ΟΜΙΛΙΑ
Η΄
Πατέρες
μου,
Ὁ
σκύλος, ὅταν ἀντιληφθῆ ὅτι κάποιος
ἔρχεται νά κάνη κακό στά πρόβατα,
φωνάζει, γαυγίζει ἔντονα, ἀπειλητικά
νοιώθοντας ὅτι ἔχει κάποια εὐθύνη
πάνω στά πρόβατα καί ἀπέναντι στό
ἀφεντικό, πού τόν ἔχει καί τόν ταΐζει.
Εἶναι φυσικό του νά τό κάνη αὐτό. Καί
ὅσο γαυγίζει καί φωνάζει, ὁ κλέφτης, ὁ
λύκος ἤ τό ἀγρίμι δέν πλησιάζουν τό
κοπάδι. Ἐάν στό σκυλί αὐτό ἔρθη ὁ
λογισμός ὅτι δέν ὑπάρχει φόβος, δέν
ὑπάρχει λύκος, δέν κρύβεται κάποιος
κλέφτης καί ἀρχίζει νά σπάζη ἡ προσοχή
του, ἡ ἐπαγρύπνησι γιά τό κοπάδι, ὅταν
τό πλησιάζη ὁ νυσταγμός, κάθεται καί
τό παίρνει ὁ ὕπνος. Ἔτσι ἡσυχάζει ὁ
τόπος καί τό κοπάδι ἀπό τά γαυγίσματα,
ἀλλά τό πρᾶγμα γίνεται ἀντιληπτό ἀπό
τούς κλέφτες, ἀπό τούς λύκους, οἱ ὀποῖοι
παραμονεύουν νά σταματήση ὁ σκύλος νά
ἀγρυπνῆ καί νά φωνάζη. Σιγά – σιγά
προχωροῦν, πλησιάζουν, προσβάλλουν τό
κοπάδι καί ἀρχίζουν ἕνα ἕνα νά ρημάζουν
τά πρόβατα.
Ὁ
ζῆλος ὁ πνευματικός εἶναι σάν τό σκυλί.