Τό ὑπερκόσμιο
χάρισμα τῆς ἱερωσύνης
ὡς
διακονία καταλλαγῆς τοῦ κόσμου μέ τόν Θεό
Ἱερατικό
Συνέδριο Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Θυατείρων
Σεβασμιώτατε
καί Ἱερώτατε Ποιμενάρχα,
Ἅγιοι
Ἀρχιερεῖς,
Σεβαστοί
Πατέρες,
Ἡ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, στήν ὁποία
μετέχουμε, εἶναι ἕνα μεγάλο καί παράδοξο χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ὁ
λόγος γι’ αὐτό εἶναι, γιά μᾶς τούς πτωχούς, «δυσερμήνευτος»[1]. Φανερώνεται
μέσα στόν κόσμο ὡς διακονία συμφιλιώσεως τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Σωτήρα Θεό. Ὅσοι
δέχονται τό δῶρο αὐτό ἔχουν ὡς κύριο ἔργο τῆς ζωῆς τους νά πρεσβεύουν γιά τήν
παγκόσμια σωτηρία πού χαρίζει ὁ Χριστός καί νά ἀγωνίζονται γιά τήν πνευματική ἀναγέννηση
τοῦ ποιμνίου πού ὁ ἀγαθός Κύριος τούς ἐμπιστεύθηκε.
Ὅπως γιά κάθε πράξη καί σέ κάθε βῆμα
τῆς ζωῆς μας τέλειο «ὑπόδειγμα» καί ἀληθινή «ὁδόν» ἀποτελοῦν τό Πρόσωπο, ἡ ζωή
καί ὁ λόγος τοῦ Παντοκράτορος Ἰησοῦ, ἔτσι καί στήν ἱερατική μας διακονία, ἔξω ἀπό
τή δική Του Ἀποκάλυψη δέν ὑπάρχει ἄλλο φῶς γιά νά μᾶς κατευθύνει πρός τή
θεάρεστη ἐκπλήρωσή της καί τήν αἰώνια λύτρωση, τόσο τήν προσωπική μας ὅσο καί ἐκείνη
τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Θεός ἦν ἐν
Χριστῷ κόσμον καταλλάσσων ἑαυτῷ»[2]. Μέ ἄλλα λόγια, ὅπως γιά μᾶς ὁ Χριστός εἶναι
ὁ μόνος Διδάσκαλος, μέ τόν ἴδιο τρόπο ἔγινε ἐπίσης καί ὁ κατ’ ἐξοχήν Ἱερεύς,
πού μέ τή θυσία Του πέτυχε τήν ἀσφαλή «προσαγωγή»[3] μας πρός τόν Οὐράνιο
Πατέρα τῶν φώτων καί ἔτσι κληρονομήσαμε ἀπ’ Αὐτόν τή χάρη τῆς υἱοθεσίας. Γίναμε
φίλοι Χριστοῦ, ἀδελφοί καί συγκληρονόμοι Του.
Πῶς ὅμως ὁ Κύριος ἐργάσθηκε γιά
χάρη μας τό ὑπερφυσικό αὐτό ἔργο, μέ τό ὁποῖο ἱεράτευσε τήν παγκόσμια σωτηρία;
Βεβαίως μέ τήν ἄφατη κένωση καί τήν ἀκατάληπτη ταπείνωση τῆς θυσίας Του.
Γιά νά γνωρίζουμε ὡς ἱερεῖς «ποίου
πνεύματος» εἴμαστε ἤ θά ἔπρεπε νά εἴμαστε, θά προσπαθήσω νά ἀναφερθῶ σέ δύο
σημεῖα πού χαρακτήρισαν τήν Ἐπιφάνεια καί ἀναστροφή τοῦ Κυρίου ἀνάμεσά μας.
Κανένας ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά
καταμετρήσει τό μέγεθος τῆς κενώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἡ ἄκτιστη θεία
φύση Του ἑνώνεται μέ τήν κτιστή ἀνθρώπινη φύση. Οὔτε μπορεῖ νά περιγράψει τό
βάθος τῆς ταπεινώσεώς Του ὅταν προσλαμβάνει τήν ἀτελείωτη τραγωδία καί ἀσθένεια
τῆς κοσμικῆς πτώσεως. Ἔβαλε τόν Ἑαυτό Του κάτω ἀπό ὅλους γιά νά σώσει ὅλους.
Δέν ἦλθε ὡς ἐξουσιαστής ἤ ἄρχοντας ἤ δυνάστης. Αὐτά χαρακτηρίζουν τούς ἀποξενωμένους
εἰδωλολάτρες, ὅπως ὁ Ἴδιος εἶπε. Ἐκεῖνος ὅμως ἔγινε ὑπηρέτης ὅλων. «Ἐγώ δέ εἰμι
ἐν μέσῳ ὑμῶν ὡς ὁ διακονῶν». Μᾶς δίδαξε μάθημα παράδοξο, ὅτι ὁ «διακονῶν» εἶναι
«μείζων» ἀπό τόν «ἀνακείμενον»[4]. Καί σέ μᾶς ἔδωσε ἐντολή νά μάθουμε ἀπ’ Αὑτόν
τήν ἴδια ταπείνωση, καί ὅτι ὅποιος ἀπό μᾶς θέλει «μέγας γενέσθαι» πρέπει πρῶτα
νά γίνει «διάκονος» καί «δοῦλος» στήν ὑπηρεσία τοῦ ἄλλου. Στήν ἀδυναμία τῆς
σαρκός πού προσέλαβε, φανέρωσε μιά ἀκατάληπτη καί ὑπερφυσική τελειότητα.
Τό τέλειο μίμημα τοῦ Χριστοῦ, ὁ
μέγας Ἀποστόλος Παῦλος, πού ἄκουσε τά «ἄρρητα ρήματα» τοῦ Παραδείσου, διδάχθηκε
ταυτόχρονα νά μή προτιμᾶ τίποτε ἄλλο στήν πρόσκαιρη αὐτή ζωή, παρά μόνο τό νά
γνωρίζει τόν «Ἰησοῦν Χριστόν, καί τοῦτον ἐσταυρωμένον»[5]. Ὁποιαδήποτε ἀπόκλιση
ἀπό τό πρότυπο αὐτό μᾶς καθιστᾶ «ἀνοήτους»[6], δηλαδή ἄφρονες, πού δέν συγκινοῦνται
ἀπό τήν «εἰς τέλος»[7] ἀγάπη τοῦ Ἐσταυρωμένου Θεοῦ. Ἔχοντας ὑπόδειγμα ὁ Ἀπόστολος
τόν πάσχοντα Κύριο τῆς δόξης δέν δίστασε κατά τή διακονία του, ἀλλά «ἐλεύθερος ὤν
ἐκ πάντων πᾶσιν ἑαυτόν ἐδούλωσε, ἵνα τούς πλείονας κερδήσῃ»[8]. Εἶναι μυημένος
στό μυστήριο τῆς εὐσεβείας καί ἔχει «νοῦν» καί «φρόνημα Χριστοῦ», πού τό ἐκφράζει
στήν πρός Φιλιππισίους ὡς ἐξῆς: «Μηδέν κατά ἐρίθειαν ἤ κενοδοξίαν, ἀλλά τῇ
ταπεινοφροσύνῃ ἀλλήλους ἡγούμενοι ὑπερέχοντας ἑαυτῶν. Μή τά ἑαυτῶν ἕκαστος
σκοπεῖτε, ἀλλά τά ἑτέρων ἕκαστος. Τοῦτο γάρ φρονείσθω ἐν ὑμῖν ὅ καί ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»[9].
Μέ ἄλλα λόγια σημασία ἔχει ὁ ἄλλος, τόν ὁποῖο πρέπει νά ὑπηρετήσουμε στό ὑπέρτατο
ἔργο τῆς καταλλαγῆς του μέ τόν Θεό. Προέχει τοῦ ἑαυτοῦ μας ἡ σωτηρία τοῦ ἐλάχιστου
ἀδελφοῦ, «ὑπέρ οὗ Χριστός ἀπέθανεν»[10].
Ἐμεῖς, λοιπόν, ὡς ἱερεῖς καί μιμητές τοῦ
Μεγάλου Ἀποστόλου Παύλου, τότε μόνο θά τιμήσουμε τή διακονία μας, ὅταν βάλουμε
τόν ἑαυτό μας κάτω ἀπό κάθε ἄνθρωπο πού μᾶς προσεγγίζει. Μέ τήν ἀνυπόκριτη
ταπείνωσή μας θά τόν φέρουμε στή φιλοτιμία νά δεχθεῖ τό λόγο τοῦ Εὐαγγελίου,
καί ἴσως ἔτσι θά συμβάλουμε στήν ἀναγέννηση ἔστω καί μερικῶν. Ἄν κατά τήν ἱερατική
μας διακονία πρός τούς συνανθρώπους μας σέ κάθετί πού κάνουμε καί σέ κάθε λόγο
πού προφέρουμε, προσθέτουμε τή μερίδα τῆς ταπεινῆς ἀγάπης, ὁπωσδήποτε ὁ καλός
Θεός θά εὐλογήσει, ἐμεῖς πρῶτα καί οἱ ἄλλοι ἔπειτα, νά κληρονομήσουμε τή μεγάλη
μερίδα τῆς χάριτος πού πήγασε ἀπό τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Ἠγαπημένου Υἱοῦ
Του.
Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικό σημεῖο πού
φανερώνει τήν πληρότητα καί τήν ἄφθαστη τελειότητα τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι
τό ὅτι «ἔπαθεν ἔξω τῆς πύλης ἵνα ἁγιάσῃ διά τοῦ Ἰδίου αἵματος τόν λαόν»[11]. Μέ
ἄλλα λόγια, ὁ περί πάντας ἀγαθός Ἰησοῦς ὑπέμεινε τό Πάθος μέ ἄκρα ἐξουδένωση. Ὅπως
λέει σέ ἄλλο σημεῖο ὁ Ἀπόστολος, ὁ Χριστός, ὄχι γιά νά ἀρέσει στόν Ἑαυτό Του, ἀλλά
γιά νά εὐεργετήσει καί νά παρηγορήσει τόν ἄνθρωπο, καταδέχθηκε ὅλοι «οἱ ὀνειδισμοί
τῶν ὀνειδιζόντων»[12] νά πέσουν ἐπάνω Του. Καί ἐμεῖς, προτρέπει ὁ Ἀπόστολος,
γιά νά συναντήσουμε τόν Ἰησοῦ Χριστό καί νά εἰσέλθουμε στή ζώσα Παρουσία Του, «ἐγηγεγερμένου
ἐκ νεκρῶν»[13], πρέπει νά κάνουμε τό ἴδιο. Νά βγοῦμε ἔξω ἀπό τήν παρεμβολή τοῦ
κόσμου τούτου, «τόν ὀνειδισμόν τοῦ Χριστοῦ φέροντες»[14], καί «τήν μέλλουσαν
(πόλιν) ἐπιζητοῦντες»[15]. Τότε καί ἡ δική μας λατρεία θά εἶναι εὐάρεστη στόν
Θεό καί ὠφέλιμη γιά τούς ἄλλους.
Σύμφωνα μέ τά παραπάνω, γιά νά εἶναι
τιμημένη καί εὐλογημένη ἡ διακονία τοῦ ἱερέα, πρέπει νά διακρίνεται ἀπό τήν ἀφοσίωση
καί τήν ἀφιέρωσή του «εἰς τόν τῆς πίστεως ἀρχηγόν καί τελειωτήν Ἰησοῦν»[16].
Δέν πρέπει νά τόν ἀποσπᾶ ὁ κόσμος ἀπό τήν ἐκζήτηση τῆς σωτήριας χάριτος τοῦ
Κυρίου γιά τόν ἴδιο καί γιά τούς ἀδελφούς του, οὔτε νά τόν γοητεύει μέ τήν
ματαιότητα τῶν ὡραίων πραγμάτων του. Νά μήν τόν ἐπηρεάζουν τά πρότυπά του πού εἶναι
«βδέλυγμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ»[17]. Νά προτιμᾶ τούς σκληρούς λόγους τοῦ Εὐαγγελίου
καί νά μή θέλει νά κάνει συμβατή τήν ἀλήθειά Του μέ τήν ἀγάπη τοῦ κόσμου αὐτοῦ
πού εἶναι «ἔχθρα εἰς Θεόν»[18].
Μαθητεύοντας λοιπόν ὁ ἱερέας στό θεῖο
φρόνημα τοῦ Ἰησοῦ, βάζοντας μέ συμπάθεια τόν ἑαυτό του κάτω ἀπό τόν ἄλλο καί
προτιμώντας τόν ὀνειδισμό τοῦ Χριστοῦ ἔξω ἀπό τήν παρεμβολή τῆς ὑπολήψεως τοῦ
κόσμου τούτου, θά μπορέσει νά ἐνταχθεῖ στήν ταπεινή ὁδό τοῦ Κυρίου. Ἐπειδή ὅμως
Αὐτός εἶναι ἡ ὁδός, ὅπως εἶπε, Τόν βρίσκει τότε ὡς συνοδοιπόρο Του. Δηλαδή εἰσέρχεται
στή ζωοποιό Παρουσία Του, καί ὅπως στήν περίπτωση τοῦ Λουκᾶ καί τοῦ Κλεόπα πού
βάδιζαν πρός Ἐμμαούς, ἀναζωπυρώνονται στήν καρδιά του τά ρήματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
Φέροντας μέσα του ὁ ἱερέας ζωντανό τό λόγο τοῦ Θεοῦ ἐπιτελεῖ τό ἔργο του μέ μιά
παράδοξη αὐθεντία, τή μόνη θεμιτή, πού ἀποκομίζει ἐξερχόμενος ἀπό τή θεία
Παρουσία καί ὄχι βασιζόμενος μόνο στήν ἐξουσία πού τοῦ παρέχει ἡ θεσμική
χειροτονία του. Τότε καί ὁ δικός του λόγος στήν προοπτική τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ
γίνεται δημιουργικός, γιατί ἀποβαίνει ὄχημα τῆς θείας Ἀποκαλύψεως.
Ὅταν τόν
μεταδίδει, πείθει καί πληροφορεῖ μέ χάρη τίς καρδιές τῶν ἀκουόντων. Δικαιώνει
τόν τίτλο «πάτερ», πού τοῦ ἀπευθύνουν οἱ πιστοί, γιατί ὡς πνευματικός πατέρας ἀναγεννᾶ
τούς ἀνθρώπους μέ τό λόγο του. Ἡ διακονία του γίνεται διακονία λόγου Θεοῦ, μέ
τόν ὁποῖο λόγο παρηγορεῖ τίς πάσχουσες ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Ἐκπληρώνει τίς δύο
μεγάλες ἐντολές γιατί ἀγαπᾶ καί τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Ἔχει μεγάλο μισθό ἀπό
τόν Κύριο καί τιμή ἀπό τούς δούλους Του.
«Οἱ
καλῶς προεστῶτες πρεσβύτεροι διπλῆς τιμῆς ἀξιούσθωσαν,
μάλιστα
οἱ κοπιῶντες ἐν λόγῳ καί διδασκαλίᾳ» (Α΄ Τιμ. 5,17).
Ἀρχιμανδρίτης
Ζαχαρίας
Ἱ.
Μ. Τιμίου Προδρόμου
23.04.2012
[1]
Ἑβρ. 5,11
[2]
Β’ Κορ. 5,19
[3]
Ρωμ. 5,2˙ Ἐφ. 2,18˙3,12
[4]
Λουκ. 22,26-27
[5]
Α’ Κορ. 2,2
[6]
Πρβλ. Γαλ. 3,1
[7]
Ἰωαν. 13,1
[8]
Α’ Κορ. 9,19
[9]
Φιλιππ. 2,3-5
[10]
Ρωμ. 14,15
[11]
Βλ. Ἑβρ. 13,12
[12]
Ρωμ. 15,3
[13]
Πρβλ. Β’ Τιμ. 2,8
[14]
Πρβλ. Ἑβρ. 13,13
[15]
Ἑβρ. 13,14
[16]
Πρβλ. Ἑβρ. 12,2
[17]
Λουκ. 16,15
[18]
Ρωμ. 8,7
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου