Ήρθε ένας φαρμακοποιός Νικόλαος, με την γυναίκα του. Μου είπε η γυναίκα του: «Δεν έχουμε παιδιά, αλλά ο άντρας μου δίνει φάρμακα χωρίς να παίρνη λεφτά. Του λέω ότι θα κλείση το φαρμακείο μας. «Ευλογεί ο Θεός», μου λέει. Μόνο, π. Ιάκωβε, που δεν βαφτίστηκε».
Του είπα ότι πρέπει οπωσδήποτε να βαφτιστή, το λέει το Ευαγγέλιο: «Πορευθέντες εις πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς…», αλλοιώς δεν έχουμε ζωήν αιώνιον. Και μου λέει:
– Τι με κωλύει να με βαπτίσετε; Νερό έχετε, βάλτε μια κολυμβήθρα, πέστε τα γράμματα!
Τον έστειλα με έναν ευλαβή γνωστό μου στον Δεσπότη της περιοχής του, για να τον αναθέση σε κάποιον Ιεροκήρυκα, πατέρα της Εκκλησίας, να τον κατηχήση και μετά, αν θέλη ο άνθρωπος να βαπτιστή, να τον βαπτίσωμε.
Πήγαν στον Δεσπότη, τον έστειλε σε έναν Ιεροκήρυκα και μετά από λίγο καιρό μου έστειλε ο Δεσπότης ένα έγγραφο, με την άδειά του να τον βαπτίσουμε.