Μ᾿ ἔκλεισαν στὴ φυλακή, μαζὶ μὲ κοινοὺς ἐγκληματίες. Μὲ ὑποδέχθηκαν βίαια: Ξέσκισαν τὰ ἱερατικά μου ἄμφια. Μὲ βρίζανε. Μὲ φτύνανε… Βαρέθηκαν καὶ σταμάτησαν.
Μοῦ ἔδωσαν λίγο χῶρο στὸ πέτρινο, βρώμικο δάπεδο— στὸ πιὸ σκοτεινὸ σημεῖο, δίπλα στὸ ἀποχωρητήριο.
Σβήσανε τὸ φῶς καὶ πέσανε γιὰ ὕπνο. Τότε ἐγὼ ἄρχισα νὰ προσεύχομαι...
Εἶχα μόλις σταματήσει τὴν προσευχή μου, ὅταν, μέσα στὸ σκοτάδι, μὲ πλησίασε κάποιος ἄγνωστος καὶ μοῦ ψιθύρισε:
Ἀνακουφίστηκα: Κι ἐδῶ ὁ Χριστός!...
Ἡ πρώτη μου νύχτα στὴ φυλακή... Πῶς νὰ κοιμηθῶ; Σκεφτόμουνα τὶς δοκιμασίες ποὺ μὲ περίμεναν, καί, δὲν τὸ κρύβω, κάπου-κάπου λιποψυχοῦσα.
Θυμόμουνα τί εἶχαν πάθει γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ κάποιοι ἄλλοι πρὶν ἀπὸ μένα: Στὸ Ἀστραχάν, τὸν ἀρχιεπίσκοπο Μητροφάνη καὶ τὸν ἐπίσκοπο Λεόντιο τοὺς ἔθαψαν στὴ γῆ ζωντανούς.
Στὸ Σβιάζσκυ, τὸν ἐπίσκοπο Ἀμβρόσιο τὸν ἔδεσαν στὴν οὐρὰ ἑνὸς ἀφηνιασμένου ἀλόγου.
Στὸ Μπελγκράντ-Κοῦρσκομ, τὸν ἐπίσκοπο Νικόδημο τὸν σκότωσαν μὲ σιδερόβεργες, κι ἔπειτα πέταξαν τὸ σῶμα του στὸ σκουπιδόλακκο.
Στὴν Πέρμ, βγάλανε τὰ μάτια καὶ κόψανε τὰ μάγουλα τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀνδρονίκου, πρὶν τὸν πομπέψουνε στοὺς δρόμους καὶ τὸν θάψουνε ζωντανό...
Ἔσφιγγα στὸ χέρι μου τὸν ἐπιστήθιο βαφτιστικὸ σταυρό μου, καὶ παρακαλοῦσα νοερά, μὲ γεθσημανικὴ ἀγωνία:
— Κύριε! Δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου!...
ΠΗΓΗ: Βασίλειος Νικηφόρωφ-Βόλγιν - Τὸ ὁδοιπορικὸ ῥαβδί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου