Ἀπό τά θαύματα τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος.
Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ἦταν τσοπάνης προβάτων καί ἔκαμε μία τιμημένη ζωή καί μέ φόβο Θεοῦ.
Τόσο πολύ ἀγάπησε τόν Θεό, ὥστε τόν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς ἐπιτελέσεως θαυμάτων, διότι ἐθεράπευε κάθε εἴδους ἀρρώστειες καί ἔδιωχνε ἀκάθαρτα πνεύματα ἀπό τούς ἀνθρώπους μόνο μέ τόν λόγο του.
Γι᾿ αὐτό καί τόν ἐξέλεξαν ἐπίσκοπο στήν ὀνομαστή πόλι Τριμυθοῦντα τῆς Κύπρου, τήν ἐποχή τῆς βασιλείας στήν Κωνσταντινούπολι τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ἐκεῖ ἔκανε πολλά θαύματα, ἀπό τά ὁποῖα θά μνημονεύσουμε μερικά.
Ὁ ἅγιος Σπυρίδων ἦταν τόσο ταπεινός, ὥστε, ἀκόμη καί ὅταν ἦταν ἀρχιερεύς καί θαυματουργός, δέν θεωροῦσε ἐντροπή του νά ἔχη καί τήν στάνη τῶν ζώων του καί ἐκοπίαζε ὁ ἴδιος γιά τούς ἄλλους.
Μία φορά ἐπήδησαν ληστές μέσα στήν μάνδρα πού ἦταν τά πρόβατά του γιά νά κλέψουν μερικά ἀπ᾿ αὐτά.
Ὁ Θεός, ἐπειδή ἀγαποῦσε τόν φίλο Του Σπυρίδωνα καί τόν βοηθοῦσε νά ἔχη κάτι ἀπό τήν περιουσία του, ἔδεσε τούς ληστές μέ δυνατά καί ἀόρατα δεσμά, ὥστε δέν ἦταν δυνατόν νά γλυτώσουν. Ἔτσι παρέμειναν δεμένοι μέχρι τό πρωΐ.