Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ
Μοναχοῦ Σεραφεὶμ
Ἡ
Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἐπειδὴ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, χαρακτηρίζεται
ἀπὸ διαχρονικὴ καὶ παγκόσμια ἑνότητα δογματικῆς Πίστεως. Ὁ Ἰησοῦς
Χριστὸς εἶναι «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτός [ὁ ἴδιος], καὶ εἰς τοὺς
αἰῶνας»[1], ἀναλλοίωτος, καὶ ἑνώνει ἐν Ἑαυτῷ τὴν ἀνθρωπότητα, «ἐν ἑνὶ
σώματι, εἰς ἕνα καινὸν ἄνθρωπον ποιῶν εἰρήνην»[2], καθ’ ὅσον αὐτὴ
ἐνσωματώνεται στὴν Ἐκκλησία. Ἔτσι στὴν Ἐκκλησία ἰσχύει πάντοτε ταυτότητα
(ὁμοιομορφία) στὴν Πίστη καὶ τὴ βαπτισματικὴ ἔνταξη σ’ αὐτήν: «εἶς
Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα»[3].
Τὸ
ἐκκλησιολογικὸ αὐτὸ δόγμα τῆς Ἐκκλησίας, σταθερῶς καὶ διαχρονικῶς
διακηρυσσόμενο, πλήττεται στὴ θεωρία καὶ τὴν πράξη ἀπὸ τὴν παρέκκλιση
καὶ καινοτομία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος στὸ βαθμὸ ποὺ προωθεῖται
συνειδητῶς καὶ ἐπιμόνως, ἀποτελεῖ ἐκκλησιολογικὴ καὶ σωτηριολογικὴ
αἵρεση.
Ὁ
Οἰκουμενισμὸς εἶναι ἡ διδασκαλία καὶ δραστηριότητα γιὰ τὴν - κακῶ τῷ
τρόπῳ - συγκολλητικὴ καὶ πλασματικὴ ἐξωτερικὴ ἕνωση τῶν Ὀρθοδόξων καὶ
λοιπῶν «χριστιανῶν», ρωμαιοκαθολικῶν (παπικῶν), προτεσταντῶν καὶ
μονοφυσιτῶν-μονοθελητῶν· ἀναπτύχθηκε στὸ πλαίσιο τῆς «οἰκουμενικῆς
κινήσεως» καί, σὲ μεγάλο μέρος του, περὶ τὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν
Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.) καὶ διασπᾶ τὴν ἀπ’ ἀρχῆς καὶ μέχρι τῶν μέσων τοῦ
20οῦ αἰῶνος ἑνιαία τῆς Ὀρθοδοξίας ἐκκλησιολογία, τὴν περὶ Ἐκκλησίας
διδασκαλία.