Οἱ μοναχοί Ἀθανάσιος καί Κύριλλος Παβαλούκα
Ἁγιασμένες μορφές τῆς Ὀρθοδόξου Ρουμάνικης Ἐκκλησίας
Μέρος Γ'
Ἐάν ἄκουγε ὁ Γέροντας ὅτι συνέβαιναν κἄπου ἁμαρτωλά ἔργα, ἐστενοχωρεῖτο πολύ. Ἐνίοτε τολμοῦσε νά συμβουλεύη τέτοιου εἴδους ἐπιλήψιμα πρόσωπα μέ δάκρυα στά μάτια, ὑπενθυμίζοντάς τους τόν φόβο τῶν κολάσεων στήν ἄλλη ζωή.
Ὅταν κάποτε ἄκουσε ὅτι ὑπάρχουν σκάνδαλα στό σεμινάριο τῆς Μονῆς Νεάμτς, ἔλαβε τό θάρρος, παρουσιάσθηκε στόν Μητροπολίτη καί τοῦ εἶπε.
-Σεβασμιώτατε, εἶμαι κι ἐγώ ἕνας πτωχός μοναχός τῆς μονῆς Νεάμτς. Ὅμως ἀκούω νά γίνωνται κάτι πράγματα στό θεολογικό σεμινάριο καί φρίττω. Ἄς σταθοῦμε καλά, ἄς σταθοῦμε μετά φόβου. Σᾶς παρακαλῶ νά ἔλθετε καί νά κατευθύνετε σωστά τίς ὑποθέσεις τοῦ σεμιναρίου, πρίν νά ἔλθη ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ.
-Καί ποιός εἶσαι ἐσύ καί μιλᾶς μέ τόση παρρησία; Τόν ἐρώτησε ὁ Μητροπολίτης.
- Ἐγώ εἶμαι τσοπάνης στό μοναστήρι Νεάμτς καί ὀνομάζομαι Ἀθανάσιος ἁμαρτωλός.
-Γιά τήν παρρησία σου αὐτή, σοῦ δίνω κανόνα καί σέ ἐξορίζω στό μοναστήρι Βορόνα, γιά νά μάθης ἄλλη φορά νά σιωπᾶς...