Οἱ Ἅγιοι 45 Μάρτυρες ποὺ μαρτύρησαν στὴ Νικόπολη τῆς Ἀρμενίας
Οἱ
Ἅγιοι αὐτοὶ μαρτύρησαν στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνα, ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν
ὁ Λικίνιος. Κορυφαῖοι ἀπ’ αὐτοὺς ἦταν ὁ Λεόντιος, ὁ Μαυρίκιος, ὁ Δανιὴλ
καὶ ὁ Ἀντώνιος.
Ὅταν ὁ Λικίνιος ἐξέδωσε διάταγμα κατὰ τῶν
χριστιανῶν, μόνοι τους ᾖλθαν στὸν δοῦκα καὶ φανέρωσαν ὅτι εἶναι
χριστιανοί. Σὲ ἐρώτηση τοῦ Λυσία, ποιὸς τοὺς ἔπεισε νὰ μὴ θυσιάζουν
στοὺς θεούς, αὐτοὶ ἀπάντησαν: «Ὁ Χριστὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μᾶς δίδαξε
καὶ μᾶς ἔπεισε νὰ μὴ λατρεύουμε θεοὺς ἀνύπαρκτους, καὶ νὰ μὴ προσκυνοῦμε
τὰ εἴδωλά τους».
Ὀργισμένος ὁ δοῦκας, διέταξε καὶ τοὺς φυλάκισαν
δεμένους χειροπόδαρα, χωρὶς νὰ τοὺς δίδεται καθόλου ψωμὶ καὶ νερό. Οἱ
Ἅγιοι πέρασαν τὴ νύκτα προσευχόμενοι. Μεταξὺ ἄλλων, ἔλεγαν: "Εὐλογοῦμε,
Κύριε, ἐσένα, τὸ βασιλιὰ τῆς δόξας. Διότι σὺ εἶσαι ἡ ἀληθινὴ ζωή, ποὺ
θυσιάστηκες γιὰ μᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς, ὁ Υἱὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἕνωσέ
μας, Κύριε, ὥστε ὅλοι μαζὶ μὲ μιὰ ψυχὴ νὰ σὲ ὁμολογήσουμε καὶ ὅλοι μαζὶ
νὰ πεθάνουμε».
Τὸ πρωὶ ὁ Λυσίας, ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὴ φυλακή,
τοὺς ρώτησε ἂν μετάνιωσαν καὶ ἐπανῆλθαν στοὺς θεοὺς τοῦ κράτους. Οἱ
Ἅγιοι μὲ ἕνα στόμα ἀπάντησαν: «χριστιανοὶ ἐσμέν». Εἴμαστε χριστιανοί. Μὲ
μανία τότε ὁ Λυσίας διέταξε καὶ τοὺς ἔκοψαν χέρια καὶ πόδια, καὶ ἔπειτα
τοὺς ἔριξαν στὴ φωτιά.