Ελάτε
σήμερα, ω θεοφιλεστάτη συνάθροισις, ας εορτάσομε τα προεόρτια της
ανυψώσεως του ζωηφόρου Σταυρού. Αντηχεί στην ακοή μου η θεσπεσία φωνή
του Ευαγγελίου, η οποία προσφωνεί το σταυρικό μυστήριο θέτοντας ως
υπόδειγμα το χάλκινο όφι που είχαν κρεμάσει στο ξύλο οι Ισραηλίτες. Και
μου γίνονται τα αναγνώσματα προμηνύματα και προκηρύγματα της
προσκυνήσεως του Σταυρού. Ας στρέψομε λοιπόν προσεκτικά το βλέμμα μας
στα ολόφωτα λόγια του Ευαγγελίου χρησιμοποιώντας αυτά ως προπομπή του
βασιλικού σκήπτρου.
Είπεν ο Κύριος: «ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν,
ει μη ο εκ του ουρανού καταβάς, ο Υιός του ανθρώπου, ο ων εν τω ουρανώ».
Καλό είναι να τα είπη αυτά. Πράγματι, η ευαγγελική αυτή περικοπή
αποβλέποντας στον σκοπό της ημέρας, απεσιώπησε αυτό που είχε προηγηθεί.
Τότε λοιπόν που ήλθε προς τον Κύριον ο νυκτερινός εκείνος μαθητής –
καταλαβαίνεις βεβαίως οτι εννοώ τον Φαρισαίο Νικόδημο - και τον εδίδασκε
ο Σωτήρ για την «άνωθεν γέννησιν», εκείνος, επειδή ο νους του κατείχετο
ακόμη από την ιουδαϊκή παχύτητα, εσύρθη αυτόματα στον χώρο της μήτρας
φανταζόμενος γέννησιν σαρκικήν.