Κάποτε τον είχε επισκεφθεί ο Πατήρ Άγαθάγγελος ο Ίβηρίτης, ως Διάκος. Όταν έφευγε, ήταν σκοτάδι, δεν είχε φωτίσει ακόμη.
Ό Παπα - Τυχών προεΐδε τον κίνδυνο, πού θα διέτρεχε ο Διάκος, και ανέβηκε αυτή την φορά στο τοιχάκι της μάνδρας και ευλογούσε συνέχεια.
Όταν έφθασε ο Διάκος στη ράχη και είδε τον Γέροντα να εύλογη ακόμη, τον λυπήθηκε και του φώναξε να μη κουράζεται, να μπή στο κελλί του. Αυτός όμως ατάραχος με υψωμένα τα χέρια, σαν τον Μωυσή, προσευχόταν και ευλογούσε.
Ενώ λοιπόν βάδιζεξένοιαστος ο Διάκος, ξαφνικά, πέφτει πάνω σε καρτέρι κυνηγών, πού περίμεναν αγριόχοιρους. Ένας κυνηγός τράβηξε να ρίξη, αλλά οι ευχές του Γέροντα έσωσαν τον Διάκο από τον θάνατο και τον κυνηγό από την φυλακή.
Γι' αυτό μου έλεγε πάντα ο Γέροντας: - Παιδί μου, να μην έρχεσαι ποτέ την νύχτα, γιατί την νύχτα τα θηρία περπατούν, και οι κυνηγοί τα περιμένουν κρυμμένοι...
Ακόμη και για την Θεία Λειτουργία έλεγε στον Μοναχό, πού θα τον βοηθούσε και θα έκανε τον ψάλτη, να έρχεται το πρωΐ με το φώτισμα. Την ώρα δε της Θείας Λειτουργίας του έλεγε να μένη στον μικρό διάδρομο, έξω από τον Ναό, και από εκεί να λέη το Κύριε, ελέησαν, για να νιώθη τελείως μόνος του και να κινήται άνετα στην προσευχή του.
Ό ταν έφθανε στο Χερουβικό, ο Παπα -Τυχών ηρπάζετο είκοσι έως τριάντα λεπτά, και ο ψάλτης θα έπρεπε να επαναλάβη πολλές φορές το Χερουβικό, μέχρι να ακούση τις περπατησιές του στην Μεγάλη Είσοδο.