Ἁγίου
Ἰγνατίου
Μπριαντσανίνωφ
Ἡ
Ἁγία Γραφή μᾶς διδάσκει, ἀφενός, ὅτι
«ὁ
φόβος τοῦ Κυρίου εἶναι ἁγνός, κι ἔτσι
παραμένει αἰώνιος»1,
καί,
ἀφετέρου, ὅτι «ὅποιος
ἀγαπᾶ, δέν φοβᾶται· ἡ τέλεια ἀγάπη
διώχνει τόν φόβο· γιατί ὁ φόβος σχετίζεται
μέ τήν τιμωρία, κι ὅποιος φοβᾶται τήν
τιμωρία δείχνει πώς δέν ἔχει φτάσει
στήν τέλεια ἀγάπη»2.
Τά
δύο αὐτά χωρία φαίνεται νά ἀντιφάσκουν.
Δέν συμβαίνει, ὅμως, αὐτό στήν
πραγματικότητα. Τήν ἐξήγηση μᾶς τή
δίνουν οἱ ἅγιοι Πατέρες:
«Ὑπάρχουν
δύο εἴδη φόβων, ἕνας ἀρχικός καί ἕνας
τέλειος.
Ὁ
πρῶτος εἶναι
χαρακτηριστικός τῶν ἀρχαρίων, θά
λέγαμε, στήν πνευματική ζωή, ἐνῶ
ὁ δεύτερος
εἶναι
χαρακτηριστικός τῶν ἁγίων, αὐτῶν πού
ἔχουν πιά τελειωθεῖ πνευματικά κι
ἔχουν φτάσει στό μέτρο τῆς ἁγίας
ἀγάπης.
Ὅποιος,
δηλαδή, κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά
τόν φόβο τῆς τιμωρίας, αὐτός, ὅπως
εἴπαμε, εἶναι ἀκόμη ἀρχάριος.