[Μᾶρκ. 9, 33:41]
Στό «Πανεπιστήμιο τῆς Ἐκκλησίας» πού εἶναι ὁ μοναχισμός ἐφοίτησε ὁ Ἅγιος Πορφύριος καί πάρα πολλοί Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἦταν σκοπός τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου νά κτίσει ἕνα μοναστήρι, γι' αὐτό καί ἐργαζότανε σκληρά μαζί μέ τήν ἀδελφή του συγκεντρώνοντας χρήματα. «Ἐγώ τότε», λέγει, «πού σκεπτόμουνα νά φτιάξω τό μοναστήρι τό γυναικεῖο, πολλές σκέψεις ἐρχόντουσαν στόν νοῦ μου. Ἡ πιό σπουδαία σκέψη μου ἦταν νά μαζέψω μερικές ἀδελφές μοναχές καί νά εἶναι ὅλες κοντά μου, νά μ' ἀγαπᾶνε ἐν Χριστῷ καί νά τίς ἀγαπάω ἐν Χριστῷ. Θά ἤθελα ὅλες νά εἶναι μοναχές ἀληθινές, νά ἔχουνε πνεῦμα μοναχικῆς ζωῆς, χωρίς ζήλειες, χωρίς τέτοια πράγματα πού ἔχουν συνήθως οἱ γυναῖκες. Νά ἔχουν ἀγάπη μεταξύ τους καί τάξη. Ἐπίσης, θά ἤθελα νά κάναμε κι ἕνα ἐργόχειρο, μιά τέχνη πού νά κρατάει δύο-τρεῖς ὧρες τήν ἡμέρα, τίς πρωινές.
Τό κέντρο τοῦ βάρους ὅμως, θά ἤθελα νά τό ρίξουμε στό «Πανεπιστήμιο τῆς Ἐκκλησίας». Κι ἐννοῶ στούς ὕμνους, κανόνες, μεσονυκτικά, μεσώρια, Ψαλτήρι, Παρακλητική, Μηναῖο, Θεοτοκάριο, Τριώδιο, Πεντηκοστάριο»[1]. Ὅλα αὐτά εἶναι βιβλία πού χρησιμοποιοῦμε στήν Λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας καθημερινῶς καί περιέχουν μέσα τους ὅλη τήν Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας ὅλη τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου καί εἶναι πολύ βοηθητικά γιά τήν πνευματική ζωή. Οὐσιαστικά εἶναι μιά κατήχησις εἰς τήν ὀρθόδοξη πνευματική ζωή καί στήν ὀρθόδοξη δογματική, στήν ὀρθόδοξη πίστη.
«Ἤθελα», λέγει ὁ Ἅγιος, «νά τά διαβάζομε ὅλα, εἰ δυνατόν, ὅσα γράφει τό Τυπικό. Καί τά ψαλτήρια νά τά διαβάζουμε ἀκόμη πρίν τό μεσημέρι, γιά οἰκονομία. Νά μήν τά διαβάζουμε τή νύχτα καί κουράζονται οἱ ἀδελφές. Ἡ ἀφοσίωση, ἡ ἀπασχόληση μέ τούς ὕμνους καί τά ἀναγνώσματα εἶναι μεγάλο πράγμα γιά μένα, πολύ μεγάλο. Γιατί ἁγιάζεται ὁ ἄνθρωπος χωρίς νά τό καταλάβει. Ἀποκτάει καί ἀγάπη καί ταπείνωση καί ὅλα ἀκούγοντας τῶν ἁγίων τά λόγια, τοῦ Μηνιαίου, τῆς Παρακλητικῆς κ.λπ.»[2]. Εἶναι ἕνας πολύ εὔκολος τρόπος νά ἁγιάσει κανείς, ὅταν μέ ἀφοσίωση μελετᾶ τά ἅγια βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας πού χρησιμοποιοῦμε στήν καθημέρα λειτουργική καί λατρευτική πράξη.
«Νά ἐνδιατρίψουμε ἐκεῖ», λέγει ὁ Ἅγιος Πορφύριος. «Αὐτό πρέπει νά εἶναι καθημερινό ἐντρύφημά μας μέσα στήν Ἐκκλησία. Καί μετά πάλι καθημερινῶς, σέ μιά ὥρα πρό τοῦ φαγητοῦ ἤ τό ἀπόγευμα, νά καθίσουμε μιά ὥρα ἤ μιάμιση καί νά διαβάζουμε ἀπό τούς μεγάλους Πατέρες. Καταλάβατε; Τό ἀπόγευμα, ἀνάγνωση πάλι ὅλοι μαζί. Καί στό κελλί, πάλι ὁρισμένη ὥρα. Πρέπει νά γίνει ὡράριο»[3]. Μιλάει ἐδῶ ὁ Ἅγιος γιά τήν ἀνάγκη πού ὑπάρχει ὥστε νά ὑπάρχει ἕνα πνευματικό πρόγραμμα στό μοναστήρι καί μιά πολύ συχνή πνευματική μελέτη.
«Πολλοί ἔχουν μιά συνήθεια. Ὁρισμένη ὥρα καλεῖ ἡ καμπάνα τρεῖς φορές, κι ἐπί δέκα λεπτά, ὅπου καί νά βρίσκεται κανείς, γονατίζει καί λέγει τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ...»», τήν νοερά προσευχή δηλαδή. «Εἶναι δύσκολο αὐτό στήν πράξη. Ὅμως, ξέρετε τί ὡραῖο εἶναι νά ποτίζεις τόν κῆπο καί, μόλις ἀκούσεις τήν καμπάνα, νά γονατίζεις; Ἤ οἱ πάντες νά βγαίνουν ἔξω καί νά γονατίζουν ἐν σιωπῇ; Δηλαδή νά λέμε δέκα λεπτά ἔντονα τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ...» ὅλοι μαζί, ὅπου κι ἄν βρισκόμαστε, σάν ἕνας ἄνθρωπος, νά ἑνουμέθα στή νοερά προσευχή μέ τόν Χριστό καί μετά νά συνεχίζεται ἡ ἐργασία. Πρέπει νά γίνει σχολή, δέν γίνεται ἀλλιῶς. Σχολή, ξέρετε τί θά πεῖ σχολή;», ρωτάει ὁ Ἅγιος. «Νά ἔχουμε ἐνδιαφέρον. Δέν μποροῦμε νά κοιμόμαστε. Κι ἀγράμματη, κι ὅ,τι νά εἶσαι, θά ἔλθεις ἐκεῖ, στήν ἀνάγνωση. Μιά, δύο, τρεῖς, πέντε, δέκα... θά ξυπνήσεις. Ἔ, σιγά-σιγά θά μάθεις τό «Πάτερ ἡμῶν», τό «Πιστεύω». Θά ἔχεις μιά ἄλλη ἀδελφή νά σοῦ δείχνει. Σ' ἕνα, δύο, τρία χρόνια πρέπει νά μάθεις. Θά ἤθελα, ὅμως, νά διαβάζανε ὅλες ὡραῖα, δηλαδή καθαρά καί μέ τήν καρδιά τους»[4]. Καί πιστεύω, λέει ὁ Ἅγιος, ὅτι θά γινόντουσαν πολλά θαύματα μέ τήν κοινή αὐτή ζωή καί τήν κοινή προσευχή τῶν μοναχῶν, οἱ ὁποῖες θά ἐξαγιάζονταν μέσα εἰς τό μοναστήρι σπουδάζοντας στό «Πανεπιστήμιο τῆς Ἐκκλησίας», πού εἶναι ὅλη αὐτή ἡ λατρευτική, λειτουργική μας παράδοση, ἀλλά καί ἐν γένει ἡ ἁγιοπατερική μας παράδοση.
«Γιά τό μοναστήρι», λέει ὁ Ἅγιος, «ἔχω ὀνειρευτεῖ μιά παραδεισιακή κατάσταση. Νά γίνονται ἀκολουθίες καί ἐξομολόγηση ὅλο τό εἰκοσιτετράωρο. Νά ὑπάρχουν πολλοί ἱερεῖς καί ἐξομολόγοι, γιά νά ἐναλλάσσονται, ὅπως στά νοσοκομεῖα πού ἐφημερεύουν. Νά μποροῦν ἔτσι νά καταφεύγουν ὁποιαδήποτε ὥρα τῆς ἡμέρας καί τῆς νύχτας ἄνθρωποι τραυματισμένοι ἀπό διάφορες θλίψεις, σωματικές ἤ ψυχικές, κι ἀπ' τήν ἁμαρτία. Νά ὑπάρχει ἐπίσης τηλέφωνο, πού κι ἐκεῖνο νά λειτουργεῖ μέρα-νύκτα ἀπό ἀδελφές πού μποροῦν νά παρηγοροῦν τόσους ἀπελπισμένους τῆς ζωῆς ἀπ' τά διάφορα τραύματα καί νά τούς ὁδηγοῦν μέ τά λόγια τους στόν Μεγάλο Παρηγορητή, τόν Χριστό, καί νά σώζονται ἔτσι οἱ ψυχές καί νά γεμίζουν φῶς οὐράνιο, πού θά τούς δίδει ἡ Θεια Χάρις. Καί ἐγώ θά ἤθελα νά ἐξομολογῶ κόσμο πού θά ἔρχεται»[5]. Δηλαδή ὁ Ἅγιος, διατυπώνει μιά σκέψη, νά λειτουργεῖ τό μοναστήρι σάν ἕνα πνευματικό νοσοκομεῖο ἐφημερεῦον, ὅλο τό εἰκοσιτετράωρο, τό ὁποῖο θά διακονεῖ καί θά θεραπεύει ψυχικά καί πνευματικά τούς ἀνθρώπους.
«Ὅταν θά ἔρχεται κανείς ἀσθενής, καί προπάντων ἀπό πειρασμικά», λέει ὁ Ἅγιος, «νά τόν ἐξομολογῶ καί μετά νά ἔρχονται οἱ ἀδελφές καί νά τοῦ ψάλλουνε Παράκληση μέ εὐλάβεια. Δηλαδή νά τόν ἔβαζα γονατιστό τόν ἀσθενή κι ἐγώ καθιστός στήν καρέκλα μέ τό ἐπιτραχήλιο νά τοῦ διάβαζα, ἐνῶ ὅλες οἱ μοναχές μέ εὐλάβεια καί μέ ἕνα στόμα νά ἔψαλλαν Παράκληση. Πιστεύω ὅτι πολλά θαύματα θά ἔκανε ὁ Κύριος μέ τήν ἀγάπη μας αὐτή». Δέν προβάλλει τόν ἑαυτό του ἀτομικά, ἀλλά διατυπώνει αὐτή τήν θέση πού εἶναι εὐαγγελική θέση, δηλαδή ἡ κοινή προσευχή, ἡ ὁποία εἰσακούεται ἀπό τόν Θεό, ἀφοῦ «ὅπου εἶναι δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν»[6], λέγει ὁ Κύριος.
«Πολλοί ἀσθενεῖς, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, θά γινόντουσαν καλά», λέγει ὁ Ἅγιος, «μέ αὐτόν τόν τρόπο. Ἔρχεται, γιά παράδειγμα, ἕνας πονεμένος πατέρας καί λέει: «Τό παιδί μου τό πιάνει ζάλη καί πέφτει κάτω». Τό κρατᾶς κάμποση ὥρα στό μοναστήρι. Ἐκεῖ γονατίζουν ὅλες οἱ ἀδελφές, πού εἶναι ἕνα πνεῦμα, μία ψυχή, μία καρδιά μέ τόν γέροντα, καί ἡ προσευχή ὅλων ἐπηρεάζει τήν κατάσταση. Μία σύναξη ἀδελφῶν πού προσεύχονται ἐπηρεάζει, θαύματα κάνει, κι αὐτό εἶναι πού ζητάω καί λαχταράω. Αὐτό θέλω νά κάνω μέσα στό μοναστήρι.
Κι ἕνα ἄλλο θά ἤθελα γιά τό μοναστήρι. Θά ἤθελα νά φτιάξω μιά καλή καί μεγάλη ἐκκλησία. Μιά μέρα μπορεῖ ἐδῶ νά ἔρχονται πολλοί νά ἐξομολογοῦνται, νά κοινωνοῦν, νά προσεύχονται, νά σπουδάζουν τήν νοερά προσευχή. Καί τό ὄνειρό μου εἶναι κάτω ἀπό τόν ναό, στά ὑπόγεια, νά ἔρχονται ἁγιορεῖτες πνευματικοί πατέρες, πού ἔχουν ἀσχοληθεῖ μέ τήν μυστική θεολογία πολύ, μέσα στήν ἔρημο, γιά νά διδάσκουν τήν νοερά προσευχή. Νά ἔρχονται ἔστω γιά μία ἡμέρα. Βέβαια, εἶναι καί πολλοί πού δέν θέλουν οὔτε νά ἀνοιχθοῦν οὔτε νά φανερωθοῦν. Μποροῦμε κι αὐτούς νά τούς φέρομε τήν μιά μέρα καί τήν ἄλλη νά φεύγουν. Πόση ἀνακούφιση θά ἔβρισκαν ἔτσι ὅλες οἱ ψυχές πού βασανίζονται ἀπό τά πάθη καί τ' ἄλλα βάσανα τῆς ζωῆς!
Τό μοναστήρι πρέπει μετά φόβου Θεοῦ νά δέχεται τίς ψυχές καί νά ἐμπνέει ὄχι μέ τή διδασκαλία καί μέ τά κηρύγματα, ἀλλά μέ τήν προσευχή, τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί τό παράδειγμα». Διδάσκει ἐδῶ ὁ Ἅγιος ὅτι ἡ μεγαλύτερη θεραπευτική ἐνέργεια προκύπτει ἀπό τήν ἁγιότητα τοῦ βίου. Αὐτό, λέγει, «εἶναι ἕνα πάρα πολύ λεπτό πράγμα. Ἔρχεται, γιά παράδειγμα ἕνας στό μοναστήρι; Νά τόν φιλοξενοῦμε. Δέν εἶναι ὅμως ἀνάγκη νά πολυλογοῦμε. Ἡ φιλοξενία νά γίνεται μέ τήν Ἐκκλησία, δηλαδή θά πᾶμε τόν φιλοξενούμενο στήν προσευχή, στόν ἑσπερινό, στό ἀπόδειπνο. Θά διαβάσομε πολύ καθαρά τά γράμματα, θά ψάλουμε σεμνά θά κυριαρχεῖ ἡ τάξη καί ἡ σιωπή. Θά ποῦμε καί λίγα λόγια οἰκοδομῆς. Θά προσφέρουμε καί τά ὑλικά, κάποιο ρόφημα κ.λπ., ἀλλά θά κυριαρχεῖ ἡ σιωπή καί θά μιλάει τό παράδειγμα. Πιό πολλά θά τόν διδάξει ὁ τρόπος μας. Δέν χρειάζεται νά φύγουμε ἀπό τήν τακτική μας». Ἐδῶ φαίνεται καθαρά, πῶς ὁ Ἅγιος πιστεύει ὅτι μέσω τῆς ἐνάρετης ζωῆς καί ὄχι μέσω τῶν πολλῶν συζητήσεων, θά βοηθηθοῦν οἱ ἄνθρωποι καί κατεξοχήν μέ τήν σιωπή καί τήν προσευχή μας. «Πιό πολύ θά ὠφεληθεῖ ἀπ' αὐτή κι ὄχι ἀπ' τά λόγια. Ἄν ἔχουμε καλή τάξη κι εἴμαστε δοσμένοι στόν Χριστό», λέγει ὁ Ἅγιος, «ὅλο τό μοναστήρι θά εἶναι ἁγιασμένο. Αὐτό βέβαια θά γίνεται ἀπέριττα, χωρίς σφίξιμο καί προσπάθεια ἀπό τίς μοναχές. Αὐτό, νομίζω, εἶναι ἡ καλύτερη ἱεραποστολή.
Στό μοναστήρι πολύ σύντομα», λέγει ὁ Ἅγιος, πού ἀγαποῦσε πάρα πολύ τήν ὅλη κτίση καί τήν δημιουργία ὡς ἔργο Θεοῦ καί ὡς φανέρωση τῆς ἀγάπης καί τῆς Πρόνοιας τοῦ Θεοῦ, «στό μοναστήρι θά ἀρχίσουν νά ἔρχονται καί πουλιά. Θ' ἀκοῦνε τό καμπανάκι καί θά ἔρχονται νά τρῶνε. Θά κάθονται ἔξω καί θ' ἀκοῦνε τόν ἑσπερινό. Εἶναι οἱ σύντροφοί μας τοῦ δάσους, πού θά ἔρχονται νά συμμετέχουν στήν προσευχή μας»[7].
«Τά μοναστήρια», λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «εἶναι σάν τούς φάρους πού εἶναι τοποθετημένοι στά λιμάνια καί φαίνονται ψηλά καί δέν ἐπιτρέπουν νά γίνονται ναυάγια». Κι ὅπως δίδαξε καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ὄχι μόνο προφυλάσσουν, ἀλλά καί καθοδηγοῦν καί θεραπεύουν τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. «Οἱ μοναχοί, αὐτοί οἱ φωστῆρες τῆς οἰκουμένης», λέει καί πάλι ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «σάν ἀνατείλει ὁ ἥλιος, μᾶλλον πρό τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου, ἀφοῦ σηκωθοῦν ἀπ' τό κρεβάτι τους ὑγιεῖς, γεμάτοι πνευματική διαύγεια καί νηφαλιότητα, στήνουν ψαλμικό χορό καί ὅλοι μέ χαρούμενη συνείδηση καί μ' ἕνα στόμα ψέλνουν ὕμνους στόν οὐράνιο Θεό τῶν πάντων καί Τόν δοξολογοῦν καί Τόν εὐχαριστοῦν γιά ὅλες τίς εὐεργεσίες Του στό ἄτομό τους, ἀλλά καί σέ ὅλο τόν κόσμο»[8].
«Μοναχός εἶναι αὐτός πού ἀπομάκρυνε τόν νοῦ του ἀπό κάθε ὑλικό πράγμα»[9], λέει καί ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής.
«Πιό μεγάλος ἡρωισμός ἀπό τό νά εἶναι μοναχός κανείς δέν ὑπάρχει στόν κόσμο»[10], λέει καί ὁ Ἅγιος Γαβριήλ ὁ διά Χριστόν Σαλός.
«Μοναχός εἶναι ὁ τηρητής τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, ὁ τέλειος Χριστιανός, ὁ μιμητής καί μέτοχος τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου, ὁ καθημερινός μάρτυρας, ὁ ἑκούσιος νεκρός, πού πρόθυμα νεκρώνεται μέ τούς πνευματικούς ἀγῶνες», αὐτά λέει ὁ Ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ. Καί συνεχίζει, «μοναχός εἶναι ὁ στύλος τῆς ὑπομονῆς, τό βάθος τῆς ταπεινώσεως, ἡ πηγή τῶν δακρύων, ὁ χλευαστής ὅλων ὅσων θεωροῦνται λαμπρά, ἔνδοξα καί ἑλκυστικά σέ αὐτόν τόν κόσμο. Μοναχός εἶναι μιά ψυχή γεμάτη πένθος, διαρκῶς ἀπασχολημένη μέ τήν ἔννοια τοῦ θανάτου, εἴτε εἶναι ξύπνια εἴτε κοιμᾶται. Μοναχός εἶναι μιά συνεχής βία τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί μιά ἀδιάκοπη φυλακή τῶν αἰσθήσεων. Μοναχός εἶναι τάξη καί κατάσταση τῶν ἀσωμάτων ἀγγέλων, ἄν καί βρίσκεται μέσα σέ ὑλικό σῶμα πού συλλογίζεται σέ κάθε ὥρα καί τόπο μόνο ὅ,τι εἶναι θεϊκό»[11].
Οἱ μοναχοί εἶναι πράγματι οἱ θεραπευμένοι ἄνθρωποι, οἱ ψυχικά καί πνευματικά ὑγιεῖς καί αὐτοί οἱ ὁποῖοι δίνουν τό πρότυπο ζωῆς καί γίνονται φῶς καί γιά τούς λαϊκούς, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. «Ὅπως τό ψάρι πού σπεύδει νά ἁρπάξει τό δόλωμα, πιάνεται στό ἀγκίστρι καί τραβιέται ἔξω ἀπό τό νερό καί πεθαίνει, ἔτσι καί ὁ μοναχός πού εἶναι μέσα στόν κόσμο, ἑλκύεται μέ τόν λογισμό ἀπό τά κοσμικά ἔργα καί χωρίς νά τό θέλει, λές καί τραβιέται ἀπό ἕνα ἀγκίστρι, πέφτει στά δίχτυα τοῦ ἐχθροῦ καί χάνεται, ξεπέφτοντας ἀπό τήν ἀγγελική ζωή. Θανατώνει τήν ψυχή του καί τήν παραδίνει στήν κόλαση»[12], λέει πάλι ὁ ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ.
«Γιά νά ζήσεις σέ ἕνα μοναστήρι, πρέπει νά ἔχεις ὑπομονή, ὄχι ὅσο ἕνα κάρο, ἀλλά ὅσο ἕνα ὁλόκληρο καραβάνι», λέει καί ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος τῆς Ὄπτινα. Καί πάλι λέει, «γιά νά γίνεις μοναχός, πρέπει νά εἶσαι σιδερένιος καί χρυσός. Σιδερένιος σημαίνει νά ἔχεις μεγάλη ὑπομονή καί χρυσός σημαίνει νά ἔχεις μεγάλη ταπεινοφροσύνη.
Ὁ μοναχισμός αὐτός καθ' αὐτός ἔχει μεγάλη πνευματική σημασία καί προσφέρει μεγάλο ψυχικό ὄφελος σέ αὐτόν πού τόν ἀσπάζεται εἰλικρινῶς καί βαδίζει ταπεινοφρόνως τήν ὁδό τοῦ μοναχισμοῦ, μέ ἁπλότητα καί ἔλλειψη κακίας»[13].
«Ὁ μοναχός πρέπει νά ζεῖ μόνος, μέ μόνη συντροφιά τοῦ Κυρίου», λέει καί ὁ Ἅγιος Παρθένιος τῆς Ὄπτινα. «Ἡ χαρά του καί ἡ εὐφροσύνη του εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή. Ἀγαπᾶ βέβαια ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀλλά στεναχωριέται μαζί τους γιατί τόν στεροῦν ἀπό τήν ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό. Μοναχός πού ἀμελεῖ γιά τήν σωτηρία του, εἶναι βλάσφημος ἀπέναντι στόν Θεό. Θά ἦταν προτιμότερο νά πέθαινε στά σπλάχνα τῆς μητέρας του παρά νά ζεῖ καί νά ἀδιαφορεῖ γιά τήν μοναχική του ἰδιότητα»[14].
Ἄς δοξάζουμε τόν Πανάγιο Θεό πού μᾶς ἀξιώνει νά μελετοῦμε αὐτά τά λόγια τῶν Ἁγίων, καί ἄς προσπαθοῦμε νά γίνουμε μιμητές τῶν Ἁγίων ζώντας ὅπου ἐτάχθη ἕκαστος, εἴτε ὡς μοναχός εἴτε ὡς λαϊκός Χριστιανός, γιά νά ἀξιωθοῦμε καί τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Τῷ δέ Θεῷ ἡμῶν δόξα πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν
.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Βίος καί Λόγοι, Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Β΄ ἔκδοση, Ἱ.Μ. Χρυσοπηγῆς (στό ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου).
[2] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[3] Ὅ.π.
[4] Ὅ.π.
[5] Ὅ.π.
[6] Ματθ. 18, 20.
[7] Βίος καί Λόγοι, Ἁγίου Πορφυρίου.
[9] Ὅ.π.
[10] Ὅ.π.
[11] Ὅ.π.
[12] Ὅ.π.
[13] Ὅ.π.
[14] Ὅ.π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου