Ἡ Ὁσία Σοφία Χοτοκουρίδου, τὸ γένος Ἀμανατίου Σαουλίδου, γεννήθηκε τὸ 1883 μ.Χ. στὸ χωριὸ Σαρὴ-ποπὰ (ἢ Σαρὴ-παπὰ) τῆς ἐπαρχίας Ἀρδάσης Τριπόλεως, Νομοῦ Τραπεζούντας τοῦ Πόντου. Τὸ 1907 μ.Χ. παντρεύεται μὲ τὸν Ἰορδάνη Χοτοκουρίδη στὸ χωριὸ Το(γ)ροὺλ τῆς ἐπαρχίας Ἀρδάσης καὶ μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια, τὸ 1910 μ.Χ., ἀπέκτησε ἕνα παιδί. Ἔπειτα ἀπὸ δύο χρόνια, χάνει τὸ παιδὶ της τὸ ὁποῖο βρίσκει τραγικὸ θάνατο, ἀφοῦ φαγώθηκε ἀπὸ χοίρους, ἐνῶ δύο χρόνια μετά, τὸ 1914 μ.Χ. χάνει καὶ τὸν ἄντρα της τὸν ὁποῖο τὸν πῆραν οἱ Τοῦρκοι στὰ τάγματα ἐργασίας, ὅπου καὶ μᾶλλον ἀπεβίωσε.
Ἡ νεαρὴ χήρα κατέφυγε στὰ βουνά, ὅπου ζοῦσε ἀσκητικά, μὲ μεγάλη νηστεία. Ἐκεῖ τῆς ἐμφανίστηκε ὁ Ἅγιος Γεώργιος καὶ τὴν προειδοποίησε γιὰ ἐπικείμενη ἐπιδρομὴ τῶν Τσετῶν. Ἡ Σοφία ἐνημέρωσε τοὺς συγχωριανούς της, ποὺ κρύφτηκαν καὶ ἀπέφυγαν τὸν κίνδυνο.
Στὴν ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν τὸ καράβι ποὺ μετέφερε τοὺς συγχωριανοὺς τῆς Σοφίας στὴν Ἑλλάδα κινδύνεψε νὰ καταποντιστεῖ. Αὐτὴ ἔβλεπε τὰ κύματα γεμάτα ἀπὸ Ἀγγέλους καὶ τὴν Παναγία. Ζήτησε ἀπ΄ αὐτὴν νὰ πνιγεῖ ἡ ἴδια καὶ νὰ σωθοῦν οἱ συγχωριανοί της. Ἡ Παναγία τοὺς ἔσωσε ὅλους. Ὁ καπετάνιος δὲν τὸ πίστευε πῶς σώθηκαν κι ἔλεγε: «Κάποιον ἅγιο ἔχουμε» καὶ οἱ χωριανοὶ τοῦ ἀπάντησαν: «Τὴ Σοφία».