Ἀποστολικό ἀνάγνωσμα. Ἡμέρας. Τετ. α΄ ἑβδ. ἐπιστ. (Ῥωμ. α΄ 18-27).
18 Ἀποκαλύπτεται γὰρ ὀργὴ Θεοῦ ἀπ’ οὐρανοῦ ἐπὶ πᾶσαν ἀσέβειαν καὶ ἀδικίαν ἀνθρώπων τῶν τὴν ἀλήθειαν ἐν ἀδικίᾳ κατεχόντων,
19 διότι τὸ γνωστὸν τοῦ Θεοῦ φανερόν ἐστιν ἐν αὐτοῖς· ὁ γὰρ Θεὸς αὐτοῖς ἐφανέρωσε.
20
τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα
καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καὶ θειότης, εἰς τὸ εἶναι αὐτοὺς
ἀναπολογήτους,
21 διότι γνόντες τὸν Θεὸν οὐχ
ὡς Θεὸν ἐδόξασαν ἢ εὐχαρίστησαν, ἀλλ’ ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς
αὐτῶν, καὶ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία·
22 φάσκοντες εἶναι σοφοὶ ἐμωράνθησαν,
23 καὶ ἤλλαξαν τὴν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου καὶ πετεινῶν καὶ τετραπόδων καὶ ἑρπετῶν.
24 Διὸ καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῶν καρδιῶν αὐτῶν εἰς ἀκαθαρσίαν τοῦ ἀτιμάζεσθαι τὰ σώματα αὐτῶν ἐν αὑτοῖς,
25
οἵτινες μετήλλαξαν τὴν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει, καὶ ἐσεβάσθησαν
καὶ ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα, ὅς ἐστιν εὐλογητὸς εἰς τοὺς
αἰῶνας· ἀμήν.
26 Διὰ τοῦτο παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς πάθη ἀτιμίας. αἵ τε γὰρ θήλειαι αὐτῶν μετήλλαξαν τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν,
27
ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἄρσενες ἀφέντες τὴν φυσικὴν χρῆσιν τῆς θηλείας
ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρσενες ἐν ἄρσεσι τὴν
ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι καὶ τὴν ἀντιμισθίαν ἣν ἔδει τῆς πλάνης αὐτῶν
ἐν ἑαυτοῖς ἀπολαμβάνοντες.
Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα
18 Ηυδόκησε δε ο Θεός να δώση την εκ πίστεως
δικαίωσιν, καθόσον τα έργα του κόσμου είναι τέτοια, ώστε εξ αιτίας των
φανερώνεται και ξεσπάει η οργή του Θεού από τον ουρανόν εναντίον κάθε
ασεβείας και κάθε αδικίας των πονηρών ανθρώπων, οι οποίοι, ενώ γνωρίζουν
και κατέχουν την αλήθειαν, ζουν μέσα εις την αδικίαν.
19
Επειδή η γνώσις περί του Θεού και του θελήματός του (όσην ημπορεί να
χωρέση ο άνθρωπος) είναι φανερή και γνωστή εις αυτούς· ο ίδιος ο Θεός
την έχει φανερώσει εις αυτούς.
20 Διότι από
τότε που εκτίσθη ο κόσμος, αι αόρατοι τελειότητες του Θεού γίνονται
καθαρά αισθηταί με την διάνοιαν δια μέσου των δημιουργημάτων, τόσον η
αιωνία αυτού παντοδυναμία, όσον και κάθε θεία τελειότης του, εις τρόπον
ώστε να μένουν αυτοί αναπολόγητοι δια τον αμαρτωλόν βίον των·
21
διότι, ενώ εγνώρισαν δια μέσου της δημιουργίας τον πάνσοφον και
πανάγαθον Θεόν, δεν τον εδόξασαν ως αληθινόν Θεόν δια τα μεγαλεία του
και δεν τον ευχαρίστησαν δια τας αναριθμήτους ευεργεσίας του, αλλ'
επλανήθησαν με τους μωρούς και ψευδείς συλλογισμούς των περί των ειδώλων
και της αμαρτωλής ζωής και εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών διάνοια·
22 και ενώ διακηρύττουν ότι είναι σοφοί, απεδείχθησαν μωροί και ανόητοι·
23
και αντικατέστησαν την άπειρον και μεγαλειώδη δόξαν του αφθάρτου Θεού
με υλικά αγάλματα, με είδωλα, που εικονίζουν φθαρτούς ανθρώπους και
πτηνά και τετράποδα και ερπετά.
24 Δια την
ασέβειαν δε και την αποστασίαν των αυτήν απέσυρεν ο Θεός την χάριν του
και έτσι παρεδόθησαν και υπεδουλώθησαν εις τας αμαρτωλάς επιθυμίας των
καρδιών των, εις ηθικήν ακαθαρσίαν, ώστε να εξευτελίζωνται τα σώματα των
από αυτούς τους ιδίους.
25 Αυτοί αντήλλαξαν
και αντικατέστησαν την αλήθειαν του Θεού με το ψεύδος της
ειδωλολατρίας, εσεβάσθησαν δε και ελάτρευσαν την άψυχον και άλογον και
πεπερασμένην κτίσιν, αντί του Δημιουργού, ο οποίος την έκτισε και πρέπει
δια τούτο να ευλογήται και να δοξάζεται εις όλους τους αιώνας. Αμήν.
26
Ακριβώς δε διότι ελάτρευσαν ψευδείς και φαύλους θεούς, παρεχώρησεν ο
Θεός να παραδοθούν και υποδουλωθούν εις εξευτελιστικά πάθη. Διότι και αι
γυναίκες των (χωρίς να εντραπούν και σεβασθούν ούτε τον ευατόν των)
αλλάξαν την φυσικήν χρήσιν του φύλου των εις την παρά φύσιν και
εξετράπησαν εις ακατανομάστους πράξεις.
27
Κατά παρόμοιον τρόπον και οι άρρενες αφήκαν την φυσικήν σχέσιν και
χρήσιν της γυναικός και εφλογίσθησαν εις τας εμπαθείς ορέξεις μεταξύ
των, ώστε άνδρες εις άνδρας να ενεργούν αναισχύντους και εξευτελιστικάς
πράξεις και να λαμβάνουν τον μισθόν, που τους έπρεπε δια την πλάνην των,
από τον ίδιον τον ευατόν των.
Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Ἡμέρας. Τετ. α΄ ἑβδ. Ματθ. (Μτθ. ε΄ 20-26).
20 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι ἐὰν μὴ περισσεύσῃ ἡ
δικαιοσύνη ὑμῶν πλεῖον τῶν γραμματέων καὶ Φαρισαίων, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς
τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.
21 Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, Οὐ φονεύσεις· ὃς δ’ ἂν φονεύσῃ, ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει.
22
ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῇ ἔνοχος
ἔσται τῇ κρίσει· ὃς δ’ ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ, Ρακά, ἔνοχος ἔσται τῷ
συνεδρίῳ· ὃς δ’ ἂν εἴπῃ, Μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός.
23 ἐὰν οὖν προσφέρῃς τὸ δῶρόν σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι κατὰ σοῦ,
24
ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρόν σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ ὕπαγε πρῶτον
διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου, καὶ τότε ἐλθὼν πρόσφερε τὸ δῶρόν σου.
25
ἴσθι εὐνοῶν τῷ ἀντιδίκῳ σου ταχὺ ἕως ὅτου εἶ ἐν τῇ ὁδῷ μετ’ αὐτοῦ,
μήποτέ σε παραδῷ ὁ ἀντίδικος τῷ κριτῇ, καὶ ὁ κριτὴς σε παραδῷ τῷ
ὑπηρέτῃ, καὶ εἰς φυλακὴν βληθήσῃ·
26 ἀμὴν λέγω σοι, οὐ μὴ ἐξέλθῃς ἐκεῖθεν ἕως ἂν ἀποδῷς τὸν ἔσχατον κοδράντην.
Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα
20 Διότι σας λέγω και τούτο· εάν η αρετή σας
δεν ξεπεράση πολύ την επιφανειακήν και τυπικήν αρετήν των Γραμματέων
και Φαρισαίων, δεν θα εισέλθετε εις την βασιλείαν των ουρανών.
21
Ηκούσατε ότι ελέχθη από τον Θεόν στους αρχαίους, στους προγόνους σας·
Δεν θα φονεύσης· εκείνος που θα φονεύση, θα είναι ένοχος και θα
παραπεμθή στο μικρόν επταμελές συνέδριον, που λέγεται κρίσις.
22
Εγώ όμως σας λέγω ότι καθένας που οργίζεται αδίκως και χωρίς σοβαρόν
πνευματικόν λόγον ενάντιον του αδελφού του, έχει την ιδίαν ενόχην, όπως
εκείνος που δικάζεται δια φόνον στο επταμελές συνέδριον. Εκείνος δε που
θα υβρίση τον αδελφόν του και θα του είπη με περιφρόνησιν “ανόητε,
τιποτένιε”, είναι ένοχος εγκλήματος βαρυτέρου, από εκείνά που δικάζει το
μεγάλο συνέδριον, το ανώτατον δηλαδή δικαστήριον των Εβραίων. Εκείνος
δε που θα είπη με μίσος στον αδελφόν του “αμυαλε, τρελλέ”, είναι
βαρύτατα ένοχος και άξιος να τιμωρηθή με την στον Αδην γέενναν του
πυρός.
23 Εάν λοιπόν προσφέρης το δώρον σου
στο θυσιαστήριον και εκεί ενθυμηθής ότι ο αδελφός σου έχει κάτι ενάντιόν
σου εξ αιτίας της αδίκου και απρεπούς συμπεριφοράς σου,
24
άφησε εκεί το δώρον σου εμπρός στο θυσιαστήριον και πήγαινε πρώτον
συμφιλιώσου με τον αδελφόν σου και έπειτα έλα να προσφέρης το δώρον σου
στον Θεόν.
25 Συμβιβάσου και συμφιλιώσου
γρήγορα με τον αντίδικόν σου, εφ' όσον ευρίσκεσαι μάζή του στον δρόμον,
που οδηγεί στο δικαστήριον. Πρόλαβε, μήπως σε παραδώση ο αντίδικος στον
δικαστήν, και ο δικαστής σε παραδώση ως ένοχον στον εκτελεστήν των
ποινών και ριφθής έτσι εις την φυλακήν.
26 Σε διαβεβαιώνω ότι δεν θα βγης από εκεί, έως ότου εξοφλήσης και το τελευταίον δίλεπτον.
http://www.saint.gr/index.aspx