Θαῦμα Ἁγίας Εὐφημίας τῆς Μεγαλομάρτυρος
Ἦταν χριστιανὴ παρθένος, ποὺ μὲ τὸ αἷμά της σφράγισε τὴν πίστη της στὸν Χριστὸ καὶ μὲ τὴν αὐταπάρνησή της καταντρόπιασε τοὺς ἰσχυροὺς εἰδωλολάτρες αὐτοκράτορες.
Ἡ Εὐφημία καταγόταν ἀπὸ τὴ Χαλκηδόνα καὶ οἱ γονεῖς της ὀνομάζονταν Φιλόφρων καὶ Θεοδοσιανή. Μόρφωσαν τὴν κόρη τους σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Εὐφημία ἀπὸ πολὺ νωρὶς διακρίθηκε γιὰ τὸν ἅγιο ζῆλο της, τὸ σεμνὸ ἦθος καὶ τὴ φιλανθρωπία της. Ἦταν ὡραῖα στὸ σῶμα, καὶ πολλοὶ εἰδωλολάτρες νέοι περίμεναν ἔστω ἕνα ἐνθαρρυντικὸ χαμόγελό της. Ἀλλὰ ἡ σεμνὴ παρθένος διατηροῦσε ἀκηλίδωτη τὴν ἁγνότητά της καὶ εἶχε ἀφοσιωμένη τὴν καρδιά της στὸν Θεό, στὴν περιποίηση τῶν ἀσθενῶν καὶ τῶν ἀπροστάτευτων ὀρφανῶν.
Ὅταν ἐπὶ Διοκλητιανοὺ διατάχθηκε σκληρὸς διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, ἡ Εὐφημία συνελήφθη καὶ ὁμολόγησε ὅτι εἶναι χριστιανή. Τότε ὁ κριτής, ὑπολογίζοντας στὴν ἀδύνατη γυναικεία φύση της, τὴν καταδίκασε σὲ θάνατο μὲ βασανιστήρια. Ὅμως ἡ Εὐφημία ἀναδείχθηκε πολὺ ἰσχυρότερη τῶν βασανιστῶν της καὶ ὑπέμεινε τὰ βασανιστήρια μὲ θαυμαστὴ καρτερία. Στὸ τέλος τὴν ἔριξαν τροφὴ στὰ θηρία.