«Βρισκόμαστε στή Βηθλεέμ. Στό σπήλαιο πού γεννήθηκε ὁ Χριστός μας. Εἶναι νύχτα Χριστουγέννων. Ἕνας ἅγιος καί συνάμα σοφός ἀσκητής προσεύχεται ἀπό ὥρα γονατιστός μέσα στό ἅγιο Σπήλαιο.
Τό ὄνομά του: ἅγιος Ἱερώνυμος[1].
Ἐκείνη τήν νύχτα εἶχε ἀφήσει τό ἀσκητήριο του, πού ἦταν δυό βήματα ἀπό τό ἅγιο Σπήλαιο· αὐτή ἡ παγωμένη σπηλιά εἶχε, πρίν περίπου 400 χρόνια, φιλοξενήσει τό νεογέννητο Χριστό μας.
Ὁ ἅγιος Ἰερώνυμος εἶχε ἀποφασίσει ἐκείνη τή νύχτα νά τήν περάσει μέ προσευχή ξάγρυπνος μπροστά στήν Ἁγία Φάτνη.
Ἡ καρδιά του ἦταν γεμάτη εὐγνωμοσύνη γιά τή μεγάλη δωρεά τοῦ Θεοῦ: νά μᾶς στείλει τόν Υἱό Του τόν Μονογενῆ, τό μονάκριβο παιδί Του στή γῆ, γιά νά μᾶς κάνει καί μᾶς θεούς· νά μᾶς γλυτώσει ἀπό τά πάθη, τίς ἁμαρτίες καί τίς ἐνοχές μας καί νά μᾶς δώσει τή Ζωή.
Σκεφτόταν τά λόγια τοῦ εὐαγγελιστοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου: «Ὁ Λόγος Σάρξ ἐγένετο».
Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος, παραμένοντας καί τέλειος Θεός.
Ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά μπορέσουμε καί μεῖς νά γίνουμε θεοί.
Πῆρε τήν ἀνθρώπινη φύση γιά νά μπορέσει νά σταυρωθεῖ· ἐπειδή μᾶς ἀγαπᾶ μέ ἄπειρη ἀγάπη καί θέλησε νά πεθάνει ἀντί γιά μᾶς.
Σκεφτόταν πόσο ἄσπλαχνα καί ἀχάριστα Τοῦ φερθήκαμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Δέν βρέθηκε ἕνα ζεστό δωμάτιο γιά τό νεογέννητο καί τήν Παναγία μητέρα Του.