Δεν έχω χριστιανική πίστη. Ούτε στην αθανασία ούτε στο Ευαγγέλιο, γιατί αν είχα τέλεια πεισθεί και πίστευα χωρίς αμφιβολία ότι μετά τον τάφο ξανοίγεται η αιώνια ζωή και η ανταπόδοση των όσων πράξαμε σ αυτόν τον κόσμο, θα σκεπτόμουνα συνεχώς αυτό, χωρίς διακοπή. Η ιδέα της αθανασίας θα με συνέτριβε κυριολεκτικά και θα ζούσα στην πρόσκαιρη αυτή ζωή σαν ένας ξένος και παρεπίδημος, που έχει πάντα στο νου του τη φροντίδα να αξιωθεί κάποτε να φτάσει στην γλυκεία του πατρίδα.
Αντίθετα, όμως εγώ ούτε καν σκέπτομαι για την αιωνιότητα και συμπεριφέρομαι στη ζωή μου σαν να πιστεύω ότι το τέλος της παρουσών ζωής είναι το τέρμα της ανθρώπινης υπάρξεως μου. Μέσα μου φωλιάζει υποσυνείδητα η σκέψη που συνοψίζεται στο: ποιος ξέρει και ποιος είδε τα μετά θάνατο; Όταν μιλώ για την αθανασία, το μυαλό μου συμφωνεί μ’ εκείνη, ενώ η κάρδια μου απέχει από το να έχει πεισθεί από αυτή. Όλη αυτή η απιστία αποδεικνύεται από τις πράξεις μου και από τη συνεχή φροντίδα να ικανοποιώ τη ζωή των αισθήσεων.…
Είμαι γεμάτος από υπερηφάνεια και φιλαυτία. Όλες μου οι ενέργειες το επιβεβαιώνουν. Βλέποντας κάτι κάλο στον εαυτό μου, επιθυμώ να το φανερώσω ή να το υπερηφανευτώ για αυτό μπροστά σε άλλους ανθρώπους, η να το θαυμάσω μόνος μου εσωτερικά.
Αν και επιδεικνύω μια εξωτερική ταπεινοφροσύνη, την αποδίδω σε αποτελεσματικότητα της δικής μου δυνάμεως, θεωρώ δε τον εαυτό μου ή ανώτερο από τους άλλους ή τουλάχιστον όχι χειρότερο τους.