ΟΜΙΛΙΑ
ΣΤ΄
Ἔρχεται
ὁ πειράζων, ἔρχεται ὁ κακοδαίμων καί
μᾶς βάζει χίλια δύο πράγματα, νά μᾶς
ἀπομακρύνη ἀπό τήν ὑπακοή. Πόση
διαστροφή δέν μᾶς κάνει στούς λογισμούς,
γιά νά μᾶς βγάλη ἀπό τήν σωστή θέσι τῆς
ὑπακοῆς!
Βλέπουμε
καί στό βίο τοῦ Ἁγίου Παϊσίου: Ὁ Ἅγιος
Παΐσιος μέ τή μεγάλη τοῦ ἀρετή καί
ἄσκησι εἶχε μεγάλη παρρησία στόν Χριστό
μας καί ὁ Χριστός μας ὁ Κύριος συχνά
τόν ἐπισκέπτετο.
Σέ
μία ἐπίσκεψι τοῦ Χριστοῦ μας, ὁ Ἅγιος
Παΐσιος ἔπλυνε τά πόδια τοῦ Χριστοῦ
μας, –κατά τρόπον βέβαια ἀπόρρητον–
καί τό ἀπόπλυμα τό εἶχε σέ μία λεκάνη.
Ἐν τῷ μεταξύ ἦρθε ἕνας ὑποτακτικός
του μετά ἀπό κάποια ὑπακοή, ἀπό κάποιον
κόπο, κουρασμένος καί ἱδρωμένος. Ἀφοῦ
ἔβαλε μετάνοια στόν Ἅγιο Παΐσιο, τοῦ
λέει ἐκεῖνος:
- Παιδί μου, πήγαινε στή λεκάνη, πού εἶναι ἐκεῖ καί πιές νερό, νά δροσιστῆς.
- Νά ᾿ναι εὐλογημένο· εἶπε, ἀλλά δέν πῆγε νά πιῆ νερό, νά πιῆ ἐκεῖνο τό ἁγιασμένο ἀπόπλυμα ἀπό τά Ἄχραντα Πόδια τοῦ Χριστοῦ μας. Τοῦ εἶπε ὁ λογισμός, μᾶλλον ὁ δαίμονας: