Η
ΜΟΝΑΧΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΗ ΛΟΥΒΑΡΗ ΗΓΟΥΜΕΝΗ.
Η
κατά κόσμον Μαρία όταν ήταν δέκα οκτώ ετών προβληματίσθηκε για την πορεία που θα
ακολουθούσε. Η μητέρα της και η γιαγιά της, Μικρασιάτισσες μέ ευσέβεια,
λάτρευαν τον Θεό όπως είχαν διδαχθεί από τους άγιους Πατέρες της πατρίδας τους,
πού την άφησαν ξεριζωμένες, χωρίς να φέρουν τίποτα από τά τόσα αγαθά που είχαν.
Ήρθαν πρόσφυγες, μέ μόνο εφόδιο μέ την πίστη...
Η Μαρία είχε μια καθαρότητα στις σκέψεις, μία ακεραιότητα στον χαρακτήρα, μία
τελειότητα σε ό,τι έφτιαχνε, πού τά διατήρησε ως τό τέλος της ζωής της.
Μια
φορά στην προσευχή της, τότε που ήταν δέκα οκτώ ετών, κοιτούσε την εικόνα του
Χριστού, την έβλεπε ερευνητικά, ευλαβικά και άκουσε στα βάθη της ψυχής της μία
φωνή ουράνια, ανεξήγητη να λέει το όνομά της «Μαρία». Μόνο η ίδια πού έζησε
αυτό τό μυστικό κάλεσμα, μπορούσε να καταλάβει και να εξηγήσει τί συνέβη. Αυτό
ήταν! Καμία αμφισβήτηση, καμία αμφιβολία, καμία μετακίνηση, στις σκέψεις και στα
αισθήματα της για την απόφασή της...
Από
την Νίκαια πήγαινε στον Γέροντα Ιερώνυμο, στο μετόχι της Αναλήψεως στον Βύρωνα
με τά πόδια για τις αγρυπνίες, παρ' όλο πού εργαζόταν και ήταν όρθια όλη την
ήμερα.Έγινε μεγαλόσχημη μοναχή στην Μονή Αγίου Δημητρίου στο Ζάλογγο
και ονομάστηκε «Χριστοδούλη ».Γνώριζε εκεί τον Μητροπολίτη. Έπρεπε να συνεχίσει
να εργάζεται.
Φορούσε
μαύρο μαντήλι δετό και από μέσα είχε κεντημένο το «Ιησούς Χριστός Νικά». Ήταν λιγομίλητη.
Ούτε συζητήσεις, ούτε κουβέντες.