαίνεται σάν κάτι ἀηδιαστικό. Αὐτό εἶναι ἀκόμα χειρότερο καί πολύ πιό καταστρεπτικό ἀπό τήν κατάκριση.
Ὅσοι ὅμως θέλουν νά σωθοῦν δέν προσέχουν καθόλου τά ἐλαττώματα τοῦ πλησίον, ἀλλά προσέχουν πάντοτε τίς δικές τους ἀδυναμίες καί ἔτσι προκόβουν. Σάν ἐκεῖνον πού εἶδε τόν ἀδελφό του νά ἁμαρτάνει καί στενάζοντας βαθιά εἶπε: «Ἀλλοίμονό μου, γιατί σήμερα πέφτει αὐτός, ὁπωσδήποτε αὔριο θά πέσω ἐγώ». Βλέπεις μέ ποιό τρόπο ἐπιδιώκει τή σωτηρία του. Πῶς προετοιμάζει τήν ψυχή του; Πῶς κατάφερε νά ξεφύγει ἀμέσως ἀπό τήν κατάκριση τοῦ ἀδελφοῦ του;
Γιατί λέγοντας ὅτι: «Ὅπωσδήποτε θά ἁμαρτήσω καί ἐγώ αὔριο», ἔδωσε τήν εὐκαιρία στόν ἑαυτόν του ν᾿ ἀνησυχήσει καί νά φροντίσει γιά τίς ἁμαρτίες πού ἐπρόκειτο δῆθεν νά κάνει. Καί μ᾿ αὐτό τόν τρόπο ξέφυγε τήν κατάκριση τοῦ πλησίον. Καί δέν ἀρκέστηκε μέχρις ἐδῶ, ἀλλά κατέβασε τόν ἑαυτόν του χαμηλότερα ἀπ᾿ αὐτόν πού ἁμάρτησε, λέγοντας: «Καί αὐτός μέν μετανοεῖ γιά τήν ἁμαρτία του, ἐγώ ὅμως δέν εἶναι σίγουρο ὅτι θά μετανοήσω, δέν εἶναι σίγουρο ὅτι θά τά καταφέρω, δέν εἶναι σίγουρο ὅτι θά ἔχω τή δύναμη νά μετανοήσω».
Βλέπεις τό φωτισμό τῆς θείας αὐτῆς ψυχῆς; Γιατί ὄχι μόνον κατάφερε νά ξεφύγει ἀπό τήν κατάκριση τοῦ πλησίον, ἀλλά ἔβαλε τόν ἑαυτόν της πιό κάτω ἀπ᾿ αὐτόν. Καί ἐμεῖς οἱ ἄθλιοι, ἐντελῶς ἀδιάκριτα, κατακρίνουμε, ἀποστρεφόμαστε, ἐξευτελίζουμε, ἄν δοῦμε ἤ ἄν ἀκούσουμε ἤ ἄν ὑποψιαστοῦμε κάτι. Καί τό χειρότερο εἶναι ὅτι δέν σταματᾶμε μέχρι τή ζημιά πού κάνουμε στόν ἑυτό μας, ἀλλά συναντᾶμε καί ἄλλον ἀδελφό καί ἀμέσως τοῦ λέμε: «Αὐτό καί αὐτό ἔγινε». Καί τοῦ κάνουμε κακό βάζοντας στήν καρδιά του ἁμαρτιές. Καί δέν φοβόμαστε τόν Προφήτη Ἀββακούμ πού εἶπε: «Ἀλλοίμονο σ᾿ ἐκεῖνον πού ποτίζει τόν ἀδελφό του μέ κρασί πού θολώνει τό μυαλό» (Ἀβ. Β΄: 15)3. Ἀλλά ἐνῶ κάνουμε διαβολικό ἔργο δέν ἀνησυχοῦμε κιόλας. Γιατί, τί ἄλλο ἔχει νά κάνει ὁ διάβολος ἀπό τό νά ταράζει καί νά βλάπτει; Καί γινόμαστε συνεργάτες τῶν δαιμόνων καί γιά τή δική μας καταστροφή καί γιά τοῦ πλησίον. Γιατί, αὐτός πού βλάπτει μιά ψυχή, βοηθάει στό ἔργο τῶν δαιμόνων. Ὅπως ἀκριβῶς, καί αὐτός πού ὠφελεῖ μιά ψυχή, συνεργάζεται μέ τούς ἁγίους ἀγγέλους.
Ἀπό ποιό ἄλλο λόγο τά παθαίνουμε αὐτά, παρά ἀπό τό ὅτι δέν ἔχουμε ἀγάπη; Γιατί, ἄν εἴχαμε ἀγάπη καί συμπαθούσαμε καί πονούσαμε τόν πλησίον μας, δέν θά εἴχαμε τό νοῦ μας στά ἐλαττώματα τοῦ πλησίον, ὅπως ἀκριβῶς λέει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος: «Ἡ ἀγάπη σκεπάζει πλῆθος ἁμαρτιῶν» (Α΄ Πέτρ. Δ΄: 8) καί ὅπως λέει πάλι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἡ ἀγάπη δέν βάζει στό νοῦ της τό κακό, ὅλα τά σκεπάζει κ.τ.λ.» (Α΄ Κορ. ιγ΄: 5-6). Καί ἐμεῖς λοιπόν, ὅπως εἶπα, ἄν εἴχαμε ἀγάπη, ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη θά σκέπαζε κάθε σφάλμα, ὅπως ἀκριβῶς ἔκαναν οἱ ἅγιοι, ὅταν ἔβλεπαν τά ἐλαττώματα τῶν ἀνθρώπων. Γιατί μήπως εἶναι τυφλοί οἱ ἅγιοι καί δέν βλέπουν τά ἁμαρτήματα; Καί ποιός μισεῖ τόσο πολύ τήν ἁμαρτία ὅσο οἱ ἅγιοι; Καί ὅμως δέν μισοῦν ἐκεῖνον πού ἁμαρτάνει, οὔτε τόν κατακρίνουν, οὔτε τόν ἀποστρέφονται, ἀλλά ὑποφέρουν μαζί του, τόν συμβουλεύουν, τόν παρηγοροῦν, τόν γιατρεύουν σάν ἄρρωστο μέλος τοῦ σώματός τους. Κάνουν τά πάντα γιά νά τόν σώσουν. Ὅπως ἀκριβῶς κάνουν οἱ ψαράδες. Ὅταν ρίχνουν τ᾿ ἀγκίστρι στή θάλασσα καί πιάνουν μεγάλο ψάρι καί καταλαβαίνουν ὅτι κτυπιέται δυνατά καί κουνιέται πέρα – δῶθε, δέν τό τραβᾶνε ἀμέσως καί ἀπότομα – γιατί κόβεται ἡ πετονιά καί χάνεται τελείως τό ψάρι – ἀλλά μ᾿ ἐξυπνάδα χαλαρώνουν τήν πετονιά καί τό ἀφήνουν νά πάει ὅπου θέλει. Καί ὅταν καταλάβουν ὅτι ἐξαντλήθηκαν οἱ δυνάμεις του καί ἡσύχασε ἡ ὁρμή του, τότε ἀρχίζουν πάλι σιγά – σιγά νά τό τραβοῦν. Ἔτσι καί οἱ ἅγιοι. Μέ τή μακροθυμία καί τήν ἀγάπη τραβοῦν τόν ἀδελφό καί δέν τόν ἀπωθοῦν, οὔτε τόν σιχαίνονται. Καί ὅπως ἡ μητέρα πού ἔχει ἄσχημο παιδί, δέν τό σιχαίνεται, οὔτε τό ἀποφεύγει, ἀλλά μ᾿ εὐχαρίστηση τό στολίζει καί κάνει ὅ,τι μπορεῖ γιά νά τό ὀμορφύνει, ἔτσι πάντα σκεπάζουν, στολίζουν, φροντίζουν, ὥστε καί αὐτόν πού ἁμαρτάνει νά διορθώσουν, τήν κατάλληλη στιγμή, καί νά μήν ἀφήσουν νά πάθει καί κανένας ἄλλος κακό, ἐξαιτίας του, ἀλλά καί οἱ ἴδιοι νά προκόψουν περισσότερο στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Τί ἔκανε ὁ ἀββάς Ἀμμωνᾶς ὅταν ἦλθαν ἐκεῖνοι οἱ ἀδελφοί ταραγμένοι καί τοῦ εἶπαν: «Ἔλα νά δεῖς, Γέροντα, ὅτι βρίσκεται γυναίκα στό κελλί αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ ἀδελφοῦ»; Πόσο μεγάλη εὐσπλαχνία ἔδειξε! Πόση ἀγάπη εἶχε ἡ ἁγία ἐκείνη ψυχή! Ἐπειδή βέβαια, κατάλαβε ὅτι ἔκρυψε ὁ ἀδελφός τή γυναίκα κάτω ἀπό τό πιθάρι, πῆγε καί κάθησε πάνω ἀπ᾿ αὐτό καί τούς εἶπε νά ψάξουν σ᾿ ὅλο τό κελλί. Καί ἀφοῦ δέν τή βρῆκαν τούς λέει: «Ὁ Θεός νά σᾶς συγχωρέσει». Καί τούς ντρόπιασε καί τούς βοήθησε νά μήν πιστεύουν εὔκολα κατηγορίες γιά τόν πλησίον. Καί ἐπί πλέον συνέτισε καί ἐκεῖνον, ἐπειδή ὄχι μόνον κάλυψε, μετά τό Θεό, τήν ἁμαρτία του, ἀλλά καί ἐπειδή τόν διόρθωσε, μόλις βρῆκε τήν κατάλληλη εὐκαιρία. Γιατί μόνο πού τοῦ κράτησε τό χέρι, ἀφοῦ ἔβγαλε ὅλους τούς ἄλλους ἔξω, καί τοῦ εἶπε: «Φρόντισε γιά τήνψυχή σου,, ἀδελφέ μου», ἀμέσως ντράπηκε, ἦρθε σέ συναίσθηση καί κατανύχτηκε ὁ ἀδελφός. Ἀμέσως ἐπέδρασε στήν ψυχή του ἡ φιλανθρωπία καί ἡ συμπάθεια τοῦ Γέροντα.
Ἄς ἀποκτήσουμε λοιπόν καί ἐμεῖς ἀγάπη, ἄς ἀποκτήσουμε εὐσπλαχνία γιά τόν πλησίον. Καί ἔτσι θ᾿ ἀποφεύγουμε νά καταλαλοῦμε, νά κατακρίνουμε, νά ἐξουδενώνουμε τούς ἄλλους. Ἄς βοηθήσουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο σάν νά εἴμαστε μέλη τοῦ ἴδιου σώματος. Ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού, ἐπειδή ἔχει μιά πληγή στό χέρι του ἤ στό πόδι του ἤ σέ κάποιο ἄλλο μέλος του καί ἄν ἀκόμα σαπίσει, καί δέν προσπαθεῖ μᾶλλον νά τό καθαρίσει, νά τό πλύνει, νά βάλει ἔμπλαστρα, νά τό σταυρώσει, νά τό ραντίσει μέ ἁγιασμό, νά προσευχηθεῖ, νά παρακαλέσει τούς ἁγίους νά μεσιτέψουν γι᾿ αὐτόν, ὅπως ἀκριβῶς ἔλεγε ὁ Ἀββάς Ζωσιμᾶς4; Καί μέ λίγα λόγια, δέν ἐγκαταλείπει, δέν σιχαίνεται τό μέλος του, οὔτε τή βρωμιά του, ἀλλά κάνει ὅλα ὅσα μπορεῖ γιά νά τό γιατρέψει; Ἔτσι ἔχουμε καί ἐμεῖς χρέος νά ὑποφέρουμε μ᾿ ὅσους ὑποφέρουν, νά τούς συμπαραστεκόμαστε, ὅσο μποροῦμε – καί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καί μέ τή βοήθεια ἄλλων πιό δυνατῶν στήν πνευματική ζωή – καί νά ἐπινοοῦμε καί νά μεταχειριζόμαστε ὅλα τά μέσα, γιά νά βοηθήσουμε καί τούς ἑαυτούς μας καί τούς ἀδελφούς μας. Γιατί εἴμαστε ὁ ἕνας μέλος τοῦ ἄλλου, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος (Ρωμ. Ιβ΄: 5). Καί ἀφοῦ «εἴμαστε ὅλοι ἕνα σῶμα, καί καθένας μέλος τοῦ ἄλλου, τότε ἄν ὑποφέρει ἕνα μέλος ὑποφέρουν ταυτόχρονα ὅλα» (Α΄Κορινθ. Ιβ΄: 26). Τί νομίζετεὅτι εἶναι τά κοινόβια; Δέν καταλαβαίνετε ὅτι εἶναι ἕνα σῶμα ὅλοι καί ὁ καθένας μέλος τοῦ ἄλλου;
Ἐκεῖνοι μέν πού ἀσχολοῦνται μέ τή διοίκηση τῆς Μονῆς, εἶναι τό κεφάλι.
Ἐκεῖνοι πού προσέχουν καί διορθώνουν, εἶναι τά μάτια.
Ὅσοι ὠφελοῦν τούς ἄλλους μέ τά λόγο, εἶναι τό στόμα.
Τά αὐτιά εἶναι ἐκεῖνοι πού κάνουν ὑπακοή.
Τά χέρια εἶναι αὐτοί πού ἐργάζονται.
Πόδια εἶναι οἱ ἀποκρισάριοι καί ὅσοι ἔχουν διακονήματα.
Εἶσαι κεφάλι; Διοίκησε.
Εἶσαι μάτι; Πρόσεχε, κατάλαβε καλά.
Εἶσαι στόμα; Μίλησε, ὠφέλησε.
Εἶσαι αὐτί; Κάνε ὑπακοή.
Εἶσαι χέρι; Δούλεψε.
Εἶσαι πόδι; Κάνε τό διακόνημά σου.
Καθένας ἄς ὑπηρετήσει τό σῶμα ἀνάλογα μέ τή δύναμή του. Καί φροντίστε πάντοτε νά βοηθάει ὁ ἕνας τόν ἄλλο εἴτε διδάσκοντας καί βάζοντας τό λόγο τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά τοῦ ἀδελφοῦ, εἴτε παρηγορώντας, ὅταν ὁ ἄλλος εἶναι λυπημένος, εἴτε δίνοντας ἕνα χέρι καί βοηθώντας τόν ἀδελφό. Καί μέ λίγα λόγια, καθένας, ὅπως εἴπα, ἀνάλογα μέ τή δύναμή του φροντίστε νά ἑνωθεῖτε μεταξύ σας. Γιατί ὅσο ἑνώνεται κανείς μέ τόν πλησίον, τόσο περισσότερο ἑνώνεται μέ τό Θεό.
Θά σᾶς πῶ ἕνα παράδειγμα ἀπό τούς Πατέρες, γιά νά καταλάβετε καλά τή δύναμη πού ἔχει αὐτός ὁ λόγος. Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι εἶναι ἕνας κύκλος πάνω στή γῆ, σάν ἕνα στρογγυλό χάραγμα γινωμένο μέ διαβήτη καί ἔχοντας ἕνα κέντρο. Κέντρο ὀνομάζεται τό μέσον τοῦ κύκλου. Προσέξτε τί ἐννοῶ: Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι αὐτός ὁ κύκλος εἶναι ὅλος ὁ κόσμος. Τό κεντρικό σημεῖο τοῦ κύκλου εἶναι ὁ Θεός, οἱ δέ εὐθεῖες γραμμές πού ξεκινοῦν ἀπό τήν περιφέρεια τοῦ κύκλου πρός τό κέντρο οἱ δρόμοι, δηλαδή οἱ τρόποι ζωῆς τῶν ἀνθρώπων. Ἐφόσον λοιπόν προχωροῦν οἱ ἅγιοι πρός τό κέντρο, θέλοντας νά πλησιάσουν τό Θεό, ἀνάλογα μέ τό πόσο προχωροῦν, πλησιάζουν καί τό Θεό καί μεταξύ τους. Καί ὅσο πλησιάζουν τό Θεό, πλησιάζονται μεταξύ τους καί ὅσο πλησιάζονται, πλησιάζουν τό Θεό. Κατά τόν ἴδιο τρόπο ἐννοῆστε καί τό χωρισμό. Γιατί ὅταν ἀπομακρύνονται ἀπό τό Θεό καί γυρίζουν πίσω, πρός τά ἔξω, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι, ὅσο βγαίνουν πρός τά ἔξω καί ἀπομακρύνονται ἀπό τό Θεό, τόσο ἀπομακρύνονται καί μεταξύ τους, καί ὅσο ἀπομακρύνονται μεταξύ τους, τόσο ἀπομακρύνονται καί ἀπό τό Θεό. Αὐτή λοιπόν εἶναι ἡ φύση τῆς ἀγάπης. Ὅσο μέν βρισκόμαστε ἔξω καί δέν ἀγαπᾶμε τό Θεό, τόσο ἀπομακρυνόμαστε ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο. Ἄν ὅμως ἀγαπήσουμε τό Θεό, ὅσο πλησιάζουμε τό Θεό μέ τήν ἀγάπη μας σ᾿ Αὐτόν, σέ ἀνάλογο βαθμό ἑνωνόμαστε μέ τήν ἀγάπη τοῦ πλησίον καί ὅσο ἑνωνόμαστε μέ τόν πλησίον, τόσο ἑνωνόμαστε μέ τό Θεό.
Ὁ Θεός ἄς μᾶς ἀξιώσει νά προσέχουμε ὅσα μᾶς συμφέρουν πνευματικά καί νά τά ἐφερμόζουμε. Γιατί ὅσο φροντίζουμε καί ἐνδιαφερόμαστε νά ἐφαρμόσουμε ὅσα ἀκοῦμε, τόσο περισσότερο μᾶς φωτίζει ὁ Θεός πάντοτε καί μᾶς διδάσκει τό θέλημά Του.
Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
Ἀπό τό βιβλίο: «Ἀββᾶ Δωροθέου ἔργα ἀσκητικά» (ΣΤ΄ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ σελ. 195-203)
Ἐκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ»,
Ἱερά Μ. Τμίου Προδρόμου Καρέα
1Ἡ ἁπλότητα, ὅπως· διδάσκει ἡ δογματική, εἶναι ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει κατακτήσει τήν ἁπλότητα ἔχει γίνει ἤδη θεοειδής. Ἔχει ἑδραιωμένη τήν ἀπάθεια, τήν ἀγαθότητα καί τήν ἀγάπη. Ἄνθρωπος ἐγωκεντρικός, δίβουλος καί ἀνειρήνευτος δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι ἁπλός, ἄν καί σέ ὁρισμένες περιστάσεις μπορεῖ νά μιμεῖται τίς ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις τῶν ἁπλῶν. Τότε βέβαια ὑποκρίνεται καί εἶναι πολύ ἐπικίνδυνος.
2Ὅσο εἶναι δύσκολο νά εἶναι κανείς δίκαιος ἄλλο τόσο εἶναι δύσκολο νά ἀπονέμει δικαιοσύνη. Γιά τό λόγο αὐτό ὁ μοναχός (καί κάθε πνευματικός ἄνθρωπος), πού ἀγωνίζεται ὀφείλει νά ἀποθέτει τήν ἀπονομή τῆς δικαιοσύνης εἴτε στούς ἀνθρώπους πού ἔχουν ἐπιφορτιστεῖ μέ αὐτό τό καθῆκον εἴτε στό Θεό. Ἔτσι προσπαθεῖ στίς διαπροσωπικές σχέσεις του νά ἔχει τή βάση τῆς φιλαδελφίας καί τοῦ ἐλέους. Ἄλωστε καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος διακήρυξε «δέν ἦλθα γιά νά κρίνω ἀλλά γιά νά σώσω τόν κόσμο» (Ἰωάν. Ιβ΄: 47).
3Ἀνατροπή θολερά (Ἀββακ. Β : 15).
Ἡ ἀναφορά τοῦ χωρίου τούτου στό θέμα τῆς καταλαλιᾶς, ἀπό τόν ἀββά Δωρόθεο φανερώνει τήν ἐπίδραση τῆς ἀλληγορικῆς ἑρμηνευτικῆς σχολῆς.
Στήν Π. Δ. ὁ Προφήτης ἀποκαλύπτει τήν ἐχθρική δραστηριότητα τῶν Ἀσσυρίων πού εἶχαν σάν μέθοδο νά μεθοῦν τούς ἀντιπάλους τους, ὥστε νά μποροῦν ἀνενόχλητα νά τούς κατασκοπεύουν. Στήν περίπτωση τοῦ πατερικοῦ λόγου τή θέση τῶν Ἀσσυρίων τήν παίρνει ὁ διάβολος καί ὁ ἀδελφός πού καταλαλεῖ. Τή θέση τοῦ οἴνου τήν παίρνει ἡ καταλαλιά ( τό περιεχόμενό της ) καί τή θέση τῶν θυμάτων τήν ἔχουν οἱ ἀδελφοί τῆς Μονῆς, πού μέ τόν τρόπο αὐτό ἐνεργοῦν μέ ἐμπάθεια καί ὑπονομεύουν τήν πνευματικότητα καί τήν ἀσφάλεια τῆς Ἀδελφότητάς τους.
4Ἀβ. Ζωσιμᾶς P.G. 78, 1693A.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου