[Ἰω. 10, 9:16]
«Γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν»[1]. Καί πῶς θά γίνει αὐτό, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά γίνουμε ἕνα, μέ ἕναν ποιμένα τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν; Αὐτό γίνεται μέ τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι ζοῦμε μετέχοντες σέ αὐτή τήν χάρη, ἔχουμε ὅλοι τό ἴδιο θέλημα, γινόμαστε ἕνα πνεῦμα, γιατί ἔχουμε τό ἴδιο Πνεῦμα, τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, τό Ὁποῖο στήν Ἁγία Γραφή ὀνομάζεται καί Χάρις, Θεία Χάρις. Ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅλοι οἱ Ἅγιοί μας, ζήσανε μέσα σέ αὐτή τή Θεία Χάρη.
«Ζοῦσα», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «μέσα στά ἄστρα, μέσα στό ἄπειρο, στόν οὐρανό», καί ὅταν βρισκότανε στό Ἅγιον Ὄρος ἀπό μικρό παιδάκι καί κατεξοχήν ἀπό τήν στιγμή πού πῆρε τό χάρισμα μέσῳ τοῦ Γερο-Δημᾶ στό Κυριακό τῶν Καυσοκαλυβίων. «Τό χάρισμα τῆς διοράσεως -λέγει- «ὅπως σᾶς εἶπα, ποτέ δέν τό εἶχα ἐπιθυμήσει», λέγει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «οὔτε ὅταν τό ἔλαβα, προσπάθησα νά προχωρήσω, δηλαδή νά τό καλλιεργήσω. Δέν τοῦ ἔδωσα σημασία. Οὔτε ζήτησα ποτέ, οὔτε ζητῶ ἀπό τόν Θεό νά μοῦ ἀποκαλύψει κάτι, γιατί νομίζω ὅτι αὐτό εἶναι ἀντίθετο μέ τό θέλημά Του»[2].
Πόσο ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ὅπως καί ὁ σήμερα ἑορταζόμενος Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, δόξαζε τόν Θεό γιά ὅλα καί ζητοῦσε πάντα νά γίνεται τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τό δικό του θέλημα. Ἐφόσον ὁ Θεός θέλει νά μᾶς ἀποκαλύψει κάτι, νά εἶναι εὐλογημένο. Ἐμεῖς ὅμως δέν θά ζητήσουμε κάτι παραπάνω, κάτι ἰδιαιτέρως. Ὅπως ἐδῶ ὁ Ἅγιος, παρόλο πού εἶχε τό χάρισμα τό διορατικό, δέν ζητοῦσε ἀπό τόν Θεό ἀποκαλύψεις. Ἀλλά ὅπως λέει, μετά τό γεγονός μέ τόν Γερο-Δημᾶ «ἄλλαξα ἐντελῶς. Ἡ ζωή μου ὅλο χαρά καί ἀγαλλίαση. Ζοῦσα μέσα στά ἄστρα, μέσα στό ἄπειρο, στόν οὐρανό. Πρῶτα δέν ἤμουν ἔτσι»[3]. Βλέπει τή διαφορά τῆς ζωῆς μέσα στήν χάρη καί τή ζωή πρό τῆς χάριτος.
«Ἀπό τότε πού αἰσθάνθηκα τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅλα τά χαρίσματα πολλαπλασιάστηκαν», λέγει ὁ Ἅγιος Πορφύριος. «Ἔγινα ἔξυπνος. Ἔμαθα Τριαδικούς Κανόνες, τόν Κανόνα τοῦ Ἰησοῦ, ἄλλους Κανόνες. Μόνο πού τούς διαβάζανε καί τούς ψάλλανε στήν ἐκκλησία, τούς μάθαινα ἀπ' ἔξω. Τό Ψαλτήρι τό ἔλεγα ἀπ' ἔξω. Πρόσεχα καί ὁρισμένους ψαλμούς πού ταίριαζαν τά λόγια τους νά μήν τούς μπερδεύω. Ὄντως ἄλλαξα. «Ἔβλεπα» πολλά πράγματα, ἀλλά δέν μιλοῦσα. Δηλαδή δέν εἶχα τό δικαίωμα νά τά πῶ, δέν εἶχα «πληροφορία». Ὅλα τά ἔβλεπα, ὅλα τά πρόσεχα, ὅλα τά ἤξερα. Ἀπό τήν χαρά μου δέν πατοῦσα στή γῆ. Τότε ἄνοιξε ἡ μύτη μου καί μύριζα τά πάντα∙ ἄνοιξαν τά μάτια μου, ἄνοιξαν τ' αὐτιά μου. Ἀπό μακριά τά καταλάβαινα. Τά ζῶα, τά πουλιά, τά ξεχώριζα ὅλα. Ἤξερα ἀπό τό κελάηδημα ἄν εἶναι κότσυφας, ἄν εἶναι σπουργίτι, ἄν εἶναι σπίνος, ἄν εἶναι ἀηδόνι, ἄν εἶναι κομπογιάννηδες, ἄν εἶναι τσίχλες. Ὅλα τά πουλάκια τά καταλάβαινα ἀπό τήν φωνή τους. Τή νύκτα, ξημερώνοντας, χαιρόμουνα τή συναυλία πού ἔκαναν τ' ἀηδόνια, τά κοτσύφια, ὅλα ὅλα… Ἔγινα ἄλλος», λέει ὁ Ἅγιος, «καινούργιος, διαφορετικός»[4]. Πράγματι, ὅταν ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μπεῖ μέσα στόν ἄνθρωπο καί τόν λούσει πλούσια, τόν ἀλλάζει ὀντολογικά.
«Ὅ,τι ἔβλεπα», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «τό ἔκανα προσευχή. Τό γύριζα στόν ἑαυτό μου. Γιατί τό πουλί ψάλλει καί δοξολογεῖ τόν Πλάστη; Ἤθελα νά τό κάνω κι ἐγώ. Τό ἴδιο καί μέ τά λουλούδια. Τά λουλούδια τά καταλάβαινα ἀπό τίς μυρωδιές καί τό ἄρωμά τους τό ἄκουγα ἀπό μισή ὥρα μακριά. Παρατηροῦσα τά χόρτα, τά δέντρα, τά νερά, τά βράχια. Ἄ! μέ τά βράχια μιλοῦσα. Πόσα εἶχαν δεῖ αὐτά! Τά ρωτοῦσα καί μοῦ λέγανε ὅλα τά μυστικά τῶν Καυσοκαλυβίων. Κι ἐγώ συγκινιόμουν καί κατανυγόμουν. Τά ἔβλεπα ὅλα μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔβλεπα ἀλλά δέν μιλοῦσα. Συχνά πήγαινα στό δάσος. Πολύ μ' ἐνθουσίαζε νά περπατῶ ἀνάμεσα ἀπ' τίς πέτρες καί τά σχοίνα, τά μικρά καί τά μεγάλα δέντρα.
Μιά μέρα -λέει ὁ Ἅγιος- ἕνα πρωί, προχώρησα μόνος μου στό παρθένο δάσος. Ὅλα, δροσισμένα ἀπό τήν πρωινή δροσιά, λαμπύριζαν στόν ἥλιο. Βρέθηκα σέ μιά χαράδρα. Τήν πέρασα. Κάθισα σ' ἕναν βράχο. Δίπλα μου κρύα νερά κυλοῦσαν ἥσυχα κι ἔλεγα τήν εὐχή. Ἡσυχία ἀπόλυτη. Τίποτε δέν ἀκουγόταν. Σέ λίγο, μέσα στήν ἡσυχία ἀκούω μιά γλυκιά φωνή, μεθυστική, νά ψάλλει, νά ὑμνεῖ τόν Πλάστη. Κοιτάζω, δέν διακρίνω τίποτα. Τελικά, ἀπέναντι σ' ἕνα κλαδί βλέπω ἕνα πουλάκι, ἦταν ἀηδόνι. Κι ἀκούω τό ἀηδονάκι νά κελαηδίζει, νά σχίζεται, μάλλιασε πού λέμε ἡ γλώσσα του, φούσκωνε ἀπ' τούς λαρυγγισμούς ὁ λαιμός του. Αὐτό τό πουλάκι, τό μικροσκοπικό νά κάνει κατά πίσω τά φτερά του, γιά νά ἔχει δύναμη καί νά βγάζει αὐτούς τούς γλυκύτατους τόνους, αὐτή τήν ὡραία φωνή καί νά φουσκώνει ὁ λάρυγγάς του! Μοῦ ἦρθαν δάκρυα στά μάτια. Τά ἴδια ἐκεῖνα δάκρυα τῆς χάριτος, πού κυλοῦσαν ἀβίαστα καί τά ὁποῖα ἀπέκτησα ἀπ' τόν Γερο-Δημᾶ. Ἦταν ἡ δεύτερη φορά πού τά δοκίμαζα»[5].
Εἶναι ἡ λεγόμενη φυσική θεωρία, γιά τήν ὁποία μᾶς μιλοῦν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὅταν ὁ ἄνθρωπος παρατηρεῖ τά θαυμάσια τῆς Δημιουργίας, τά κτιστά ὄντα τά ὁποῖα ἔχει ὁ Θεός κτίσει, ἔχει δημιουργήσει. Παρατηρώντας ὁ ἄνθρωπος τήν ὀμορφιά τους, τήν σοφία τους, τίς δυνάμεις πού εἶναι κρυμμένες σέ αὐτά, μέσῳ αὐτῶν ἀνεβαίνει ἡ διάνοιά του στόν Δημιουργό, στόν Θεό, καί πιστεύει ὁ ἄνθρωπος ἐντονότερα, καθαρότερα, καλύτερα εἰς τόν Θεόν.
«Δέν μπορῶ νά σᾶς μεταφέρω αὐτά πού ἔνιωσα», λέει ὁ Ἅγιος, «αὐτά πού αἰσθάνθηκα. Σᾶς φανέρωσα, ὅμως τό μυστήριο. Καί σκεπτόμουν: «Γιατί τό ἀηδονάκι νά βγάζει αὐτούς τούς λαρυγγισμούς; Γιατί νά κάνει αὐτές τίς τρίλιες; Γιατί νά ψάλλει αὐτό τό ὑπέροχο ἆσμα; Γιατί, νά ξελαρυγγιάζεται; Γιά ποιόν σκοπό; Μήπως περιμένει νά τό ἐπαινέσει κανείς; Ὄχι, βέβαια, ἐκεῖ κανείς δέν θά τό κάνει αὐτό»[6], ἐκεῖ μές στήν ἡσυχία καί στήν ἐρημιά καί τή μόνωση πού βρισκόταν αὐτό τό μικρό αὐτό ἀηδονάκι.
«Μόνος μου», λέει ὁ Ἅγιος, «φιλοσοφοῦσα. Αὐτό τό ἀπέκτησα μετά τό γεγονός μέ τόν Γερο-Δημᾶ. Πρίν ἀπό αὐτό δέν τό ἔκανα. Πόσα δέν μοῦ εἶπε τό ἀηδονάκι! Καί πόσα τοῦ εἶπα μές στή σιωπή: «Ἀηδονάκι μου, ποιός σοῦ εἶπε ὅτι ἐγώ θά περνοῦσα ἀπό ἐδῶ; Κανείς δέν πλησιάζει ἐδῶ. Εἶναι τόσο ἀπρόσιτο τό μέρος. Πόσο ὡραῖα κάνεις χωρίς διακοπή τό καθῆκον σου, τήν προσευχή σου στόν Θεό! Πόσα μοῦ λέεις, ἀηδονάκι μου, πόσα μέ διδάσκεις! Θεέ μου, συγκινοῦμαι. Ἀηδόνι μου, μοῦ δείχνεις μέ τό κελάηδημά σου πῶς νά ὑμνῶ τόν Θεό, μοῦ λές χίλια, πολλά, πάρα πολλά...»[7]. Βλέπει ὁ Ἅγιος Γέροντας τήν ἀκενοδοξία, βλέπει τήν ἡσυχία, βλέπει τήν μόνωση, βλέπει αὐτές τίς ἀρετές πού πρέπει νά ἔχει καί ὁ ἴδιος, τίς βλέπει στό μικρό ἀηδονάκι, τό ὁποῖο βέβαια, θά λέγαμε, δέν ἔχει συνείδηση τοῦ τί κάνει, ἀλλά ἔτσι πλάστηκε ἀπό τόν Δημιουργό γιά νά εἶναι πρότυπο ζωῆς γιά μᾶς.
«Δέν εἶμαι καλά ἀπό ὑγεία», λέει ὁ Ἅγιος Γέροντας, προφανῶς αὐτά τά διηγεῖται σέ μεγάλη ἡλικία, «νά τά πῶ ὅπως τά νιώθω. Θά μποροῦσε νά γραφτεῖ ἕνα ὁλόκληρο πεζογράφημα. Τό ἀγάπησα πολύ τό ἀηδόνι. Τό ἀγάπησα καί μ' ἐνέπνευσε. Σκέφτηκα: «Γιατί ἐκεῖνο κι ὄχι καί ἐγώ; Γιατί ἐκεῖνο νά κρύβεται κι ὄχι καί ἐγώ;» Καί μοῦ ἦλθε στόν νοῦ, ὅτι πρέπει νά φύγω, πρέπει νά χαθῶ, πρέπει νά μήν ὑπάρχω»[8]. Ἔτσι ὅπως εἶναι ἕνας μοναχός, σάν ἀνύπαρκτος.
«Εἶπα: «Γιατί; Εἶχε αὐτό κόσμο μπροστά του; Ἤξερε ὅτι ἤμουν ἐγώ καί τό ἄκουγα; Ποιός τό ἄκουγε πού ξελαρυγγιαζόταν; Γιατί πήγαινε σέ τέτοια κρυφά μέρη; Ἀλλά κι ἐκεῖνα τ' ἀηδονάκια μές στόν λόγγο, μές στή ρεματιά πού βρισκόντουσαν τή νύκτα καί τήν ἡμέρα, τό βράδυ καί τό πρωί, ποιός τ' ἄκουγε πού ξελαρυγγιαζόντουσαν ὅλα; Καί γιατί τό κάνανε αὐτό τό πράγμα; Καί γιατί πηγαίνανε σέ τέτοια κρυφά μέρη; Γιατί σπάζανε τόν λάρυγγά τους; Ὁ σκοπός ἦταν ἡ λατρεία, τό ψάλσιμο στόν Δημιουργό τους, ἡ λατρεία στόν Θεό. Ἔτσι τά ἐξηγοῦσα.
Ὅλα αὐτά τά θεωροῦσα ὅτι ἦταν τοῦ Θεοῦ ἄγγελοι, δηλαδή πουλάκια πού δοξάζανε τόν Θεό, τόν Πλάστη τῶν ἁπάντων, καί δέν τά ἄκουγε κανείς. Ναί, κρύβονταν, νά μήν τ' ἀκούει κανείς! Δέν τά ἐνδιέφερε νά τ΄ ἀκοῦνε, ἀλλά ποθοῦσαν μές στήν μοναξιά, μές στήν ἡσυχία, μές στήν ἐρημιά, μές στή σιωπή νά τ' ἀκούει, ποιός ἄλλος; Ὁ Πλάστης τῶν ἁπάντων, ὁ Δημιουργός τοῦ παντός! Αὐτός πού τούς χάρισε ζωή καί πνοή καί φωνή. Θά ρωτήσετε: «Εἴχανε μυαλό;». Τί νά πῶ, δέν ξέρω ἄν τό ἔκαναν συνειδητά ἤ ὄχι. Δέν ξέρω. Γιατί αὐτά εἶναι πουλάκια. Μπορεῖ τώρα νά εἶναι στή ζωή καί μετά νά μήν ὑπάρχουν, ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Δέν πρέπει ἐμεῖς νά σκεπτόμαστε διαφορετικά ἀπ' ὅ,τι λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Ὁ Θεός μπορεῖ νά μᾶς παρουσιάσει ὅτι ὅλοι αὐτοί ἤτανε ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς δέν τά ξέρουμε αὐτά. Πάντως κρύβονταν, νά μήν ἀκούσει κανείς τή δοξολογία τους.
Ἔτσι καί γιά τούς μοναχούς ἡ ζωή ἐκεῖ, στό Ἅγιον Ὄρος, εἶναι ἄγνωστη. Ζεῖς μέ τόν Γέροντα, τόν ἀγαπάεις. Οἱ μετάνοιες, οἱ ἀσκήσεις, ὅλα γίνονται, ἀλλά οὔτε τίς θυμᾶσαι, οὔτε κανείς λέει γιά σένα: «τί εἶναι αὐτός;». Ζεῖς τόν Χριστό, εἶσαι τοῦ Χριστοῦ. Ζεῖς μέσα σέ ὅλα καί ζεῖς τόν Θεό, ἕν ᾧ τά πάντα ζοῦν καί κινοῦνται, ἕν τῷ Ὁποίῳ καί διά τοῦ Ὁποίου - εἶναι δικές μου ἑλληνικοῦρες αὐτά»[9], λέγει ὁ Ἅγιος Γέροντας. Περιγράφει τήν ζωή μέσα στήν Θεία Χάρη, τήν ὄντως ζωή, τήν ὁποία ἀξίζει νά ζήσει κάθε ἄνθρωπος. Καί αὐτό γίνεται μόνο ὅταν ὁ ἄνθρωπος μπεῖ μέσα στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί μέ τήν τήρηση τῶν ἁγίων ἐντολῶν, μέ τήν ἁγία ἄσκηση, τήν μυστηριακή ζωή, καταφέρει νά ἔχει ἐμπειρία τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, νά ζεῖ μέσα στή χάρη, παρόλο πού δέν τόν ξέρουν οἱ πολλοί ἄνθρωποι. Γιατί ὅταν μᾶς γνωρίζουν πολλοί, μπαίνει καί ἡ ὑπερηφάνεια καί ἡ κενοδοξία.
«Μπαίνεις μές στήν ἄκτιστη Ἐκκλησία», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «καί ζεῖς ἐκεῖ ὡς ἄγνωστος. Κι ἐνῶ ἀναλύεσαι γιά τούς συνανθρώπους σου προσευχόμενος, μένεις ἄγνωστος σ' ὅλους τούς ἀνθρώπους, χωρίς ἴσως ποτέ νά σέ γνωρίσουν». Ἔτσι μιλοῦσε ὁ Ἅγιος Πορφύριος καί ἔτσι ποθοῦσε, ἀλλά ὁ Θεός τόν δημοσίευσε, τόν φανέρωσε καί τόν ἔβαλε νά ἐργάζεται στό κέντρο τῆς πολυπληθοῦς Ἀθήνας.
Ἔτσι συνέβη καί μέ ὅλους τούς Ἁγίους οἱ ὁποῖοι πόθησαν καί λάτρευσαν τόν Θεό μέ ὅλη τους τήν ψυχή καί τήν καρδιά καί τήν διάνοια. Ἔτσι συνέβη καί μέ τόν Ἱερό Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἀσκητής, ἀλλά ὁ Θεός τόν πῆρε ἀπό ἐκεῖ καί τόν ἔβαλε νά εἶναι ἕνας λύχνος φωτεινός, μιά δάδα ὁλόφωτη, πού φώτισε ὅλη τήν οἰκούμενη τότε, ἀλλά καί σήμερα, ἀλλά καί εἰς τούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Εἶναι ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους, ἄν ὄχι ὁ μεγαλύτερος ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ἔχει ἑρμηνεύσει μέ Πνεῦμα Ἅγιο τό Ἱερό Εὐαγγέλιο καί τίς ἐπιστολές τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου καί θαυμάζεται ἀπό ὅλους τούς Θεολόγους καί τούς πιστούς ὅλων τῶν αἰώνων.
Ἄς εὐχαριστήσουμε τόν Κύριο πού μᾶς χάρισε τούς μεγάλους Ἁγίους, καί τόν Ἅγιο Πορφύριο καί τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, καί μᾶς δίδαξε τήν ταπείνωση, τήν ἀνιδιοτέλεια, τήν ἀφάνεια, τήν ἀκενοδοξία, τήν μή ἀνθρωπαρέσκεια, ἀλλά τήν θεαρέσκεια, τό νά ἀρέσουμε δηλαδή στόν Θεό. Καί ἄς προσπαθήσουμε κι ἐμεῖς νά τούς μιμηθοῦμε, νά ζήσουμε μέσα στή Θεία Χάρη πού ἔζησαν καί αὐτοί ἐδῶ στή γῆ καί συνεχίζουν νά τήν ζοῦν αὐτή τή ζωή μέσα στή χάρη καί τώρα πού εἶναι στόν οὐρανό. Ἄς τούς παρακαλέσουμε νά πρεσβεύουν γιά μᾶς, γιά νά ζήσουμε καί ἐμεῖς ἐν χάριτι τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς ἡμῶν καί μετά καί στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ γιά πάντα.
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Ἰωάν. 10, 16.
[2] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[3] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[4] Ὅ.π.
[5] Ὅ.π.
[6] Ὅ.π.
[7] Ὅ.π.
[8] Ὅ.π.
[9] Ὅ.π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου