Όταν μια ψυχή όντως ερωτευθή τον Κύριο, προτιμάει την σιωπή και την νοερά προσευχή, και αυτό το έχουνε οι ερημίτες, οι ασκηταί, οι οποίοι πρωτύτερα διέπρεψαν με το Ψαλτήρι, την Παρακλητική, τα Μηναία, τα Πεντηκοστάρια, τα Τριώδια και τώρα έπαψαν τα λόγια.
Βλέπετε ότι ένας που αγαπάει τον Θεό πάντα θέλει να μιλάη για τον Θεό και θέλει να κάνη και τους άλλους να αγαπήσουν τον Θεό· είναι μια αγάπη ανιδιοτελής, απλή, ειλικρινής, ενώ, ας πούμε, μια κοπέλλα που αγαπάει έναν νέο θα μιλήση γι’ αυτόν να τον αγαπήσουν και άλλοι; Δεν θα το κάνη, δεν της έρχεται καλό, γιατί μέσα της έχει μια παθολογική αγάπη που την τριβελίζει η ζήλεια.
Ο Θεός είναι πάρα πολύ μυστικός σε εμάς, την πρόνοιά του όσο και να την εξετάσωμε δεν μπορούμε να την καταλάβωμε. Θεό αναπνέομε, Θεό ζούμε και όμως δεν το ξέρομε, γεννηθήκαμε έτσι, ζούμε έτσι απλά χωρίς να αισθανώμαστε αυτό το μεγαλείο. Και ο Θεός (είναι) πολύ μυστικός τρόπον τινά, σαν να μην θέλη εμείς να καταλαβαίνωμε τις ενέργειές του· και μόνο τις καταλαβαίνουμε και μας τις εδείχνει, όταν μας πλουτίζη με την αγία ταπείνωση. Αυτός ο ίδιος μας δωρίζει το δώρο, το χάρισμα της ταπεινώσεως και τότε όλα τα βλέπομε, όλα τα αισθανόμαστε, τόνε ζούμε τον Θεό πολύ φανερά. Όσο όμως δεν έχουμε αυτήν την ταπείνωση, δεν καταλαβαίνουμε τίποτα από τις ενέργειες του Θεού και φτάνομε στο σημείο να λέμε “υπάρχει Θεός;”. Γιατί δεν βλέπουμε τίποτα. Το αντίθετο, όταν αξιωθούμε της αγίας ταπεινώσεως, τα βλέπουμε όλα, τα χαιρόμαστε όλα, τα ζούμε όλα, ζούμε με τον Θεό, ζούμε τον Παράδεισο μέσα μας που είναι ο ίδιος ο Χριστός. Σήμερα το αισθάνθηκα.
Πήγαμε στην Εκκλησία και αισθάνθηκα μια μεγάλη χαρά να με πλημμυρίζη. Πριν μεταλάβω ακόμα, μου ερχόταν έτσι να υψώσω τα χέρια μου στον Θεό, αισθανόμουνα μια μεγάλη χαρά και όταν μεταλάβαμε, (είχα) χαρά, μεγάλη χαρά.